† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου στὴν μνήμη τοῦ μακαρίου Ἰωάννου Καποδίστρια Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος (1827-1831)

Kapodostrias Shmaia copy

DSC 2693


Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου στὴν μνήμη τοῦ μακαρίου Ἰωάννου Καποδίστρια Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος (1827-1831)
Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου 1831 - Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου 2021

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Οἱ βασικὲς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο δοχεῖο τὴς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ δικαιοσύνη. Τὶς ἀρετὲς αὐτὲς ἔφερε πάνω του ἐκεῖνος ποὺ πρὶν ἀπὸ 190 ἀκριβῶς χρόνια ἔπεσε θῦμα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπάθειας. Πρόκειται γιὰ ἑναν ἀπὸ τοὺς Μεγαλύτερους Ἕλληνες, τὸν Κυβερνήτη μας, τὸν Άγιο τῆς πολιτικῆς, Ἰωάννη Καποδίστρια. 

   Μὲ βαθειὰ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης καὶ καθήκοντος, ἀποφασίσαμε νὰ τελεσθεῖ Τρισάγιο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καῖ νὰ ἐκφωνηθεῖ ἡ παρούσα ὁμιλία σὲ ὅλες τῆς ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μας. Ἰδίως στὴν ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία, αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι τὸ λιγότερο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε γιὰ ἐκεῖνον. Μπορεῖ νὰ μὴν συμμετεῖχε στο πεδίο τῆς μάχης τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀγώνα, ἀλλὰ ἡ Ἐπανάσταση, ποὺ φέτος τιμοῦμε ἰδιαιτέρως, κατέστη δυνατὴ χάρη στὶς διπλωματικὲς μάχες ποὺ ἔδωσε στὴν Εὐρώπη, ὅπου ἀγωνίσθηκε μὲ ἀξιοθαύμαστη αὐτοθυσία. Ἀν δὲν ἦταν ἐκεῖνος, ἴσως ἀκόμη νὰ κινδυνεύαμε νὰ κάνουμε τὸν Σταυρό μας.

  πειδὴ εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατον κάποιος νὰ σκιαγραφήσει ἐπαρκῶς τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ἔργου του, θὰ ἀρκεσθῶ μόνο σὲ ὁρισμένα σημεῖα.

   Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τῶν ἀριστοκρατῶν Ἀντωνίου καὶ Ἀδαμαντίας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776 καὶ ἦταν τὸ ἕκτο ἀπὸ τὰ δέκα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι, φρόντισαν νὰ διδάξουν στὸν Ἰωάννη καὶ στὰ ὑπόλοιπα τέκνα τους τὴν εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Ἡ ὀρθόδοξη αὐτὴ ἀνατροφή του, σὲ συνδυασμὸ μὲ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔζησε στὰ 16 του, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο γιὰ ὅλη τὴν μετέπειτα πορεία του. 

   Στὴν Ἰταλία σπούδασε Ἰατρικὴ καὶ Νομικὴ, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ ἔκανε βίωμα τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ του στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀσθενῶν. Ὄχι μόνο ἄσκησε δωρεὰν τὸ ἐπάγγελμα του, ἀλλά ἐπίσης ἔβαζε χρήματα κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι τῶν ἀσθενῶν γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὰ φάρμακα τους, ἀνταποκρινόμενος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει φανερὰ ἐλεημοσύνη, διότι ὅπως ὁ ἵδιος εἶπε κάποτε στὸν πατέρα του: «ὁ Θεὸς δὲν ἀναπαύεται στὴν ματαιοδοξία».

    πολιτικὴ σταδιοδρομία του ἄρχισε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1801, ὄταν ὡς ἐπίτροπος τοῦ κράτους τῶν Ἑπτανήσων κλήθηκε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη στὴν Κεφαλλονιά. Ἡ πρώτη του ἀποστολὴ στέφθηκε μὲ ἐπιτυχία καὶ ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι ἕνας πολλὰ ὑποσχόμενος νέος. Λίγα χρόνια ἀργότερα, τέλη του 1806, ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασάς θὰ εἰσέβαλλε στὴν Λευκάδα, ὁ Ἰωάννης στάλθηκε γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα τοῦ νησιοῦ. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὺτὸ κάλεσε πολλοὺς ὀπλαρχηγοὺς ἀπὸ τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, ὀργάνωσε τὸν στρατό, καὶ παράλληλα ἐφάρμοσε τὴν κατασκευὴ ὀχυρωματικῶν ἔργων. Στὰ ἔργα αὐτὰ δούλεψε σκληρὰ καὶ ὁ ἴδιος, σκάβοντας στὰ χαρακώματα. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δράσης τοῦ τριαντάχρονου πολιτικοῦ ἦταν διπλό∙ ἀφενός ὁ Ἀλὴ Πασὰς δὲν τόλμησε νὰ εἰσβάλει στὸ νησί, ἀφετέρου, οἱ ὀπλαρχηγοὶ ἀντάμωσαν καὶ ἑνώθηκαν ὑπὸ τὸ σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος». Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Ἀλὴ Πασὰ, ὁ Ἰωάννης εἶπε μὲ ταπείνωση στοὺς συνέλληνες του: «ἡ πατρίς θὰ μᾶς χρειαστεῖ ὅλους γιὰ ἕναν πολὺ σοβαρώτερο σκοπό». Οὐσιαστικὰ, ὁ Καποδίστριας εἶχε θέσει τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἐπιτυχημένη ἐπανάσταση ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε 14 χρόνια ἀργότερα, το 1821.

    πολιτικὴ δράση τοῦ Ἰωάννη δὲν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου τοῦ Α΄, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ ἐργαστεῖ ὡς διπλωμάτης στὸ τμήμα τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς Ρωσίας. Ἡ διορατικότητα καὶ ἡ συνέπεια του ὤθησαν τὸν Τσάρο νὰ ἀναθέσει στὸν Καποδίστρια τὴν ὀργάνωση τοῦ διαμελισμένου κράτους τῆς Ἐλβετίας, τὸ ὁποῖο ἔπραξε μὲ ἀπόλυτη ἐπιτυχία. Ὡς ἀποτέλεσμα; Ἡ Ἐλβετία μέχρι σήμερα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλουσιώτερα καὶ πιὸ καλὰ ὀργανωμένα  κράτη στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νὰ τιμᾶ τὸν ἄνδρα ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν ἀνεξαρτησία της καὶ στὴ διαμόρφωση τοῦ συντάγματος τοῦ νέου τότε κράτους. 

   Μετὰ τὴν ἤττα τοῦ Ναπολέοντα, πραγματοποιήθηκε τὸ συνέδριο τῆς Βιέννης τὰ ἔτη 1814-1815. Ἐκεὶ ὁ Καποδίστριας, ὡς σύμβουλος τοῦ ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας ἐπέδειξε τόση σύνεση, εὐφυία καὶ τόλμη, ὥστε νὰ διορισθεῖ ἀπὸ τὸν Τσάρο ἀντιπρόσωπος τῆς Ρωσίας στὴν ἐπιτροπὴ τῶν πέντε, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ ἀποφάσιζε τὶς τύχες τῆς Εὐρώπης. Ὁ Ἕλληνας Καποδίστριας κράτησε στὰ χέρια του τὸ μέλλον τῆς Εὐρώπης! 

   στόσο, παρὰ τὸ μεγάλο ἀξίωμα, παρέμεινε ταπεινός καὶ δίκαιος. Ἀπό τὴν νέα θέση του ἔσωσε τὰ γερμανικὰ κρατίδια ἀπὸ τὸν διαμοιρασμό τους στὶς Μεγάλες Δυνάμεις, συμβάλλοντας στὴν δημιουργία τῆς Γερμανικῆς Συμπολιτείας. Ἐπίσης, ἴδρυσε τὴν Φιλόμουσο Ἐταιρεία, ἕνα φιλελληνικό κίνημα μὲ σκοπὸ νὰ φωτίσει τὴν κοινὴ γνώμη γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέφεραν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸν Ὁθωμανὸ Τύραννο καὶ νὰ προσφέρει τὰ μέγιστα στὴν παιδεία τῶν Ἑλληνοπαίδων μέσα ἀπό ὑποτροφίες γιὰ σπουδές στὰ πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης. Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδασε μὲ χρήματα του Καποδίστρια στὸ Παρίσι, ἴδρυσε λίγα χρόνια ἀργότερα ἐφημερίδα μὲ σκοπὸ τὴν ἀνατροπὴ του.

   Στὸ Συνέδριο τοῦ Παρισιοῦ ὁ Ἕλληνας διπλωμάτης ἔσωσε τὸ κράτος τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸν διαμοιρασμό στὶς Μεγάλες Δυνάμεις, ἐνῶ στὴν ἐπιθυμία τοῦ Γάλλου Βασιλιᾶ νὰ δίνει πάγιο μισθὸ στὸν Ἰωάννη μέχρι τὸν θάνατο του, ὁ ἀφιλάργυρος Ἰωάννης ἀρνήθηκε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ στέλνει κάθε χρόνο δύο ἀντίτυπα ἀπό τὰ ἐκδιδόμενα βιβλία τῆς Γαλλίας στὴν βιβλιοθήκη τῆς Κέρκυρας γιὰ νὰ μορφώνονται οἱ νέοι. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Συνεδρίου ὁ Τσάρος διόρισε τὸν Ἰωάννη ὑπουργό ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία ποὺ σημείωσε ἀπὸ τὴν νέα του θέση ἦταν ἡ τοποθέτηση τοῦ κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων ὑπό τὴν προστασία τῆς Ἀγγλίας.

   Τὸ 1821 ἐξαιτίας τεσσάρων ἐξεγέρσεων ποὺ εἴχαν ἐκδηλωθεῖ σὲ διάφορες χῶρες τῆς Εὐρώπης, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις συνεδρίασαν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ φλέγον ζήτημα ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν ἀκεραιότητα τους. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Μολδοβλαχία. Τὸ γεγονός συντάραξε τὶς Μεγάλες Δυνάμεις μὲ τὸν Καγκελάριο τῆς Αὐστρίας καὶ ὁρκισμένο μισέλληνα Μέττερνιχ νὰ ὑποστηρίζει ὅτι πρέπει νὰ καταπνιγεῖ ἐπειγόντως ἡ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, ἔλκοντας με τὸ μέρος του τὸν Τσάρο Ἀλέξανδρο. Μετὰ τὴ σφαγὴ Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ Καποδίστριας κατορθώνει, τελικὰ, νὰ σώσει τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.

   να χρόνο ἀργότερα, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ὑπουργοῦ καὶ καταφεύγει στὴ Λωζάννη, ὅπου διαμένει σὲ μία εὐτελέστατη κατοικία δύο δωματίων ζώντας ὡς κοσμοκαλόγερος. Ἀπὸ τὴ Λωζάννη ξεκίνησε δυναμικὸ ἀγώνα νὰ συγκινήσει τοὺς Εὐρωπαίους διανοούμενους γιὰ τὸ Ἑλληνικό ζήτημα. Ἔγινε ζητιάνος σὲ αὐτούς γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τὸν ἀγώνα. Εἶχε ὅμως κάθε δικαίωμα νὰ τὸ κάνει, διότι πρῶτος αὐτὸς διέθεσε ὅλη του τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος.

    Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τὸν Μάρτιο τοῦ 1827 κλήθηκε νὰ ἐκλέξει Κυβερνήτη τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἔλαβε τὸν λόγο καὶ εἴπε«θὰ καλέσουμε τὸν σπουδαιότερο Ἕλληνα ποὺ ὑπάρχει, τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια»Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἀκόμη καὶ ὅσοι ζήλευαν τὸν Ἰωάννη, παραδέχθηκαν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ καλύτερη ἐπιλογή.

   Ὁ Ἰωάννης ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν δυσκολώτερη ἀποστολὴ τῆς ζωῆς του, τὴν ὀργάνωση τοῦ ἀνύπαρκτου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Στὴν ἐπίσημη δοξολογία γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς νέας θέσης του, ἀρνεῖται νὰ καθίσει στὸν στολισμένο θρόνο, προτιμώντας νὰ παρακολουθήσει σεμνὰ καὶ προσευχητικὰ τὴν τελετή.

 Σχετικὰ μὲ τὸν μισθὸ του, τὰ λόγια του εἶναι ἀπόλυτα: 

«ἐφ´ ὅσον τὰ ἰδιαίτερα εἰσοδήματά μου ἀρκοῦν διὰ νὰ ζήσω, ὰρνοῦμαι νὰ ἐγγίσω μέχρι καὶ τοῦ ὀβολού τὰ δημόσια χρήματα, ἐνῶ εὑρισκόμεθα εἰς τὸ μέσον ἐρειπίων καὶ ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν»

   Δὲν λάμβανε μισθό ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος. Ἔδωσε τὰ πάντα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤθελε τὸ ἴδιο νὰ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι πολιτικοί, γεγονός ὅμως ποὺ τοῦ ἐπιφύλασσε τὴν μεγαλύτερη ἀπογοήτευση. Οἱ ἐκλεκτοὶ συνεργάτες του ἤταν ὅλοι ἄμισθοι. Ὄταν ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος εἶχε ἰδιοτέλεια, τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ θέσεις εὐθύνης, διότι θεωροῦσε ἀνήθικο νὰ παίζει κανεὶς μὲ τὸν πόνο τοῦ λαοῦ. Εἶχε γράψει ἄλλωστε ὅτι «ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ μου ἔσκιζε τὴν καρδιά μου».

   Εἶναι ἀσύλληπτο τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθοεργιῶν ποὺ μέσα σὲ τρισήμισυ χρόνια ἐπέδειξε ὁ Κυβερνήτης στὴν Μητέρα Ἑλλάδα. Σὰν νὰ γνώριζε ὅτι θὰ φύγει καὶ ἔπρεπε νὰ δράσει βιαστικά γιὰ νὰ θεμελιώσει τὸ νέο κράτος...

   Ὁ Καποδίστριας ἔχτισε δημοτικὰ σχολεῖα καὶ σχολεῖα γιὰ δασκάλους, ἴδρυσε τὴν στρατιωτικὴ σχολὴ Εὐελπίδων γιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν ἀσφάλεια τῆς πατρίδας, ἴδρυσε γεωργικὴ σχολὴ στὴν Τίρυνθα, ἴδρυσε ὀρφανοτροφεῖο, ἐργάσθηκε γιὰ τὴν  αὔξηση τῶν ὁρίων τῆς Ἑλλάδας, ἔκοψε δικό του νόμισμα καὶ ἔκανε πολλὰ ἀκόμη ποὺ ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀναλυθοῦν. 

   Ἡ ἀνιδιοτέλεια του καὶ ἡ συγκέντρωση τῶν ἐξουσιῶν στὰ χέρια του γιὰ λίγα χρόνια, μὰ πάνω ἀπ' ὅλα ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀναστήσει ἕνα κράτος δικαίου κίνησαν θύελλα ἀντιδράσεων ἀπὸ ἄνδρες ἐμπαθεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατούσαν νὰ κοιτάξουν πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια τους. Ἐκείνοι ἤθελαν τὴν ἐξουσία γιὰ νὰ ἰκανοποιήσουν τὴν ματαιοδοξία τους. Ὁ Καποδίστριας ὅμως, δὲν ἦταν τέτοιος. Βρισκόμενος στὸ ἀπόγειο τῆς ἀνθρώπινης δόξας ὡς ὑπουργός τοῦ Τσάρου, τοῦ προσφέρθηκαν πλούτη, χλιδή καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ ἐπιθυμοῦσε ἡ πλειοψηφία τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς ἐποχῆς του, γιὰ νὰ τὸν ἐλκύσουν στὸ σαθρό τρόπο ζωῆς τους. Ἐκεῖνος, ὅμως, προτίμησε νᾶ παραμείνει ἔντιμος καὶ νὰ ἐργάζεται ἀπὸ τὴν περίοπτη θέση του γιὰ τὰ δίκαια τοῦ ὑπόδουλου Γένους μας. Ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δροῦσε στὶς αὐλὲς τῆς Εὐρώπης δίχως νᾶ ντρέπεται γιὰ τὴν ταυτότητα του, γιὰ τὸν τόπο του, γιὰ τὴν πίστη του. Ἀντίθετα, ἀπὸ αὺτὰ ἀντλοῦσε τὴν δύναμη νὰ παραμένει ἀγνός καὶ ἀκέραιος. Ὁποιαδήποτε ὁμιλία γιὰ τὸν Μεγάλο Ἕλληνα δὲν μπορεῖ νὰ μὴν περιλαμβάνει τὴν ὁμολογία τοῦ θανάσιμου ἐχθροῦ του, τοῦ Μέττερνιχ ὅτι: «Ὁ μόνος ἀντίπαλος ποὺ δύσκολα ἠττᾶται εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἔντιμος ἄνθρωπος, καὶ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος είναι ο Καποδίστριας»

   ρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλες τὶς ἰδεολογίες ποὺ δέσποζαν στὴν Εὐρώπη. Ἐκεῖνος, ὅμως, προτίμησε νὰ ζεῖ ὡς κοσμοκαλόγερος, σύμφωνα με τὸν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, διότι μόνο αὐτὸς ὁδηγεῖ στὴν αἰωνιότητα. Στὸ ἀπόγειο τῆς ἀνθρώπινης δόξας ἐκεῖνος σκεφτόταν τὸν θάνατο. Ἦταν συμφιλιωμένος μὲ αὐτόν.

   Κυριακὴ 20 Σεπτεμβρίου 1831. Ὁ Αὐγουστίνος Καποδίστριας ἐμποδίζει τὸν ἀδερφό του νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία, διότι οἱ πάντες γνώριζαν ὅτι τὸν Κυβερνήτη θὰ τὸν σκοτώσουν. Ἐκεῖνος πείθεται. Τὴν ἐπόμενη Κυριακὴ, ὡστόσο, 27 Σεπτεμβρίου 1831, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπουσιάσει ξανά. Φεύγει γιὰ τὴν Ἐκκλησία πρὶν χαράξει, «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν». Δὲν ἔκανε προεκλογικὸ ἀγώνα. Πῆγε στὴν Ἐκκλησία μὲ σκοπὸ να διαβάσει -ὅπως συνήθιζε- τὸν Ἐξάψαλμο καὶ νὰ κοινωνήσει. Δὲν πρόλαβε ὅμως. Στὸν δρόμο συναντᾶ τοὺς μέλλοντες φονεῖς του. Τοὺς χαιρετᾶ. Ἐκείνοι γρήγορα κατευθύνονται πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα διαπράττουν τὸ μοιραῖο. Ὁ Κυβερνήτης ποὺ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ ὅσο κανείς ἄλλος, «τὸ εὐγενέστερο πλάσμα τῆς Γῆς, δὲν ὑπάρχει πιά» (Ρωξάνδρα). «Ὁ κακοῦργος ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν Καποδίστρια, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του» (Ἐϋνάρδος).
   «Φθόνος γὰρ οὐ προτιμᾶ τὸ συμφέρον»... πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ πατρίδα μας καὶ ὅλη ἡ Εὐρώπη ἄν ὁ φθόνος δὲν ὀδηγοῦσε στὸν φόνο.

γαπητοὶ ἀδελφοί,

   Κάθε κοινωνία, καὶ ἰδιαίτερα ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ κοινωνία χρειάζεται στὸ τιμόνι της ἕναν ἀληθινό Κυβερνήτη μὲ πίστη στὸν Θεό. Δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας. Μὲ φιλοπατρία. Μὲ παρρησία. Μὲ ἐντιμότητα ἡ ὁποῖα τὸν καθιστὰ ἰσχυρό. Μὲ δικαιοσύνη. Μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ ἀνιδιοτέλεια. Μὲ σωφροσύνη. Μὲ διορατικότητα. Μὲ μνήμη θανάτου. Μὲ θυσιαστικὸ πνεῦμα. Μὲ ἐπιμονή στὸ στόχο. Μὲ εὐθύνη ἀπέναντι στὸ καθήκον. Μὲ ταπείνωση. Κάθε κοινωνία χρειάζεται ἕναν Καποδίστρια. Κὶ ἄν τὸν ἀποκτήσει, πρέπει νὰ τὸν φυλάξει καλά, καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἐργαστεῖ ὅπως ἐκεῖνος ξέρει γιὰ τὸ κοινὸ καλό. Ἡ Ἐλβετία, τουλάχιστον, αὐτὸ ἔκανε.

   Μέσα στὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη γιὰ ἕναν ἄξιο Κυβερνήτη, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι «κατὰ τὸν λαὸ καὶ οἱ ἄρχοντες». Δὲν πρέπει νὰ τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ ἕναν Καποδίστρια. Πρώτοι ἑμεῖς ὀφείλουμε νὰ μιμηθοῦμε τὴν ἁγία βιοτή του καὶ ἄν τὸ καταφέρουμε, ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει γιὰ τὴν πατρίδα μας πολλοὺς Καποδίστριες.

   Εἴθε ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰωνία καὶ ἀπὸ ἐκεὶ ποὺ ἀναπαύεται, πλάι στοὺς Ἁγίους, νὰ πρεσβεύει γιὰ τὸ ἔθνος ποὺ ἀγάπησε καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχυσε τὸ αἶμα του.

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Η ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ (Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

 


Παραπονιέστε γιὰ τὴ μεταβλητότητα τῆς ἐσωτερικῆς σας καταστάσεως -ἄλλοτε εἶναι καλὴ καὶ ἄλλοτε κακή. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς.

«Ἔχω δοκιμάσει καὶ δοκιμάζω δυσάρεστες ψυχικὲς καταστάσεις μὲ διάφορες μορφές». Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ τὶς ὑπομένουμε μὲ ταπείνωση καὶ γενναιοψυχία, χωρὶς νὰ χαλαρώνουμε τὸν πνευματικό μας ἀγώνα, χωρὶς νὰ παραμελοῦμε τὴν ἐκπλήρωση τῶν θείων ἐντολῶν -αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ κάνετε..

Ἔρχεται μία καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Φεύγει. Ἔρχεται μία κακή. Φεύγει κι αὐτή. Ἡ ἐναλλαγὴ τους εἶναι συνεχὴς καὶ ἀναπότρεπτη. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖτε καὶ πρέπει νὰ κάνετε, εἶναι νὰ ἐπιθυμεῖτε καὶ νὰ ἐπιδιώκετε πάντα τὸ καλό.

Ἂν δὲν ἀντιμετωπίζαμε ποτὲ καμιὰ δυσκολία, τότε θὰ εἴχαμε πέσει σὲ πνευματικὴ νάρκη.

 

Ψυχικὲς μεταπτώσεις

Οἱ ψυχικὲς μεταπτώσεις συμβαίνουν σὲ ὅλους. Δὲν ἔχετε, λοιπόν, παρὰ νὰ τὶς ὑπομένετε ἤρεμα, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Μὴ νοιάζεστε γιὰ τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τοῦτο: Νὰ εἶστε πάντα μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Ὅ,τι κι ἄν σᾶς συμβαίνει, σ’ Αὐτὸν νὰ καταφεύγετε, σ’ Αὐτὸν ν’ ἀποκαλύπτετε τὴν ψυχὴ σας, σ’ Αὐτὸν ν’ ἀκουμπᾶτε τὰ βάρη σας, σ’ Αὐτὸν νὰ λέτε τὸν πόνο σας… Καὶ νὰ προσεύχεστε, παρακαλώντας Τὸν νὰ σᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, ἂν εἶναι θέλημά Του..

Ἡ ψυχικὴ εὐφορία καὶ εὐδιαθεσία, ἡ ἀναψυχὴ καὶ ἡ παρηγοριὰ δὲν εἶναι πάντα γνωρίσματα καλῆς πνευματικῆς καταστάσεως, ἡ ὁποία ἔχει τρία ἄλλα βασικὰ χαρακτηριστικά: ἅ) ζῆλο γιὰ τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ, β) φρόνημα ταπεινὸ καὶ καρδιὰ συντριμμένη, γ) παράδοση στὸ θεῖο θέλημα. Ὑπάρχουν αὐτὰ μέσα σας; Ἂν ναί, εἶστε σὲ καλὸ δρόμο.

 

Οἱ πνευματικὲς παρηγοριὲς στὴν κατὰ Θεὸν ζωή

Λυπηθήκατε, ἐπειδὴ χάσατε πολὺ γρήγορα τὴν παρήγορη ἐκείνη ἐσωτερικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόσασταν μετὰ τὴ θεία Μετάληψη. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρετε, πὼς μία πνευματικὴ παρηγοριά, μία «παράκληση», μ’ ὅποια μορφὴ κι ἄν μᾶς ἐπισκέπτεται -ὡς ἀπέραντη ψυχικὴ εἰρήνη, ὡς ἀπερίγραπτη χαρά, ὡς ἱερὸς ἐνθουσιασμός, ὡς γλυκεία κατάνυξη ἢ ὡς ὁτιδήποτε ἄλλο-, δὲν εἶναι τὸ κύριο ζητούμενο στὴν κατὰ Θεὸν ζωή. Ἡ πρωταρχικὴ ἐπιδίωξη καὶ τὸ βασικὸ μέλημά μας εἶναι ὄχι οἱ παρηγοριές, ἀλλὰ ἡ ἀποφασιστικὴ καὶ δυναμικὴ διατήρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, σὲ κατάσταση καλὴ, εὐάρεστη στὸν Κύριο. Ἡ ὅποια παρηγοριὰ δίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν «δόλωμα», πρόκληση καὶ προτροπή.

«Νὰ τί θ’ ἀπολαύσεις! Ἀγωνίσου, λοιπόν!». Ἑπομένως, ὅταν τὴ στερούμαστε, δὲν πρέπει ν’ ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, μὲ σταθερότητα καὶ ἐπιμονὴ ν’ ἀγωνιζόμαστε «τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς πίστεως» (Ἀ’ Τίμ. 6:12).

 

Οἱ πνευματικὲς ἡδονὲς δὲν εἶναι πάντα ὠφέλιμες

Σᾶς ἀρέσει νὰ βυθίζεστε μέσα στὶς πνευματικὲς ἡδονές, νὰ νιώθετε πάντα ἱκανοποίηση καὶ εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κοινωνία σας μὲ τὸν Κύριο. Αὐτό, ὅμως, εἶναι καὶ ἀδύνατο καὶ ἀνώφελο. Ἀδύνατο, γιατί κάθε μορφὴ πνευματικῆς ἀναψυχῆς δὲν εἶναι καρπὸς δίκης μας προσπάθειας, ἀλλὰ δῶρο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, δῶρο ποὺ προσφέρεται σ’ ὁποῖον, ὅποτε καὶ γιὰ ὅσο Ἐκεῖνος θέλει. Ἀδύνατο εἶναι, ἐπίσης, γιατί, ὅσο ζοῦν καὶ ἐνεργοῦν μέσα μας τὰ πάθη, καμιὰ πνευματικὴ ἡδονὴ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει σταθερὴ στὴν ψυχή.

Ἄλλωστε, ἡ ἄκαιρη καὶ ἄλογη ἐπιδίωξη τέτοιων ἡδονῶν εἶναι, ὅπως εἶπα, καὶ ἀνώφελη, γιατί ὁδηγεῖ σὲ ψυχικὴ παραλυσία καὶ μαλθακότηταἘμεῖς ὀφείλουμε μόνο ν’ ἀγωνιζόμαστε μὲ τρόπο εὐάρεστο στὸν Κύριο, μὲ ζῆλο καὶ ἀνδρεία, μὲ νήψη καὶ αὐτοέλεγχο, μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή. Γιὰ τὸ Θεὸ πρέπει νὰ κυριαρχοῦν στὴ καρδιά μας δυὸ αἰσθήματα: ἀγάπη καὶ φόβος… Οἱ ἄγγελοι στέκονται μπροστὰ Τοῦ μὲ φόβο καὶ τρόμο… Ζῆστε, ἐπαναλαμβάνω, μὲ νήψη, μὲ πνευματικὴ ἐπαγρύπνηση, μὲ φρόνημα ταπεινό…

 

(“Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς”-ἐπιλογές-, Ἱ. Μ. Παρακλήτου)

Πηγή: alopsis.gr

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ : Εὐγγέλιον - Ὁμιλία ἡ τήρησις τῶν θείων ἐντολών (Νικηφόρου Θεοτόκη)



Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. Ε’ 1-11

1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ ᾿Ιησοῦς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς στεκόταν κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ και είδε δυο πλοιάρια κοντά στη λίμνη. Οι ψαράδες όμως είχαν βγει έξω και έπλεναν τα δίχτυα. Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς σ' ένα από αυτά (πλοιάρια), πού ανήκε στον Σίμωνα και τον παρεκάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ακρογιαλιά. 
Τότε εκάθισε και εδίδασκε από το πλοιάριο τα μαζεμένα πλήθη. Μόλις όμως τελείωσε να ομιλεί, είπε στον Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε όλη τη νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτε. Άλλα, επειδή εσύ το λέγεις, θα ξαναρίξω το δίχτυ για χατήρι σου. Όταν το έκαναν, έπιασαν τόσα πολλά ψάρια, πού το δίχτυ τους άρχισε να σχίζεται. 
Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους, πού ήσαν στο άλλο πλοιάριο, να έλθουν και να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν. Και εγέμισαν και τα δυο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε: «Απομακρύνσου απ' εδώ, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτό το είπε, γιατί και αυτός και οι άλλοι, όσοι ήταν μαζί του, εδοκίμασαν μεγάλη έκπληξη με τα ψάρια πού έπιασαν. Επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, υιοί Ζεβεδαίου, πού ήσαν συνεταίροι του Πέτρου.

Και είπεν ο Ιησούς στον Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από εδώ και πέρα θα ψαρεύεις και θα πιάνεις ανθρώπους». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, τα εγκατέλειψαν όλα και ακολούθησαν τον Χριστό.

Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, περί του ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών. 

Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε δηλαδή) τα δίκτυα υμών εις άγραν», και, «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Οι μαθηταί, υπακούοντας προθύμως, στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων, υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού. Τούτο αποδεικνύει επαρκώς, ότι όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνον κληρονομούν την αιώνιαν βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινον γένος, από την αμαρτίαν του προπάτορος, εξωρίσθη σ’ αυτήν την γη για να πάσχει πάντοτε και να τιμωρείται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλά αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης, και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνον στην διδασκαλία των θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σε αυτόν τον ορθόν λόγον.

Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους.
Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύσει, αλλά ίνα πληρώσει τον νόμον», δηλαδή για να διδάξει τα μαθήματα της τελειότητος, τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σε αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω ημίν, ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβει εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτο». Όποιος πιστεύει στον Θεόν, και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά, δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον.

Και ιδού ένα παράδειγμα που αυξάνει την βεβαιότητα αυτής της αληθείας: Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε, και ο Θεός του έδωσε πλούτον πολύν. Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος, μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο. Αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου». Είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς, αλλά γιατί αυτό; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψει η αμαρτία, και αντί αυτής έλθει η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι. Η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του προπάτορος την προπτωτικήν. Εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ’ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαβίδ όταν έπραττε το θέλημα του Θεού. Όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης, και τις λύπες και τις άκανθες και τούς τριβόλους της. Γι’ αυτό, ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδία του μετά την αρετήν. Αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα, αυτό τον πείθει να τα θεωρεί όλα σαν απορρίματα.

Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατεί τον δρόμον της αρετής. Ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απωλείας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυση των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα Εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μην προσκυνήσεις, ούτε να λατρεύσεις την κτίση. Εμείς λησμονούμε τον Θεόν, και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια. Εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τoν χρυσό και το αργύριον. Μην ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου. Εμείς σχεδόν κάθε μέρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττόμενους και αθετούμενους, και αληθείς και ψευδείς. Φύλαττε την εορτήν, λέγει ο Θεός. Και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας, και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης, και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτία. Και παροργίζοντας με αυτόν τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης. Ω πλάνη σατανική!

Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς. Πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Όμως, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και πονηρός. Η δε επιστήμη που καλείται πολιτική, και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.

Ακούσετε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες. Πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυση των επιγείων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχεί στην διοίκηση του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγει στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; Εάν ο έμπορος αποφεύγει τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει. Εάν ο τεχνίτης απέχει από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου;

Αλλά εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ορισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τούς πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου. Αλλά μήπως εκείνος, τον οποίον εσύ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, όπως οι Φαρισαίοι; Μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν, και με την δοκιμήν καθαρίζεται και ευλογείται; Πράγματι, ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού Του, και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.

Για δε τους δευτέρους, σου αποκρίνεται, ο Προφητάναξ λέγοντας: «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν», διότι «ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα. Η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν. Σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχεί, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου, και αύριο εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του. Τον αναζητείς και ούτε την κατοικία του ευρίσκεις. Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς. Βλέπουμε ορισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων. Ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσσει: «Ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει», και όμως σαν κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκηση, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού, και να ελπίζωμε παράλληλα στην απόλαυση των αγαθών Αυτού.

Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλει: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος, ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξετε δια τον πόνον της καρδίας υμών, και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρότερα ή αποφασιστικότερα από αυτά;

Εάν θέλεις πλούτον, εάν επιθυμείς τιμήν, εάν ζητείς ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές Του, και ποτέ μην παραβείς ούτε μίαν. Δεύτερον δε, όταν βάλεις αρχήν σε κάποιο επάγγελμα, ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνην ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθείς ούτε να καυχηθείς ούτε στην φρόνησή σου ούτε στην δύναμή σου ούτε στον πλούτο σου. Αλλά έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού. Να καυχηθείς για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν, και Αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους Τον υπηρετούν. Να ζητείς πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωση της αρετής σου, και να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 301 και εξής.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 


Τελούμε την εορτή ενός από τους προκρίτους Αποστόλους του Χριστού και εγκαινιάζουμε τούτον ως πατέρα όλων όσων φέρουν το όνομα του Χριστού, ως πατριάρχη. Διότι όπως ο Ιακώβ προέβαλε δώδεκα πατριάρχες κατά σάρκα, από τους οποίους διαμορφώθηκαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, έτσι και ο Χριστός προέβαλε πνευματικά τους δώδεκα μύστες, αφού τον αριθμό του ελεεινώς εκπεσόντος τον συμπλήρωσε ο Παύλος.

Οι δώδεκα πηγές των υδάτων, στις οποίες στρατοπεύδευσαν οι Ισραηλίτες υπό την αρχηγία του Μωυσέως και έσβησαν την από την οδοιπορία στην έρημο δίψα, (Εξ.15,27), προτύπωναν αυτούς τους δώδεκα. Διότι αυτοί με τα πνευματικά ποτίσματα, απάλλαξαν το γένος των ανθρώπων πορευόμενο στις ερήμους της αθεϊας και στον καύσωνα της ειδωλομανίας. Επίσης και οι δώδεκα λίθοι τους οποίους έστησε σαν σημάδι στα Γάλγαλα ο Ιησούς του Ναυή, αφού πέρασαν παραδόξως πεζοί τον Ιορδάνη, (Ιησ.Ναυή 4,1), τους δώδεκα αποστόλους προετύπωναν. Διότι αυτοί είναι για μας σαν αιώνιο σημάδι, ότι ο αληθινός Ιησούς αναχαίτησε το ρεύμα της αμαρτίας.

Ο τώρα εορταζόμενος απόστολος δεν είναι μόνο κλητός, αλλά συναριθμείται με τους εκλεκτούς και κορυφαίους των άλλων Αποστόλων, ομόστοιχος με τον Πέτρο και Ιάκωβο τους εκκρίτους. Γι' αυτό και αφού αποχωρίσθηκε από τους άλλους, μαζί με αυτούς τους δύο οδηγείται πάνω στο Θαβώριο όρος και συμμετέχει στο υπερφυές εκείνο θέαμα, στην αίγλη του φωτός της θεότητος του Υιού, ακούγοντας τη Πατρική φωνή και καθιστάμενος μακαρίως όχι μόνο μαθητής του Υιού αλλά και του Πατρός. (Ματθ. 17,1-5).

Και η ιδιότης του ευαγγελιστού τον ξεχωρίζει καθόσον μάλιστα ο Ιωάννης, υπερτερεί των άλλων στο ύψος της θεολογίας.
Μόνο αυτός από τους Αποστόλους κατώρθωσε να καλήται από όλους παρθένος, διότι μόνος αυτός φύλαξε σε όλο του το βίο και τα δύο, και την ψυχή και το σώμα, το νου και την αίσθηση. Η παρθενία ιδιαίτερα της ψυχής που είναι η προς κάθε κακία ασυμβίβαστη γνώμη, προσμαρτυρείται σχεδόν ως αναμαρτησία. Γι' αυτό και έγινε αγαπημένος στο μόνο εκ φύσεως αναμάρτητο Χριστό και τούτο το επώνυμο μόνος αυτός από όλους απέκτησε.

Σε αυτόν υπάρχουν και άλλα ονόματα επαίνου. Όχι μόνο αγαπημένος παρθένος είναι, αλλά και της παρθένου υιός και μάλιστα της μητροπαρθένου και Θεομήτορος, αφού έγινε γι' αυτήν κατά χάρη ό,τι ο Χριστός της είναι κατά φύση. Εάν δε μόνος αυτός απέκτησε την ίδια με το Χριστό μητέρα, είναι και ο μόνος αδελφός του πάνω από όλους και συγγενής και αφωμοιωμένος με τον Υιό του Θεού καθ' όλα. Υιός αγαπητός εκείνος, και αυτός μαθητής αγαπητός. Στο κόλπο του Πατρός εκείνος, και αυτός επιστήθιος στον Ιησού. Παρθένος εκείνος, και αυτός δια της χάριτος εκείνου. Παρθένου υιός εκείνος, της ιδίας και αυτός. Βρόντησε από τον ουρανό ο Κύριος (Ψαλμ.17,13) και αυτός είναι βροντή και υιός βροντής και μάλιστα βροντή θεολογικωτάτη που θεολογεί τον από τον Πατέρα Λόγο ότι και στην αρχή είναι και προς το Θεό είναι και Θεός είναι και ζωή έχει μέσα του και φως αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στο κόσμο και δια του οποίου έγιναν στην αρχή τα πάντα. (Ιω.1,1-14).

Αυτή η βροντή και τον από τον Θεό σταλέντα σ' εμάς μάρτυρα γνώρισε, που έγινε για χάρη μας σάρκα και μας παρέστησε όλη τη πολιτεία του με τους λόγους, τα έργα, τα πάθη, την μετά τον σταυρό ανάσταση, την μετά από αυτήν επάνοδο στους ουρανούς από όπου κατήλθε.

Και όλα αυτά ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος τα ανέγραψε για μας, όπως τα είδε, για να σωθούμε. Και προτρεπτική επιστολή απευθύνει σε όλους, καλώντας μας για συμμετοχή στην αιώνια ζωή, η οποία προαιωνίως ήταν προς τον Πατέρα και φανερώθηκε σε μας. Και μας διδάσκει περί της κορυφής των αρετών, της αγάπης, λέγοντας ότι ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη, ώστε και όποιος έχει αγάπη να έχει το Θεό και όποιος μένει στην αγάπη να μένει στο Θεό και ο Θεός να μείνει σε όποιον μένει η αγάπη. Τη δείχνει διπλή την αγάπη, στο Θεό και τον πλησίον. Διότι λέγει: <<όποιος με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου>> <<αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, από τούτο θα γνωρίσουν όλοι ότι είσθε μαθητές μου, αν έχετε μεταξύ σας αγάπη>>. (Ιω.14,21 13,34 15,12).

Βλέπετε πως είναι αχώριστος η προς το Θεό και η προς αλλήλους αγάπη; Και ο αγαπημένος μαθητής - έτσι αυτοαποκαλείται στο Ευαγγέλιο που συνέγραψε και όχι με το όνομά του - όλα τα διδάγματα και θαύματα και παθήματα του διδασκάλου έκανε και περνούσε τη ζωή του ευεργετώντας όλους με έργα και λόγια, πάσχοντας ο ίδιος για χάρη τους. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του παρέδιδε τον εαυτό του σε θάνατο για την αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους. Πόσες φορές εμπαίχθηκε, ραπίσθηκε, λιθοβολήθηκε, οδηγήθηκε σε τυράννους και άρχοντες για να λογοδοτήσει σαν υπόδικος και εξορίσθηκε από το Δομετιανό στη Πάτμο.
Όταν ήρθε ο καιρός της μεταβάσεώς του στο Κύριο, σε βαθειά γεράματα ψέλιζε αυτή μόνο τη φράση συνέχεια: <<Τεκνία αγαπάτε αλλήλους>>.

Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο (Ιω.κα'22). Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι ότι ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο σε βαθειά γεράματα, αλλά όταν μετά από τρεις μέρες οι μαθητές του επισκέφθηκαν το τάφο του, τον βρήκαν κενό. Η Εκκλησία μας δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβηκε ό,τι και με την Παναγία μητέρα Του.


(Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ"Τ.11)


Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ , Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος (26 Σεπτεμβρίου)



Εὐαγγέλιο: Κατά ωάννην (ιθ΄ 25-27, κα΄ 24-25)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.

Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου.
Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥραςἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.
Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Ἀπόδοση:

Τον καιρό ἐκείνοκοντὰ εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἐστέκοντο ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας τουἡ Μαρία ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν μητέρα του καὶ τὸν μαθητὴν ποὺ ἀγαποῦσε, νὰ στέκεται κοντά της, εἶπε εἰς τὴν μητέρα του «Γυναῖκα, νά ὁ υἱός σου».
Ἔπειτα εἶπε εἰς τὸν μαθητήν, «Νά ἡ μητέρα σου». Καὶ ἀπ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τὴν ἐπῆρε ὁ μαθητὴς στὸ σπίτι του.
Αὐτὸς εἶναι ὁ μαθητὴς ποὺ μαρτυρεῖ γι’ αὐτὰ καὶ τὰ ἔγραψε καὶ ξέρομεν ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.
Ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τὰ ὁποῖα, ἐὰν γραφοῦν καθένα, νομίζω ὅτι οὔτε αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ἐγράφοντο. Ἀμήν.


Ἀγαπητοί, Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν. Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου.

Ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷμένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. Καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸςἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα παρρησίαν ἔχωμενἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷκόσμῳ τούτῳ.
Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.

Ἀπόδοση:

Ἀγαπητοί, τὸν Θεὸν δὲν τὸν ἔχει ἰδῆ κανεὶς ποτέ. Ἐὰν ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὁ Θεὸς μένει μέσα μας καὶ ἡ ἀγάπη του ἔγινε τελεία μέσα μας. Μὲ τοῦτο ξέρομεν ὅτι μένομεν ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, διότι  μᾶς ἔδωκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμά του. Καὶ ἐμεῖς ἔχομεν ἰδῆ καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Ὅποιος ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. Ἐμεῖς ἐγνωρίσαμε καὶ ἐπιστέψαμε εἰς τὴν ἀγάπην ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὅποιος μένει εἰς τὴν ἀγάπη μένει ἐν τῷ Θεῷ καὶ ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ. Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἔχει γίνει σ’ ἐμᾶς τελεία ἡ ἀγάπη: διὰ νὰ ἔχωμεν θάρρος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διότι καθὼς εἶναι ἐκεῖνος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, εἴμεθα καὶ ἐμεῖς.
Φόβος δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν ἀγάπην, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη διώχνει τὸν φόβον, διότι ὁ φόβος περιέχει τιμωρίαν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται δὲν εἶναι τέλειος εἰς τὴν ἀγάπην. Ἐμεῖς τὸν ἀγαπᾶμε, διότι αὐτὸς πρῶτος μᾶς ἀγάπησε.



Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο αγαπημένος μαθητής τού Χριστού. Καταγόταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν ψαράς.

Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και νεώτερος αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Στην αρχή ήταν μαθητής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου και κατόπιν έγινε μαθητής του Κυρίου. Ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και μάλιστα μαθητής «ον ηγαπα ο Ιησους» (Ιωαν. ια΄ 20), δηλαδή, τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου και στην αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του. Τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήταν κρυμμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων», αυτός ήταν παρών στην σύλληψή Του, στην δίκη και στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα Του. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον μαθητών που έλαβε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο όρος Θαβώρ, όπου «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», καθώς και στην Γεσθημανή, όπου προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.

Ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, το θεολογικότερο όλων και θεωρούμενο ως Ευαγγέλιο της αγάπης, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης.

Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Ο Ιωάννης συνέχισε έντονα την δράση του και μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν μετά την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος σε όλο τον κόσμο το λόγο του Κυρίου.

Η παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο, όπου με την προσευχή του κατέστρεψε το ναό της Αρτέμιδος και οδήγησε στο Χριστιανισμό τετρακόσιες χιλιάδες ειδωλολάτρες. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη.

 Εκείνο, όμως, που αξίζει να αναφέρουμε, είναι η φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του: «Τεκνια, αγαπατε αλληλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί».


Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.


Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.

Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.



Δείτε σχετικά: 

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ (24 Σεπτεμβρίου)

 

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΩΝ 
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ 
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ

Εὐλόγησον Πάτερ.
Εὑρισκόμενος εἰς ταύτην, τὴν νῆσον τῶν Κυθήρων ἕνας ἐρημότοπος, λεγόμενος Μυρτίδια, (διατὶ ὅλος δασωμένος ἀπὸ μυρτίαις, καὶ ἀκατοίκητος, μόνον τὰ ζῶα τῶν ἀγροίκων ἐκεῖ ἔβοσκαν), ἔπραττεν ἐκεῖ κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανός, καὶ αὐτὸς ὁδηγηθεὶς ἀπὸ κάποιαν θεωρίαν ὁποῦ εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ἔχωντας περισσὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἐπήγαινε συχνότερα εἰς αὐτὸν τὸν τόπον· καὶ στέκωντας ἐκεῖ, στοχαζόμενος τοῦ τόπου τὴν ἀγριότητα, ἤκουσε φωνὴν ἀοράτως ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν· ἂν μὲ γυρεύσῃς ἐδῶ σιμὰ εὑρίσκεις τὴν εἰκόνα μου, καὶ εἶναι καιρὸς ὁποῦ ἦλθα, καὶ εὑρίσκομαι ἐδῶ, διὰ νὰ δώσω βοήθειαν ἐτούτου τοῦ τόπου. Ἀκούωντας δὲ τὴν φωνὴν ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Χριστιανός, καὶ στρεφόμενος ἔνθεν κᾀκεῖθεν, τάχα νὰ ἰδῇ ποῖος εἶναι ὁποῦ ὡμίλησε, καὶ μὴ θεωρῶντας τινά, ἔμεινε περίφοβος. Καὶ κάνωντας τὸ Σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἶπε· Κύριε Κύριε Χριστὲ βοήθει μοι· καὶ σὺ Κυρία μου καὶ Δέσποινα ὁποῦ ἔχεις πολλὴν τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, μὴν ἀργήσῃς νὰ μοῦ φανερώσῃς, ἂν εἶναι τὸ θέλημά σου, τὴν φωνὴν ταύτην ὁποῦ ἤκουσα, τί εἶναι. Καὶ θαρρῶντας πῶς ἡ φωνὴ αὕτη ἦτον διὰ καλόν, παραμερίζοντας ὀλίγον ὡσὰν νὰ ἐγύρευε τὸ ποθούμενον, θεωρεῖ μέσα εἰς μίαν μυρτίαν μίαν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Εὐθὺς ὁποῦ τὴν εἶδεν, ἔλαβε μεγάλην χαράν, καὶ ἐγνώρισε, πῶς ἡ φωνὴ ὁποὺ ἤκουσε ἦτον ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, καὶ τὸν ὡδήγησεν ἐκεῖ διὰ νὰ εὕρῃ αὐτὴν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα. Ἔπεσε λοιπὸν καὶ τὴν ἐπροσκύνησε, καὶ μετὰ δακρύων καὶ εὐχαριστιῶν τὴν ἠσπάσθη. Ἠσθάνετο δὲ πολλὴν εὐωδίαν θυμιαμάτων εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Εὐθὺς λοιπὸν βοηθούμενος ἀπὸ τὴν Θεομητορικὴν δύναμιν, ἄρχησε καὶ ἔκοπτε τὸ δάσος· καὶ καθαρίσας τὸν τόπον ἐκεῖνον κατὰ τὸ δυνατόν του, ἔκτισεν ἐκεῖ μικρὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔθεσεν εἰς αὐτὸν τὴν ρηθεῖσαν ἁγίαν Εἰκόνα, καὶ τὴν ἐπωνόμασε Μυρτιδιώτισσαν, ὡσὰν ὁποῦ τὴν εὗρεν εἰς ταῖς μυρτίαις. Καὶ ἔτζη ὁ τόπος ἐκεῖνος μέχρι τῆς σήμερον λέγεται μυρίδια, διὰ τὴν ἀφορμὴν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου δάσους. Ἔκαμε δὲ καὶ αὐτὸς μικρὸν κελλίον, καὶ γενόμενος μοναχὸς ἐκατοίκησεν ἐκεῖ, λατρεύωντας μετὰ πάσης εὐλαβείας πάντοτε αὐτὴν τὴν ἁγίαν καὶ θαυμαστὴν εἰκόνα. Ἀπὸ ὀλίγον εἰς ὀλίγον ἐκαθάρισε τὸ μυρτερὸν ἐκεῖνο δάσος, ἐπλάτυνεν ἡ φήμη, καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐπροστρέχασι συνεχῶς μὲ πολλαῖς ἐλεημοσύναις εἰς προσκύνησιν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, καὶ πολλὰ θαύματα ἔκαμεν εἰς ὅσους ἐπρόστρεξαν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν, εἰς τόσον ὁποῦ ἐξαπλώθη ἡ δόξα της εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Ἀποθανόντος δὲ αὐτοῦ, ἔμεινεν ὕστερα κάποιος μοναχὸς εὐλαβὴς Λεόντιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ηὔξησε τὸν αὐτὸν ναόν, καὶ τὰ κελλία, καὶ ἐκατάστησε Μοναστήριον.

Κάποιος εὐλαβὴς ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς ὀνομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπανιός, ἔχωντας ξεχωριστὴν εὐλάβειαν εἰς αὐτὴν τὴν ἁγιωτάτην καὶ θαυμασιωτάτην εἰκόνα, ἔξω ἀπὸ ταῖς ἄλλαις Λειτουργίαις, καὶ πανηγύρεις ὁποῦ ἔκανεν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον, εἶχε συνήθειαν, καὶ ἔπαιρνεν ὅλους του τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἐπήγαινεν ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου σαράντα ἡμέραις, ὁποῦ εἶναι ἡ κδ´ τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ ἔκαναν μὲ εὐλάβειαν λειτουργίαν, καὶ μεγάλην πανήγυριν ἐκεῖ. Καὶ ἀπὸ τότε ἐσυνηθίσθη ἡ αὐτὴ ἑορτή, νὰ γίνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν Νῆσον.

Ἔτυχε μετὰ καιρόν, καὶ σφοδρῶς ἀσθενήσας ὁ αὐτὸς Θεόδωρος ἐκατεστάθη παράλυτος, καὶ ἐκατέκειτο εἰς τὸν κράββατον χρόνους πολλούς. Ἀγκαλὰ καὶ αὐτὸς κατὰ τὸν καιρὸν διὰ τὴν δεινὴν αὐτοῦ ἀσθένειαν δὲν ἐδύνετο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν συνηθισμένην του ἑορτήν, ἔπεμπον ὅμως πάντοτε τὰ παιδία του, καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔκαναν εὐλαβῶς τὴν πανήγυριν μὲ ἐλεημοσύνην πλουσιοπάροχον εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἡ πίστις αὐτοῦ καὶ ἡ εὐλάβεια δὲν ὠλιγόστευσε ποτέ, μόνον καὶ μακρόθεν ἀπὸ τὴν κλίνην του μετὰ δακρύων προσευχόμενος ἔλεγε· Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα ἐλεήσου καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν ἐσὺ ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ καταφυγὴ καὶ ἐπίσκεψις ἐκείνων ὁποῦ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἡ σκέπη καὶ προστασία, ἐκείνων ὁποῦ σὲ παρακαλοῦσι, βοήθησον κᾀμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἀναξίῳ δούλῳ σου, καὶ ἀξίωσόν με τῆς ποθουμένης ὑγείας, νὰ ἔλθω σωματικῶς κᾂν τὸν ἐρχόμενον χρόνον πρὶν τελειώσῃ ἡ ζωή μου, νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν σου εἰκόνα. Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα λόγια εὐλαβείας ἔλεγε μετὰ δακρύων ὁ αὐτὸς Θεόδωρος κάθε χρόνον, καὶ πάντοτε ἐδόξαζε, καὶ ἔκανε τὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν συνήθειαν. Μετὰ δὲ χρόνους ὁποῦ ἦτον ἔτζη παράλυτος, φθάνωντας ὁ καιρὸς τῆς συνηθισμένης ἑορτῆς, ἀφ᾿ οὗ ἔγινεν ἡ χρειαζόμενη ἑτοιμασία νὰ κινήσουν ὅλοι, κράζει ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὰ παιδία του, καὶ λέγει των κλαίωντας· Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἐγὼ βλέπω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τούτην τὴν πολυχρόνιον, καὶ πολύπονον παραλυσίαν, καὶ τρόπος ἰατρείας δὲν εὑρίσκεται εἰς ἐμένα. Λοιπὸν παρακαλῶ σας νὰ ἑτοιμάσετε κράββατον διὰ νὰ μὲ ἀσυκώσετε νὰ μὲ πάρετε, κᾂν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου νὰ ἰδῶ, καὶ νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς κυρίας μου τῆς Μυρτιδιώτισσας, ἴσως κάμῃ εὐσπλαγχνίαν καὶ εἰς ἐμένα τὸν ἄθλιον, καθὼς κάνει εἰς ὅλους ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνται. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες τέτοια λυπηρὰ λόγια, πίστεως εὐλαβείας καὶ κατανύξεως γέμοντα, ἡτοίμασαν τὸν κράββατον, καὶ τὸν ἐπῆραν ὑπὸ τεσσάρων αἱρόμενον. Καὶ φέρνοντές τον εἰς τὸν ναὸν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν τῶν Μυρτιδίων, τὸν ἔθεσαν καθὼς ἐζήτησεν ἔμπροσθεν τῆς σεβασμίας εἰκόνος. Φθάσας ἐκεῖ, εὐθὺς ἀσυκώνωντας τὰ ὀμμάτιά του πρὸς τὴν Θεοτόκον, εὐλαβῶς κλαίωντας ἔλεγε· Κυρία μου καὶ Δέσποινα, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐσὺ εἶσαι ἡ προφητευομένη Κόρη, ὁποῦ ἐγέννησες τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, καὶ Ἀειπάρθενος ἔμεινας, καὶ ἔλαβες τόσην χάριν, ὁποῦ ἔγινες Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, τὸν ὁποῖον κρατῶντας ὡς βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας σου ἔχεις τόσην ἐξουσίαν καὶ τὸ θέλειν, καὶ τὸ δύνασθαι, νὰ δίδῃς κάθε χάριν ὁποῦ σοῦ ζητήσουν, ὡσὰν ὁποῦ ἔχεις εἰς τὰς χεῖράς σου τὴν αἰτίαν πασῶν τῶν χαρίτων. Ἐσὺ λοιπὸν ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, τῶν ὀρφανῶν ἡ προστασία, τῶν ἀσθενῶν ἡ ἰατρεία, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ σωτηρία, κάμε ἔλεος καὶ εἰς ἐμένα, μεσίτευσαι εἰς τὸν πολυεύσπλαγχνον μονογεῆ σου Υἱόν, νὰ ἐλεήσῃ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν. Καὶ καθὼς πολλοὺς ἀσθενεῖς ἰάτρευσε, πολλοὺς νεκροὺς ἀνέστησε, καὶ παραλύτους ἀνώρθωσε μόνον μὲ τὸν θεϊκόν του λόγον, ὅταν ἦτον εἰς τὸν Κόσμον, οὕτως νὰ κάμῃ καὶ εἰς ἐμένα τὸν ταπεινόν. Σήμερον ὁποῦ πανηγυρίζομεν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν τεσσαρακονθήμερον ἐνθύμησιν τῆς ἁγίας σου κοιμήσεως, δεῖξαι τὰ ἐλέη σου, δεῖξαι τὴν δυναστείαν σου εἰς ἐμένα, καθὼς καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς ἔδειξες εἰς τούτην τὴν ἁγίαν ἡμέραν. Πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν δεσπότου. Μὴ μοῦ παρίδῃς τὰ δάκρυα, μὴ μοῦ παραβλέψῃς τοὺς στεναγμούς, σπλαγχνίσθητι τὸ βάρος τῆς μακρᾶς μου ἀσθενείας, τοὺς μεγάλους καὶ ἀνυπομονήτους πόνους. Μὴ κωλύσωσι τὰ ἀπὸ νεότητός μου ἁμαρτήματα τὴν ἄπειρόν σου ἀγαθότητα, ἀλλὰ χάρισαί μοι τὴν ζητουμένην καὶ ποθουμένην ὑγείαν. Οἱ συναθροισθέντες ἀκούοντες τέτοια παρακαλεστικὰ λόγια ὁποῦ μετὰ δακρύων ἔλεγεν ὁ παράλυτος Θεόδωρος, ὅλοι ἔκλαυσαν, καὶ ἐπαρακαλοῦσαν διὰ τὴν βοήθειάν του. Κατὰ τὴν τάξιν, καὶ Ἱερεῖς καὶ Λαϊκοὶ ἔψαλλαν τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ, καὶ τοῦ Ὄρθρου τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ψάλλοντες τὸν Κανόνα εἰς τὸν Ὄρθρον, εὐγῆκεν ἕνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν διὰ κάποιαν ἀνάγκην, καὶ γυρίζωντας μετὰ βίας εἶπεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· νὰ ἠξεύρετε ἀδελφοί, πῶς μοῦ ἐφάνηκε νὰ ἤκουσα πολλοῦ λαοῦ ταραχήν, καὶ θόρυβον πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, ὡσὰν νὰ ἔρχωνται πρὸς ἐδῶθεν. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐφοβήθησαν, ἐπειδὴ τὸ Μοναστήριον εὑρίσκεται σιμὰ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ συχνὰ ἐπειράζετο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους, μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν στράταν εὐγένασι καὶ ἔκαναν πολλοὺς σκλάβους ἀπὸ τὰ περίγυρα χωρία. Εὐγήκασι καὶ ἄλλοι νὰ βεβαιωθοῦν τὰ λεγόμενα, καὶ γυρίζοντες εἶπαν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ταραχὴ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ βαρβάρων ἐπιδρομὴ ὁποῦ ἔρχονται νὰ μᾶς σκλαβώσουν. Ἀκούσαντες οἱ ἐπίλοιποι, ἔφυγαν ὅλοι, καὶ ἄφησαν τὴν Ἀκολουθίαν, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ἄλλοι ἐπίασαν τὰ βουνά, ἄλλοι τὴν στράταν, ἄλλοι ἐκρύφθησαν εἰς τὰ κλαδία, καὶ ἐπάσχησαν ὅλοι νὰ φυλαχθοῦν ἀπὸ τέτοιον κίνδυνον. Ἦτον νύκτα ἀκόμη καὶ δὲν ἔβλεπαν τίποτες. Ὁ παράλυτος Θεόδωρος ὡσὰν ὁποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ φύγῃ, ἀπαρατήθη ἀπὸ ὅλους ὡς νεκρὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἔστεκεν ἐκεῖ περίλυπος, καὶ καταφρονεμένος ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε οὔτε τέκνα, οὔτε ἄλλους συγγενεῖς καὶ κᾂν τινὰς δὲν τοῦ ὡμίλησεν, ἀλλὰ ἐβιάζουνταν ποῖος θὰ φύγῃ προτήτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ δὲν τοῦ ἀνήγγειλαν τὴν αἰτίαν, μόνον ὁποῦ ἤκουσε τὴν σύγχυσιν τῆς φυγῆς αὐτῶν. Φοβούμενος καὶ δειλιῶντας ὡσὰν ἀπελπισμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος εἶπε μετὰ δακρύων μεγαλοφώνως· Ὦ παρθενομῆτορ Μαρία Θεοτόκε, Δέσποινα τοῦ κόσμου καὶ ἐλπίδα ἐμοῦ τοῦ δυστυχισμένου, ἰδοὺ πάντες ἔφυγον, καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆκαν, καὶ ἀπέρριψάν με ἀβοήθητον. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ τὴν ἁγίαν σου χάριν νὰ μοῦ βοηθήσῃς, καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃς ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου, νὰ φύγω ἀπὸ τὰ ἄσπλαγχνα χέρια τῶν ἀθέων βαρβάρων. Ταῦτα λέγωντας μετὰ δακρύων θερμῶν, τοῦ ἐφάνη ὡσὰν νὰ τοῦ εἶπε τινάς, ἀσυκώσου καὶ σύ, φεῦγε. Καὶ οὕτως, ὢ τοῦ θαύματος, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν ἀθύμησίν του, πῶς ἦτον ἀσθενής, καὶ παράλυτος, καὶ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον σαλεύωντας ἀπὸ τὸν κράββατον, ὅπου ἐκείτετο, ἄρχισε καὶ ἔτρεχε φεύγωντας καὶ σπουδάζωντας νὰ φθάσῃ τοὺς ἄλλους ὁποῦ ἔφυγαν, καὶ μένωντας ἐξεστηκός, τοῦ ἐφαίνετο τὸ πρᾶγμα ὡσὰν ὄνειρον. Εἰς τὸ διάστημα δὲ τῶν γενομένων ἔφθασεν ἡ ἡμέρα καὶ ὁ αὐτὸς Θεόδωρος μὴ βλέπωντας τινὰ οὔτε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ὁποῦ ἔλεγαν, οὔτε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἦλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔστεκε μὲ λογισμόν, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ καμμίαν ἀσθένειαν ἀπερασμένην, κατενόησε τέλος πάντων, καὶ ἐγνώρισε τὴν θαυμαστὴν καὶ ἀπροσδόκητον βοήθειαν καὶ ἰατρείαν, ὁποῦ ἡ Δέσποινα καὶ Κυρία τοῦ κόσμου ἔκαμεν εἰς αὐτόν· καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν χαρὰν ὁποῦ ἔλαβεν, ἄρχισε καὶ ἔλεγε πολλὴν ὥραν τό, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου, δοξάζω σε Παναγία μου, δοξάζω Δέσποινά μου τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, δοξάζω Κυρία μου τὴν ἐλεημοσύνην σου, εὐχαριστῶ ἀμέτρως Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον, εἰς τὴν μεγάλην καὶ ὑπερθαύμαστον βοήθειαν, ὁποῦ εἰς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου ἔδωκες. Ἐπειδὴ καὶ γνωρίζω τὸν ἑαυτόν μου ὅλον ὑγιῆ ὁ πρὸ ὀλίγου ἀσθενὴς καὶ παράλυτος. Ἔπειτα ἐφώναξε τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔλεγε· παιδιά μου, συγγενεῖς μου καὶ φίλοι Χριστιανοί, ἐλᾶτε νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, νὰ δοξολογήσωμεν τὸ ἅγιόν της ὄνομα, καὶ μὴν φοβᾶσθε. Διατὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἐχθροὶ βάρβαροι ὁποῦ ἐλογιάζετε, μόνον νὰ ἐλθῆτε νὰ φρίξετε τὸ ἐξαίσιον θαῦμα, ὁποῦ ἔκαμεν εἰς ἐμένα, νὰ δοξάσωμεν τὴν χάριν της. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες ταῖς φωναῖς, ἀπὸ τὸν φόβον τους λογιάζοντες νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ φωνάζουσι διὰ νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν, ἄλλοι μὲ περισσότερον φόβον ἐκρύπτουνταν εἰς τὰ βαθύτερα μέρη τοῦ δάσους, καὶ ἄλλοι ἔφευγαν τρέχοντες περισσότερον· ὁ δὲ Θεόδωρος μὲ μεγαλήτερην φωνὴν ἔλεγεν· ἐλᾶτε παιδιά μου, κράζωντας καθ᾿ ἕνα κατὰ τὸ ὄνομά του, καὶ λέγωντας· ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας σας, ὁποῦ εἴμουν παράλυτος, καὶ ἡ Κυρία μας μὲ ἰάτρευσε, καὶ σιμώσετε χωρὶς φόβον νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν χάριν της. Ἀκούοντες οὖν τινὲς τὴν Φωνήν του, καὶ γνωρίζοντές την, καὶ μὴ βλέποντες ἄλλον τινά, εἰμὴ αὐτὸν μόνον, σιμώνοντές του, ἐγνώρισαν πῶς εἶναι αὐτός, ὁ πρώην παράλυτος. Ἐφώναξαν λοιπὸν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἐσυναθροίσθησαν ἅπαντες, καὶ θεωρῶντες αὐτὸν ὅλον γερόν, καὶ παντελῶς ὑγιῆ, χωρίς κανένα σημάδι ἀσθενείας, ἔμειναν ὅλοι ἐξεστηκοί, καὶ ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον· καὶ ἐρωτῶντές τον πῶς ἰατρεύθη, ἐδιηγήθη καταλεπτῶς τὰ πάντα ὡς ἄνωθεν. Καὶ λοιπὸν γνωρίσαντες ὅλοι τὴν φανερὴν θαυματουργίαν τῆς Θεομήτορος, ἐγύρισαν εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ αυτὸν τὸν πρώην παράλυτον σκιρτῶντα, καὶ ἀγαλλόμενον, καὶ ἔδωσαν δόξαν καὶ εὐχαριστίαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης τῆς Ὑπεραγίας, ὁποῦ ἀγκαλὰ νὰ ἀργῇ τὴν βοήθειάν της διὰ νὰ ἰδῇ τὴν ὑπομονὴν τοῦ παρακαλοῦντος, ὅμως δὲν ἀλησμονεῖ, ἀλλ᾿ εἰς ὥραν ὁποῦ δὲν ἐλπίζει τινὰς λαμβάνει τὴν ποθουμένην ὑγείαν. Ἀδύνατον εἶναι δὲ νὰ φανερώσωμεν τὰ ὅσα ἔλεγεν ὁ ἰατρευθεὶς παράλυτος εἰς δόξαν τῆς Θεοτόκου. Καὶ οὔτως ἐτελείωσαν τὴν ἀκολουθίαν, καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν μετ᾿ εὐχαριστίας, καὶ δοξολογίας. Ἑόρταζεν ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὴν αὐτὴν ἡμέραν, τὰ τεσσαράκοντα τῆς Θεοτόκου ὁποῦ τὸν ἰάτρευσε θαυμασίως, ἕως ὅλην του τὴν ζωήν, καὶ ἔκανε μεγάλας πανηγύρεις, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του ἄφηκε παραγγελίαν τῶν συγγονῶν του νὰ κάνουσι τὴν αὐτὴν ἑορτήν· καὶ ἕως τὴν σήμερον οἱ ἀπόγονοί του κατὰ τὸ δυνατόν τους ἐπιτελοῦσι τὴν αὐτὴν πανήγυριν.

Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπλάτυνε περισσότερον ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Καὶ εἰς ἐνθύμησιν τοῦ αὐτοῦ θαύματος, συναθροίζεται ὅλος ὁ λαὸς τῆς Νήσου ἀπὸ τὴν χώραν καὶ ἀπὸ τὰ χωρία, καὶ κάνουν εἰς τὸ μοναστήριον μεγάλην ἑορτὴν εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν.

Νὰ διηγηθῇ τινὰς τὰ ἀμέτρητα θαύματα ὁποῦ καθ᾿ ἑκάστην κάνει ἡ αὐτὴ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων εἶναι ἀδύνατον. Ἀλλ᾿ ὅμως ὀλίγα τινὰ νὰ εἰποῦμεν εἰς δόξαν αὐτῆς, καὶ οὔτως νὰ τελειώσωμεν τὸν λόγον.

Ποτὲ καιρὸν ἤλθασιν οἱ βάρβαροι νὰ κουρσεύσουν τὸ Μοναστήριον, καὶ σιμώνωντες ταχύτερον ἀντίκρυτα αὐτοῦ, εἴδασι πλῆθος ἀπὸ φωτίαις ἁρμάτων, ἤγουν φυτιλίων σιμὰ εἰς τὸ Μοναστήριον. Καὶ λογιάζοντες ὅτι νὰ τοὺς ἐκατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησίου, καὶ ἐκατέβη λαὸς διὰ νὰ τοὺς πολεμήσουν, φοβηθέντες μεγάλως ἔφυγαν. Καὶ ἔτζη ἐφυλάχθη καὶ τὸ Μοναστήριον ἀβλαβές, καὶ ὅλη ἡ νῆσος διὰ προστασίας τῆς Κυρίας ἡμῶν.

Ἄλλοτε πάλιν περνῶντας ἕνα καράβι ἀπ᾿ ἔξωθεν τοῦ Μοναστηρίου, ὑπήντησεν εἰς τὸ πέλαγος μεγάλον κλύδονα τῆς θαλάσσης, καὶ κινδυνεύοντας νὰ καταποντισθῇ, ἐπεκαλέσθησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιου τὴν Κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, καὶ τὸν μέγαν Νικόλαον νὰ τοὺς βοηθήσωσι νὰ πιάσουν λιμένα, καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν οἶκόν της ἐλεημοσύνην ἕκαστος κατὰ τὸ δυνατόν εἰς βοήθειαν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ νὰ κτισθῇ καὶ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καὶ οὕτως εἰς ὀλίγην ὥραν ἔφθασαν εἰς λιμένα ἐκεῖ σιμὰ τοῦ Μοναστηρίου, καὶ εὐθὺς ἐπῆγαν ὅλοι, καὶ ἔδωκαν εὐχαριστίαν, καὶ ἐλεημοσύνην πλουσίαν, καὶ ἔκαμαν εἰς τὸ Μοναστήριον οἰκοδομήν, καὶ ἐκτίσθη καὶ ὁ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου εἰς τὸ μαυροβράχο, εἰς ἐνθύμησιν τοῦ θαύματος.

Πολλαῖς φοραῖς ἔτυχεν εἰς αὐτὸ τὸ νησὶ τῶν Κυθήρων πεῖνα μεγάλη ἀπὸ ἀστοχίαν καρπῶν, καὶ μὲ τὴν προμήθειαν τῆς κυρίας Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνταν εἰς βοήθειαν πάντες, οἰκονόμησε καὶ ἔφερναν καρποὺς ἀπὸ ξένους τόπους, καὶ ἐκυβερνᾶτον ὁ λαός.

Ἀπὸ ταῖς εὐεργεσίαις καὶ χάριτες ὁποῦ ἐλάμβανον, καὶ λαμβάνουσιν οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ προστρέχουσιν εἰς τὴν χάριν της μὲ ταξήματα, ἄλλοι ἔκτισαν κελλία, ἄλλοι ἀφιέρωσαν χωράφια, καὶ ἄλλα πράγματα εἰς μνημόσυνον αὐτῶν, καὶ ἐκαταστάθη τὸ Μοναστήριον οὕτως εὐπρεπὲς καθὼς φαίνεται.

Ὁ Λαὸς τοῦ αὐτοῦ θεωρῶντας τὰ ἄπειρα θαύματα, ὁποῦ ἐγίνουνταν ἀπὸ τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα, εἰς εὐχαριστίαν τῆς Θεοτόκου, ἐσυμφώνησαν καὶ ἔκαμαν ἐξοδίαν νὰ ἐνδύσουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα ὅλην μὲ ἀσῆμι. Καὶ πέμπωντας εἰς τὴν Κρήτην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ κάμουν τὸ ἀργυρὸν ἔνδυμα, ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς Νήσου λεγόμενον Καψάλη, ὑπήντησε τὸ πλοῖον ὁποῦ τὸ ἔφερνε, φούσταις ἀγαρηνῶν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Ἔπλεαν τὰ αὐτὰ πλοῖα ἔξω ἀπὸ τὴν βρουλέα, μακρὰν ἀπὸ τὸ κάστρο, ὡς φαίνεται, ὁποῦ δὲν φθάνει δύο φοραῖς τὸ βόλι τοῦ πλέον μεγάλου κουφωτοῦ σιδήρου, ἤτοι κανονιοῦ· φωτισθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὁ αὐθέντης τοῦ τόπου μὲ παρακίνησιν τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔστεκαν βλέποντες, ἐπρόσταξε καὶ ἔσυραν μίαν μικρὴν λουμπάρδαν ἀπὸ τὸ κάστρο, διὰ νὰ δώσουν παρὰ μικρὸν θάρρος τοῦ πλοίου ὁποῦ ἐσήμωνε νὰ ἐμπῇ εἰς τὸν Λιμένα, μὴ ἠξεύρωντας τινὰς πῶς εἰς αὐτὸ νὰ ἦτον τὸ ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, καὶ διὰ νὰ δώσουν τάχα καὶ φόβον τῶν φούστων ὁποῦ τὸ ἐζύγωναν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Αὐτὸ τὸ βόλι τῆς μικρᾶς λουμπάρδας ἔφθασεν ἕως ἔξω εἰς τόπον λεγόμενον Κοφινίδια, μακρὰν ἀπὸ τὸν λιμένα εἰς τὸ πλάγι τῶν φούστων, καὶ φοβηθεῖσαι νὰ σιμώσουν περισσότερον, ἄφησαν τὸ πλοῖον καὶ ἔφυγον. Θεωρῶντες ὁ αὐθέντης, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τὸ διάστημα ὁποῦ ὑπῆγε τὸ βόλι, ἐλογίασαν πῶς ἐσημείωνε πρᾶγμα παράδοξον. Φθάσας μετ᾿ ὀλίγον τὸ πλοῖον εἰς τὸν λιμένα, καὶ ἀκούσας ὁ λαὸς πῶς εἶχε μέσα τὸ ἔνδυμα τῆς ἁγίας εἰκόνος, ὅλοι ἐδόξασαν τὴν χάριν της εἰς τὸ θαῦμα ὁποῦ ἔκαμε, καὶ ἐφύλαξε τὸ προσφερόμενον δῶρον τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀγαρηνῶν· καὶ οὕτως μετὰ μεγάλης εὐχαριστίας τὸ ἔβαλαν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα.

Τίς δὲ νὰ διηγηθῇ ταῖς καθημεριναῖς θαυματοποιΐαις ὁποῦ κάνει εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὴν μετὰ πίστεως! Πολλαῖς φοραῖς ὅταν τύχῃ ἀνομβρία, καὶ εὐγάλουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα κάνωντας λιτανίαν, εὐθὺς πέμπει ὑετὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν δροσίζει εἰς βοήθειαν, καὶ κυβέρνησιν τῆς Νήσου.

Μερικαῖς φοραῖς ἐπίασε καὶ θανατικὴ νόσος, καὶ μὲ λιτανείαις, καὶ δεήσεις, εὐγάνωντας τὴν ἁγίαν αὐτὴν Εἰκόνα, καὶ παρακαλῶντας την ὁ λαὸς ἐκατέπαυσε, καὶ δὲν ἐπλάτυνε νὰ ἀφανίσῃ τὸν τόπον, καθὼς συμβαίνει εἰς ἄλλαις χώραις.

Εἰς τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολεμᾶτον ἡ περίφημος Κρήτη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἔφθασεν ἡ τῶν ἀγαρηνῶν ἁρμάδα εἰς τούτην τὴν Νῆσον, καὶ εὐγῆκε πολὺ πλῆθος ἀπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἕνα χωρίον λεγόμενον τῆς κερᾶς, εἰς τὸν ποταμὸν τὴν νύκτα· κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ τῆς Κυρίας Μυρτιδιώτισσας τοὺς ἐγνώρισαν τινές, καὶ κηρύσσοντας μὲ φωναῖς πῶς ἔφθασαν οἱ τοῦρκοι εἰς τὰ χωρία, ἔφυγαν ὅλοι γυναῖκες, καὶ παιδία, καὶ ὅσοι ἦτον ἄνδρες τῶν ἀρμάτων ἐστάθησαν, καὶ ἐπολέμησαν. Εἶχαν πρόσταγμα ἀπὸ τὸν πασιά τους, ὅτι ὡσὰν ἀκούτουν κτύπον ἀπὸ τὰ κάτεργα νὰ γυρίσουν εὐθύς. Μετ᾿ ὀλίγον λοιπὸν ἤκουσαν οἱ ἀγαρηνοὶ δύο βρονταῖς καὶ λογαριάζοντας ὅτι εἶναι λουμπαρδιαῖς, ἐγύρισαν κατὰ τὴν προσταγὴν εἰς τὰ κάτεργα, καὶ μόνον ὅτι ἐδυνήθησαν ἔκαψαν, καὶ ἔκλεψαν, μὰ τινὰς τῶν Χριστιανῶν οὔτε ἐβλάβη, οὔτε ἐθανατώθη, μάλιστα πολλοὶ τῶν ἀγαρηνῶν ἔχασαν τὴν στράταν, καὶ ἔμειναν εἰς τὸ νησί, καὶ ὕστερον τοὺς εὕρηκαν. Θεωρῶντας δὲ ὁ πασιᾶς τὸ φουσάτον του ὁποῦ ἐγύρισεν ἔτζη ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τοὺς κάμῃ τὸ σημάδι ὁποῦ τοὺς εἶχε παραγγείλῃ, ἠρώτα τὴν αἰτίαν. Καὶ αὐτοὶ ἔλεγαν πῶς ἤκουσαν δύο λουμπαρδιαῖς, καὶ ἐγύρισαν. Αὐτὸς δὲ θαυμάζωντας διὰ τὴν ἐπιστροφήν των, ἔλεγε, πῶς βέβαια δὲν τοὺς ἔκραξε καθὼς τοὺς εἶχε σημειώσῃ, ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι ἐγνωρίσασι πῶς ἦτον ἡ βρονταῖς ἀπὸ προστασίαν τῆς Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλέσθησαν εἰς βοήθειαν, καὶ ταῖς ὥραις ἐκείναις ἔκαναν παρακλήσεις καὶ λιτανείαις ἔμπροσθεν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Μυρτιδιώτισσας.

Εἰς τὸν Χρόνον ᾳψκβ´, τῇ πρώτῃ τοῦ Φευρουαρίου μηνὸς εὑρισκόμενος ἕνας ἄρχοντας τὸ ὄνομά του Ἰωάννης, τὸ γένος του Καλούτζης εἰς τὸ ὀφφίκιον τῆς Καγγελλαρίας (ἦτον δὲ ἡμέρα Κυριακὴ ἡ πρώτη τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς ταῖς πέντε ὥραις τῆς αὐτῆς ἡμέρας), καὶ ἀναγινώσκωντας κάποια χαρτία ὁποῦ ἐδιελάμβανον ὑποθέσεις ἐδικάς του, ἄρχησεν ἡ γλῶσσά του νὰ τραυλίζῃ, καὶ μετ᾿ ὀλίγον σφαλίζωντας τὰ ὀμμάτιά του, καὶ μένοντας ἀκίνηταις αἱ αἰσθήσεις αὐτοῦ ἔμεινεν ἄφθογγος, καὶ ἄλαλος μὲ βρυγμὸν μεγάλο ντῶν ὀδόντων αὐτοῦ καὶ ταραγμὸν ὅλου τοῦ σώματος αὐτοῦ· ὅθεν ἐξέστησαν οἱ παρόντες διὰ τὸ συμβεβηκός, καὶ ἀσυκώνοντες τὸν ἀσθενῆ τὸν ἔθεσαν εἰς τὴν κλίνην, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ αὐτὸ ὀφφίκιον. Καὶ κηρυχθέντος αὐτοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ συμβάματος, ἔφθασαν εἰς τὴν θεωρίαν αὐτοῦ ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ φίλοι τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ μετ᾿ αὐτοὺς ἡ γυνή του, ἡ ὁποία κλαίουσα δεινῶς, καὶ τύπτωντας τὸ στῆθος ἐπικαλεῖτο μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν ἔνθερμον τὸ θεόσεπτον ὄνομα τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. Ἔκραξαν δὲ καὶ τὸν Ἀκέστορα, ὅστις ἦτον ἔμπειρος, καὶ τέλειος εἰς τὴν ἰατρικήν· καὶ ἐπιμελῶς ἐπιχειρισθεὶς πολλὰ φάρμακα ποσῶς δὲν ὠφέλησαν· καὶ βλέποντες τὴν σφοδρότητα τοῦ κακοῦ, ἐπῆραν τὸν ἀσθενῆ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ὑπὸ τεσσάρων βασταζόμενον διὰ νὰ δώσῃ τέλος, νομίζοντές τον ὅλοι ὡς νεκρόν. Ἔμεινεν οὖν εἰς τέτοιαν κατάστασιν ἕως τὸ πρωῒ τῆς τρίτης, καὶ εἰς ὅλον ἐτοῦτο τὸ διάστημα δὲν ἔπαυεν ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων αὐτοῦ, ἡ στρέβλωσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἡ ἐπίδεσις τῆς γλῶσσης αὐτοῦ, ἡ κωφότης τῶν ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κλεῖθρον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, εἰς τόσον ὁποῦ ἔδωσεν ἀφορμὴν νὰ τοῦ ἑτοιμάσουσι τὰ ἀναγκαῖα πάντα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐσυνέβη ὁποῦ ἡ πανθαύμαστος ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων ἦτον εἰς τὴν ἐπισκοπήν· ἐπειδὴ κατὰ τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον κάνουσι λιτανείαν εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ἤγουν εἰς τὴν χώραν, καὶ εἰς ὅλα τὰ χωρία, διὰ νὰ εὐλογήσῃ μὲ τὴν προσκυνητὴν παρρησίαν της ὅλον τὸν Κόσμον· καὶ τότε ὁ Ἀρχιερεύς, καὶ ἱερεῖς μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν, προσελθοῦσα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Εἰκόνος, ὅλοι κλαίοντες μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ συντετριμμένης καρδίας ἔκαμαν παράκλησιν καὶ λιτανείαν διὰ τὴν ὑγείαν καὶ βοήθειαν τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰωάννου. Καὶ τελειωθείσης τῆς Ἀκολουθίας, ἐπιστρέψαντες ὅλοι εἰς τὸν οἶκον νὰ ἰδοῦσι τὸν ἄρρωστον, ὢ τοῦ θαύματος, τὸν ηὕρηκαν ἐλεύθερον παντὸς κακοῦ, καὶ λαλοῦντα ὡς τὸ πρότερον, δίχως τινὸς σημείου ἀνάγκης. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔφερε τόσην ἔκπληξιν εἰς ὅλους ὁποῦ τὸ εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ὁποῦ μεγαλοφώνως ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον. Λαβὼν λοιπὸν τὴν προτέραν αὐτοῦ ὑγείαν, ὑπῆγε σωματικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πανοικεὶ εὐφραινόμενος, καὶ ἀγαλλόμενος, ὑμνῶντας καὶ εὐχαριστῶντας μὲ μεγάλην εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν τὴν κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτὸν τερατούργημα, ὁποῦ ἔκαμε πρὸς αὐτόν, καὶ ἀφιέρωσεν εἰς σημεῖον εὐχαριστίας εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα ἕνα ζευγάρι βραχιόλια χρυσᾶ, εἰς ἀΐδιον μνήμην τοῦ θαυμαστοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος.

Ὄχι μ όνον αὐτὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ καὶ ἄλλα ἄπειρα ἔκαμε καὶ κάμει καθεκάστην ἡμέραν, ὁποῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ φανερώσωμεν ἐγγράφως. Καὶ τί λέγω; μόνον ἡ θεωρία τῆς αὐτῆς Εἰκόνος φανερώνει τὴν μεγάλην χάριν ὁποῦ ἔχει. Καὶ τόσον αὔξησεν ἡ κοινὴ εὐλάβεια εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἀπὸ τὰ ταξήματα, ἀγκαλὰ καὶ εἰς πτωχὴν νῆσον, εἶναι ὁλόχρυση, μὲ ἔμπροσθέν της ἕνα χλιδῶνα ἤτοι κολόναν μεγάλην, καὶ ἐγκόλπιον μὲ πολύτιμαις πέτραις καὶ μαργαριτάρια. Ἔξω ἀπὸ ἄλλα χρυσάφια, ἀσήμια, καὶ ἄλλα σκεύη, καὶ ὑποστατικὰ ὁποῦ ἔχει τὸ Μοναστήριόν της, ὁποῦ εἶναι τόπος ἅγιος, καὶ μόνον νὰ ὑπάγῃ τινὰς γέμει ψυχικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως.

Λοιπὸν πατέρες καὶ ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐπειδὴ καὶ ἔχομεν τέτοιον θησαυρὸν πλήρη θείας χάριτος, καὶ δωρεᾶς, ὅλοι ἀσηκωθεῖτε μὲ εὐλάβειαν, καὶ μὲ μίαν συμφωνίαν στερεᾶς πίστεως, ἂς παρακαλέσωμεν, ἂς εὐχαριστήσωμεν, ἂς δοξολογήσωμεν τὴν χάριν της λέγοντες·

Μαρία, Κυρία καὶ Δέσποινα πάντων ἡμῶν, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Μητέρα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, Παρθένε τῶν παρθένων, Μητέρα τῶν Μητέρων, ἡ σκέπη καὶ καταφυγὴ τῶν πιστῶν, ἡ προστασία τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πλανωμένων ἡ ὁδηγία, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ λύτρωσις, τῶν ἀσθενούντων ἡ ἰατρεία, τῶν πεινώντων ἡ τροφή, τῶν ὀρφανῶν ἡ ἐπικουρία, τῶν χηράδων ἡ ἐπίσκεψις, τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων τὸ κραταίωμα, τῶν εὐλαβῶν ἱερέων τὸ καύχημα, τῶν μοναχῶν τὸ ἀγλάϊσμα, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν τὸ καταφύγιον, ὁμολογοῦμεν τὰς χάριτας, κηρύττομεν τὰ ἄπειρά σου θαύματα, εὐχαριστοῦμέν σου τὴν εὐσπλαγχνίαν, δοξάζομέν σου τὴν εὐεργεσίαν, προσκυνοῦμεν τὴν ἄκραν σου ἐλεημοσύνην καὶ βοήθειαν, ὁποῦ ἔκαμες καὶ καθεκάστην κάνεις εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἔτι δὲ παρακαλοῦμεν τὴν μεγάλην σου παρρησίαν μητρόθεε Δέσποινα, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἐρχόμενον, μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, ἀλλὰ δίδε εἰς ὅλους τὴν συνηθισμένην σου βοήθειαν· διατὶ ἄλλην καταφυγὴν δὲν ἔχομεν ὅλοι οἱ κατοικοῦντες εἰς ταύτην τὴν Νῆσον, παρὰ τὴν χάριν σου. Ἐσὲνα ἔχομεν καύχημα· ἐσὲνα ἔχομεν βοηθόν· εἰς τὰ χείλη μας πάντα ἐσὺ ἡ Μυρτιδιώτισσά μας μελετᾶται· εἰς τὸ στόμα μας πάντοτε τὸ ἅγιόν σου ὄνομα εὑρίσκεται δεδοξασμένον, καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας πάντα ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς βοηθᾷς· καὶ ἀγκαλὰ νὰ σοῦ πταίωμεν μὲ χίλιαις κακαῖς πράξεις κάθε ἡμέραν, ἀλλ᾿ εἰς ἄλλον πάλιν δὲν προστρέχομεν παρὰ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, ὦ Μήτηρ τοῦ Ὑπερευσπλάγχνου Θεοῦ ἡμῶν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς συγχωρήσεως. Εἰς τὰς χεῖράς σου ὅλην μας τὴν ἐλπίδα ἀποθέττομεν, καὶ ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς λυτρώνῃς ἀπὸ κάθε πειρασμὸν ὁρατῶν, καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ νὰ μᾶς φωτίζῃς νὰ κάμωμεν πάντοτε τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῇ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Συναξάριον τῆς Ἀκολουθίας τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Ποίημα Σωφρονίου Παγκάλου, Ἐπισκόπου Κυθήρων, 1640.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε. 

Λαοί νῦν κροτήσωμεν, δεῦτε τὰς χεῖρας πιστῶς, καὶ ἄσωμεν ἄσμασι, τῇ Θεομήτορι, ἐν πόθῳ, κραυγάζοντες˙ Χαῖρε ἡ προστασία πάντων τῶν δεομένων, Χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων Σε πόθῳ, Χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύσασα.