† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ (5 Μαΐου)

 Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη

Την εποχή που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε στην πόλη Μαγεδών της Περσίας ο Λικίνιος που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί ήταν οπαδοί μίας περσικής θρη­σκείας του Ζωροάστρη.

Κάποτε απέκτησαν μία χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από τις περιποιή­σεις και τα υλικά αγαθά που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για να την κάνουν ευτυχι­σμένη, ανέθεσαν και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο σοφός.

Όταν ο καιρός ήταν καλός, η Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους γονείς της και τον δάσκαλό της, στον εξοχικό τους πύργο, που ήταν πε­ριτριγυρισμένος από κήπους με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες υπηρετούσαν τα αφεντι­κά τους και τις ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές, διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρή­γορα απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας και γι' αυτό της άρεζε να κάνει παρέα μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της συζητούσε με τη Χρι­στιανή δούλη και με ενδιαφέρον προσπα­θούσε να ανακαλύψει το μυστικό της που την έκανε τόσο διαφορετική από τις άλλες υπη­ρέτριες.

Ένα βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του ένα σκοτωμένο φί­δι. Η Πηνελόπη ξύπνησε τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε, είδε έναν Άγγελο Κυ­ρίου που της είπε:
-Ο αληθινός Θεός σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει η αγαπη­μένη σου Χριστιανή υπηρέτρια.
Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από τον δά­σκαλο της, να της εξηγήσει το παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι εκείνος της είπε:
-Το περιστέρι συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υπο­φέρεις και θα δοκιμαστείς πολύ!

Τότε η νεαρή κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της είπε:
-Είσαι Χριστιανή και μου το δια­βεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό, γι' αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον Θεό σου!
Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη από την αρχοντοπούλα που της το είχε κρατήσει μυ­στικό και από τότε άρχισε να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η Πηνελόπη θέλησε να βαπτι­στεί, γι' αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη. Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και παρ' όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη μεταπεί­σουν, η Ειρήνη τους μίλησε με σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού και όχι στις εγωιστικές δια­ταγές των ανθρώπων.

Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη ότι  η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή. Τότε πήγαν οι Πέρσες ιε­ρείς στον Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια δο­κίμασε να την καλοπιάσει, ούτε κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες απειλές. Γι' αυτό θύμωσε τόσο πολύ που διέταξε να δέ­σουν τη κόρη του και να την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα, για να την καταπατήσουν και να την θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε ανθρώπινη φωνή και είπε:

Ο λαός που παρακολουθούσε το μαρτύ­ριο της Αγίας, θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός και πολλοί από εκείνους πί­στεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.

Όταν η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως έγινε θαύμα και ο άρχο­ντας Λικίνιος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μό­λις κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε μετανοη­μένος συγχώρεση από την κόρη του και απο­φάσισε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα, παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο, κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα, δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε τις ψεύτικες θρησκείες που λα­τρεύονταν μέχρι τότε.

Αργότερα, ηγεμόνας της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος, όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χρι­στιανή, διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος κό­σμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν. Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε έναν τροχό με αιχμηρά μα­χαίρια, ο όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέ­σουν, το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύ­ριζε πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να πριονίσουν τα πόδια της Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό βασανιστήριο και γι' αυτό ο Θεός την ενθάρρυνε κάνοντας ακό­μη ένα θαύμα. Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια πράξη τους, εκείνη θεραπεύτη­κε εντελώς και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν ποια δύναμη προ­στάτευε τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.

Διάδοχος του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη διέ­ταξαν να το μεταφέρει ως τον βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί άπιστοι στρατιώτες έπε­σαν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύ­θερη πια, κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι Χριστιανοί της Περσίας.

Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους, διδάσκοντας την Χριστιανική Πί­στη, μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο, όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός. Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα βο­διού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη αντί να καίγεται και να υποφέρει από τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζω­ντανή, κάνοντας πολλούς ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη δύ­ναμη του Χριστού.

Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο. Εκείνος την κάλε­σε κοντά του και αφού διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν σ' έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρή­νη περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκο­ντας το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα, ενι­σχύοντας την πίστη των Χριστιανών, οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο. Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Ὁ Χριστὸς ἡ εἰρήνη σὲ Εἰρήνην ἐκάλεσε· σὺ γὰρ τὴν εἰρήνην βραβεύεις τοῖς τελοῦσι τὴν μνήμην σου, καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, προστρέχουσι τῷ θείῳ σου ναῷ, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων, τῇ τρισηλίῳ παρισταμένη Θεότητι. Ἅπαντες οὖν χαρμονικῶς, τὴν μνήμην αὐτῆς τελέσωμεν, τὸν ἀντιδοξάσαντα αὐτήν, Χριστόν μεγαλύνοντες. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἁγνείας λαμπρότησι, κρίνον ὡς εὔοσμον, ἐξήνθησας ἔνδοξε Εἰρήνη μάρτυς Χριστοῦ, στολαῖς μαρτυρίου σου, κάλλεσιν ὡραΐσθης, ἐπιγνώσεως Θείας, πλάνης δυσωδεστάτης ἀπελαύνουσα βλάβην· διό σου τὴν πανεύφημον μνήμην γεραίρομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.

Τὴν καλλιπάρθενον ὑμνήσωμεν πάντες, νύμφην Χριστοῦ, ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσαν, ἧν ὁ Θεός ἐδόξασε σημείοις φρικτοῖς, Εἴλκυσε γὰρ πλῆθος ἄπειρον, ἀσεβῶν ἐν τῇ πίστει, καὶ θεόθεν ἔλαβε, τὴν Χριστώνυμον κλήσιν, ὁ τοῦ Θεοῦ γὰρ Ἄγγελος ἐλθών, ἐκ Πηνελόπης Εἰρήνην ἐκάλεσε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Κάθισμα
Ἦχος Πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.

Τὴν οὐράνιον νύμφην τοῦ ποιητοῦ, καὶ ἀκήρατον κόρην τοῦ λυτρωτοῦ, Εἰρήνην τιμήσωμεν, τὴν ἀμνάδα τὴν πάντιμον, τὴν καὶ μετὰ πότμον ἐν νεφέλαις ἀρθεῖσαν, Μαγεδὼν ἐκ πόλεως, καὶ εἰς Ἔφεσον φθάσασαν, ἔνθα τοῖς σημείοις καὶ τοῖς τέρασι πάντας ἐνθέως ἐξέπληξας, καὶ τὴν πίστιν ἐκήρυξας, ἀθληφόρε ἀήττητε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἀφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Καλλιμάρτυς Εἰρήνη, καὶ Χριστοῦ Νύμφη ἄφθορε, σὺ αὐτῷ παρεστῶσα ὡς ὡραία καὶ πάγκαλος, ὡς λίθους φαιδροὺς καὶ διαυγεῖς, τὰ στίγματα φέρουσα σαρκός, καὶ αἱμάτων τὴν πορφύραν, ὑπέρ ἡμῶν ἀπαύστως πρέσβευε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι λαμπρῶς, Παρθένων ὄντως καλλονὴν καὶ Μαρτύρων καύχημα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

Κατεπλάγησαν ἁγνή, μάρτυς Εἰρήνη οἱ χοροί, τῶν ἀγγέλων καὶ βροτῶν, φύσις ἐξέστη ἐπὶ σοί, πῶς τὸν ἀρχέκακον δράκοντα κατεπάτησας, ὡραίοις σου ποσὶ καὶ κατηδάφισας, καὶ πλήθη ἀσεβῶν ἐχειραγώγησας, καὶ διαδήματι κάλλους παρὰ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου ἐστέφθης· διὸ αἰτοῦμεν, μὴ ἐπιλάθου καὶ ἡμῶν τῶν τιμώντων σοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Τῷ κάλλει σου Χριστέ, ἡ παρθένος τρωθεῖσα, παρέδραμε σπουδῇ, τὰ ὁρώμενα πάντα, καὶ πᾶσαν τὴν τοῦ σώματος, εὐμορφίαν ἐκδέδωκε, ταῖς κολάσεσι, καὶ ταῖς πικραῖς τιμωρίαις, ἀφανίζεσθαι· ἣν εἰς ὡραίους νυμφῶνας, εἰσήγαγες Δέσποτα. 

Ὁ Οἶκος

Τοῦ νυμφίου Χριστοῦ ἔρωτι, Παναοίδιμε, ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, καὶ τῇ ἀθλήσει σαυτὴν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ, ὄντως τοῦ Κτίστου σου θαλάμῳ ἔνδοξε, ὡς νύμφη εὐκλεής, ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, εἰσῆλθες ὡς ἐκλεκτή, στεφανηφόρος ὁραθεῖσα, ἐξ ἀφθάρτου νυμφίου δεξαμένη, ὡς χρυσίον, βραβεῖον νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως. 

Μεγαλυνάριον

Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε. 

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

 



Η ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα.ἔτσι τόν δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, «ὅταν ὁ Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή».

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα.διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε "δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό", θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Οταν δηλαδή ὁ Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ Ιακώβου καί τοῦ Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας. "Παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. Ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους".

Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος . «Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ», ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, "ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν" .ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, «ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο. ὁ Ιωάννης "τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά», καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος "πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία», πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι ἐκαθόταν ἐπάνω σ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι ἔγιναν σάν νεκροί ".

Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι αὐτήν πρώτη καί δι αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, "μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό», σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, «ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν Ιησοῦ , τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος ». Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος. "Ἰδέτε», λέγει, «τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ".

" Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν », λέγει,« μέ φόβο καί χαρά μεγάλη ". Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι 'αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης.

Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος «ὁ Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται». Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; "Αὐτές δέ», λέγει, «προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν». Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς Αποστόλους. Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν Ιωάννη. διότι, λέγει, «τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ιησοῦς, καί λέγει σ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν ". Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, «ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας».

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, "γιατί κλαίεις», ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος , καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, "μή μ ἐγγίζης". Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, "ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν" .ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης, «ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ αὐτήν αὐτά». Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα , καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ. «Ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης", "ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα" .διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ . Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. "Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου", καί "ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή». Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Δείτε σχετικά: 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ - Εὐαγγέλιον - (Μέ ἀγάπη καί ἀφοσίωση)


Ευαγγέλιον Κυριακής Των Μυροφόρων
Μαρκ
 (ιε 43 - ιστ 8)


Εν ταις ημέραις ἐκείναις, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε · καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς · τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου? Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος · ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.

Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς · μὴ ἐκθαμβεῖσθε · Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον · ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε · ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν · ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου · εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον · ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἀπόδοση

Τις ημέρες εκείνες, ήλθε ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, ο οποίος ήτο σημαίνων βουλευτής που περίμενε και αυτός την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και ήλθε εις τον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγη όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει. Και εκάλεσε τον εκατόνταρχον και τον ερώτησε εάν είχε πεθάνει προ πολλού. Και όταν επληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχον, εδώρησε το σώμα εις τον Ιωσήφ. Αυτός δε αγόρασε σινδόνι και τον κατέβασε, τον ετύλιξε με το σινδόνι και τον έθεσε εις μνήμα, που ήτο λαξευμένον εις βράχον και εκύλισε ένα λίθον εις την πόρτα του μνήματος. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν.
Όταν επέρασε το Σάββατον, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα δια να έλθουν να τον αλείψουν. Και πολύ πρωΐ, την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, έρχονται εις το μνήμα, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, και έλεγαν μεταξύ τους, «Ποιός θα μας κυλίση τον λίθον από την πόρτα του μνημείου;». Και όταν εσήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι ο λίθος είχε κυλισθή. Ήτο δε πάρα πολύ μεγάλος. Και όταν εμπήκαν εις το μνήμα, είδαν ένα νέον με λευκήν στολήν να κάθεται εις τα δεξιά και κατελήφθησαν από φόβο.
Αυτός δε λέγει εις αυτάς, «Μη τρομάζετε. Τον Ιησούν ζητάτε τον Ναζαρηνόν τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε εις τους μαθητάς του και εις τον Πέτρον, «Πηγαίνει πριν από σας εις την Γαλιλαίαν, εκεί θα τον ιδήτε, καθώς σας είπε». Και εβγήκαν και έφυγαν από το μνημείον διότι τας κατείχε τρόμος και έκπληξις. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτε, διότι εφοβούντο.


ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗ

1. Η ἀγάπη ποὺ τολμᾶ


Ἡ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων εἶναι ἀφιερωμένη στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μὲ πολλὴ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ περισσὴ εὐλάβεια φρόντισαν γιὰ τὴν ἀποκαθήλωση τοῦ ἀχράντου Σώματος τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του. 

Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωσὴφ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, τὸν Νικόδημο, τὸν νυκτερινὸ μαθητὴ τοῦ Κυρίου, καὶ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου ἐκδηλώθηκε μὲ ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνηση. Ὁ Ἰωσήφ, «εὐσχήμων βουλευτής», δηλαδὴ σεβαστὸ καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ἦταν αὐτὸς ποὺ τόλμησε νὰ παρουσιαστεῖ στὸν Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.
Τόλμησε! Χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἰουδαίων ἢ τὴν τυχὸν ἀπόρριψη τοῦ αἰτήματός του. Τόλμησε! Κι ἂς γνώριζε ὅτι αὐτὸ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὸ ἀξίωμα, τὴν περιουσία, τὴν ἴδια του τὴ ζωή!
Αὐτὴ τὴν τόλμη καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε. Τόλμη γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας, ἀκόμη κι ἂν δεχόμαστε εἰρωνεῖες γι 'αὐτό · νὰ θυσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας χάριν τῶν ἄλλων · νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅ, τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίσει.
Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Διότι, ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β Τιμ. Α 7).

2. Η ἀγάπη ποὺ ἀγρυπνεῖ

Στὸ μεταξὺ οἱ πιστὲς κι ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου ποὺ εἶχαν παρατηρήσει προσεκτικὰ τὸν τόπο ὅπου ἐνταφιάστηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, περίμεναν νὰ περάσει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιὰ νὰ πᾶνε καὶ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔτσι τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο.
Πράγματι ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνημεῖο «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων», πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος.Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ διαλύει τὸ πρωινὸ σκοτάδι, οἱ γυναῖκες αὐτὲς ἔτρεξαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἱερό τους ἔργο. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ πόθος τῶν ἁγίων Μυροφόρων νὰ βρεθοῦν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου «ὄρθρου βαθέος». Εἶναι ἀξιοθαύμαστη καὶ ἡ τόλμη τους νὰ βαδίσουν μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν.
Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό.Ἀλήθεια ἔχουμε ἐμεῖς παρόμοια ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο; ... Ξημερώνει Κυριακή. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦν ἀπὸ τὸ πρωί. Μᾶς καλοῦν νὰ ἔλθουμε νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο. Κι ἂν οἱ Μυροφόρες εἶχαν τέτοιο πόθο γιὰ τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μὲ πόσο μεγαλύτερο πόθο πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὸν ἱερὸ ναὸ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ θὰ συναντήσουμε τὸν ἀναστημένο Κύριο, τὸν αἰώνιο Νικητὴ τοῦ θανάτου?! Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴ μοναδικὴ εὐλογία νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων καὶ κάθε Σάββατο βράδυ ἂς ἀφήνουμε ἄλλες ἀπασχολήσεις καὶ περισπασμούς. Ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιά μας ἂς εἶναι στραμμένη στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τέτοιο πόθο καὶ κατάλληλη προετοιμασία ἂς ξεκινοῦμε κάθε Κυριακὴ πρωί-πρωὶ γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖ ποὺ μᾶς περιμένει ὁ ἀναστὰς Κύριος γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη, παρηγοριὰ κι ἐλπίδα!

3. Η ἀγάπη ποὺ ὑπερνικᾶ τὰ ἐπόδια

Βέβαια, βαδίζοντας στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, πολλὲς φορὲς συναντοῦμε δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως.
Πολὺ μᾶς διδάσκουν καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ πίστη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Καθὼς προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνημεῖο, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;». Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει ἐκεῖνο τὸν ὀγκόλιθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὸν τάφο ἦταν τεράστιος καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ.
Παρ 'ὅλα αὐτὰ δὲν γύρισαν πίσω. Ἔμειναν σταθερὲς στὴν πορεία καὶ τὴν ἀποστολή τους. Καὶ δικαιώθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ σταθερότητά τους. Διότι μόλις ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸ μνημεῖο, παρατήρησαν μὲ ἔκπληξη ὅτι ὁ ὀγκόλιθος εἶχε μετατοπισθεῖ καὶ δὲν εἶχαν πλέον δυσκολία στὴν πρόσβαση. Πλησίασαν, κι ἐκεῖ δέχθη καν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Δυσκολίες καὶ ἐμπόδια συναντοῦμε κι ἐμεῖς συχνὰ στὴ ζωή μας. Κάποτε τὰ προβλήματα φαίνεται ὅτι ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως. (Ιη Λουκ. 27) «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι». Ἂς προχωροῦμε πάντοτε μὲ πίστη κι ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα στὸν ἀναστάντα Κύριο δὲν θὰ μᾶς ντροπιάσει καὶ δὲν θὰ μᾶς διαψεύσει ποτέ.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (2 Μαΐου)




Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, αναμιμνησκόμαστε την ανακομιδή των αγίων και ιερών Λειψάνων του εν αγίοις πατρός ημών Ἀθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του μεγάλου  Το βίο του τον πολυκύμαντο και πολυτάραχο με τις 5 εξορίες και τις τόσες και τόσες απόπειρες για δολοφονία και εκτοπισμό του μεγάλου τούτου Ιεράρχη εγνωρίσαμε στις δεκαοκτώ Ιανουαρίου όταν και επιτελέσαμε την αγία και ιερή μνήμη του.

Η άνακομιδή των Λειψάνων του αγίου Αθανασίου είναι μία άλλη αφορμή για μας τους χριστιανούς προς εορτασμό και πανηγυρισμό, γιατί είναι παλαιά παράδοσι και
πράξι της Εκκλησίας να τιμώνται και να μετακομίζωνται τα πάντιμα των αγίων Λείψανα.

Ο Άγιος και μέγας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε συγκεντρώσει μέσα στον από τον ίδιο άνοικοδομηθέντα Ναό των αγίων Αποστόλων τα ιερά Λείψανα όλων των αγίων Αποστόλων και άλλων πολλών, στο δε στέμμα του είχε θέσει σαν τιμιότερο από τους πολύτιμους λίθους το καρφί από την αγία χείρα του επί του Σταυρού παθόντος Κυρίου πού του έφερεν η μητέρα του αγία Ελένη υστέρα από τις επιτυχείς ανασκαφές στο λόφο του Γολγοθά.

Επίσης ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μικρός με βασιλικές τιμές και μεγάλη πομπή υποδέχτηκε το πάντιμο λείψανο του μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου πού απέθανε μαρτυρικά στην εξορία και κατά τον ιερό Συναξαριστή «επί βασιλικού οχήματος η σορός επιτεθείσα προς τον περιώνυμον φέρεται των Αποστόλων Ναόν».|

Και όχι μόνον οι ευσεβείς αυτοκράτορες και οι ορθόδοξοι Αρχιερείς, αλλά και ο Λαός του θεού τιμούσαν τα ιερά των αγίων λείψανα και εφρόντιζαν να τα αποκτήσουν, να τα φυλάξουν, ή να τα μεταφέρουν σε επίσημη και προσιτή θέσι προς τιμή και πρσσκύνησι. Έτσι «χριστιανοί τίνες άνδρες, τα τίμια και άγια λείψανα του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου από Ρώμης εις   Αντιόχειαν   ενεγκόντες   δώρον   ποθούμενον τοις αδελφοίς δωρούνται» κατά τον ιερό πάλι Συναξαριστη. Από τη Ρώμη δηλαδή όπου εμαρτύρησεν ο άγιος περισυνέλεξαν τα υπολείμματα των  καταφαγωμένων από τα λιοντάρια οστέων του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου και τα μετακόμισαν   στην Αντιόχεια,   τη μεγάλη,   όπου εποίμαινεν ο άγιος το Λαό του Θεού οσιακά και αποστολικά, ο θεοφόρος πατέρας και Διδάσκαλος.

Τα ίδια έπραξαν και οι χριστιανοί της Σμύρνης για τα πάνσεπτα λείψανα του αγίου Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης, «ανελόμενοι τα τιμιότερα λίθων πολυτελών και δοκιμότερα υπέρ χρυσίον οστά αυτού απέθεντο όπου και ακόλουθον ην». Και η αγία μας Εκκλησία λοιπόν πολύ σωστά και σοφά έχει θεσπίσει, «ετησίας μνήμας και τελετάς», για τη μετακομιδή των λειψάνων των αγίων Νικηφόρου Πατριάρχου Κωσταντινουπόλεως στις 13 Μαρτίου, του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου στις 2 Μαΐου, του αγίου Μεγαλομάρτυρας Θεοδώρου του Στρατηλάτου στις 8 Ιουνίου, των αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στις 28 Ιουνίου, του αγίου πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου στις 2 Αύγουστου και πολλών άλλων αγίων.

Αυτή την αγία και ιερή συνήθεια και παράδοσι ακολουθούμε και εμείς σήμερα και πανηγυρίζομε αναμιμνησκόμενοι την ανακομιδή των λειψάνων του ήρωος της Ορθοδοξίας αγίου Αθανασίου του Μεγάλου.

Τα αγία λείψανα, αδελφοί μου αγαπητοί, είναι κατάφορτα από τη θεία χάρι γιατί κατά τη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν πνεύματος αγίου και τελευτησάντων αυτών η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και τοις σώμασιν αυτών και ταις ψυχαίς και τοις τάφοις και τοις χαρακτήρσι».

Τα αγία λείψανα ευωδιάζουν και εκπέμπουν ευωδιά άρρητη, άλλοτε προς όλους τους προσκυνητές τους και άλλοτε σε μόνους τους μετά πίστεως προσκυνούντας τα. Τα αγία λείψανα είναι οι φύλακες των ψυχών και των σωμάτων των κατεχόντων αυτά η και υποδεχόμενων μετά πίστεως και τιμώντων αυτά. Είναι οι φυγαδευτές των δαιμόνων και οι γιατροί των παθών και των νόσων. «Νόσους και πάθη εξιώνται ποικίλα εκάστοτε» και «οσημέραι» θαυματουργούν.

Φρίττουν οι δαίμονες όταν αισθανθούν την παρουσία των αγίων Λειψάνων, γιατί τα αγία λείψανα, κατά τον άγιον Ιουστίνο το φιλόσοφο και μάρτυρα, «φυλακτικά εισί της των δαιμόνων επιβουλής και Ιαματικά νοσημάτων των κατά την ιατρικήν τέχνην ανιάτων». Δηλαδή τα ιερά λείψανα μας προφυλάσσουν από την επήρεια και την επιβουλή των πονηρών πνευμάτων και μας θεραπεύουν από τα νοσήματα τα όποια αδυνατεί ή ιατρική επιστήμη να θεραπεύση.

Ας δοξάσωμε λοιπόν τον άγιο θεό, αγαπητοί μου αδελφοί, γιατί έχει κατάσπαρτη τη γη από τα τιμιότερα λίθων πολυτελών ιερά των αγίων λείψανα και έχει θέσει στη διάθεσί μας τόσους και τόσους ατίμητους θησαυρούς.

Ας τον ευχαριστήσωμε γιατί στην επαρχία μας και μάλιστα στη Μονή Λειμώνος έχει χαρίσει πολλών αγίων, ακόμη και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, λείψανα και μας παρέχει την ευκαιρία του αγιασμού μας και της λυτρώσεώς μας από ψυχικά και σωματικά πάθη.

Ας τον παρακαλέσουμε δε τον άγιο θεό, και τον πιστό του θεράποντα άγιο και Μέγαν Αθανάσιο να ανοίξουν τις καρδιές μας και να φυτέψουν μέσα σ' αυτές τον ένθεο ζήλο και την ιερή φλόγα της πίστεως και της αγάπης προς τα ιερά της πίστεως λείψανα και προς όλα τα σωστικά της Εκκλησίας μας Δόγματα και να μας αξιώσουν και των ουρανίων αγαθών της απολαύσεως. Αμήν.
 

του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»

 
http://www.zoiforos.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.



ΜΑ, ΛΕΩ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ!


«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).

Πολύ συχνά είμαστε εντελώς βέβαιοι για τις απόψεις μας, γιατί τις στηρίζουμε στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στις παραδόσεις του τόπου μας. Κι ακόμη είμαστε απολύτως βέβαιοι -  βάζουμε και το χέρι μας στη... φωτιά! – για την πίστη μας την ορθόδοξη, γιατί πιστεύουμε στον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και στην αγία Του Εκκλησία. Οπότε, στις περιπτώσεις αυτές δεν κινούμαστε διπλωματικά:  τις απόψεις και την πίστη μας δεν τις διαπραγματευόμαστε. Μάλιστα, όταν μετέχουμε σε συζητήσεις όπου υπάρχουν συνάνθρωποί μας που διαφοροποιούνται από εμάς και ως προς τις απόψεις μας και ως προς την πίστη μας, φαίνεται να δυσανασχετούμε. Μπορεί και να νευριάζουμε και να απορούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρούμε λοιπόν αρκούντως δικαιολογημένη την τάση μας ακόμη και να επιβάλουμε (!) τις απόψεις μας και την πίστη μας. Διότι πρέπει και οι άλλοι να... καταλάβουν. Πρέπει να πεισθούν. Πρέπει επιτέλους να σωθούν!

Απαιτείται προσοχή! Ο αρχικός λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος λειτουργεί καθοδηγητικά. Η παραπάνω νοοτροπία και στάση δείχνει ότι έχουμε μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Διότι ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα μας το φίλαρχο στοιχείο, η τάση για κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ένας βαθύς εγωισμός και μία κρυμμένη(;) υπερηφάνεια. Που σημαίνει: πάσχουμε από τη νόσο του διαβόλου, αυτήν που έριξε από τους ουρανούς τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους. Κι είναι πολύ ύπουλη αυτή η νόσος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζεται με τον μανδύα του δικαίου και της υπεράσπισης της πατροπαράδοτης πίστης – δεν καταλαβαίνουμε ότι διαιωνίζουμε έτσι τους κατακριμένους και από εμάς σταυροφόρους του Μεσαίωνα, όπως δεν καταλαβαίνουμε την προτροπή του αποστόλου Παύλου ότι «τον αιρετικό άνθρωπο μετά μία και δευτέρα νουθεσία τον αφήνουμε ήσυχο. Γιατί έχει επιλέξει ο ίδιος την αυτοκαταδίκη του».

Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε, αν θέλουμε να λεγόμαστε και να είμαστε χριστιανοί, είναι η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση -  ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει!» Δεν είναι παράλογο να ξεπερνάμε τον ίδιο τον Θεό μας, στο όνομα τάχα Εκείνου; Κάθε προσβολή ή καταπίεση του άλλου εκ μέρους μας, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Διότι καταργούμε το μεγαλύτερο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία.

Κι ένα στοιχείο που επιτείνει την παραπάνω αλήθεια είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, (δεν μιλάμε για τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του Κυρίου: την αγία Τριάδα και τη θεανθρωπότητά Του), όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας - τίποτε ανθρώπινο, πλην της αγάπης στον συνάνθρωπο, δεν είναι απόλυτο. Αφετέρου η ίδια η αποκαλυμμένη πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της. Η αλήθεια του Θεού ασφαλώς δεν έχει ανάγκη από... δικηγόρους!

Πηγή

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

"ΑΓΑΠΗ" Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου


AGAPI OMILIA


Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.

   Μέσα από αυτά τα λόγια του Χριστού διακρίνει κανείς το μεγαλείο της ευσπλαχνίας Του. Ο Κύριος γνωρίζει την αδυναμία μας, γι’ αυτό και δίχως περιπλοκές, δίχως να μας φορτώνει με πλήθος εντολών, ανοίγει σε εμάς διάπλατα την θύρα του Παραδείσου με μια προϋπόθεση μόνο, την Αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

   Η λήψη και η μετάδοση αγάπης αποτελούν την μεγαλύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ζωής, από την βρεφική ηλικία, κατά την οποία το παιδί επιθυμεί το γλυκό χάδι της μητέρας, έως τα βαθιά γεράματα, όταν ο άνθρωπος περιμένει από τα αγαπημένα του πρόσωπα να σταθούν δίπλα του και να του κρατούν ζεστά το χέρι εκφράζοντας την στήριξή τους. Ανάλογα με το μέγεθος που ικανοποιείται η ανάγκη αυτή του ανθρώπου, διαμορφώνεται και η πνευματική του υγεία. Αν στη ζωή του ανθρώπου δεσπόζει η καρδιακή αγάπη, εκείνος αισθάνεται διαρκώς την ευλογία του Θεού, η οποία τον πλημμυρίζει με χαρά. Αντιθέτως, αν η αγάπη απουσιάζει, τότε ο άνθρωπος, πεθαίνει ψυχικά πριν πεθάνει σωματικά.

   Στην σύγχρονη κοινωνία κυριαρχεί ένα «αισιόδοξο» γεγονός. Όλοι μιλούν για αγάπη∙ από τα διαφημιστικά μηνύματα και τον επικοινωνιακό λόγο κατά τις εορταστικές περιόδους, μέχρι την μουσική. Θα έλεγε κανείς πως μία τέτοια κοινωνία, η οποία συνεχώς λαμβάνει μηνύματα αγάπης, οδεύει με βεβαιότητα στην ευημερία. Δυστυχώς, ωστόσο, διαπιστώνεται το αντίθετο, καθώς ο κόσμος έχει δώσει στην αγάπη τον δικό του ορισμό. Ο δήθεν «προοδευτικός» άνθρωπος του 21ου αιώνα, αλλά ακόμη και πολλοί από εμάς τους Χριστιανούς, «αγαπάμε» επιλεκτικά μόνον εκείνους που μας «αγαπούν» και ικανοποιούν τις επιθυμίες μας. 

   Την ώρα που ο Σωτήρας μας, από αγάπη προς εμάς, συκοφαντείται, ραπίζεται και σταυρώνεται παραμένοντας σιωπηλός, εμείς που αρεσκόμαστε στους τύπους της εκκλησιαστικής ζωής, πολλές φορές δεν ανεχόμαστε ούτε το αθέλητο σπρώξιμο από κάποιον συνάνθρωπό μας. Πόσο μακριά είμαστε από το παράδειγμα του Γλυκύτατου Διδασκάλου μας...

   Αδελφοί μου, η Ενσαρκωμένη Αγάπη ήλθε στην γη όχι για να υπηρετηθεί, αλλά να δώσει την ψυχή Του «λύτρον αντί πολλών». Το ίδιο επιθυμεί και για εμάς, τους μαθητές Του. Δεν υπολογίζει την εκ μέρους μας τυπική αντιμετώπιση της χριστιανικής ζωής, παρά μόνο την καρδιακή και ουσιαστική επιθυμία μας να αρέσουμε σε Εκείνον και όχι στα μάτια των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό, μας διαβεβαιώνει ότι όλος ο νόμος του Θεού στηρίζεται στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, η οποία έχει την δύναμη να «καλύψει πλήθος αμαρτιών», κατά τον Πρωτοκορυφαίο Πέτρο.

   Για να εκφράσουμε την αληθινή Αγάπη μας προς τον Θεό, οφείλουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, διότι, όπως λέει ο Ευαγγελιστής της Αγάπης, Ιωάννης ο Θεολόγος: «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν». 

   Τι, όμως, σημαίνει το να αγαπάμε τον εαυτό μας; Σημαίνει να εργαζόμαστε με απόλυτη επιμέλεια για την σωτηρία της ψυχής μας, ώστε να μη μείνουμε έξω του Νυμφώνος Χριστού, γεγονός που δηλώνει ότι ορισμένες φορές οφείλουμε να είμαστε αυστηροί στον εαυτό μας. Όπως, λοιπόν, επιθυμούμε την δική μας σωτηρία, θρέφοντας την ψυχή μας με λόγια πνευματικά, με συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά και με τον προσωπικό έλεγχο, έτσι πρέπει να επιθυμούμε και την σωτηρία του αδελφού μας∙ να τον στηρίζουμε, να τον νουθετούμε, αλλά και καλοπροαίρετα να τον ελέγχουμε αν παρουσιαστεί ανάγκη.

   Αναφέρθηκε παραπάνω ότι πολλές φορές «αγαπάμε» επιλεκτικά. Το γεγονός αυτό φανερώνει το μέγεθος της ιδιοτέλειας και του εγωκεντρισμού μας. O Χριστός, απέναντι σε αυτή την δήθεν αγάπη που βασίζεται στο συμφέρον, προβάλλει το πιο επαναστατικό κήρυγμα, αυτό της αγάπης προς πάντας, φίλους και εχθρούς.

   Ήρθε για να σηκώσει την πόρνη, να φωτίσει τον τελώνη, να σώσει τον ληστή, να αγκαλιάσει τον διώκτη, κι όλους εκείνους οι οποίοι είχαν παραβεί τις εντολές Του. Εκείνοι δέχθηκαν την αγάπη Του και έγιναν πιστοί Μαθητές Του. Ήρθε, επίσης, για να σώσει κι αυτούς τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς, οι οποίοι αν και υποστήριζαν ότι υπηρετούσαν τον Θεό, εμπόδιζαν το έργο Του και τον διέβαλλαν. Εκείνοι δεν δέχθηκαν την αγάπη Του, διότι έκριναν εξ ιδίων τα αλλότρια. Θεωρούσαν ότι πίσω από οποιαδήποτε ευεργεσία Του κρυβόταν ο δόλος, επειδή ακριβώς οι ίδιοι ήταν δόλιοι και πονηροί. Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους ήταν να μην δουν ποτέ το Φως και να παραμείνουν στο σκοτάδι.

   Αγαπητοί, ο Χριστός είπε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν αγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Αν θέλουμε να είμαστε γνήσια τέκνα του Θεού, μία είναι η οδός∙ η οδός της αγάπης που έχει ως μέτρο τον Σταυρό, την θυσία για το καλό του άλλου, την απάρνηση του ιδίου θελήματος. Αν βαδίζουμε σε αυτή την οδό, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, διότι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Τι περιμένουμε, λοιπόν;

   Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν Ἰησούν Χριστόν Παθόντα καὶ Ταφέντα καὶ ἐνδόξως Ἀναστάντα, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

                Καλή Ανάσταση!

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (30 Ἀπριλίου)


«Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν,
παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν»

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  

Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε.

Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου.

Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα.

Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον άρχοντα όλης της γης᾽, όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου.

Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον.

῾Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε᾽ (῾Άρχων κατεστάθης, ένδοξε, νυν επί πάσαν την γην, περί σου ώσπερ γέγραπται, μαθητής γενόμενος του τα πάντα ποιήσαντος· και διά ζήλον σου τον θερμότατον, υπό ανόμων μαχαίρα, πάνσοφε, φόνον υπέμεινας, της σεπτής των δώδεκα συμμαθητών, μάκαρ, ομηγύρεως προαναιρούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: ῾Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!᾽ (῾Ω του θερμού πόθου σου προς τον Δεσπότην Χριστόν!᾽) (ωδή δ´).

Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: ῾Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό᾽(῾τω πόθω πόθον ακατάσχετον προσειληφώς, την των ορεκτών της αγαθαρχίας εσχάτην μακαριότητα κατέλαβες᾽) (ωδή δ´).

Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – ῾ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς᾽ – δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει.
῾Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών᾽(῾Όλον σαυτόν νεύμασιν εμπαρεχόμενος του Δεσπότου, μύστα θεοδίδακτε, των αρετών ήρθης εμφανώς προς υψηλοτάτην και θείαν όντως ακρώρειαν᾽) (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον.

Νενοηκώς σου την ψυχής ευγένειαν σε ο προγνώστης Θεός, και το στερρόν, μύστα, και ακαταμάχητον της διανοίας, ένδοξε, τοις αυτού υπηρέταις προκεκριμένως ενέταξεν, έθνεσιν αυτόν καταγγέλλοντα (ωδή α´).

Και: ῾Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου᾽ (῾Ακηλιδώτου σου ψυχής το ιλαρόν τω Δεσπότη οραθέν και προ της κλήσεως, μάκαρ, αξιόληπτος αυτώ εφάνης, ω Ιάκωβε, και της οικονομίας μύστης της τούτου γεγένησαι᾽(ωδή γ´).

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης ῾τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο᾽(῾Ιερωμένος σου, σοφέ, ο τόκος και φωτοφόρος, του Θεού τη συγγενεία παμμάκαρ φαιδρυνόμενος τρανώς᾽) (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου – αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής: ῾Η βίαιη ουράνια πνοή του Παρακλήτου σε έκανε σαν φωτιά και σε ανέδειξε σοφό κήρυκα, να εξαγγέλλεις τα μεγαλεία του σαρκωθέντος Λόγου, του οποίου και έγινες αυτόπτης᾽(῾Η εκ του ύψους σε πνοή βιαία του Παρακλήτου εκπυρώσασα, σοφόν θεηγόρον ρητορεύοντα σαφώς τα μεγαλεία δείκνυσι του σαρκωθέντος Λόγου, ου και αυτόπτης γεγένησαι᾽) (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο.

Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι.

Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽, αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας᾽.

Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: ῾Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽ (῾Επιβάς ακροτάτης αρετής πτερούμενος δι᾽αγαπήσεως, των εγκρίτων θρόνων του Δεσπότου επόθησας, ένδοξε, τα πρωτεία φέρειν, ουχ ως ερών δόξης ματαίως, αλλά βλέπειν αμέσως ον έστερξας᾽) (ωδή ε´).

Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽ (῾Δόξαν την επί γης εκζητήσας τω Χριστώ παρασχείν σοι, ως Βασιλεί γηίνω, βασιλείας επέτυχες, ου της κάτω και φθαρτής, μάκαρ Ιάκωβε, αλλ᾽ αφθάρτου, ην δι᾽αθλήσεως απέλαβες᾽) (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι ῾ένας νέος Ηλίας᾽(ωδή ε´), ῾όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε᾽ (῾άπασα η Εκκλησία χορεύει, εορτάζουσα την παναγία σου μνήμην, εν η ευφημούμεν σε᾽)(῾κάθισμα όρθρου).

Πηγή: pgdorbas.blogspot.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ’.

Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.

Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος

Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον

Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.