O Άγιος Τρύφων καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Γορδιανού (238-244), Φιλίππου (244-249) και Δεκίου (249-251). Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και στη παιδική του ηλικία, έβοσκε χήνες για να ζήσει. Συγχρόνως όμως μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Έτσι, σιγά-σιγά ο Τρύφων με την ευσεβή φιλομάθεια του, κατόρθωσε όχι μόνο να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά και να διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες της πίστεως του. Γρήγορα η ευσεβής ψυχή του δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο Θεός αξίωσε τον Τρύφωνα να θαυματουργεί.
Όμως ο Άγιος θεράπευε όχι μόνο κάθε ασθένεια, αλλά και εξάγνιζε τις μολυσμένες από τα δαιμόνια ψυχές. Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του. O αυτοκράτορας προσπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας στον Άγιο αξιώματα και χρήματα, τα οποία όμως ο Τρύφων ευγενικά αρνήθηκε.
Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Δέκιος, εξαπέλυσε άγριο διωγμό κατά των Χριστιανών. Το 250 μ.Χ. ο Άγιος, επειδή δεν λάτρευε τους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας και ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από κάποιον στρατιωτικό που ονομαζόταν Φρόντων (ή Φόρτων) και οδηγήθηκε ενώπιον των επάρχων της Ανατολής, Τιβέριου Γράγχου και Κλαυδίου Ακυλίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο μάντης Πομπηϊανός τον παρουσίασε στους ηγεμόνες. Ο Άγιος Τρύφων ομολόγησε με θάρρος την πίστη του. Τότε υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Του κατατρύπησαν με σπαθιά όλο του το σώμα, έπειτα τον έδεσαν από τα πόδια σε άλογα και τον έσυραν, σε ώρες φοβερού ψύχους, σε δύσβατες και πετρώδεις τοποθεσίες. Εκείνος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Μετά το φρικτό μαρτύριο τον ρώτησαν αν σωφρονίσθηκε και ήθελε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Μάρτυρας του Χριστού απάντησε τότε στον έπαρχο Ακυλίνο: «Ανόσιε και κακών αρχηγέ, είναι δυνατόν να είσαι σωφρονισμένος, όταν είσαι μεθυσμένος από τον διάβολο; Εγώ πάντοτε περνάω τον βίο μου με σωφροσύνη, γιατί έχω τον Χριστό βοηθό της ελπίδας μου». Ύστερα από αυτό τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο με σκοπό να του δώσουν διορία, για να απαλλαγεί από την «άνοια» αυτού και να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό. Λίγες ημέρες μετά ο έπαρχος κάλεσε τον Άγιο και τον ρώτησε εάν το διάστημα του χρόνου και τα βασανιστήρια τον έπεισαν να θυσιάσει στους θεούς. Ο Άγιος και πάλι ομολόγησε με πνευματική ανδρεία το Όνομα του Θεού. Τον έσυραν τότε γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά, κατόπιν τον μαστίγωσαν και στη συνέχεια του έκαψαν με λαμπάδες τα πλευρά. Στο τέλος, μόλις ο Μάρτυρας παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», απέκοψαν την τίμια κεφαλή αυτού.
Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος και αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε σινδόνα, το κατέθεσαν σε λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου κατά την επιθυμία του.
Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν μέσα στο σεπτό Αποστολείο του Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα έκτισε ο μέγας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) στην τοποθεσία του Πελαργού Κωνσταντινουπόλεως. Μονή του Αγίου Τρύφωνος αναφέρεται και μετά τα μέσα του 9ου αιώνος μ.Χ., παρακείμενη στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στην οποία εκάρη μοναχός ο μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός (901-907, 912-925 μ.Χ.).
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς, αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής εκείνης και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απαντούσε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς είπε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», είπε εκείνη, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της.
Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης, και πένθος που προξένησε ευθυμία, και λύπη που έφερε υπερβολικήν χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνος μεταβάλλεται σε ηδονήν, και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνην. Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποίας με θαυμασμόν η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα, και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρη την μνήμη” Επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός. «Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς», λέγει, «ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού, και κανένας τόπος δεν ετόλμησε να τον περιορίση. Και επειδή είναι κατά φύσιν αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ’ εκείνους που τον έβλεπαν, προβάλλοντας τον ναό που ενεδύθη προς χάριν μας. Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.
…
Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστήν πώς κομπάζει με την διήγηση, και αποκαλύπτει το νόημα της μεταβάσεως του Κυρίου: «Και εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Από πού εκείθεν; Από εκεί όπου θαυματουργώντας εδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ήκουεν ύβρεις, και ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία. «Και ιδού γυνή εκ των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζε λέγουσα: Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Χαναναία το γυναικάριον, αλλά με την προαίρεσιν ηρνήθη το γένος της. Η πίστις ενίκησε την φύση. Κανείς, λέγει, πλέον ας μην κατηγορή τους Χαναναίους. Η γυναίκα αυτή έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της, γίνεται αρχή ευσεβείας, κραυγάζοντας στους ευσεβείς: «Υιέ Δαυίδ, ελέησον με». Πόσες μυριάδες Ιουδαίων εθεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας ήκουσε: «Ούτος πόθεν εστίν ουκ οίδαμεν». Ενώ μία άσημος γυναίκα Χαναναία και πριν την θεραπεία, με αναπτερωμένην πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστού. «Κύριε, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Πένθος ελεεινόν και θέαμα για την μητέρα πιο πικρόν και από τον θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος, παρατάσσεται κατά του παιδιού. – Πώς να αναγγείλω το δεινόν, πώς να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.
Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλιν εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά. – Φωνάζει: Για καταγώγιον του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου; Παραβλέπει την αισχύνην η συμφορά, και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσικήν εντροπήν. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο. Τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμίαν η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνία. Ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερότερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλή την συμφορά: – Ελέησον με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιον, η φύσις όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλον εναντίον μου. Ο δαίμων εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ’ εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορίαν η φύσις! Να ετελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατον ο νόμος της φύσεως. Ελέησόν μας.
«Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Ω φιλάνθρωπος σιωπή με σχήμα απάνθρωπον! Ω σιωπή μεγαλόφωνος, που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρ στους Ιουδαίους: Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένην καρπόν επαινετόν; Δεν εδέχθη τον Μωυσή για νομοθέτη και ανεγνώρισε του Μωυσέως τον Δεσπότην. Δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ’ αυτόν που επροφητεύθη. Και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ομολόγησε. Τον Θεόν τον ηρνήθης έπειτα από τόσα θαύματα, και αυτή πριν ιδεί θαύμα τον επίστευσε. Αλλά κοίτα που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου. Αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος. Φωνάζει σαν εθνική, την στέλλω σ’ εσέ παίρνοντάς σου από πριν την πρόφαση της απιστίας. Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο. Συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβήν απιστίας, για να μη λέγω, κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναίαν ελεούσες; Γιατί εθεράπευες τους εχθρούς του Μωυσέως; Κοίτα που την αφήνω να κλαίη, και για να τιμήσω εσέ παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!
«Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναικός. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου γίνεται έπαινος στην Χαναναία. Μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής, και αδυνατώντας να υποφέρη την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθηταί του Χριστού. Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριον: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Τι απαντά η ανέκφραστος φιλανθρωπία, η απόρρητος σοφία;». «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Βαρυτέρα από την σιωπήν η απόκρισις. Ανάλογος όμως με την πίστιν της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστις της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπίαν ή για αδυναμίαν, θα απεμακρύνετο και θα έλεγε: τι φοβερά απανθρωπία! Δεν με ελυπήθη που κλαίω, δεν ελέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης, δεν ελέησε το δράμα της φύσεως. Ικέτευα και με απεστρέφετο, εφώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπήν. Ούτε όταν εφώναζα την ώρα που σιωπούσε τον συνεκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπείαν, όταν το πάθημά μου ευρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγον, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγή η θυγατέρα μου. Με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνήν που θα φέρη την άνεση. Και τότε ομίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. Φαίνεται της κόρης μου η συμφορά ενίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνον εκέρδισα από την ικεσία μου. Ηύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτησιν, άναψα τον θυμόν του με τα λόγια εκείνου, έκαμα αγριότερον τoν εχθρόν του παιδιού μου.
Αλλά δεν ολίσθησε σε παρομοίους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστις ατόνησε. Μεγάλη η πίστις της γυναικός, γι’ αυτό και εθησαυρίσθη στα Ευαγγέλια. «Ουκ έξεστιν βαλείν τoν άρτον των τέκνων τοις κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείση τoν Δεσπότην έλεγε: Ναι Κύριε, παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας. «Και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Μου εγγυάται την σωτηρίαν η προσφώνησις του ζώου αυτού. Ας γίνη το μέγεθος της ύβρεως μέτρον γι’ αυτό που θα μου δώσης. Κυνάριο με ονόμασες. Σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιον από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ. Δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυσιν. Ας απολαύση ο κληρονόμος σου εκείνο το τραπέζι, ας πέση όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.
Ω πίστις! Ω σύνεσις! Ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης. Περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας, και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους, εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου, μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονος. Λάβε έπαθλο της πίστεως, την θεραπεία της φύσεως.
Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας. Ας αγαπήσωμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες. Την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει». «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακόυσωμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέγη: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε». Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(5ος αιών – Migne, P.G. τ. 85, στ. 245. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 295 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Κοιτάζοντας γύρω μου, παρακολουθώντας την τόσο αλλόκοτη πραγματικότητα που τόσο γρήγορα μου έχει επιβληθεί από την ελληνική πολιτεία για το καλό μου, και μάλιστα χωρίς να αρθρώσω λέξη, παρατηρώ και διαπιστώνω κάτι εντελώς οξύμωρο. Σειρά από νομοθετημένους περιορισμούς και απαγορεύσεις κυριαρχούν στη καθημερινότητά μου, με σκοπό την προστασία της ζωής μου, με μια προϋπόθεση όμως: πρώτα, «να πεθάνω».
Το οξύμωρο αυτό, μαρτυρούν τα ίδια τα επιβεβλημένα μέτρα, τα οποία σε σημεία θυμίζουν κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος, αφού περιορίζουν τελικά και αποκλειστικά, όχι τη μετάδοση της αρρώστιας, αλλά την επικοινωνία και την ελευθερία μου.
Ενδεικτικά αναφέρω την επίσκεψη των ανθρώπων στο supermarket για την αγορά των αγαθών πρώτης ανάγκης. Κανένας περιορισμός, αμέτρητοι καταναλωτές ο ένας πάνω στον άλλον, κοινόχρηστος εξοπλισμός εξυπηρέτησης χωρίς καμία πρόσθετη προφύλαξη, καθαρισμό ή απολύμανση, εκτεθειμένα προϊόντα και συσκευασίες στα μικρόβια των χιλιάδων ανθρώπων που καθημερινά μπαινοβγαίνουν. Αυτό που έχει διαφοροποιηθεί πλέον στους χώρους αυτούς, είναι αφενός η όψη των εργαζομένων που θυμίζει κατάκοπους είλωτες, αφετέρου η επικοινωνία των ανθρώπων. Ο χαιρετισμός και η χαρά της συνάντησης με τον συνάνθρωπο έχει πια αντικατασταθεί με την καχυποψία, τον φόβο, τη βουβαμάρα, την αγένεια και την κατηγόρια.
Το ίδιο επικρατεί και στα νοσοκομεία που σφύζουν από ιατρικό και ευρύτερο προσωπικό, επισκέπτες, αρρώστους και συνοδούς, οι οποίοι συνυπάρχουν, όπως ακριβώς και παλιότερα. Κανένα μέτρο, καμία ασφάλεια, καμία προστασία. Κοινόχρηστοι χώροι, μηχανήματα και εξοπλισμός εκτεθειμένος στις λαβές και στις ανάσες όλων, όσοι μπαίνουν και βγαίνουν απρόσεκτα και ασταμάτητα. Οι μόνες διαφορές με το παρελθόν, είναι αφενός το χαμόγελο του γιατρού, του νοσηλευτή, του μέλους της οικογενείας που συμπαραστέκεται στον άρρωστο, που πλέον έχει καλυφθεί από τη μάσκα, και αφετέρου, η επιπλέον ένταση, η δυστροπία και ο διχασμός που επικρατεί στις σχέσεις των ανθρώπων εξαιτίας της ανασφάλειας που έχει εισχωρήσει μέσα μας, όχι μόνο των ασθενών, αλλά και των ιατρών.
Αν ο ιός ήθελε, με την μεταδοτικότητα που τον χαρακτηρίζει, θα μας είχε αποδεκατίσει όλους.
Ο ιός όμως, επιλέγει τους χώρους, στους οποίους γίνεται επικίνδυνος και θανατηφόρος.
Εκεί όπου πάω για να γεμίσω το ψυγείο και να χορτάσω την αχόρταγη όρεξή μου -κυρίως λόγω της κατάθλιψης και της ανίας που οι συνθήκες μου έχουν δημιουργήσει- εκεί, δεν με σκοτώνει. Εκεί όπου πάω αναγκαστικά για να θεραπεύσω την σωματική μου ασθένεια, αλλά και να λάβω τον «ζωηφόρο» εμβολιασμό, εκεί, επίσης δεν με σκοτώνει.
Κι εδώ ξεκινά το οξύμωρο: τόσο τα μέτρα, όσο και ο ίδιος ιός, φαίνεται πια να συνασπίζονται προς έναν κοινό σκοπό, «τη σωτηρία» της ζωής μου. Τα χαλαρά έως ανύπαρκτα μέτρα στα supermarket και στα νοσοκομεία προστατεύουν τη ζωή μου, και ο ιός στους ίδιους χώρους, την σέβεται και δεν την απειλεί.
Το ίδιο συνασπισμένα, αλλά με άλλη μορφή, εμφανίζονται τα μέτρα με τον ιό, σε χώρους που δεν μου παρέχουν τα είδη για την ικανοποίηση των ορέξεων της κοιλιάς, και δεν σχετίζονται με τη φανερή πλευρά της υγείας μου. Τα απαγορευτικά μέτρα και ο θανατηφόρος ιός συνασπίζονται και πάλι μοναδικά και επιθετικά, και γίνονται ένα, αστυνόμευση και εγκληματικότητα μαζί, εκεί όπου μου παρέχεται η φροντίδα της ψυχής, η αλληλεγγύη, η προστασία και η καλλιέργεια του πνεύματος, η χαρά της σωματικής άσκησης, η γαλήνη της επικοινωνίας και της υγειούς ψυχικής εκτόνωσης. Στους Ιερούς Ναούς, τα ιερά αυτά θεραπευτήρια της ψυχής και του σώματος, στα σχολειά και τα Κατηχητικά σχολειά, στις παιδικές χαρές, στο σπίτι μου, το σπίτι του αδελφού και του γείτονα. Εκεί ο ιός θεριεύει και γιγαντώνεται, κι όσο πιο ιερός ο χώρος, τόσο πιο πολύ θεριεύει ο ιός, όσο πιο ιερό το περιβάλλον, τόσο πιο αυστηρά κι απαγορευτικά τα μέτρα.
Πορείες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, ομάδες ανθρώπων, όλοι, κατά χιλιάδες στις πλατείες και τους δρόμους. Μόνον η περιφορά του Επιταφίου απαγορεύθηκε, μόνον ο καθαγιασμός των υδάτων και οι λιτανείες, μόνον οι εθνικές παρελάσεις, οι εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Τα μέτρα και ο ιός επιτρέπουν σε όλους να κυκλοφορούν και να συναθροίζονται. Μόνον στο Άγιο Σώμα του Χριστού δεν επιτρέπουν, στον ιερό Σταυρό μόνον απαγορεύουν, στα ιερά λείψανα των Αγίων, στο εθνικό μου φρόνημα, την ιστορία και τον πολιτισμό μου, στο παιδί που θέλει να σηκώσει περήφανα τη γαλανόλευκη, στην Ορθόδοξή μου πίστη και λατρεία, στην παράδοση και τους θεσμούς, στις εμπειρίες μου και στον άγιο ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής μου απαγορεύεται η κυκλοφορία. Μόνον σε ότι άφορά την ψυχή μου, το νου και το πνεύμα μου, τα μέτρα γίνονται απαγορευτικά και αυστηρά τόσο, που με την υποστήριξη του φόβου που σκορπά το θηρίο που λέγεται ιός, τελικά δεν σώζουν, αλλά απειλούν εμένα, τη ζωή και το μέλλον μου.
Κι επανέρχομαι σε αυτό που αρχικά είπα. Διαπιστώνω με λύπη κάτι οξύμωρο σε αυτό που μας συμβαίνει: σειρά από καθεστωτικώς επιβεβλημένα μέτρα από την ελληνική πολιτεία, με σκοπό την προστασία της ζωής μου· με μια προϋπόθεση όμως: πρώτα, «να πεθάνω». Να πεθάνω πνευματικά, ψυχικά, συναισθηματικά, πολιτιστικά, ιστορικά. Να πεθάνουν οι όμορφες παραδοσιακές συνήθειές μου, οι σχέσεις και οι εμπειρίες μου. Να πεθάνω ως παρελθόν, να αγνοηθώ ως παρόν, να αφανισθώ ως μέλλον.
Τέτοια προστασία, αγαπητή μου πολιτεία, δεν την θέλω.
«Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε» (Ιω. 14:1).
Δεν ταράζεται η καρδιά μας; Ταράζεται, όταν βλέπουμε αυτά που γίνονται γύρω μας, ταράζεται, όταν πέφτουμε σε πειρασμούς· όταν ο Κύριος μάς στέλνει δοκιμασίες, όταν έχουμε θλίψεις και όταν μας κυριεύει η κατάθλιψη, η καρδιά μας ταράζεται.
Αλλά ο Κύριος μάς λέει· «Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε». Μόνο αυτό χρειάζεται· η πίστη στον Θεό, στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Αυτή η πίστη αποδιώχνει κάθε θλίψη και κάθε ταραχή και είναι για μας το μοναδικό καταφύγιο στις δυσκολίες, τις δοκιμασίες και τις στενοχώριες.
«Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν· ει δε μη, είπον αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν» (Ιω. 14:2). Για ποια οικία του Πατρός μιλάει εδώ ο Χριστός; Βέβαια η έκφραση αυτή είναι συμβολική. Ο Θεός δεν έχει ανάκτορα σαν αυτά που έχουν οι γήινοι βασιλιάδες. Δεν έχει παλάτια με δωμάτια για τους υπηρέτες και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Δεν έχει ο Θεός ορατά κτίρια χτισμένα με τούβλα και λάσπη. Τότε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια του Κυρίου;
Σημαίνουν το εξής· ο καθένας από μας κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, με τα δικά του χέρια, χτίζει το μέλλον του. Αν η καρδιά μας είναι γεμάτη πίστη, ελπίδα και αγάπη, τότε ετοιμάζουμε για τον εαυτό μας μία ζωή μακάρια, ζωή αιώνια, γιατί αποστρεφόμαστε την οδό της αδικίας. Αλλά ο καθένας από μας σε διαφορετικό βαθμό αποκτά την καθαρότητα της καρδιάς, την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα.
Υπάρχουν μεγάλοι άγιοι, οι οποίοι ενώ βρίσκονταν σ’ αυτή τη ζωή γίνονταν άγγελοι εν σαρκί, αποκτούσαν τα πολύτιμα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και ανέβαιναν στο ύψος της θεογνωσίας. Αυτοί οι άγιοι, όταν περνούσαν στην αιώνια ζωή, είχαν ήδη την ικανότητα να επικοινωνούν άμεσα με τον Θεό, διότι η καρδιά τους είχε γίνει ναός του Θεού.
Εμείς που πολύ απέχουμε από το να είμαστε άγιοι, τι μπορούμε να περιμένουμε; Αν δεν πράττουμε έργα αδικίας και δεν καταδικάζουμε μ’ αυτά τον εαυτό μας σε αιώνιο βάσανο, τότε, μπορούμε να περιμένουμε την ανάπαυση και την χαρά στην αιώνια ζωή. Αλλά επειδή η καρδιά μας δεν έχει καθαρότητα, που είχαν οι άγιοι του Θεού, επειδή υπάρχει πολλή ακαθαρσία μέσα μας, γι’ αυτό δεν είμαστε ικανοί να επικοινωνούμε άμεσα και σε βάθος με τον Θεό, όπως οι άγιοι. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατοικούμε στις μονές που πλημμυρίζουν από άκτιστο φως, όπου κατοικεί ο ίδιος ο Θεός, ακόμα δεν είμαστε άξιοι. Γι’ αυτό ο Θεός μάς έχει ετοιμάσει μικρές κατοικίες διότι στην οικία του επουράνιου Πατέρα «μοναί πολλαί εισίν». Ο Θεός έχει μεγάλες και ένδοξες μονές, υπάρχουν μεσαίες, υπάρχουν και μικρές, σύμφωνα με το μέτρο του καθενός. Ο καθένας θα λάβει σύμφωνα με τα έργα του και τον βαθμό της καθαρότητας που έχει η καρδιά του.
Αλλά και αυτοί που θα κατοικήσουν ακόμα και σε πιο μικρές μονές θα συνεχίσουν στην αιώνια ζωή τον δρόμο προς την τελειότητα. Και αυτό που δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να κάνουν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, θα το κάνουν εδώ στις μικρές επουράνιες κατοικίες. Έτσι σταδιακά θα ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά φωτιζόμενοι και αγιαζόμενοι από τον Θεό. Και αυτούς, όπως και τούς μεγάλους αγίους, τους περιμένει αιώνια χαρά και αγαλλίαση.
Και αυτό είναι μεγάλη παρηγοριά για μας τους αδύναμους χριστιανούς που δεν έχουμε καθόλου προχωρήσει στον δρόμο που μας έδειξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός λέγοντας· «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Μτ. 5, 48). Πολύ μακριά είμαστε ακόμα. Αλλά ας μην απογοητευόμαστε· αν και είμαστε αδύναμοι, όμως, γνωρίζουμε ότι στην οικία του επουράνιου Πατέρα μας υπάρχουν πολλές κατοικίες.
Αν δεν είμαστε σαν τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους που μισούν τον Θεό και τον βλασφημούν και για τους οποίους ο απόστολος Παύλος επιστολή λέει· «Ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6:9-10). Αν δεν είμαστε τέτοιοι, τότε ας μην χάνουμε την ελπίδα μας, υπάρχει και για μας τόπος στο σπίτι του επουράνιου Πατέρα μας.
Στη συνέχεια ο Κύριος λέει· «Ει δε μη, είπον αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν» (Ιω. 14:2). Δηλαδή· «Αν δεν υπήρχαν στο σπίτι του Πατέρα μου πολλοί τόποι διαμονής θα σας έλεγα· εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο». Ο Χριστός το είπε στους αποστόλους του αλλά και σε όλους τούς χριστιανούς. Εμείς πρέπει να το ξέρουμε.
«Και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ και υμείς ήτε» (Ιω. 14:3). Ο Χριστός έχει ετοιμάσει τον τόπο για τους αποστόλους του και για όλους τους καθαρούς στην καρδιά και άξιους της κοινωνίας με τον Θεό.
Και πότε θα έλθει; Μήπως εδώ γίνεται λόγος για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Όχι, ο Κύριος λέει ότι αν τηρούμε τις εντολές του θα μας αγαπήσει ο επουράνιος Πατέρας του και θα έλθουν μαζί με τον Πατέρα και θα κατοικήσουν μαζί μας. Ο Κύριος ερχόταν στους αποστόλους του, ερχόταν στους μάρτυρες τότε που υπέφεραν αφάνταστα βασανιστήρια και τους ενδυνάμωνε. Έρχεται και τώρα και κατοικεί στην καρδιά των άκακων και καθαρών ανθρώπων. Θα έλθει στο τέλος της ζωής μας όταν η ψυχή μας θα χωριστεί από το σώμα. Ερχόταν στους αποστόλους, όταν, μετά από πολλά βασανιστήρια, η ψυχή τους άφηνε το σώμα, επειδή όλοι οι απόστολοι, εκτός από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, είχαν μαρτυρικό τέλος. Ερχόταν για να συναντήσει την ψυχή τους. Το ίδιο θα έλθει να συναντήσει τις ψυχές των καλών, δικαίων και καθαρών ανθρώπων.
«Και όπου εγώ υπάγω οίδατε, και την οδόν οίδατε. λέγει αυτώ Θωμάς· Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις· και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι» (Ιω. 14:4-5). Τι απάντησε ο Χριστός στον Θωμά; «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. 14:6). Για όλους μας Αυτός είναι η οδός που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Μας έδειξε αυτή την οδό.Μας έδωσε τις εντολές του, τις οποίες αν τις τηρούμε θα μας οδηγήσουν στη Βασιλεία του.
Αυτός που είναι η Αλήθεια φανέρωσε στον κόσμο την αλήθεια. Την φανέρωσε με τη διδασκαλία του, με τα θαύματα, με το θείο του πρόσωπο και με την αγάπη του που ο κόσμος δεν μπορεί να την κατανοήσει. Με την αγάπη που εκχύθηκε πάνω στον Σταυρό του Γολγοθά. Να πιστεύουμε ότι Αυτός, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή. Μόνο Αυτός προσφέρει τη γνήσια, καθαρή και θεία ζωή.
«Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού». Να θυμόμαστε καλά αυτό τον λόγο. Αυτός είναι η Οδός μας προς τον Θεό, η Οδός προς την Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν ήλθε ποτέ στον Πατέρα παρά μόνο μέσω αυτής της Οδού. Να το θυμόμαστε. Με όλη την καρδιά μας να πιστεύουμε σ’ Αυτόν, να τηρούμε τις εντολές Του. Να πάρουμε την σταθερή απόφαση να ακολουθήσουμε τον δρόμο που Αυτός μας έδειξε. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να έλθουμε στον Πατέρα και θα μας ανοιχθεί η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Αυτό να μας αξιώσει ο πανάγαθος και ελεήμων Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Αμήν.
(Από το βιβλίο: Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ’. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 52-6.)
Η αιτία για την οποία έγινε ή εορτή αυτή των Τριών Ιεραρχών, είναι η έξης: Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος έγινε βασιλιάς μετά τον Βοτανειάτη, γύρω στο 1100 από την Γέννηση του Χριστού, τον καιρό, λέω, εκείνο, προέκυψε στην Κωνσταντινούπολη διαφορά και φιλονικία ανάμεσα στους λόγιους και ενάρετους άνδρες.
Δηλαδή, άλλοι από αυτούς έλεγαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, επειδή με τους λόγους του ερεύνησε την φύση των όντων, με τις αρετές του όμως έμοιαζε και συναγωνιζόταν τους Αγγέλους. Διότι δεν συγχωρούσε εύκολα, όσους αμαρτάνουν, αλλά ήταν σοβαρός στο ήθος και δεν είχε μέσα του κανένα γήινο. Κατώτερο όμως από τον Βασίλειο έλεγαν τον θείο Χρυσόστομο. Επειδή εκείνος, κατά κάποιον τρόπο, ήταν αντίθετος με τον Βασίλειο και εύκολα συγχωρούσε τους αμαρτάνοντες, και το ήθος του ήταν ελκυστικό στην μετάνοια. Άλλοι πάλι αντίθετα ύψωναν τον θείο Χρυσόστομο και τον έλεγαν ανώτερο από τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, διότι χρησιμοποιεί διδασκαλίες συγκαταβατικότερες και οδηγεί όλους με το σαφές και εύκολο της φράσεώς του, και ελκύει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Και επειδή υπερβαίνει τους προηγούμενους δύο Πατέρες με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων του συγγραμμάτων και με το ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι πάλι, προσκείμενοι στα συγγράμματα του Θεολόγου Γρηγορίου, τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο, διότι αυτός με το κομψό και χαριτωμένο της φράσεώς του και με το υψηλό και δυσνόητο των λόγων του και με το ανθηρό των λέξεων ξεπέρασε όλους τους σοφούς, τόσο τους παλαιούς και περιβόητους στην εξωτερική και ελληνική σοφία, όσο και τους νεώτερους και δικούς μας εκκλησιαστικούς. Έτσι από την παρόμοια διαφορά και φιλονικία διαιρέθηκαν σε τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι λέγονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Επειδή λοιπόν έτσι ήταν διαιρεμένοι οι Χριστιανοί και έτσι φιλονικούσαν οι λόγιοι άνδρες, για τον λόγο αυτόν εμφανίσθηκαν σε όνειρο οι τρεις αυτοί Ιεράρχες και Διδάσκαλοι, πρώτα ο καθ’ ένας χωριστά και έπειτα και οι τρεις ενωμένοι μαζί, στον τότε Ιωάννη, τον Επίσκοπο της πόλεως Ευχαΐτων, (η οποία και Ευτικατία λέγεται και απλά Εφλεέμ, η οποία βρίσκεται στην Γαλατία, και υπάγεται στον Μητροπολίτη Γαγγρών).
Ήταν λοιπόν ο Ιωάννης αυτός άνδρας λόγιος και έμπειρος της ελληνικής παιδείας, όπως το μαρτυρούν τα συγγράμματα, που έχει εκπονήσει, και επί πλέον ήταν και άνθρωπος που είχε φθάσει στην κορυφή της αρετής Σ’ αυτόν, λέω, εμφανίσθηκαν και με ένα στόμα του λένε και οι τρεις «Εμείς ένα είμαστε κοντά στον Θεό, καθώς βλέπεις, και καμμία αντίθεση ή διαμάχη δεν έχουμε, αλλά στους διαφόρους καιρούς, που ζήσαμε, έτσι ο καθ’ ένας από εμάς από την χάρη του θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφορετικές διδασκαλίες συνέγραψε. Και εκείνα που διδαχθήκαμε από το Άγιο Πνεύμα, αυτά και εκδώσαμε για την σωτηρία των ανθρώπων. Και πρώτος ανάμεσα σε εμάς δεν υπάρχει, ούτε δεύτερος, αλλά εάν πεις τον ένα, αμέσως και οι άλλοι δύο ακολουθούν. Γι’ αυτό να διατάξεις αυτούς που φιλονικούν, να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι εμείς, όσο μπορούσαμε φροντίζαμε, τόσο όταν ήμασταν ζωντανοί, όσο και τώρα που βρισκόμαστε στους ουρανούς το να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε τον κόσμο στη γνώση και στην ομόνοια και όχι να τον χωρίζουμε. Αλλά και σε μία ημέρα ένωσε και τους τρεις εμάς και να συνθέσεις και τα τροπάρια και τα άσματα της εορτής μας, όπως αρμόζει στη δική σου σύνεση, και κατόπιν να αναφέρεις στους Χριστιανούς, ότι ένα είμαστε κοντά στον Θεό. Βέβαια και εμείς μαζί θα συνεργήσουμε για τη σωτηρία εκείνων, που εκτελούν την κοινή μνήμη μας Επειδή και εμείς φαινόμαστε, ότι έχουμε κάποια παρρησία και δύναμη κοντά στον Θεό». Αφού είπαν αυτά οι Άγιοι, φάνηκαν ότι ανέβηκαν πάλι στους ουρανούς λάμποντας από φως υπέροχο και ονομάζοντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του. Αφού λοιπόν σηκώθηκε από τον ύπνο ο ιερός Ιωάννης έκανε όπως τον διέταξαν οι θείοι Ιεράρχες. Και το μεν πλήθος του λαού το καθησύχασε και εκείνους που φιλονικούσαν τους ειρήνευσε (διότι ήταν περιβόητος στην αρετή ο άνθρωπος, γι’ αυτό και ο λόγος του είχε δύναμη και πειθώ). Και παρέδωσε στην Εκκλησία του Θεού να επιτελεί αυτή την εορτή. Και βλέπε, ω αναγνώστα, τη σύνεση και διάκριση αυτού του αγίου ανθρώπου. Επειδή βρήκε αυτόν τον Ιανουάριο μήνα, που είχε και τους τρεις αυτούς Ιεράρχες να εορτάζονται, τον Μέγα Βασίλειο κατά την πρώτη, τον Θεολόγο Γρηγορώ κατά την εικοστή πέμπτη και τον θείο Χρυσόστομο, κατά την εικοστή εβδόμη, για τον λόγο αυτόν τους ένωσε πάλι κατά την τριακοστή του ιδίου μηνός. Και τόσο στόλισε την Ακολουθία τους με κανόνες και τροπάρια και με λόγο εγκωμιαστικό, όπως έπρεπε σε τέτοιους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο χαριτώνυμος αυτός Ιωάννης ώστε φαίνονται, ότι αυτά συντέθηκαν τα άσματα της ακολουθίας αυτής κατά την νεύση και τον φωτισμό, όπως νομίζω, των τριών Αγίων Ιεραρχών. Διότι δεν έχουν απολύτως καμμία έλλειψη από τα επιχειρήματα εκείνα, που αποβλέπουν στον έπαινο των Αγίων. Έτσι τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν μέχρι τώρα και από όσα στο μέλλον πρόκειται να γίνουν.
Ήταν δε κατά την στάση του σώματος και την μορφή του προσώπου ως εξής οι τρεις Ιεράρχες, μολονότι αναφερθήκαμε γι’ αυτό και στην ξεχωριστή εορτή του καθενός.
Ο θειος Χρυσόστομος, ήταν κοντός στο ανάστημα του σώματος, είχε μεγάλη κεφαλή, ήταν αδύνατος και πολύ λεπτόσαρκος, ήταν μακρομύτης και είχε πλατιά τα ρουθούνια, ήταν κίτρινος μαζί και άσπρος, είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς και μεγάλους τους βολβούς Από αυτό συνέβαινε να λάμπει με πιο χαρούμενα βλέμματα, μολονότι ως προς τα άλλα μέλη του σώματος έδειχνε, ότι ήταν λυπηρός Είχε μεγάλο το μέτωπο και χωρίς τρίχες χαραγμένο με πολλές ρυτίδες Είχε αυτιά μεγάλα και το γένειο μικρό και ωραιότατο, στολισμένο με λίγες άσπρες τρίχες Από δε την νηστεία είχε τα σαγόνια στην άκρη βαθουλωμένα.
Τόσο όμως είναι απαραίτητο να πούμε γι’ αυτόν τον Άγιο, ότι με τους λόγους και τη ρητορική του ευφράδεια φάνηκε ανώτερος από όλους τους σοφούς και ρήτορες των Ελλήνων. Ιδιαίτερα και κατ’ εξαίρεση με το πλάτος των νοημάτων και με το καθαρό και ζωντανό του λόγου. Μάλιστα τόσο πολύ σαφήνισε και εξήγησε την θεία Γραφή, όπως κανένας άλλος και με τις διδασκαλίες του αυτές τόσο πολύ βοήθησε και αύξησε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ώστε, αν ο Άγιος αυτός δεν υπήρχε, (μολονότι και είναι τολμηρό να το πει κανείς) έπρεπε πάλι να γίνει μία δευτέρα παρουσία του Χριστού στη γη. Τόσο μεγάλος έγινε ο χρυσορρήμων αυτός στην πρακτική και θεωρητική φιλοσοφία, σε σημείο που υπερέβαλε όλους μαζί τους ενάρετους, γενόμενος πηγή της αγάπης και ελεημοσύνης και όλος όντας πάραυτα φιλαδελφία και διδασκαλία. Αυτός λοιπόν, αφού έζησε χρόνους εξήντα τρείς και αφού ποίμανε την Εκκλησία του Χριστού, προς αυτόν εξεδήμησε. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ως προς την στάση και το ανάστημα του σώματος πολύ
υψηλός. Ήταν αδύνατος και ολιγόσαρκος, μαύρος μαζί και κίτρινος στο χρώμα, ήταν μακρομύτης, είχε τα φρύδια στρογγυλά, ενώ το δέρμα, που είναι επάνω από τα φρύδια, το είχε συμμαζεμένο, φαινόταν όμοιος με έναν που συλλογίζεται και προσέχει στον εαυτό του. Είχε το πρόσωπο ζαρωμένο με λίγες ζαρωματιές, είχε τα μάγουλα μακριά και τους μήνιγγες δασείς από τρίχες συνεστραμμένες και κυκλοειδείς. Εξωτερικά φαινόταν, ότι είχε λίγο κομμένες τις τρίχες. Το γένειο ήταν αρκετά μακρύ και οι τρίχες ήταν ανακατεμένες, δηλαδή μαύρες μαζί με άσπρες.
Αυτός ο Άγιος ξεπέρασε στην παιδεία των λόγων όχι μόνο τους σοφούς και λόγιους, που ήταν στην εποχή του, αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς. Διότι, αφού έφθασε σε κάθε είδος παιδείας, σε κάθε μία από αυτές το κράτος και την νίκη απόκτησε. Και όχι μόνο αυτά, αλλά άσκησε και την έμπρακτη φιλοσοφία και με την πράξη ανέβηκε στη θεωρία των όντων. Εξ αιτίας αυτών ανέβηκε και στον θρόνο της αρχιεροσύνης, όταν έγινε σαράντα ετών και, αφού ποίμανε τήν Εκκλησί¬α πέντε χρόνια, εξεδήμησε προς Κύριον.
Ο Θεολόγος πάλι Γρηγόριος ήταν μέτριος ως προς τη θέση και το ανάστημα του σώματος λίγο κίτρινος μαζί και χαρούμενος. Είχε μικρή και πλατειά τη μύτη, είχε τα φρύδια ίσια, έβλεπε ήμερα και καταδεκτικά, είχε το δεξιό μάτι μικρότερο από το αριστερό και φαινόταν ένα σημάδι πληγής στην άλλη άκρη του οφθαλμού του. Είχε το γένειο αρκετά πυκνό, όχι όμως και μακρύ. Ήταν φαλακρός και άσπρος στην κεφαλή, έδειχνε ότι τα άκρα του γενείου του ήταν σαν καπνισμένα. Αξίζει να πούμε για τον Θεολόγο αυτόν, ότι, αν κάποιος έπρεπε να γίνει ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, αποτελούμενος από όλες τις αρετές, αυτός ήταν ο Μέγας αυτός Γρηγόριος. Διότι, αφού νίκησε με τη λαμπρότητα της ζωής του, εκείνους που διακρίνονταν κατά την πράξη, σε τέτοια κορυφή της θεωρίας ανέβηκε, ώστε όλοι νικιόνταν από τη σοφία που είχε, τόσο στους λόγους, όσο και στα δόγματα. Γι’ αυτό απόκτησε κατ’ εξαίρετο τρόπο και το να επονομάζεται Θεολόγος. Ποίμανε και την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δώδεκα χρόνους, ζώντας επάνω στη γη γενικά ογδόντα χρόνια.
Τον ενδέκατο αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, καθιερώθηκε ο κοινός εορτασμός τριών μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, και του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, για να τιμηθεί η υπέρτατη προσφορά τους στην παιδεία, η ακλόνητη και θερμουργός πίστη πρός τον Θεό και η απαράμιλλη ποιμαντορική και φιλανθρωπική τους δράση.
Από τότε επικράτησε εθιμοτυπικά η εορτή των Τριών Ιεραρχών να σχετίζεται με την παιδεία και τα ελληνικά γράμματα, έθος που συνεχίστηκε και κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε και πήρε εθνικό χαρακτήρα. Στους Τούρκους εμφανιζόταν ως θρησκευτική εορτή και ημέρα εξέτασης της προόδου των μαθητών, αλλά ουσιαστικά οι παπάδες-δάσκαλοι καλλιεργούσαν στα Ελληνόπουλα τον πόθο για ελευθερία.
Μετά την απελευθέρωση αναγνωρίστηκε επίσημα ως η πιό λαμπρή εορτή των ελληνικών σχολείων και της εκπαίδευσης γενικότερα, πρώτα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με απόφαση της Συγκλήτου το σχολικό έτος 1843-44, και αργότερα πια νομοθετικά από την ελληνική πολιτεία.
Στα στενά όρια ενός άρθρου δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε με πληρότητα το πολυσχιδές έργο καί την τεράστια προσφορά των Τριών Ιεραρχών, γι’ αυτό και θα παρουσιάσουμε μόνο μερικά και κυρίως πρακτικά σημεία από τη σχέση τους με την παιδεία και την παιδαγωγία των νέων.
Και οι τρείς μεγάλοι Πατέρες από την παιδική τους ηλικία αγάπησαν ολόψυχα την παιδεία, αναζήτησαν τη γνώση και αφιερώθηκαν με ζήλο στην επιστήμη.
Ο Μέγας Βασίλειος μετά τα εγκύκλια μαθήματα που έλαβε από τον πατέρα του, σπούδασε στις περίφημες σχολές της Καισάρειας και αργότερα έκανε ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Το 351 μ.Χ. μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική.
Στα έργα του αργότερα και κυρίως στην Εξαήμερό του, φανερώνει την αριστοτεχνική χρήση του ελληνικού λόγου και την εκπληκτική γνώση των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των επιστημονικών δεδομένων της εποχής του.
Ο Άγιος Γρηγόριος διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα μάλλον στη Ναζιανζό και συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα υπήρξε συμφοιτητής με τον Μέγα Βασίλειο και σπούδασε με ξεχωριστό ζήλο φιλοσοφία, ρητορική, μουσική, αστρονομία και γεωμετρία. Εντυπωσίασε τόσο πολύ τους καθηγητές του, ώστε, μετά το πέρας των σπουδών του, τον εξανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα και να διδάξει φιλοσοφία και ρητορική. Αναδείχθηκε απαράμιλλος χειριστής της αττικής διαλέκτου, μεγάλος ποιητής και συγγραφέας και σαγηνευτικός ομιλητής.
Ο Άγιος Ιωάννης σπούδασε στην Αντιόχεια κοντά στους φημισμένους φιλοσόφους Ανδραγάθιο και Λιβάνιο. Αμέσως μετά τις σπουδές του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα και αναδείχθηκε «δεινός εις το λέγειν και πείθειν». Θεωρείται ο μεγαλύτερος ρήτορας όλων των εποχών. Έλαβε το προσωνύμιο «Χρυσόστομος» για την ευγλωττία του και την καλλιέπεια των λόγων του. Και οι τρεις, παρ’ ότι αφιέρωσαν τα χαρίσματα και τις ικανότητές τους στην διακονία του Ευαγγελίου του Χριστού, δεν απαξίωσαν την κοσμική σοφία. Συνιστούσαν τη σοβαρή σπουδή των επιστημών και μάλιστα τόνιζαν την αξία της ελληνικής σοφίας. Όχι μόνο δεν αντιτάχθηκαν στο αρχαιοελληνικό πνεύμα, αλλά, όπως άλλωστε και όλοι οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, προσέλαβαν όλα τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού. Αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο πολλές απόψεις και θεωρίες της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, χωρίς βέβαια να αλλοιώσουν την ορθόδοξη χριστιανική αποκαλυπτική αλήθεια. Οι Πατέρες έγραφαν και εδίδασκαν κατά της ειδωλολατρικής πλάνης κι όχι εναντίον της ελληνικής παιδείας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξαίρει την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας, συμβουλεύοντας τους νέους της εποχής του να διαβάζουν τα πάντα, αλλά να απορρίπτουν όλα τα της ειδωλολατρίας και μάλιστα ορίζει και τον τρόπο αγωγής, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ο χριστιανός θα έχει την αρχαία γραμματεία ως διδάσκαλο, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, τον Καισάριο. Ο Καισάριος επεζήτησε κάθε αρετή και μάθηση και σπούδασε ρητορική, ιατρική, γεωμετρία και αστρονομία, χωρίς όμως να αφήσει τον εαυτό του να επηρεαστεί από την επικίνδυνη πλάνη της αστρολογίας, που οδηγεί στην ειδωλολατρία.
Ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο σύγγραμά του, Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων, συνιστά τη με διάκριση χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία ονομάζει και «προθάλαμο της χριστιανικής αγωγής», και θεωρεί απαίδευτους όσους δεν έχουν σπουδάσει την κληρονομιά της ελληνικής σκέψης και διανόησης. Στα έργα του μεγάλου Πατρός παρελαύνουν όλοι οι μεγάλοι στοχαστές της αρχαιότητος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί, ο Πλούταρχος, ο Πλωτίνος κ.ά.
Οι τρεις Ιεράρχες αναδείχθηκαν και απαράμιλλοι παιδαγωγοί. Οι συμβουλές και οι παραινέσεις τους προς τους γονείς, τους νέους και τους δασκάλους παραμένουν επίκαιρες μέχρι και σήμερα.
Ο ιερός Χρυσόστομος τόνιζε ότι η παιδαγωγική είναι ανώτερη από κάθε άλλη τέχνη, γιατί διαπλάθει ψυχές. Παρότρυνε τους παιδαγωγούς παράλληλα με τη μετάδοση των γνώσεων να δείχνουν αγάπη στους μαθητές τους και να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Επιμένει στον χαρακτήρα του δασκάλου και συνιστά σε όποιον θέλει να αναλάβει έργο παιδαγωγού να έχει φιλοστοργία, αυταπάρνηση και διάθεση θυσίας και να είναι απαλλαγμένος από την υπερηφάνεια και την αλαζονεία. Και πάντοτε να επιβεβαιώνει όσα διδάσκει με το προσωπικό του παράδειγμα.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται ακόμα πιό πρακτικός στις παιδαγωγικές του παραινέσεις. Συνιστά τα σχολεία να κατασκευάζονται σε μέρη ήσυχα και οι δάσκαλοι να προσπαθούν να ελκύσουν την εμπιστοσύνη των μαθητών τους. Κατά την ώρα της διδασκαλίας ο παιδαγωγός πρέπει να είναι σαφής και σύντομος, όχι όμως τόσο ώστε να μην προλάβουν να συγκρατήσουν οι μαθητές αυτά που λέγει. Υποδεικνύει στους παιδαγωγούς να μην ομιλούν συγχρόνως για πολλά θέματα, να επαναλαμβάνουν αυτά που λέγουν, να μην προσπαθούν να αποδείξουν τα απλά και αυταπόδεικτα, να χρησιμοποιούν πολλά παραδείγματα και γενικώς να διδάσκουν με τρόπο εποπτικό.
Ο ιερός Πατήρ είναι και πρόδρομος του επαγγελματικού προσανατολισμού. Παρακινεί τους γονείς και παιδαγωγούς στη μόρφωση των παιδιών να λαμβάνουν υπόψη τους την κλίση που έχουν στις διάφορες τέχνες. Με σοβαρότητα να δοκιμάζουν τις ικανότητες των παιδιών και ύστερα να επιλέγουν τον κατάλληλο διδάσκαλο ή τεχνίτη για να μαθητεύσουν. Ο Μέγας Βασίλειος, παρ’ ότι καταδικάζει την υπέρμετρη και φιλάρεσκη απασχόληση με το σώμα, δεν απαγορεύει τη σωματική άσκηση. Μάλιστα στην 74η Επιστολή του εκφράζει την έντονη λύπη του, διότι στην πατρίδα του έκλεισαν τα γυμναστήρια και οι νέοι προτιμούν τη μαλθακή ζωή και τις απολαύσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Βασίλειος μεταξύ των μαθημάτων που συνιστά να διδάσκονται οπωσδήποτε οι νέοι συμπεριλαμβάνει την ιστορία, τη φυσική, τη γεωμετρία, την αριθμητική και την αστρονομία, την οποία διαχωρίζει από την αστρολογία. Μάλιστα στην 135η Επιστολή του, προς τον πρεσβύτερο Διόδωρο, τονίζει ότι το διδακτικό βιβλίο πρέπει να είναι ευχάριστο και συγχρόνως «απλούν και ακατάσκευον… έχον την δύναμιν εν τοις πράγμασι».
Ο ιερός Βασίλειος, όπως και οι άλλοι δύο Ιεράρχες, τονίζει προς τους γονείς την υποχρέωση που έχουν για την ορθή ανατροφή των παιδιών τους. Καλεί τους γονείς να εκτρέφουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος «μετά πραότητος και μακροθυμίας, μηδεμίαν πρόφασιν το όσον επ’ αυτοίς διδόναι οργής και λύπης». Και βέβαια να διδάσκουν κι αυτοί με το παράδειγμά τους και να μην ξεχνούν πως αυτοί είναι και οι πρώτοι που θα πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους θρησκευτική αγωγή και να εμφυτεύσουν στις εύπλαστες παιδικές ψυχές την ευσέβεια και την αγάπη προς τον Θεό.
Τέλος, και οι τρείς μεγάλοι Ιεράρχες, αν συνοψίσουμε τις παραινέσεις τους σε λίγες φράσεις, συμβουλεύουν τους νέους όλων των εποχών: «Προχωρείτε, παιδιά, προχωρείτε πάντοτε μπροστά και όλο ψηλά. Ποθήστε τη μόρφωση. Δοθείτε με επιμονή και πνεύμα μαθητείας στις σπουδές σας. Λαχταράτε να κάνετε κάτι μεγάλο και ηρωικό; Μάθετε να παραμερίζετε τον εαυτό σας και να τον θέτετε στην υπηρεσία των άλλων. Οραματίζεσθε μια κοινωνία πιό καλή; Δουλέψτε. Οπλισθείτε με δραστηριότητα κι επιμονή και ζήστε την αγάπη του Χριστού δυνατά, φλογερά, μέχρι τέλους».
Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 - 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.
Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.
Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.