† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ (5 Ἰουλίου)




Παῦλος Μoν. Λαυριώτης

.     Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου Τραπεζούντα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 927-930. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν Κολχίδα τοῦ Πόντου. Πρὶν γεννηθεῖ, ὁ πατέρας ἀπέθανε καὶ λίγο μετὰ τὴν γέννησή του, καὶ ἡ μητέρα ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο.
.   Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία συγγενῆς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.
.    Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ’ ὅτι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομηλίκων του. Ὁ χαρακτήρας του δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδάς του μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζούντα γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α´Λεκαπηνοῦ (920-944).
.     Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴν Σχολὴ τοῦ Προέδρου τῶν Σχολῶν τῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς) παιδείας. Παράλληλα δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του στρατηγὸ Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.

 ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

.     Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀβραάμιος κατέστη κάτοχος καὶ διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας καὶ ρητορικῆς, ὥστε ἡ φήμη του νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.
.   Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πράον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὴ τῆς ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους. Ἐξ αἰτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.
.   Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητὲς καὶ συγχρόνως τὴν φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι’ αὐτό, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμιος ταυτόχρονα ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ συγγενής του στρατηγὸς Ζεφιναζὲρ ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ παίρνοντας μαζί του τὸν Ἀβραάμιο πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ’ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴν Λαύρα. Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη, συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον, ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κυμινά. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ, μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου. Ἔτσι κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ ἄξιος νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου, προέβλεψε (προεῖδε) τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.

 ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΚΥΜΙΝΑ

.    Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀβραάμιος παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Σχολὴ καὶ μεταβαίνει στὴν λαύρα τοῦ Κυμινᾶ. Γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὅσιο Μιχαὴλ καὶ κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μετὰ τὴν κουρά του ὁ Ἀθανάσιος, ἔχοντας ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ ὀδηγό, ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Μέσα σὲ διάστημα τεσσάρων ἐτῶν, κατέκτησε «πᾶσαν ἀσκητικὴν πολιτείαν» καὶ συνέλεξε σὲ βραχὺ χρόνο πλοῦτο ἀρετῶν, ὥστε νὰ καθάρει τὴν διάνοιαν, καὶ νὰ δεῖ «θεία θεωρήματα», ὅπως σημειώνει βιογράφος του.
 ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


.     Ἀλλὰ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ ἄλλα εἶχε προορίσει ὁ Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὸ ὄρος Κυμινᾶ ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλὰ σκηνώματα τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ γνωρίζει πολλοὺς καὶ ἐναρέτους μοναχοὺς καὶ ἀσκητές. Ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή, τὸν λιτὸ βίο, τὶς πολλὲς στερήσεις. Ἀρχικὰ γίνεται ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα ἁπλὸ γέροντα, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψει ποιὸς ἦταν, κοντὰ στὴ Μονὴ Ζυγοῦ.
.    Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα, ἀλλὰ προσποιήθηκε ὅτι ὀνομάζεται Βαρνάβας, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχούς τοῦ Ὄρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ Τυπικό του, τὴν περιοδο αὐτὴ οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανένα μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὄρος δύο ἢ τρία χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι᾽ ὅσους ἤθελαν νὰ γίνουν ἐρημίτες.
.     Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κάποιο ἀναχωρητή. Ἔτσι ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς πνευματικές του ἱκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, ποὺ ἦταν ἀμόρφωτος. Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμόρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ ὁποίου, ἐκτός τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».
.     Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζόταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκᾶς, τὸν ἀναζητοῦσε. Βέβαιον εἶναι ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μ. Ἀσίας χωρὶς ἀποτέλεσμα.Τέλος θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τοῦ εἶχε μιλήσει για πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γράφει λοιπὸν στὸν κριτὴ-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά του.
.     Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὄρος, συναντᾶται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους Στέφανο (958-962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν περιοχὴ τῆς Λαύρας τῶν Καρυῶν.
.     Κατὰ τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο Στέφανο ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον ὅτι ὁ Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν ποιὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα, γιατί ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω. Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.
.     Περὶ τὸ ἔτος 960 ἔρχεται στὸ Ὄρος ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου καὶ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως Λέων Φωκᾶς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια νὰ συναντήσει τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε λοιπὸν ὅλοι πληροφοροῦνται ποιὸς ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιὲς οἱ σχέσεις του μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκᾶ. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ προσέλθουν κοντά του.
.    Ὁ Ἀθανάσιος θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο, ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφίχθη στὸ Ὄρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδότερα τοῦ Ὄρους, στὴν ἡσυχία. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δύο χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕνα τόπο ἐξαιρετικὰ ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴν θέση ὅπου ἔκτισε τὴν Λαύρα. Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον, καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤH

 .     Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθυνε τὴν ἐκστρατεία τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, περὶ τὸ 960, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ συγκρούσεις ἦταν σκληρὲς καὶ ἀμφίρροπες. Ἡ βυζαντινὴ στρατιὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν ἔλλειψη τροφῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν στρατὸ τῶν Ἀράβων.
.     Ἐπιθυμώντας νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Φωκᾶς ὑπενθύμιζε ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς ὀρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομὲς σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων, εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ μοναχούς.
.     Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικό τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητώντας νὰ στείλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸ στρατό. Μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο του Ὅρους. Οἱ Ἀθωνίτες ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους, ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα μοναχό, τὸ Θεοδοτό.
.        Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονὴ τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκά.
.     Ἐκεῖ καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἰδρύσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω, ὑπὸ τὴν ἡγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκᾶς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ Φωκᾶς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες ἔμειναν σύμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκᾶς ἐπέστρεψε στὴν Βασιλεύουσα. Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὄρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ δὲν ἀνεχώρησε παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.
.    Πράγματι ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος καὶ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἐν συνεχείᾳ προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων. Ἐνῶ λοιπὸν προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων, ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.
.        Γι’ αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος.

ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

.       Φεύγει λοιπὸν καὶ ἀποβιβάζεται στὴν Ἄβυδο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Φθάνοντας ἐκεῖ, ἔστειλε πίσω στὸν Ἄθωνα τὸ πλοῖο τῆς Λαύρας μὲ τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν συνοδῶν του. Ἕνα μοναχὸ ἀποστέλλει στὴ Βασιλεύουσα μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιδώσει στὸν αὐτοκράτορα ἐπιστολὴ καὶ ὁ ἴδιος μὲ τρεῖς ἐμπίστους μοναχοὺς ἐπιβιβάζεται σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Κύπρο. Μὲ τὸ γράμμα στὸν αὐτοκράτορα τὸν πληροφορεῖ ὅτι παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, ἀλλὰ συγχρόνως τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μοναχὸ Εὐθύμιο, νὰ ἀναλάβει τὸ ἀξίωμα.
.      Φθάνοντας στὴν Κύπρο, διαμένει στὴ Μονὴ τῶν Ἱερέων καὶ ἀποστέλλει τὸν οναχὸ Θεοδοτὸ στὴν Λαύρα, μὲ ἀποστολὴ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς. Μόλις ἡ πορεία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς πῆρε ἀρνητικὴ τροπή, ὁ Θεοδοτὸς ἐπιστρέφει στὴν Κύπρο καὶ ἐνημερώνει τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ αὐτοκράτωρ, διαβάζοντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου, λυπεῖται, καθιστᾶ τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο ἡγούμενο τῆς Λαύρας καὶ πάραυτα, ἀποστέλλει γράμματα πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ Ἀθανασίου, ὁ ὁποίος κρυβόταν στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων.
.      Τὰ γράμματα ἔφθασαν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν συνοδό του μοναχὸ Ἀντώνιο πρὸς ἐξακρίβωση. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέφυγε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του. Ἀναχωρεῖ μὲ τὸν Ἀντώνιο καὶ φθάνει στὴν πόλη Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φθάνει ἐπίσης καὶ ὁ μοναχὸς Θεοδοτός, ὁ ὁποῖος πληροφορεῖ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς Λαύρας. Ἔτσι χωρὶς χρονοτριβή, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Μονή. Ἡ ἐπάνοδός του στὴν Λαύρα ἔδωσε χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση στοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι δοκιμάσθηκαν ἀρκετὰ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, κατὰ τὴν ὁποία διακινδύνευσε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς.

ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ

.      Ἀφοῦ ἐτακτοποίησε καλῶς ὅλα τὰ πράγματα τῆς Λαύρας, ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Βασιλεύουσα πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν ὑπῆρξε συγκινητική, καὶ ἀκόμη περισσότερο, σημαντικὴ καὶ χρήσιμη. Δὲν ἔγινε ἁπλῶς ἡ διάλυση τῶν παρεξηγήσεων ἀλλὰ ὑπῆρξε σταθμός, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
.    Ὁ Ἀθανάσιος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀπὸ τὴν θέση τὴν ὁποία πλέον κατεῖχε θὰ βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ τὴν Λαύρα. Πράγματι, ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε, χάριν τοῦ Ἀθανασίου, ὑπὲρ τῆς Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεσμική τους διάσταση, παραχωροῦσαν στὴν νεόδμητη Λαύρα σημαντικὲς δωρεές. Στὸ χρυσόβουλλό του, τὸ ὁποῖο εἶχε χαρακτήρα Τυπικοῦ γιὰ τὴν Λαύρα, ὁ Φωκᾶς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὴν Λαύρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ Λαύρα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἰδιωτικὴ κατέστη βασιλικὴ  αὐτοκρατορική, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκᾶ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καθιεροῦται ἐλευθέρα καὶ αὐτοδέσποτος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.
.     Ὁ Νικηφόρος, κτίτωρ τῆς Μονῆς, ἔχει τὴν κυριότητά της σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, καὶ μετὰ τὸν θάνατό του περιέρχεται στὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσόβιος ἡγούμενος. Ὁ Φωκᾶς μὲ τὸ χρυσοβουλλό του ἀπαγορεύει τὴν παραχώρηση τῆς Λαύρας σὲ πρόσωπο ξένο πρὸς αὐτήν, κοσμικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ ἢ σὲ ἄλλη Μονή. Παράλληλα χορηγεῖ στὴν Λαύρα χρηματικὲς παροχὲς σὲ ἐτήσια βάση, ἀναγκαῖες γιὰ τὴ συντήρησή της. Ἔτσι, ἡ Λαύρα καθίσταται αὐτοκρατορικὸ μοναστήρι, μὲ κοινοβιακὸ χαρακτήρα, μὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια.
.     Τὴν ἴδια περίοδο, λόγῳ τῆς φήμης τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐξελίξεως τῆς Λαύρας, μοναχοὶ ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς προσέρχονται νὰ ὑποταχθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ρώμη, Καλαβρία, Ἰταλία, Ἰβηρία, Ἀρμενία κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκουν καταφύγιο τὴν Λαύρα, ἡ ὁποία τὴν περίοδο αὐτὴ (964-972) ἦταν τὸ μόνο σημαντικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα, ἐκτὸς τοῦ Πρωτάτου, στὸν Ἄθω.
.    Αὐτὴ ἡ πρωτόγνωρη ἄνοδος τῆς Λαύρας δημιούργησε ὁρισμένες ἀντιδράσεις ἀπὸ πολλοὺς Ἀθωνίτες ἀσκητές, ἐρημίτες καὶ ἡγουμένους μονυδρίων. Ἡ βασικὴ διαμαρτυρία ἐπικεντρώνονταν στὸ ὅτι μὲ τὴν μεγάλη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, τὶς ἄφθονες χρηματικὲς δωρεὲς κ.λπ. ἀλλοιώνονταν ἡ μοναχικὴ παράδοση τοῦ Ὄρους καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἁγιορείτικου ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὅπως τότε ὑπῆρχε στὸν Ἄθω.
.    Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, δημιούργησε μία νέα ἐποχὴ καὶ τροπὴ στὰ ἁγιορείτικα πράγματα. Ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἢ διαφωνοῦσαν μὲ τὸν Ἀθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία του. Ἔτσι, ἔστειλαν ἀντιπροσωπεία στὸ νέο αὐτοκράτορα στὸν ὁποῖο διετύπωσαν τὶς αἰτιάσεις τους.

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΖΙΜΙΣΚΗ

.     Ὁ νέος αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τζιμισκὴς (969-976) προσκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν συνάντηση ὁ αὐτοκράτωρ, παρ’ ὅτι ἐγνώριζε τὸν στενὸ δεσμὸ τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸν δολοφονηθέντα αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ὄχι μόνον δὲν ἔδειξε ἀντιπάθεια ἢ ἐχθρότητα πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, ὅπως ἀνέμεναν οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἄλλα ἔδειξε φιλικὴ στάση καὶ πραγματοποίησε ὅλα του τὰ αἰτήματα. Ἡ στάση αὐτὴ ἄμβλυνε τὶς ἀντιθέσεις καὶ ὁδήγησε στὴν συμφιλίωση τῶν δύο πλευρῶν. Ἀποτέλεσμα τῶν διαβουλεύσεων ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ στὸν Ἄθω ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος, προκειμένου να λυθεῖ ὁριστικὰ τὸ ἁγιορειτικὸ ζήτημα. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἐκείνης τῆς συναντήσεως ὁ Ἰωάννης Τζιμισκὴς ἐξέδωσε χρυσοβουλλο ὑπὲρ τῆς Λαύρας, καὶ ἐπικύρωσε ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ χρυσοβούλλου τοῦ προκατόχου του.
.    Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος ἦλθε στὸν Ἀθανάσιο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξὺ τῶν ἁγιορειτῶν συνετάγη ἕνα κείμενο, ποὺ ἐνέκριναν ὅλοι οἱ ἡγούμενοι καὶ τὸ ὑπέγραψεν ὁ Πρῶτος, 57 ἡγούμενοι τοῦ Ἄθω καὶ ἄλλοι πρόκριτοι ἁγιορεῖτες. Τὸ κείμενο αὐτό, γνωστὸ ὡς Τυπικό τοῦ Τζιμισκῆ, φέρει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασία «Τράγος» γιατί εἶχε γραφεῖ «ἐπὶ αἰγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ὁ «Τράγος», ἀπὸ τῆς καθιερώσεώς του φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ι. Κοινότητος.
.     Μετὰ τὴν κύρωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ Τυπικοῦ του Τζιμισκῆ, ὁ Ἀθανάσιος ἀπερίσπαστος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ τὰ πνευματικά του καθήκοντα. Ἰδιαίτερα ἐμερίμνησε γιὰ τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μονῆς, τὴν ὀρθὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν, τὴν λειτουργικὴ εὐταξία καὶ διάφορα ἄλλα προσωπικὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ γενικότερα.

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

.     Ὁ Ἀθανάσιος, συνέταξε τὸ Τυπικό του, τὸ ὁποῖο διακρίνεται σὲ τρία μέρη: Τὸ Τυπικό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ θέματα διοικητικά, ὅπως ἡ ἐκλογὴ ἡγουμένου, τὰ καθήκοντα, οἱ ἐξουσίες, οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ διαδοχή, τὰ καθήκοντα τῶν προκρίτων ἀδελφῶν κ.α. Ἡ Διατύπωση, ποὺ ἀποτελεῖ σύντομο κείμενο ἀναφερόμενο κυρίως στὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου, τὸν διορισμὸ ἐπιτρόπων κ.ἄ. καὶ ἡ Ὑποτύπωση, ἕνα εἶδος λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στὴν τέλεση τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν ὅλου του ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ Ἀθανάσιος, ἀνεγνωρίσθη καὶ καθιερώθη ὡς ὁ ἀναμορφωτὴς ἀρχηγέτης καὶ πατριάρχης τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ συμβολή του στὴν καθιέρωση καὶ ἀναγνώριση τοῦ μοναχικοῦ καθεστῶτος τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας ὑπῆρξε καταλυτικὴ καὶ πανθομολογούμενη.
.    Ἔζησε βίον, πέραν τῶν διοικητικῶν του ἱκανοτήτων, ὁσιακόν. Ἡ ἀρετὴ του ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ πολλούς. Διεκρίνετο γιὰ τὴν σοφία, τὴν εὐγένεια, τὴν πραότητα, τὸ φιλάνθρωπον πρὸς ὅλους, τὴν φιλοξενία, τὴν ἀσκητικότητα.
.    Ὑπῆρξε κατὰ τὸν βιογράφο του: «Ἀρχὴ πάντων καὶ τέλος … πᾶσι τύπος καὶ νόμος ἦν … πολυτρόπος καὶ πολυειδὴς τὴν κυβέρνησιν … Χριστὸν τὸν ἑαυτοῦ ποιμένα μιμούμενος». Ὁ Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη περὶ τὸ 1000 μ.Χ. Πάνδημος ὑπῆρξε ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, ὅπου παρέστη ἡ τοῦ «Ὄρους Γερουσία». Ἀνεγνωρίσθη Ὅσιος καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τὴν 5ην Ἰουλίου.
 
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

.    Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα χαρακτήριζε τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιο, δὲν ἦταν τόσο ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας, ἡ συμβολή του στὴν διαμόρφωση τοῦ ἁγιορείτικου καθεστῶτος, οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ συγκρότηση τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν ἕνας γνήσιος μοναχός, ἕνας αὐθεντικὸς ἀσκητής. Κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ πνευματική του κατάρτιση, ἡ κατάκτηση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσωπικότης του συγκρίνεται μὲ τὶς μεγάλες προσωπικότητες τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ὅπως τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου κ.ἄ. Ἐβίωσε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν αὐθεντική του διάσταση, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἐγκωμιαστὴς τοῦ «τοῖς ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὤφθη». Ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τοῦ θαυματουργεῖν. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον ἐποίησε.
Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρουμε:

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

.    Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό: Ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος, ὁ ἀποθηκάριος, στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, εὐρισκόμενος κάποτε στὸν Μυλοπόταμο, ἔπαθε ὑδρωπικία. Βλέποντας τὴν κατάστασή του, ὁ Ὅσιος τοῦ ὑπέδειξε νὰ μεταβεῖ στὴν Λαύρα, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, οἱ ἰατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν, δὲν πίστευαν ὅτι θὰ θεραπευθεῖ. Τότε ὁ Πατὴρ τὸν λυπήθηκε, γιὰ τὴν κατάστασή του καί, ἀφοῦ ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του τὴν κοιλιά, εἶπε: «Ὕπαγε τέκνον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, οὐδὲν κακὸν ἔχεις». Ἀμέσως μὲ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς ἔγινε ὑγιής.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ

.      Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυές, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀποσταση ἀπὸ τὴν Μονή, συναντᾶ μίαν σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα τῆς ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
.    Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μου ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».
.    «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου», ἀπαντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοι, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
.    Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
.    «Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσης, ἰδοὺ», ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
.     Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
.     Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.
.   Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ ὁρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοι σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

.    Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶσαν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι ζῶν ὁ Ὅσιος εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρεῖτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλάβειας ν’ ἀνοίξη τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ’ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός».
.    Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκὰς ἐχώρησας ἀοίδιμε, καὶ κατετραυμάτισας τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς διὸ Πάτερ, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».


http://christianvivliografia.wordpress.com



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.

Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν, σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων, τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς· διὸ Πάτερ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 


ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον (Λόγος εἰς τόν ἑκατόνταρχον τοῦ Ἁγἰου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου)



Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Ματθ. η’ 5-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 5 ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 10 ἀκούσας δὲ ὁ  Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ  Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ  Ἀβραὰμ καὶ  Ἰσαὰκ καὶ  Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.


Ὁμιλία ΚΣΤ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἰς τόν ἑκατόνταρχον

Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των πα­ρόντων, μεταβαίνοντας από τα θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το έδα­φος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνο­ντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του κομπα­σμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως εξου­σίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.

Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέ­γει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμο­θάνατος, λέγει ο Λουκάς, «έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον μεταφέ­ρη εκεί.

Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει. Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου. Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε. Πράγματι, κάτι ανάλογο έπραξε και στην περίπτωσι της Φοινικίσσης γυναικός, αν και φαινομενικώς έκαμε το αντίθετο. Διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλήται στην οικία, με ιδικήν του πρωτοβουλία υπόσχεται ότι θα μεταβή, για να μάθης την πίστι και την πολλήν ταπεινοφροσύνη τού εκατοντάρχου· στην περίπτωσι δε της Χαναναίας αρνείται την ευεργεσία και δείχνει μεγάλην απορία για την επιμονή της, επειδή ως σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να θεραπεύη τα αντίθετα με τα αντίθετα. Και εδώ μεν με την αυτεπάγγελτο παρουσία, εκεί δε με την παρατεταμένην αργοπορία και άρνησιν αποκαλύπτει την πίστι τής γυναικός. Το ίδιο έκαμε και με τον Αβραάμ, λέγοντας «δεν θα το αποκρύψω από τον δούλο μου Αβρα­άμ», για να μάθης την φιλοστοργίαν, εκείνου και την φροντίδα του υπέρ των Σοδόμων. Και στην περίπτωσι του Λωτ οι  απεσταλμένοι αρνούνται να εισέλθουν στον οίκον του, για να μάθης το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου.

Και τί λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Ας ακούσωμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσωμε και ας παραδειγματισθούμε από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ιδίαν πλουσία διάθεσι. Διότι και όταν υποδεχθής πτωχόν και πεινασμένον και γυμνόν, εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες. «Αλλ’ ειπέ λόγω μόνον, και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίταξε ότι και αυτός, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον «πρόσταξε». Έπειτα, φοβούμενος μήπως από μετριοφροσύνην αρνηθή, λέγει: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και τω άλλω έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί».

Και τί σημασία έχει αυτό, θα έλεγε κάποιος, αν ο εκατόνταρχος έκαμε όλην αυτή την περιγραφή; Το ζητούμενον είναι εάν ο Χριστός την απεδέχθη και την επεκύρωσε. Είναι καλό και πολύ ορθόν αυτό που λέγεις. Ας το ιδούμε λοιπόν αυτό και θα διαπιστώσωμε ότι έγινε και εδώ ό,τι και στην περίπτωσι του λεπρού. Διότι όπως ο λεπρός είπε: «Εάν θέλης» (και δεν βασίζεται μόνον στον λεπρόν ο ισχυρισμός μας περί της εξουσίας του Χριστού, αλλά και στους λόγους τού Χριστού· διότι όχι μόνον δεν διέλυσε την υπόνοια, αλλά και περισσότερο την επεβεβαίωσε, προσθέτοντας αυτό που ήταν περιττό να ειπή, λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι», για να επικυρώση την πίστιν εκείνου) έτσι και εδώ αξίζει, βεβαίως, να εξετάσωμε, εάν συνέβη κάτι παρόμοιον. Και πράγματι θα διαπιστώσωμε ότι πάλι το ίδιο συνέ­βη. Διότι, όταν τοιαύτα είπε ο εκατόνταρχος και του ανεγνώρισε αυτήν την εξουσία, ο Κύριος όχι μόνον δεν τον ήλεγξε, αλλά και τον επεδοκίμασε και έκαμε κάτι ακόμη περισσότερον από την επιδοκι­μασία. Πράγματι ο Ευαγγελιστής δεν είπε ότι απλώς επήνεσεν αυτό που ελέχθη, αλλά φανερώνοντας και επαύξησι του επαίνου, λέγει ότι και εθαύμασε· και όχι απλώς εθαύμασε, αλλά και παρόντος όλου του πλήθους τον έθεσε ως υπόδειγμα και στους άλλους, ώστε να πο­θήσουν να τον μιμηθούν.

Βλέπεις πώς θαυμάζεται από τον Κύριον όποιος ομολογεί την εξουσία του; Διότι μόλις προ ολίγου έλεγεν ο Ευαγγελιστής: «Και εξεπλήττοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού, ότι ως εξουσίαν έχων εδίδασκε». Και όχι μόνον δεν τους ήλεγξε, αλλά και παίρνοντάς τους κατέβη από το όρος και επεκύρωσε την γνώμη τους με τον τρό­πο που εκαθάρισε τον λεπρό. Εκείνος πάλιν έλεγε: «εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι»· και όχι μόνον δεν τον επετίμησε, αλλά και τον εκαθάρισε, θεραπεύοντάς τον έτσι, όπως του είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι λέγει: «είπε λόγω μόνον και ιαθήσεται ο παις μου»· και ο Κύριος θαυμάζοντας αυτόν έλεγε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».

Για να το διαπιστώσης δε αυτό και εκ του αντιθέτου, άκουσε: Επειδή η Μάρθα δεν είχεν ειπεί κάτι παρόμοιον, αλλά, αντιθέτως, ότι «όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», όχι μόνον δεν επηνέθη, μολονότι ήταν γνωστή και αγαπητή, και από τους πλέον αφωσιωμένους σ’ αυτόν, αλλά και επετιμήθη και διωρθώθη από αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει σωστά. Γι’ αυτό της είπε: «ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;», ελέγχοντάς την με τον τρό­πον αυτό για το ότι ακόμη δεν είχε πιστεύσει. Πάλιν, επειδή έλεγε: «όσα αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», για να την απομακρύνη από αυτήν την αντίληψι και να την διδάξη ότι δεν χρειάζεται να λάβη από αλλού, αλλά αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», το οποίο σημαίνει «δεν περιμένω να δεχθώ ενέργειαν, αλλά κατεργάζομαι τα πάντα αφ’ εαυτού μου».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον προβάλλει ενώπιον όλων και τον τιμά υποσχόμενος να του χαρίση την Βασιλεία του και τους άλλους καλεί προς μίμησιν του ζήλου του. Και για να βεβαιωθής ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να μάθη και τους άλλους να πιστεύουν έτσι, άκουσε την ακρίβεια του Ευαγγελιστού, πώς το υπαινίσσεται αυτό: «Στραφείς», λέγει, «ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν αυτόν ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχη κάποιος μεγάλην υπόληψι περί αυτού, είναι η τρανοτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό προξενεί και την Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη μόνο στους λόγους, αλλά ανταμείβοντας την πίστι του, του παρέδωσε τον ασθενή θεραπευμένο και του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του «Αβραάμ και, Ισαάκ και Ιακώβ· οι δε υιοί τής Βασιλείας εκβληθήσονται έξω». (Επειδή λοιπόν τους επέδειξε πολλά θαύματα, τους ομιλεί τώρα με μεγαλυτέρα παρρησία). Έπειτα, για να μη νομίση κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεσις του εκατοντάρχου, λέγει: «Ύπαγε· ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επηκολούθησε η θεραπεία, η οποία επεβεβαίωσε την προαίρεσί του. («Και ιάθη ο παις αυτού από της ώρας εκείνης»· πράγμα το οποίο συνέβη και στην Συροφοινίκισσα· διότι και σ’ εκεί­νην είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής»).

Επειδή δε ο Λουκάς, όταν περιγράφη αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα οποία δίδουν την εντύπωσι ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω και αυτό το ζήτημα. Τί λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να έλθη. Ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ήλθε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είμαι άξιος. Ωρισμένοι λέγουν ότι αυτός δεν είναι ο ίδιος με εκείνον, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Επειδή για εκείνον μεν λέγει: «και την συναγωγήν ημών έκτισεν, και το έθνος αγαπά», ενώ γι’ αυτόν ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και στην περίπτωσι εκείνου, δεν είπε «ότι πολλοί ήξουσιν από ανατολών», το οποίον φαίνεται να υπονοή ότι είναι Ιουδαίος. Τί θα ειπούμε λοι­πόν; Ότι αυτή η λύσις είναι μεν εύκολος, αλλά το ζητούμενον είναι εάν αληθεύη.

Εγώ έχω την γνώμην ότι αυτός είναι ο ίδιος με εκείνον. Πώς λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε «ουκ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης», ο δε Λουκάς ότι έστειλε να τον προσκαλέσουν; Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς θέλει να δείξη την κολακεία των Ιουδαίων, και ότι εκείνοι που ευρίσκονται σε συμφορά, επειδή επικρατεί μέσα τους ακαταστασία, αλλάζουν εύκολα γνώμη. Διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβή ο ίδιος, να εμποδίσθη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θέλοντας να τον κολακεύσουν του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρωμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησίς τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γάρ το έθνος ημών», λέγει, «και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πως να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι έπρεπε να ειπούν, ότι ηθέλησε να έλθη ο ίδιος και να σε παρακαλέση, αλλά τον εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας την συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνη­το, και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέ­γουν όμως αυτόν, διότι δεν ήθελαν, εξ αιτίας τού φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστι τού ανδρός· αλλά προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετήν του - πράγμα για το οποίο και ήλθαν μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανή ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν κάποιος σπουδαίος - παρά διακηρύσσοντας την πίστιν εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίση τον νου. Αλλά ο Κύριος, που γνωρίζει τα απόρ­ρητα, παρά την θέλησί τους διεκήρυξε την αρετήν του. Και για να διαπιστώσης ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε πάλι τον ίδιο τον Λουκά πώς το περιγράφει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι «ου μακράν απέχοντος αυτού έπεμψε λέγων ω Κύριε, μη σκύλλου (τα­λαιπωρείσαι), ου γαρ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». «Όταν δηλαδή απηλλάγη από την ενόχλησί τους, τότε στέλνει αν­θρώπους του και λέγει «μη νομίσης ότι από οκνηρία δεν ήλθα, αλλά εθεώρησα τον εαυτό μου ανάξιο να σε δεχθώ στον οίκο μου».

Εάν δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· διότι το ζητούμενον είναι εάν ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς παρουσίασε την προθυμία του ανδρός, και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον Χριστόν. Είναι δε φυσικόν, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος να του τα ειπή. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει ό,τι παραλείπει ο άλλος. Πρόσεξε δε πως και με άλλον τρόπον ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστι τού εκατοντάρχου, λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνη· αλλ’ όμως ούτε αυτό τον ωδήγησε σε απόγνωσι, ούτε τον έκαμε να απελπισθή. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» φανερώνοντας με τον τρόπον αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς, ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήση την συναγωγήν και το έθνος να αγαπά. Συ όμως μην εξετάζης μόνον τα λόγια τού ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το αξίωμά του και τότε θα αντιληφθής την αρετήν του. Επειδή είναι μεγάλη η αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννην άρχοντας φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι, μέλλει γαρ μου το παιδίον τελευτάν». Αυτός όμως δεν είπε έτσι· αλλά είναι πολύ καλλίτερος και από αυτούς που κατέβασαν την κλίνην από την στέγη. Διότι ούτε την σωματικήν παρουσία τού ιατρού επιζητεί, ούτε έφερε τον ασθενή πλη­σίον του· πράγμα που δεικνύει άνθρωπο που δεν έχει σε μικρή υπόληψι τον Κύριο, αλλά τον βλέπει ως Θεόν γι’ αυτό και του λέγει· «ειπέ λόγω μόνον». Ούτε λέγει από την αρχήν «ειπέ λόγω», αλλά μόνον διηγείται το πάθος· διότι από την πολλήν του ταπεινοφροσύ­νη δεν προσδοκούσε ότι αμέσως ο Χριστός θα συναινέση και θα επιζητήση την οικία. Γι’ αυτό και όταν τον ήκουσε να λέγη: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», τότε προσέθεσε «ειπέ λόγω». Και ούτε έγινε η συμφορά αιτία να χάση την ψυχραιμία του, αλλά και μέσα σ’ αυτήν φιλοσοφεί, αποβλέποντας όχι τόσο στην υγεία τού παιδιού, όσο στο να μη θεωρηθή ότι πράττει κάτι το ανευλαβές. Μολονότι, βε­βαίως, δεν εξηνάγκασεν αυτός τον Χριστόν, αλλά ο ίδιος υπεσχέθη να μεταβή στην οικία του, παρά ταύτα φοβείται μήπως υπερτιμά και έτσι επιβαρύνει τον εαυτόν του.

Είδες την σύνεσί του; Πρόσεξε και την μωρία των Ιουδαίων, οι οποίοι λέγουν: «Άξιός εστιν ω παρέξει την χάριν». Ενώ έπρεπε να επικαλεσθούν την φιλανθρωπία τού Ιησού, αυτοί προβάλλουν την αξία τού ανθρώπου, και ούτε γνωρίζουν πως να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Εκείνος όμως δεν κάμει το ίδιο, μάλιστα ομολογεί εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του, όχι μόνο να δεχθή την ευεργεσία, αλλά και να υποδεχθή τον Κύριο στην οικία του. Γι’ αυτό και όταν είπε «ο παις μου βέβληται», δεν προσέθεσε «ειπέ», αλλά μόνον του ανήγγειλε την συμφορά. Όταν όμως είδε τον Χριστόν πρόθυμο για την ευεργεσίαν, ούτε τότε επροχώρησε αδιάκριτα, αλλά και πάλι συ­γκροτείται διατηρώντας την πρέπουσα μετριοπάθειά του.

Εάν δε ειπή κάποιος, για ποιόν λόγο δεν του ανταπέδωσε ο Χρι­στός την τιμή; Θα απαντούσαμε ότι τον ετίμησε και μάλιστα πολύ. Πρώτον μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του. Δεύτερον δε με το να τον εισαγάγη στην Βασιλεία του και να τον προτιμήση από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.

Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατό­νταρχος δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλ­μούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πά­θη τών ανθρώπων και ο θάνατος και τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξου­σιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προ­βάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θε­ωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύ­εται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».

Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη. Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θα­νάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως, αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δει­κνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο· τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.

Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσε­τε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαί­ων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς, ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».

Μαζί δε με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχα­τον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη. Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν. Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγ­γελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προ­αγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χρι­στού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.

Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παρά­δοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πι­στούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Α­βραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγ­ματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, πα­ρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.

Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση». Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;». Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυ­φήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας.Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς...

Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους θρή­νους επέδειξε, πόσην μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύ­κτες· τις πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκο­λα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.

Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώ­νων». Αμήν.


(4ος - 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομι­λία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163)


Πηγή: www.alopsis.gr

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

"Εξ αμαρτιών μας, νέα Βαβέλ" Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου


7787 2


   «τε τοῦ πυρός τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν» ο Ύψιστος Θεός της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Δυστυχώς, στις μέρες μας  πολλοί έχουν κλείσει τα ώτα τους απέναντι στον Ευαγγελικό Λόγο που διαδόθηκε μέσω αυτών των πυρίνων γλωσσών των Αγίων Αποστόλων. Αντ΄ αυτού, προτιμούν να ακούνε κυρίως τον περί κορωνοϊού λόγο και να γίνονται φερέφωνα δύο αντίπαλων παρατάξεων∙ των μεν ακραίων υπερασπιστών των μέτρων και του εμβολίου, των δε ακραίων κατηγόρων αυτών. Το κακό, όμως δεν παύει εδώ. Οι δύο παρατάξεις, τα δύο «αντίπαλα στρατόπεδα» προβαίνουν σε παράλογες πράξεις μίσους. Το δε πλέον λυπηρό είναι  ότι δεν αναφερόμαστε σε αλλοθρήσκους ή αθέους, αλλά σε Ορθοδόξους Χριστιανούς.

   Είναι γεγονός ότι επί ενάμιση και πλέον χρόνο σε όλες τις Εκκλησίες και τις Ιερές Μονές ανά τον κόσμο έχουν γίνει τόσες προσευχές, έχουν ψαλεί τόσες παρακλήσεις, έχει χυθεί τόσο δάκρυ με την ελπίδα να λυτρωθούμε από αυτό το κακό. Γιατί, άραγε, δεν έχει ακούσει ο Θεός; Μα είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός να ακούσει τον δήθεν «χριστιανό» ο οποίος αθετεί τα λόγια Του: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» και αντίκειται στους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους, οι οποίοι λένε: «τῆς δὲ εὐποιΐας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε», «τὸ δὲ τέλος πάντες ὁμόφρονες, συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαγχνοι, φιλόφρονες»;

   Οι δύο παρατάξεις έχοντας την υπερήφανη γνώμη ότι έχουν δίκιο πάνω σε ένα θέμα αμφίβολο και όντες αποστασιοποιημένοι από την ισορροπημένη θέση της Εκκλησίας, έχουν υψώσει έναν νέο πύργο της Βαβέλ. Πίστεψαν ότι θα καταφέρουν με τον δικό τους τρόπο να προάγουν την λύση του πολύ σοβαρού αυτού θέματος, με αποτέλεσμα να καταπατήσουν τα όρια της Θείας Δικαιοσύνης και να προκαλέσουν μια γενική σύγχυση η οποία καθιστά το μέλλον αβέβαιο και ζοφερό. Ομολογουμένως, οι κρατούντες φέρουν μεγάλη ευθύνη, διότι με την καταδυναστευτική τους πολιτική και την μη ταύτιση έργων και λόγων, έχουν τραυματίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, οι οποίοι πλέον δεν ξέρουν τι να πιστέψουν. Οι ίδιοι καλούν τον κόσμο σε καθολικό εμβολιασμό χωρίς να έχουν εξηγήσει απόλυτα τι είναι αυτό το εμβόλιο. Έχοντας, λοιπόν, αφήσει τόσο μεγάλο κενό στον σχεδιασμό τους, επιθυμούν και την στήριξη της Εκκλησίας; Θέλουν την στήριξη της Εκκλησίας όταν οι ίδιοι αδιαφορούν ή, ακόμη χειρότερα, υπονομεύουν το έργο της Μητέρας του Γένους; Η θέση της Εκκλησίας παραμένει ξεκάθαρη: ο κάθε πιστός έχοντας την ευθύνη της σωματικής του υγείας οφείλει για τα θέματα αυτά να συμβουλεύεται τον προσωπικό του γιατρό. Από την άλλη όμως και μεταξύ των γιατρών δεν υπάρχει σαφής εικόνα. Άλλοι επιφανείς επιστήμονες τάσσονται υπέρ του εμβολιασμού, έτεροι δε, επίσης επιφανείς, τάσσονται με σφοδρότητα κατά του εμβολιασμού. Επιτέλους, πώς θα μάθουμε την αλήθεια;

   Είναι γεγονός ότι πολλοί εκ των Χριστιανών στερούνται κάτι βασικό∙ την αγιοπνευματική ζωή. Ο φωτισμένος άνθρωπος γνωρίζει ποια στάση πρέπει να κρατήσει μέσα σε αυτή την χασμωδία των γνωμών. Δυστυχώς, όμως οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται για τον Φωτισμό τους. Έχουν αφήσει στην άκρη τον σκοπό της εν Χριστώ ζωής, την Κάθαρση, τον Φωτισμό και τη  Θέωση -με τα οποία, άλλωστε, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε κάθε κίνδυνο- και αναλώνονται σε διαδικτυακές μελέτες περί κορωνοϊού μέσα σε μία σύγχυση την οποία μας έχουν επιβάλει όλες οι «άνωθεν» δυνάμεις με αυτήν ακριβώς την στόχευση∙ να πάψουμε να ασχολούμαστε με τη σωτηρία της ψυχής μας και να διασπαστούμε σε δύο στρατόπεδα. Η δική μας διάσπαση, η δική μας φιλονικία, η δική μας έριδα είναι η δική τους νίκη. Ας μην τους τη χαρίζουμε.

   Αδελφοί μου,

   μέσα σε αυτή την νέα και επικινδυνότερη Βαβέλ έχουμε καθήκον να διατηρήσουμε την ενότητά μας. Ας μην ξεχνούμε ότι η δοκιμασία αυτή επετράπη από τον Θεό για να μεταμορφωθούμε μέσω της μετανοίας. Αυτό αν πετύχουμε, ας είμαστε βέβαιοι ότι θα βγούμε νικητές από όλη αυτή την περιπέτεια. Στο εξής, και αν ακόμη διαφωνούμε με τις απόψεις του αδελφού μας, του συνανθρώπου μας, ας μην λησμονούμε την χριστιανική μας υπόσταση, πάντοτε φερόμενοι με την αγάπη που χάραξε ο δι ημάς Σταυρωθείς και Αναστάς Κύριος μας. Εκείνος, προσευχόμενος στον Ουράνιο Πατέρα πριν από τον λυτρωτικό Του θάνατο είπε: Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙ.

Γένοιτο.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΤΡΟΦΟΥΣΑ (3 Ἰουλίου)

 

Η ιερὰ Εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσης, σύμφωνα με προφορικές
παραδόσεις, βρισκόταν στη Λαύρα του Όσιου Σάββα του Ηγιασμένου.
Πριν κοιμηθεί ο Όσιος Σάββας είπε σ' αυτούς που ήταν γύρω από το κρεβάτι του, ότι κάποτε θα επισκεφθεί τη Λαύρα κάποιο βασιλοπαίδι, Σάββας ονομαζόμενος και αυτός, στον οποίο έπρεπε να δοθεί η Εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσης, μαζί με αυτήν της Τριχερούσης, ως ευλογία.

Αυτό πραγματοποιήθηκεε τον 13ο αιώνα, όταν τη Λαύρα επισκέφθηκε
ο Άγιος Σάββας, πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτορας
της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου του Αγίου Όρους.
Αυτός μετέφερε την Αγία αυτήν Εικόνα στο Άγιο Όρος, και συγκεκριμένα στη Μονή την οποία ο ίδιος ίδρυσε.
Ο Άγιος Σάββας την αφιέρωσε στο σερβικό Κελλί των Καρυών «Τυπικαριό»,
όπου ο ίδιος συχνά διέμενε και όπου υπάρχει μέχρι σήμερα, τοποθετημένη
στο τέμπλο στα δεξιά της Ωραίας Πύλης, δηλαδή στη θέση της Εικόνας του Χριστού, η οποία εδώ βρίσκεται στα αριστερά, αντίθετα με την επικρατούσα συνήθεια.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὴν θείαν σου Εἰκόνα ὡς τῆς δόξης σου σκήνωμα, Γαλακτοτροφοῦσα Παρθένε, προσκυνοῦντες δοξάζομεν· ἐκ ταύτης γὰρ πηγάζεις μυστικῶς, τὸ γάλα τῶν ἀΰλων δωρεῶν, καὶ ἐκτρέφεις τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου ἀφάτῳ χρηστότητι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὴν μητρικῶς θηλάζουσαν ὥσπερ βρέφος, τὸν ἐξ αὐτῆς ἀνερμηνεύτως γεννηθέντα, τὴν μόνην Θεοτόκον ὑμνήσωμεν, τὴν γαλακτοτροφοῦσαν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· πολλῶν γὰρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύεται.

Μεγαλυνάριον.

Γαλακτοτροφούσης τὴν ἱεράν, καὶ σεπτὴν Εἰκόνα, προσκυνήσωμεν ἀδελφοί· χάριν γὰρ βλυσταίνει, ἀρρήτου συμπαθείας, καὶ θάλπει τὰς καρδίας, καὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Κατάθεσις Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις (2 Ίουλίου)




Δυὸ πατρίκιοι, οἱ αὐτάδελφοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν, ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στοὺς Ἁγίους Τόπους, συνάντησαν μία Ἑβραία, ἡ ὁποία εἶχε στὴν κατοχή της καὶ φύλαγε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐσέβεια, μέσα σὲ εἰδικὸ κιβώτιο τὴν τίμια Ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, ἔβαλαν σκοπὸ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησαν, στὴν συνέχεια κατασκεύασαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ Ἑβραία γυναῖκα καὶ φύλαγε τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ κιβώτιο αὐτό, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση ἡ γυναῖκα, τὸ ἄλλαξαν μὲ αὐτὸ ποὺ περιεῖχε τὴν τιμία Ἐσθῆτα.

Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.

 www.synaxarion.gr


Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (βλέπε ίδια ημέρα). Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.

Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.



www.saint.gr


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.



Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.

Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.

Ὁ Οἶκος

Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα. 

Μεγαλυνάριον

Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας. 


 

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΟΙ AΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ (1 Ἰουλίου)


Τ ήν 1ην Ἰουλίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, πού ἐμαρτύρησαν στὴν Ρώμη.

Ἐπειδή ἔχουμε τρία ζεύγη ἁγίων Ἀναργύρων μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅταν ἀκοῦμε τὰ ὀνόματά τους, καλό εἶναι νὰ κάνουμε μὶα σύντομη διευκρίνηση. Μία συζυγία εἶναι, λοιπόν, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, πού ἑορτάζουν τὴν 1η Νοεμβρίου, ἄλλη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀραβίας, πού ἐορτάζουν τὴν 17ην Ὀκτωβρίου καὶ ἡ τρίτη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, οἱ ὁποίοι ἑορτάζουν τήν 1η Ἰουλίου, στοὺς ὁποῖους καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε.

Οἱ ἅγιοι αὐτοί, ἤκμασαν ἐπί τῆς ἡγεμονίας τοῦ Βασιλέως Καρίνου κατὰ τὸ ἔτος 284 μ.Χ καὶ ἦταν ἀδελφοί κατὰ σάρκα. Σπούδασαν καὶ οἱ δύο τὴν ἰατρική ἐπιστήμη, καθώς εἶχαν κοινές κλίσεις καὶ ἰκανότητες. Αὐτό τούς ἔκανε νὰ συσφίγξουν ἀκόμη περισσότερο τὴν μεταξύ τους ἀδελφική ἀγάπη. Χαρακτηριστικό ἐπίσης εἶναι ὅτι, καθώς ἀναφέρεται, τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν τούς, οἱ νεαροί Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός ἐγνώριζαν μόνο δύο δρόμους, ἕναν πού πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἕναν ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς, ἦταν νὰ γίνουν καλοί ἐπιστήμονες καὶ πρὸ παντός ἀληθινοί Χριστιανοί.

Μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους ἐπεδόθησαν στὴν ἐξάσκηση τῆς ἐπιστήμης τούς, στὴν ὁποῖα ἀφιερώθηκαν. Μάλιστα τὴν ἐξάσκησαν ὄχι σὰν ἐπικερδές ἐπάγγελμα, ἀλλά σὰν φιλανθρωπική διακονία. Χρήματα δὲν ἐδέχονταν οὔτε ἀπό τούς πτωχούς ἀλλά οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους.

Ἐφήρμοζαν τὴν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄ αὐτῶν πρὸς ὄλους τοὺς μαθητές Του «δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. 10,9). Ἔτρεχαν δὲ καὶ προσέφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους ἀνιδιοτελῶς, περισσότερο πρὸς τοὺς πτωχούς παρὰ πρὸς τοὺς πλουσίους, γιατί ὅπως ἔλεγαν «μιὰ καλύβη ἔχει μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό ἕνα παλάτι». Ἀλλά καὶ ὅταν κάποιος πλούσιος ἀσθενής τούς ἐπίεζε νὰ δεχθούν ἀμοιβή, ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν «νά βοηθήσει κάποιον φτωχό ἀδελφό, πού εἶχε ἀνάγκη συνδρομῆς γιά νοσηλεία καὶ φαγητό». Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, ἐθεράπευαν τοὺς ἀνθρώπους, μαζὶ δε μὲ τὴν σωματική θεραπεία, ἐθεράπευαν καὶ τὶς ψυχές τους, διδάσκοντας σ΄ αὐτούς τὴν πίστη στὸν ἀληθινό Θεό, σύμφωνα πάντα καὶ μὲ τὴν ἐντολή ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς Του «πορευόμενοι δε, κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 10,7). Αὐτό λοιπόν ἔκαναν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ὡς πιστοί καὶ ἀφοσιωμένοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περιορίζονταν μόνο στὴν θεραπεία τοῦ σώματος, ἀλλά ἧταν πρώτιστα κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ πρὸς αὐτήν κατηύθυναν τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς κάνουν πολίτες της.

Ἐθέρμαιναν μὲ τὴν ἀγάπη τούς ὅποιον ἔβλεπαν δύσπιστο καὶ ἄναβαν στὴν ψυχή του, τὸ λυχνάρι τῆς πίστεως. Ἔδιναν θάρρος σ΄ ὅποιον καταλάβαιναν ἀπελπισμένο καὶ προσφέροντάς του ὑγεία καὶ ὑλική βοήθεια, τὸν ἔκαναν νὰ ἐλπίζει ἀπόλυτα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγαθότητά Του. Ὅλη ἡ ζωή τῶν ἁγίων ὑπῆρξε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τούς πονεμένους καὶ δυστυχισμένους, μὶα μεγάλη θεϊκή δωρεά καὶ ἀνεκτίμητη εὐεργεσία.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βραβεύει τὴν καλή διάθεση τῶν πιστῶν δούλων Του, εὐλόγησε τὴν ἰατρική ἐπιστήμη τῶν ἁγίων καὶ μὲ θαυματουργική δύναμη. Ἔτσι ὅπου ἡ ἐπιστήμη ὑποχωροῦσε καὶ ἔπαυε, ἐθεράπευαν οἱ ἅγιοι τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων θαυματουργικῶς, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔδωσε καὶ σὲ αὐτούς, ὅπως καὶ στοὺς μαθητάς Του «ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων ὤστε ἐκβάλλειν αὐτά» (Ματθ. 10,1) καὶ τὴν δύναμη νὰ θεραπεύουν κὰθε σωματική ἀδυναμία καὶ καχεξία. Αύτὸ ἔπραξαν οἱ ἅγιοι παρουσιαζόμενοι στὸν εἰδωλολάτρη βασιλέα Καρῖνο, ἀπολογούμενοι κατὰ τῆς συκοφαντίας, ὅτι ἐθεράπευαν χρησιμοποιώντας μαγική τέχνη, ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε, τὸν ὁποῖο καὶ μετέστρεψαν στὴν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ, θεραπεύοντάς τον θαυματουργικά.

Ἡ κατὰ Χριστόν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων προκάλεσαν τὴν ὀργή τοῦ μισοκάλου διαβόλου, πού ἐνέπλησε μὲ φθόνο τὶς ψυχές ἄλλων ἰατρῶν ἀλλά καὶ τοῦ δασκάλου τῶν ἁγίων στὴν ἰατρική ἐπιστήμη. Ἔτσι μὶα ἡμέρα, ὁ ταλαίπωρος δάσκαλός τους, μὲ τὴν πρόφαση τῆς συλλογῆς θεραπευτικῶν βοτάνων, τοὺς ἀνέβασε σὲ ἕνα βουνό, ὄπου καὶ τοὺς ἐφόνευσε, χτυπώντας τους με πέτρες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό φάνηκε ἡ καταστρεπτική ἰδιοτέλεια τῆς ἀμαρτίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εἰλικρινή ἀγάπη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι πρὸς κάθε ἄνθρωπο.

Ἀλλά καὶ μετὰ θάνατον, ὄταν οἱ ἄγιοι ἀνέβηκαν «εἰς τόπους φωταυγεῖς, εἰς σκηνώματα οὐράνια, εἰς δόξαν ἀμάραντον» ἐξακολουθοῦν μὲ τὰ τίμια λείψανὰ τους νὰ θαυματουργούν καὶ νὰ θεραπεύουν τὶς σωματικές καὶ ψυχικές ἀρρώστιες ἐκείνων, που μὲ πίστη καὶ πόθο προστρέχουν στὸ Ναὸ τους, ἀσπάζονται τὰ ἅγια λείψανα καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν χάρη τους.

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος γιὰ τὴν πλουσιοπάροχη αὐτή θαυματουργία τῶν ἁγίων μαρτύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ γράφει: «Τὸ ἰατρεῖον ὑμῶν πηγή ὑπάρχει ἀνεξάντλητος ἀντλουμένη δὲ μάλλον ὑπερεκβλύζει καὶ χεομένη περισσεύεται, καθ’ ἑκάστην κενουμένη καὶ πληθυνομένη. Καὶ οἱ ἀρυόμενοι κορέννυνται ἰάματα καὶ αὔτη διαμένει ἀδαπάνητος (Δοξαστικόν τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς). Γι΄ αὐτό καὶ σπεύδει πλῆθος κόσμου στοὺς ἁγίους καὶ τώρα καὶ πάντοτε γιὰ νὰ ζητήσει τὴν χάρη τους καὶ νὰ τοὺς εὐχαριστήσει γιά ὅ,τι πολύτιμο ἔχει πάρει.

Ἀγαπητοί Χριστιανοί,

πόσο θὰ εἶχε λιγοστέψει ὁ πόνος τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, ἐάν οἱ ἰατροί μας ἐμιμοῦντο τούς ἁγίους Ἀναργύρους καὶ ἔσκυβαν μὲ προθυμία καὶ πραγματικό ἐνδιαφέρον πάνω στὸ κρεβάτι τοῦ ὁποιουδήποτε πονεμένου, πλουσίου ἥ πτωχοῦ, πράττοντας ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς γιὰ νὰ ἀπομακρύνουν τὸν πόνο καὶ νὰ προσφέρουν τὴν ὑγεία! Αὐτό βέβαια δὲν ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς ἰατρούς καὶ μόνο γιὰ αὐτούς. Ἱσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἱερεῖς, γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς, τοὺς διδασκάλους καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ «ἐργάζονται τὸ ἀγαθόν» (Ρωμ. 2,10). Ἐπομένως κάθε ἕνας ἀπό ἑμᾶς, ἀνάλογα μὲ τὴν θέση καὶ τὴν μόρφωσὴ του καλεῖται, μιμούμενος τούς ἁγίους Ἀναργύρους Κοσμᾶ καὶ Δαμιανό, νὰ προσφέρει τὴν ἀγάπη του στὸν ἄνθρωπο, που βασανίζεται καὶ ὑποφέρει ἀπό ποικίλλα προβλήματα.


Ἀς ἀποφασίσουμε, λοιπόν, άγαπητοί Χριστιανοί, νὰ ἐμπνεόμαστε καὶ νὰ «ἀντιγράφουμε» στὴν ζωή μας τὶς ἀρετές τῶν ἁγίων μας, εἰδικά δε, τὴν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποῖα εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο Κλήμεντα Ἀλεξανδρείας «ἕνα πράγμα ἐξαίρετο καὶ συγγενικό μὲ τὸν Θεὸ, ποὺ ἔχει σὰν ἀποστολή, τὴν φιλανθρωπία».


Πηγή: www.ag-anargyroi.info




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ'.

Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.

 


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

᾿Εγκωμιαστικόν λόγον εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας (῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης)


Νεομάρτυρες κατά τήν Μεγάλην ῾Ελληνικήν ᾿Εγκυκλοπαίδειαν (τόμος ΙΗ', σελ. 192, ὑπό Κ. Π. Δ) θεωροῦνται οἱ μή ὑποταγέντες εἰς τόν βίαιον ἐξισλαμισμόν καί ὑπέρ πίστεως θανόντες. 

Οἱ Τοῦρκοι, ἄν καί ἠνέχθησαν, μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως, τήν χριστιανικήν θρησκείαν, ἐν τούτοις πολλάκις καί πολλαχοῦ ἐπίεζον τούς ὑποταγέντας χριστιανούς πρός ἐξισλαμισμόν, οὕτω δέ ἐνεφανίσθη κατά τήν ἐποχήν ταύτην νέον πλῆθος μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀντιθέσει πρός τούς παλαιούς μάρτυρας ἐκλήθησαν νεομάρτυρες. ᾿Επειδή  τότε δέν ὑπῆρχε νόμος πού νά προβλέπη καί νά ἐπιβάλλη τόν ἐξισλαμισμόν, ἡ καταδίκη ἐγίνετο ἄνευ εἰδικῆς διαδικασίας, τά δέ βασανιστήρια εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλλοντο οἱ ἀρνούμενοι τόν ἐξισλαμισμόν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἦσαν διάφορα καί πολλάκις μεγάλα.

῾Η ᾿Ορθόδοξος ἡμῶν ᾿Εκκλησία ἠνείχετο συνήθως τήν τιμήν τῶν λειψάνων τῶν νεομαρτύρων, ὑπό τῶν χριστιανῶν καί τήν κατάταξιν αὐτῶν μεταξύ τῶν ἁγίων καί τόν ἑορτασμόν τῆς μνήμης αὐτῶν ἄνευ εἰδικῆς ἐπισήμου πράξεως περί τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῶν. Οὕτω συνέβαινε ὥστε καί κατά καί μετά τήν ἅλωσιν ἐποχήν αἱ ἑορταί τῶν νεομαρτύρων νά γίνωνται κατ᾿ ἀρχάς τοπικαί, ἔπειτα δέ νά διαδίδωνται καί εἰς πολλούς ἄλλους τόπους. Κατόπιν ἐγένοντο καί ἴδιαι ἀκολουθίαι εἰς πολλούς ἐκ τῶν νεομαρτύρων ἀπό νεωτέρους ὑμνογράφους, ὁ δέ ἐκ Χίου ῾Ιερομόναχος Χριστόφορος συνέθεσε κατά τόν ΙΗ' αἰῶνα καί κοινήν ἀκολουθίαν ὅλων γενικῶς τῶν Νεομαρτύρων.
Τούς βίους τῶν ἁγίων νεομαρτύρων συνεκέντρωσε καί συνέθεσε εἰς βιβλίον ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἐν προλόγῳ συνέγραψε καί θαυμάσιον λόγον "᾿Εγκωμιαστικόν εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας", ὅπου μεταξύ ἄλλων γράφει καί τοῦτα τά ἐγκωμιαστικά λόγια:

"Πῶς δέν εἶναι δίκαιον, νά δοξολογῆ τινάς τόν Κύριον, βλέποντας διά τοῦ παρόντος βιβλιαρίου, ὅτι καί τώρα εἰς τούς ἐδικούς μας καιρούς, ἀνατέλλουσιν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, εἰς τό νοητόν τῆς ᾿Εκκλησίας στερέωμα, ὡσάν ἄλλοι Νεοφανεῖς ἀστέρες καί κομῆται, Νέοι ἀθληταί τοῦ Χριστοῦ καί στρατιῶται ἀήττητοι; Καί καταλάμπουσιν ὅλων τῶν ὀρθοδόξων τό πλήρωμα μέ τάς γλυκυτάτας ἀκτίνας τοῦ μαρτυρίου καί τῶν θαυμάτων τους;" 

Καί συνεχίζει: "Πῶς δέν εἶναι πρέπον νά εὐχαριστῆ τινάς τόν Θεόν βλέποντας ὑποκάτω εἰς τόν σκληρόν ζυγόν καί τήν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων, τόσους ἀθλητάς, οἱ ὁποῖοι διά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς, καί κάθε ἄλλην σημαντικήν ἀπόλαυσιν καί παρέδωκαν προθύμως τόν ἑαυτόν τους εἰς θάνατον;"
Καί ἀκόμη τονίζει:"Κατά ἀλήθειαν τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον, ὡσάν νά βλέπη τινάς μέσα εἰς τήν καρδιάν τοῦ χειμῶνος, ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος, φῶτα λαμπρότατα, ἐν τῷ καιρῶ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπη ἐλευθερίαν, καί ἐν τῶ καιρῶ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπερφυσικήν δύναμιν".... 

Καί τελειώνει αὐτόν τόν ἐγκωμιαστικόν λόγον λέγοντας μεταξύ ἄλλων:
"Κάμνομεν τέλος καί σᾶς λέγομεν ἀδελφοί, ὄτι ἄν δέν ἐβλέπετε εἰς τούς καιρούς σας τούς νέους Μάρτυρας, εἴχετε κἄποιαν ψυχράν πρόφασιν, νά μή τρέχητε εἰς τό Μαρτύριον. ᾿Αλλά τώρα εἶσθε ἀναπολόγητοι. ῞Οθεν ἐπειδή εὐδόκησεν ὁ Θεός νά ἔχετε ὄχι ἕνα ἤ δύο, ἀλλά ἕνα ὀλόκληρο σύννεφον ἀπό νέους μάρτυρας, μιμεῖσθε ἡμᾶς καί δι᾿ ὑπομονῆς τρέχετε εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ Μαρτυρίου του, ἀποβλέποντες ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τόν πρωτομάρτυρα καί ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας μας ᾿Ιησοῦν. "Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος Μαρτύρων... δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν, καί τελειωτήν ᾿Ιησοῦν" (῾Εβρ. ΙΒ' 1-2).
᾿Αλλ᾿ ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ ἀθληταί καί Μάρτυρες, τά γλυκύτατα πᾶσι Χριστιανοῖς καί πράγματα καί ὀνόματα (στρέφω γάρ τώρα τόν λόγον μου πρός ἐσᾶς) τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή καί γενναιότατον στράτευμα, τῆς ῾Αγίας Τριάδος οἱ διαπρύσιοι Κήρυκες, τῆς Θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διαλαληταί καρτερόψυχοι, τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας οἱ ὑπέρμαχοι καί τῆς ἀσεβείας οἱ ἀντίπαλοι, οἱ τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κοινωνοί καί μιμηταί καί ἀκόλουθοι, οἱ νικηταί καί τροπαιοῦχοι τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν, σαρκός καί κόσμου καί κοσμοκράτορος, οἱ βαπτισθέντες μέ τό δι᾿ αἵματος βάπτισμα, ὅ δευτέροις ρύποις οὐ μολύνεται, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον.
᾿Εσεῖς ἀληθῶς εἶσθε ὁ ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ᾿Εσεῖς ἐδείξατε ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως. ᾿Εσεῖς εἶσθε ἡ δόξα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἡ καταισχύνη καί ὁ ἔλεγχος. ᾿Εσεῖς ἐδείχθητε παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Χριστιανούς ὁπού εἶναι αἰχμάλωτοι καί ἐσεῖς παρακινεῖτε τούς ᾿Ορθοδόξους, καί μάλιστα τούς ἀρνησιχρίστους, νά μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου τό ἐδικόν σας Μαρτύριον.... 

 
᾿Εσεῖς, ἐσεῖς, ἀληθῶς κατά τόν ᾿Απόστολον Παῦλον, οἱ ὁποῖοι ἀνταναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῆ σαρκί  σας (Κολ. Α' 24)  καί ἐγενήθητε θέατρον τῶ κόσμω καί ᾿Αγγέλοις καί ἀνθρώποις (Α' Κορινθ. Δ' 9).  Θέατρον ἀνθρώποις, εἰς μέν τούς ἀλλοπίστους ἐντροπή καί ἀτιμία καί λύπη. Εἰς δέ τούς ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς καύχημα καί δόξα καί χαρά.  Θέατρον ᾿Αγγέλοις, εἰς μέν τούς πονηρούς δαίμονας πόνος καί ἀθυμία ἀνυπόφορος.  Εἰς δέ τούς μακαρίους ᾿Αγγέλους εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις ἀνεκλάλητος.... 

᾿Εν συντομία καταγλυκασπαζόμεθα ὅλα τά ῞Αγια μέλη τοῦ σώματός σας, εἰς τά ὁποῖα ἐδέχθητε φοβερά καί διάφορα βάσανα, μέ τά ὁποῖα τῶ Χριστῶ εὐηρεστήσατε, τούς ᾿Αγγέλους ἐξεπλήξατε, τούς ῾Αγίους εὐφράνατε, τούς δαίμονας ἐτραυματίσατε, τούς ἀλλοπίστους ἐλυπήσατε, τοῦ Χριστοῦ τήν ᾿Εκκλησίαν ἐχαροποιήσατε, τούς αἰχμαλώτους ἀδελφούς σας ἐπαρηγορήσατε, τούς τόπους εἰς οὕς ἐμαρτυρήσατε ἡγιάσατε, τούς τωρινούς Χριστιανούς εὐλογήσατε, τόν ἀέρα μέ τήν ἄνοδον τῶν ψυχῶν σας εὐωδιάσατε"


(Περισσότερα περί τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων μπορεῖ νά εὕρη ὁ ἀναγνώστης σέ τευχίδιον τῆς σειρᾶς ἐκδόσεων τῆς "᾿Κέντρου Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης" καθώς καί στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου, τήν ὁποίαν σύν Θεῷ σκεπτόμεθα νά ἐκδώσωμεν)



 [1] Τό παρόν ἄρθρον ἐγράφη ἐξ᾿ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ "Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κων/λεως Βαρθολομαίου, δηλώσεις αἱ ὁποῖαι εἶναι ὑβριστικαί κατά τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων: "Οἱ Τοῦρκοι καί οἱ ῞Ελληνες ἁμάρτησαν οἱ μέν κατά τῶν δέ. Καί ἀκόμη χειρότερα, σάν παιδιά, κράτησαν ἀπολογισμό τῶν δεινῶν καί τῶν ἀπωλειῶν πού ὑπέστησαν. ῾Ως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ποιμενικῶν μου ἁρμοδιοτήτων νά ὑπενθυμίσω σέ ὅλους ὅτι ἐπιθυμοῦν νά τείνουν εὐήκοον οὗς ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί νά τούς νουθετῶ νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ἔφτασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε πρέπει ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας καί νά τά ἀφήσουμε πίσω μας"

www.churchgoc.org


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ - Ἀπόστολος - (Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ)




Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος  Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·


Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Εἰρήνευση μἐ τόν Θεό

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μας εξηγεί πώς οι άνθρωποι, που με την αποστασία μας είχαμε γίνει εχθροί του θεού, ειρηνεύσαμε μαζί Του. Λέει λοιπόν ότι το έργο αυτό το επιτέλεσε ο Κύριός μας.
Αυτός ειρήνευσε όλους εμάς τους αποστάτες ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα μας. Με την ενανθρώπησή του και το απολυτρωτικό του έργο μας χάρισε τη συγχώρηση και τη σωτηρία μας. Τώρα πλέον όσοι πιστεύουμε σ’ Αυτόν «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν». Διότι ο Κύριος μάς έχει ήδη οδηγήσει από την κατάσταση της εχθρότητας στην κατάσταση της χάριτος. Όσοι ζούμε πλέον σ’ αυτήν την κατάσταση δεν τρέμουμε πλέον, όπως οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, την οργή του Θεού. Αντίθετα επειδή ζούμε την κοινωνία και την αγάπη του Θεού καυχιόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε και τη δόξα του. Καυχιόμαστε ακόμη και για τις θλίψεις μας· διότι γνωρίζουμε ότι κάθε θλίψη που υπομένουμε καλλιεργεί σιγά-σιγά μέσα μας την υπομονή και την κάνει τέλεια. Κι έτσι η υπομονή αυτή θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε δοκιμασμένη αρετή, κι αυτή με τη σειρά της θα μας γεμίσει με την ελπίδα στον Θεό. και η ελπίδα αυτή δεν θα μας διαψεύσει ποτέ.

Μέσα σε λίγες γραμμές ο άγιος Απόστολος μας περιγράφει την ασύλληπτη αλλαγή που έφερε ο Κύριός μας στις σχέσεις των ανθρώπων με τον Θεό. Και μας εξηγεί ότι οι άνθρωποι με τις αμαρτίες μας είχαμε γίνει εχθροί του Θεού. Τυφλοί και παράλυτοι ούτε είχαμε τις δυνάμεις, αλλά ούτε και ξέραμε το δρόμο να πλησιάσουμε κοντά Του και να βρούμε την ειρήνη που αναζητούσαμε. Μας πήρε λοιπόν από το χέρι ο Ιησού Χριστός και μας έφερε κοντά στον Θεό Πατέρα. Και μας χάρισε όχι μόνο την ειρήνη μας μαζί Του αλλά και την αποκατάσταση της κοινωνίας μαζί Του.

Τι όμως σημαίνει ειρήνευση με τον Θεό; και πώς μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση αυτή σήμερα; Ζούμε την ειρήνευση με τον Θεό, σημαίνει, ζούμε ζωή μετανοίας και αγάπης, ζούμε μέσα στην κατάσταση της χάριτος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούμε να ζήσουμε, η αδιάλειπτη σχέση μας με τον Θεό της αγάπης. Αυτό μας πρόσφερε ο Χριστός: τη δυνατότητα να ζούμε μέσα στη χάρη του Θεού, μια χάρη που δεν έχει όρια. Και όσο περισσότερο ζούμε στην κατάσταση αυτή, τόσο περισσότερο αποκτούμε ανώτερα βιώματα. Η κατάσταση της χάριτος είναι ουσιαστικά μια εμπειρία που αρχίζει από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Είναι μια κατάσταση που ζούμε ιδιαιτέρως μετά από μία ειλικρινή εξομολόγηση, ή από τη βιωματική μας συμμετοχή στη θεία λατρεία και πολύ περισσότερο στο ποτήριο της ζωής. Για να ζούμε όμως μόνιμα μέσα μας αυτήν την ιερή εμπειρία της ειρηνεύσεώς μας με τον Θεό, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αγώνας. Διότι πολύ εύκολα μπορεί να τη χάσουμε όταν είμαστε αμελείς και ράθυμοι και επανερχόμαστε εύκολα στις πτώσεις μας. Ας αγωνιζόμαστε λοιπόν για να ζούμε διαρκώς την ειρήνη του Θεού και την αίσθηση της χάριτός του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος περιγράφει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, λέει, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών». Και είναι μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός. Διότι ενώ εμείς ήμασταν πνευματικά ασθενείς, ο Χριστός πέθανε για να σώσει εμάς τους αμαρτωλούς. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι ενώ με πολύ δυσκολία μπορεί να βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο, ο Χριστός όμως δεν πέθανε για κάποιους δίκαιους, αλλά για μας που ήμασταν γεμάτοι αμαρτίες, για να σωθούμε από την οργή της κολάσεως.

Πόσο πολύ λοιπόν μας αγάπησε ο Χριστός; Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει την άπειρη αγάπη του με ένα ποτάμι αστείρευτο που πλημμυρίζει τις καρδιές μας· ένα ποτάμι που εκχύνεται από τον ωκεανό της αγάπης του στις καρδιές μας. εκχύνεται σαν μύρο κάνοντας την ψυχή μας να ευωδιάζει. Εκχύνεται σαν βροχή του ουρανού που καθιστά την ψυχή μας καρποφόρα. Και σε ποιους εκχύνεται η αγάπη του Θεού; Έχουμε σκεφθεί ποτέ ποιους αγάπησε ο Θεός; Εμάς που ήμασταν αρνητές και προδότες της αγάπης του. Δεν έδειξε ο Θεός την αγάπη του σε φίλους του αλλά σε μας τους εχθρούς του. Κι αυτό ακριβώς δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Για τέτοιους αποστάτες θυσιάστηκε ο Ιησούς Χριστός. Αλλά και από τον ουράνιο θρόνο του, όπου κάθισε με την Ανάληψή του, ως Μέγας Αρχιερεύς εξακολουθεί να εκχέει διαρκώς την ανεξάντηλη χάρη της αγάπης του σε μας τους αμαρτωλούς και να μεσιτεύει για μας. Μας προσφέρει μία αγάπη που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε. Σ’ όλη την αιωνιότητα θα προσπαθούμε να την εξιχνιάσουμε και θα λατρεύουμε όλο και περισσότερο τον Κύριό μας. Κι αν αυτήν την αγάπη του Χριστού δεν μπορούμε να την εννοήσουμε τώρα, πώς θα μπορέσουμε κάπως να υποψιαστούμε πόση ακόμη αγάπη θα μας δείχνει ο Κύριός μας στην αιωνιότητα; Σ’ Αυτόν λοιπόν που μας αγαπά άπειρα, ας αντιπροσφέρουμε τη δική μας φτωχή αγάπη· αγάπη όμως έμπρακτη και αληθινή.

Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2003