† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, χίλια χρόνια πρὶν τὸν Χριστό, ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔψαλλε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλλατωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Τὸ ἴδιο μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ψάλλουμε μετὰ βεβαιότητος, παίρνοντας ὡς ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. 

   Ὁ Χριστός, μόνος μὲ τοὺς Μαθητές Του σὲ ἔρημο τόπο, εἶδε πολὺ κόσμο νὰ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν. (Κὶ ὅμως, ἀγαπητοί, ἐκείνη τὴν ἐποχή, δίχως τὰ ὀχήματα ποὺ ἐξυπηρετοῦν ὅλους ἐμᾶς σήμερα, χιλιάδες ἄνθρωποι μὲ πολλὴ δίψα γιὰ τὸν Θεῖο Λόγο, διένυαν δεκάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριό μας, νὰ λάβουν ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματά τους καὶ νὰ Τοῦ παρουσιάσουν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει. Σήμερα, μὲ ὅλα τὰ ὀχήματα, μὲ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς τεχνολογίας, ἀντὶ ἡ ἀνθρωπότητα νὰ τρέχει μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό, διακρίνουμε, δυστυχῶς, τὸ ἄκρως ἀντίθετο. Πολλοί, μάλιστα, ἐκ τῶν Χριστιανῶν θεωροῦν ὅτι μὲ μόνο τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπαφὴ μαζί Του) Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ παρ’ ὅλη τὴν κόπωση, θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ ξεκίνησε τὴν διδασκαλία. Καίτοι χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι, Τὸν ἄκουγαν ὅλοι μὲ εὐλαβικὴ σιωπή. Ἡ ἡμέρα πέρασε καὶ ὁ ἥλιος ἔφθασε στὴ δύση του. Οἱ Ἀπόστολοι ἀνήσυχοι πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους γιὰ νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις καὶ νὰ ἀγοράσουν τροφές, διότι ἦταν ὅλοι πολλὲς ὥρες νηστικοί. 

   Μήπως ὁ Χριστὸς δὲν ἤξερε ὅτι τὰ πλήθη ἄρχισαν νὰ πεινοῦν καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πάνε ἐγκαίρως νὰ ἀγοράσουν τροφές; Σίγουρα γνώριζε. Εἶχε, ὅμως, τὸ σχέδιό Του, μέσω τοῦ ὁποίου θὰ ὠφελοῦσε καὶ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων.

   Μήπως, πάλι, περίμενε τοὺς Ἀποστόλους νὰ Τοῦ ποῦν γιὰ τὴν τροφή; Πράγματι, ἴσως καὶ νὰ τοὺς περίμενε μέχρι νὰ ἐπιδείξουν οἱ ἴδιοι τὸ ἀπαραίτητο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, ὅπως ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Ζοῦμε, ξέρετε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ παίρνουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνουμε. Καί, μάλιστα, μὲ τὸ νὰ δίνουμε ἀποταμιεύουμε μεγαλύτερο θησαυρὸ τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρανό. 

   Λέει, λοιπόν, ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους: «δὲν χρειάζεται νὰ φύγει ὁ κόσμος. Φέρτε ἐσεῖς σὲ αὐτοὺς νὰ φᾶνε». Οἱ Ἀπόστολοι ἀπαντοῦν: «Κύριε, ἔχουμε ἐδὼ μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι πολὺ λίγα γιὰ τόσο κόσμο». «Φέρτε τὰ σὲ ἐμένα», τοὺς λέει Ἐκεῖνος. Παρουσίασαν, τότε, οἱ Μαθητὲς τὶς τροφές, ὁ Κύριος ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εὐλόγησε, ἔκοψε τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια καὶ διέταξε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μοιράσουν τὰ κομμάτια στοὺς ἀνθρώπους. Τί συνέβη στὴ συνέχεια; Ὄχι μόνο ἔφαγαν καὶ οἱ πέντε χιλιάδες ἄνδρες μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ χόρτασαν καὶ γέμισαν μὲ τὰ περισσεύματα δώδεκα γεμάτα κωφίνια, εἰς δόξαν τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μας. Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι τὰ δώδεκα κωφίνια ἀντιστοιχοῦν στοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους. Ἕκαστος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἐντολὴ νὰ μεριμνᾶ τόσο γιὰ τὶς ψυχὲς ὅσο καὶ γιὰ τὰ σώματα τοῦ ποιμνίου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι πολλὲς φορὲς ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ κοσμικὴ ἐξουσία.

   Πρὶν λίγες ἑβδομάδες, εἴχαμε ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτὰ τὰ λόγια ἐπιβεβαιώνονται μὲ τὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. 

   Ὅσο παράξενο καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἂν ἔχουμε ὡς προτεραιότητα στὴ ζωή μας τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἐπιμένουμε μὲ εὐλάβεια στὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό, ἂν θυσιάζουμε, ἂν ὄχι ὅλο τὸν ἑαυτό μας, ἔστω ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τὸν Θεό, πάντοτε θὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας. Μπορεῖ ὁ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει τὰ ἀκριβὰ σπίτια ἢ τὰ πολυτελῆ φαγητά, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα αἰσθάνεται ὅτι ἔχει τὰ πάντα καὶ δὲν τοῦ λείπει τίποτα, καθὼς πιστεύει σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι «ὁ θησαυρὸς τῶν (πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν) ἀγαθῶν».  Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε, ὅπως λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες». Μπορεῖ οἱ πλούσιοι τῆς γῆς νὰ φτάσουν στὸ σημεῖο νὰ πεινάσουν, ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ἔχει Θεὸ μέσα του, ἔχει ὅλη τὴν εὐλογία, ὑλικὴ καὶ πνευματική. 

   Πρὸς ἐνίσχυση ὅλων τῶν ἀνωτέρω, βλέπουμε σήμερα, σὲ δυσχερεῖς οἰκονομικὰ συνθῆκες νὰ χτίζονται ἀπὸ τὸ τίποτα Ναοί, Μοναστήρια, εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ ἄλλα κοινωνικὰ ἔργα μὲ μόνη τὴν πίστη κάποιων ἀνθρώπων καὶ τὴν δυσερμήνευτη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ἄλλωστε, γραμμένο ὅτι «Ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

   Αὐτὸς ὁ Θεὸς διαχρονικὰ μᾶς προτρέπει: «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα οἱ Ἀπόστολοι δὲν ζήτησαν τροφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τοῦ ζήτησαν ἀπλῶς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους. Παρὰ ταῦτα, Ἐκεῖνος ἔκανε μεγαλύτερη ἀγαθοεργία μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἂν δίχως νὰ Τοῦ ζητηθεῖ, χόρτασε πάνω ἀπὸ πέντε χιλάδες ἀνθρώπους, πόσο μάλλον θὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀγαθά Του, ἂν μὲ πίστη Τοῦ τὸ ζητήσουμε; 

   Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἂν ζοῦμε γιὰ τὸν Θεό, τίποτα δὲν θὰ μᾶς λείψει, ὥστε μὲ περισσότερη προθυμία νὰ συνεχίσουμε τοὺς πνευματικούς μας ἀγῶνες. 

   Βεβαίως, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐγωκεντρικά. Ἔχουμε καθῆκον νὰ κουνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν χεῖρα μὲ τὴν τίμια ἐργασία μας. Τονίζω αὐτὸ τὸ «τίμια ἐργασία», διότι μόνο αὐτὴ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεό. Ἡ ἄτιμη καὶ παράνομη ἐργασία ὅσα πλούτη καὶ ἂν ἀποφέρει, ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα στὸν ἄνεμο. Δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ δύνανται νὰ γίνουν καπνός. 

   Ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε σχέση μὲ αὐτά. Ἐργαζόμαστε τίμια καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἀποβλέπουμε στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ μας. Τὸ σημερινὸ θαῦμα μᾶς γεμίζει μὲ θάρρος καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀρκεῖ κὶ ἐμεῖς νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψουμε. Εἴμαστε κοντά Του; Εἶναι καὶ Ἐκεῖνος. Φροντίζουμε τὸ σπίτι Του ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Θὰ φροντίσει τὸ σπίτι μας. Ἀκοῦμε τὸν λόγο Του; Θὰ ἀκούσει τὰ αἰτήματά μας. Εἴμαστε φίλοι Του; Εἶναι δικός μας. Τί περισσότερο μπορεῖ νὰ θέλει κανείς; 

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομου

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

«Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς ἀληθείας Χριστοῦ τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε ἐπὶ τῆς γῆς ἀληθῶς, Πατέρες μακάριοι»

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Φαντασθεῖτε πόσο μεγάλη καταστροφὴ θὰ γνώριζε τὸ σύμπαν ἐὰν ἔσβηνε ὁ ἥλιος, μαύριζε ἡ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια ἔπαυαν νὰ μοιράζονται μὲ ἐμᾶς τὸ φῶς τους. Ἀνυπολόγιστο τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Ὡστόσο, μία μεγαλύτερη συμφορὰ θὰ συνέβαινε ἐὰν ἔσβηναν οἱ νοητοὶ ἀστέρες, δηλαδή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι ἡ πρώτη καταστροφὴ θὰ θανάτωνε τὸ σῶμα καὶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο μὲ τὸν παγετό, παραδείγματος χάριν, ἡ δεύτερη, ὅμως, τὴν ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν αἱρέσεων. 

            Σήμερα τιμοῦμε εὐγνωμόνως τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τοὺς τιμοῦμε διότι ἔζησαν ἑνωμένοι μὲ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο διέδωσαν στοὺς συνανθρώπους τους τόσο μὲ τὴν διδασκαλία, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους. Ἀγάπησαν καὶ σεβάσθηκαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἔζησαν ὡς γνήσιοι, ἡρωϊκοὶ ποιμένες, καθοδηγῶντας τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο στὸν ὑψηλὸ προορισμὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, μέσα ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς διάκρισης. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀποστρέφεται ἀφενὸς τὴν αἵρεση καὶ τὴν καινοτομία, ἀφετέρου τὸν «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο» τῶν δῆθεν ὁμολογητῶν.  

            Οἱ ὑπέρλαμπροι φωστῆρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διασφάλισαν ἀνόθευτη τὴν Πίστη μας ἀντιμετωπίζοντας τὸν Εὐτυχῆ, τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Σεβῆρο, τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τους κήρυτταν τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ὅπως ὅλες οἱ αἱρέσεις, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ἔτσι λοιπόν, προκειμένου νὰ πάψουν τὴν διάδοση τῆς πλάνης καὶ νὰ ὁδηγήσουν σὲ μετάνοια τοὺς αἱρετικούς, κινούμενοι στὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. 

            ξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὴν βεβαίωση τῆς ὀρθῆς πίστης συνέβαλε τὰ μέγιστα τὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας ποὺ ἑορτάσαμε πρὶν λίγες ἡμέρες. Ὀρθόδοξοι καὶ μονοφυσίτες τοποθέτησαν στὴν λάρνακα τῆς Ἁγίας τοὺς ἀντίστοιχους τόμους καὶ ὅταν ἀργότερα ἄνοιξαν ξανὰ τὴν λάρνακα, εἶδαν τὸν τόμο τῶν αἱρετικῶν στὰ πόδια τῆς Ἁγίας, τὸν δὲ τόμο τῶν Ὀρθοδόξων στὸν θώρακα. 

             Ἐκκλησία μας, τιμῶντας τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἀνταποκρίνεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ λέει ὅτι τὸν ἀναμμένο, φωτεινὸ λύχνο, τὸν τοποθετοῦμε στὸν λυχνοστάτη γιὰ  νὰ φωτίζεται ὅλος ὁ οἶκος. Δὲν τὸν κρύβουμε, διότι ἂν τὸν κρύψουμε, χάνουμε τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν παρουσία του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, δὲν ἐπιτρέπεται τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς προικισμένους μὲ πολλὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς φωτεινοὺς ὁδοδεῖκτες, νὰ τοὺς ἀπαξιώνουμε, διότι ἔτσι μόνο ζημιωμένοι βγαίνουμε καὶ ἐπιβεβαιώνουμε τὴν πνευματικὴ τύφλωσή μας. Τὰ φῶτα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν Ἁγίων, τῶν χαριτωμένων ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ διαχέονται σὲ ὅλο τὸν οἶκο, ὥστε κὶ ἐμεῖς καὶ ὅσοι θὰ εἰσέρχονται, νὰ βλέπουμε τὸ φῶς, νὰ φωτιζόμαστε καὶ νὰ ὁδηγούμαστε στὴ Θέωση τῆς ψυχῆς. Τὸ ποιός εἶναι τὸ Φῶς καὶ ποιός τὸ σκότος, αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ καθενός.

            Πάντως, κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἔχει καθῆκον νὰ εἶναι τὸ Φῶς γιὰ τὸν κόσμο, διότι πάλι λέει ὁ Κύριος: «μὲ τέτοιο τρόπο νὰ λάμψει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὥστε νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Οὐράνιο Πατέρα». Ἂν πρῶτα δὲν φωτισθοῦμε οἱ ἴδιοι καὶ ἔπειτα δὲν φωτίσουμε τοὺς συνανθρώπους μας, δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Χριστὸς καὶ σίγουρα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ζητοῦσε ἀπὸ ἐμᾶς κάτι στὸ ὁποῖο νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε. Ἂν τόσο καιρὸ ἔχουμε μάθει νὰ ζοῦμε στὸ σκοτάδι, ὥρα νὰ τὸ ἀφήσουμε καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Φῶς, διότι πιστεύουμε σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ «Φῶς τοῦ κόσμου».

            Αὐτὸς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐρχόμενος στὴ γῆ μετέδωσε τὸ Φῶς Του καὶ μείωσε τὸ σκοτάδι. Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἀνάμειξή τους. Ὡς πρὸς τὸν νόμο, μᾶς βεβαιώνει ὅτι δὲν ἦρθε νὰ τὸν καταλύσει, ἀλλὰ νὰ τὸν ὁλοκληρώσει καὶ τόνισε ὅτι ὅποιος προσθέσει ἢ ἀφαιρέσει ἕνα γιῶτα ἀπὸ τὸν ὁλοκληρωμένο θεϊκὸ νόμο, αὐτὸς θὰ εἶναι ἐλάχιστος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εὔκολα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε τὴν πλάνη ὁρισμένων ἀποκαλουμένων χριστιανῶν, τῶν Λατίνων. Αὐτοί, ὄχι ἁπλῶς ἀφαίρεσαν ἕνα γιῶτα, ἀλλὰ ἀκύρωσαν ὁλόκληρη τὴν ἐντολὴ τοῦ Βαπτίσματος. «Βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω κάτι μέσα στο νερό». Καὶ μάλιστα ὁ ὀρθὸς τύπος τοῦ Βαπτίσματος ἀπαιτεῖ τριπλὴ κατάδυση στὸ ἁγιασμένο νερό, ποὺ συμβολίζει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, μαζὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ἔχουν θεσπίσει τὴν ἐπίχυση λίγου νεροῦ στὴν κεφαλή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀβάπτιστοι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, λοιπόν, κάποιοι ἐπιμένουν νὰ διατηροῦν σχέσεις μετ’ αὐτῶν, ἀναμειγνύοντας τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη; Ἂς σκεφθοῦν οἱ ἴδιοι τὴν ἀπάντηση. Πάντως, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι παιχνίδι ποὺ μεταχειριζόμαστε κατὰ τὸ δοκοῦν. 

              γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων χαράχθηκε μὲ σαφήνεια. Ὅστις θέλει τὴν ἀκολουθεῖ. Ὅστις δὲν θέλει ἐπειδὴ ἔχει κενὰ στὴν ψυχή του, καλὸ θὰ εἶναι νὰ μὴν μεταφέρει τὰ κενὰ καὶ τὰ πάθη του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἔζησαν γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πίστευαν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν. Δὲν σκόρπισαν στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε πλάνες καὶ καινοτομίες, οὔτε τρόμο καὶ ἀπελπισία. Μόνο τὴν Ὀρθοδοξία μετέφεραν, μόνο Φῶς, Ἐλπίδα καὶ Παρηγοριά, φυλάσσοντας πάντοτε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Θέωση. Σὲ αὐτὴ τὴν ὁδὸ ἔχουμε καθῆκον νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων, ὄχι τῶν δυτικῶν ἀκαδημιῶν, οὔτε τῆς ἀδιακρισίας ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φανατισμό.

     Ἡ Ἁγία Εὐφημία, στὸ θαῦμα τῆς ὁποίας ὀφείλεται ἡ σημερινὴ ἑορτή, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία ποὺ ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος θὰ τιμήσουμε, ἡ Μεγαλομάρτυς Μαρίνα, μᾶς δείχνουν τὴν μεσαία, βασιλικὴ ὁδό: οὔτε ἔμιξαν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μὲ τὰ εἴδωλα γιὰ νὰ ζήσουν ἄνετα, οὔτε ὑπῆρξαν φανατικές. Σίγουρα, θὰ μποροῦσαν νὰ φερθοῦν διπλωματικὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν μία ἤρεμη ἐπίγεια ζωή. Ὡστόσο, προτίμησαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησαν καρδιακά. Γιατί; Γιατὶ δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ πρόσκαιρα, μάταια καὶ φθαρτὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ γιὰ τὰ μένοντα, τὰ μέλλοντα, τὰ αἰώνια. Ὁμολόγησαν μὲ πίστη καὶ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ δὲν παρέκκλιναν, ὑπομένοντας φρικτὰ μαρτύρια. Οἱ δήμιοί τους νόμιζαν ὅτι νίκησαν, ἀλλὰ τελικὰ ἀποδείχθηκαν οἱ χαμένοι τῆς ὅλης ὑπόθεσης. Ἔσβησαν, ξεχάσθηκαν. Οἱ δύο Ἁγίες, ὅμως, οἱ ὁποῖες ἀνταπέδωσαν τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ αἵμα τους, νίκησαν. Δὲν ἔκαναν ἐκπτώσεις στὴν πίστη καὶ διατήρησαν τὸ πνεῦμα τους ἐλεύθερο, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς στεφάνωσε, τοὺς χάρισε μία θέση δίπλα Του, καὶ ἀνέδειξε ἄφθαρτη τὴν μνήμη τους, μὲ ἀποτέλεσμα, δεκαοκτὼ αἰῶνες μετὰ τὸ μαρτύριό τους, νὰ τὶς τιμοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν πρεσβεία τους. 

         Τελικά, στὴν Ἐκκλησία μας, νικητὲς βγαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ θυσιάζονται ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ θυσιάζουν τὴν ἀλήθεια γιὰ μερικὰ ἔτη ἐνδεχόμενης εὐημερίας.

         Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μετὰ τῶν Ἁγίων Μεγαλομαρτύρων Εὐφημίας καὶ Μαρίνης νὰ πρεσβεύουν γιὰ ὅλους μας καὶ γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας!

 

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Ἄγνωστη Ἱστορικὴ Ἐπιστολὴ Ἁγίου Ἱεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου

  

Εἰσαγωγικὸ

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν σημαντικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ τῆς 9ης Νοεμβρίου 1937, μέσῳ τῆς ὁποίας τὸν ἔψεγε ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Οἱ ἀποκηρύξεις τῶν ἀποσχιστῶν Ἐπισκόπων συνέβησαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους ἐκείνου καὶ ἀποτέλεσαν μεγάλο πλῆγμα στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας τοῦ 1924.
Ὡς γνωστόν, ἡ ἀκραία ὁμάδα περὶ τὸν Βρεσθένης Ματθαῖο -ποὺ ἀκολούθησε τότε καὶ ὁ Κυκλάδων Γερμανὸς- βρῆκε ὡς πρόφαση γιὰ τὴν διάσπασή της ἐκκλησιολογικῆς φύσεως διευκρινίσεις, στὶς ὁποῖες εἶχαν προβεῖ οἱ Ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Δημητριάδος Γερμανὸς καὶ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὰ ἰσχύοντα -σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες- γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ θέση ὅσων δέχθηκαν τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία.
Περὶ τῶν λεπτομερειῶν τῆς τραγικῆς ἐκείνης διασπάσεως ἔχουμε ἀναφερθεῖ σὲ ἱστορικὸ ἔργο μας, στὸ ὁποῖο παραπέμπουμε τὸν ἐνδιαφερόμενο (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, 1910-1973, Ἀκατάβλητος Ἀγωνιστὴς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2019, σελ. 162-181).
Ἡ γνωστὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν παρασυρθέντα στὴν σύμπηξη Παρασυναγωγῆς Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ δημοσιεύθηκε ἤδη ἀπὸ τοῦ 1973 ἀπὸ τὸν λόγιο Ἁγιορείτη τότε Μοναχὸ π. Θεοδώρητο σὲ εἰδικὴ μελέτη του, ἐνῶ ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ διὰ τῆς συμπεριλήψεώς της στὸ ἔργο: Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης – Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1981, σελ. 76-84, ὑπὸ τῶν Ἐπιμελητῶν Ἠλία Ἀγγελόπουλου καὶ Διονυσίου Μπατιστάτου.
Σὲ αὐτήν, ὁ συντάκτης ἀναφέρει ὅτι ἀπαντᾶ σὲ ἔντυπη ἀνταπάντηση ἀπὸ 20-10-1937 τοῦ ἀποδέκτου, καὶ μάλιστα τοῦ θυμίζει ὅτι πρὶν νὰ κυκλοφορήσει αὐτὴν ἐντύπως πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν θὰ ἔπρεπε κατὰ λογικὴ ἀπαίτηση καὶ στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια νὰ τὴν εἶχε ἀπευθύνει πρωτίστως σὲ αὐτὸν (τὸν πρώην Φλωρίνης) ὡς φυσικὸ ἀποδέκτη της. Ἀλλὰ σὲ ποιά Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης ἀπαντοῦσε ὁ Κυκλάδων διὰ τοῦ λανθασμένου τούτου τρόπου;
Ἀπὸ τὴν ἔρευνά μας σὲ ἱστορικὰ ἀρχεῖα τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, ἐξ ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν κινούμενοι, ἀνακαλύψαμε ἀκριβῶς τὴν ἀρχικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν Κυκλάδων μὲ ἡμερομηνία 14-10-1937, σὲ δακτυλογραφημένο κείμενο 15 σελίδων, στὸ ὁποῖο μόνον ἡ τελευταία σελίδα παρουσιάζει κάποια μικρὴ φθορά, χωρὶς ὅμως πρόβλημα στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου.
Χάριν λοιπὸν τῆς ἱστορίας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας προβαίνουμε στὴν γιὰ πρώτη φορὰ δημοσιοποίησή της, διότι ἕνα κείμενο τόσης ἱστορικῆς σημασίας δὲν πρέπει νὰ παραμένει ἄγνωστο καὶ ἀκοινολόγητο καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀδικαιολόγητο φόβο μὴ τυχὸν κάποιος ἐκ τῶν ἡμετέρων ἤ τῶν ὑπεναντίων «σκανδαλισθεῖ». Ἄν «φοβόμαστε» τὰ κείμενα τοῦ κατὰ Θεὸν Ἡγέτου ἡμῶν, τότε δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀποκαλούμαστε ἀληθινὰ τέκνα του οὔτε νὰ ἐμφανιζόμαστε ὡς ὑποτιθέμενοι διάδοχοι τοῦ Γίγαντος αὐτοῦ τῆς Πίστεως.
Δηλώνουμε ὅτι δὲν ἀναξέουμε πληγὲς οὔτε ἐπαναφέρουμε στὸ προσκήνιο θέματα εὐαίσθητα καὶ ἀντιλεγόμενα. Ἁπλὰ καταθέτουμε τὴν φωτισμένη σκέψη, μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ Ἁγίου Προκαθημένου μας σὲ ἐποχὴ θλιβερή, στὴν προσπάθειά του νὰ διδάξει, νουθετήσει καὶ ἐπαναφέρει στὴν ὀρθὴ ὁδὸ ἐκτρεπομένους ἀδελφούς. Τὸ πνεῦμα του, οἱ γνώσεις του, τὸ ἦθος του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη αὐστηρότητά του, συγκερασμένη μὲ εὐγένεια, ἀποτελοῦν πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ κάθε καλοπροαίρετο Ἀγωνιστὴ τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πληγεῖ ἀπὸ τὸ ἀπαίσιο μικρόβιο τῆς μικροπρέπειας, τῆς ἐριστικότητας, τῆς διχοστασίας, τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς ἀκαταστασίας.
Εἶναι σαφὲς ὅτι παρὰ τὴν φαινομενικὴ ὑποχώρησή του μεταγενέστερα, προκειμένου νὰ οἰκονομήσει ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Κυκλάδων Γερμανό (1950 κ.ἑ.), ἡ διαυγὴς μαρτυρία τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου εἶναι θεμελιώδης. Ἡ δὲ τακτική του γιὰ ἐπίδειξη συγκαταβάσεως σὲ προβληματικούς, προκειμένου νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ καλῶς νοουμένη ἑνότητα τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων, εἶναι φυσικὰ ἀξιέπαινη, διότι ἐνεφορεῖτο ἀπὸ ἁγνὲς διαθέσεις. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ἀπεμπόληση τῶν βασικῶν θέσεων, οἱ ὁποῖες συγκροτοῦν τὸ ὑγιὲς θεμέλιο τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βεβαίως δὲν εἶχε ἀκόμη τεθεῖ τὸ σοβαρὸ θέμα Πίστεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ὅλης μέχρι σήμερα θεαματικῆς ἐξελίξεώς του. Ἐν τούτοις, τὸ σκεπτικὸ περὶ τῆς σημασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνοδικῆς ἀποφάνσεως ὡς ἐσχάτου κριτηρίου στὰ ἐπίδικα ἐκκλησιαστικὰ θέματα δὲν δύναται νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ παρακαμφθεῖ, ἄν πρέπει νὰ τηρηθοῦν τὰ Ὀρθόδοξα Κανονικὰ πλαίσια, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ὁμολογητὴ Ἱεράρχη, καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρακινδυνευμένες προσωπικὲς καὶ ἀτομικὲς ἀπόψεις. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀποκλείει τὴν ἔκφραση ἀρχιερατικῆς διαγνώμης ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, εἴτε μεμονωμένα εἴτε Συνοδικά, σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, κατὰ τὴν θεμιτὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία ἀντιμετωπίσεως κρίσεων, οἱ ὁποῖες συνταράσσουν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν παροῦσα Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937 ἀντιμετωπίζονται ἀρχικὰ διοικητικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὰ ὁποῖα ἐπέφεραν ρήξη στὶς σχέσεις τῶν Ἀρχιερέων μὲ μικρὴ ὁμάδα λαϊκῶν τῆς «Ἑλληνικῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος», οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν τὴν κανονικὴ ὑποταγή τους σὲ αὐτούς, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς «διοικήσεως» τῶν θεμάτων τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὅπως εἶχαν μάθει ἀπὸ πρὶν ποὺ ἦσαν ἄνευ Ἐπισκοπικῆς καλύψεως. Γιὰ τὴν κατανόηση ὅσων ἀναφέρονται στὴν Ἐπιστολὴ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ἐν μέρει τουλάχιστον, παραπέμπουμε καὶ πάλι στὸ ὡς ἄνω ἱστορικὸ ἔργο μας (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, τ. Α΄, σελ. 109-111).
Ἐπίσης, θίγονται εὐρύτερα θέματα προβληματικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς τοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν σεβόταν καὶ δὲν ὑπολόγιζε τὴν κανονικὴ Συνοδικὴ τάξη καὶ σειρά. Ἦταν ἄρα ἀναμενόμενο ἡ στάση του νὰ ἐκτραπεῖ ἐντελῶς καὶ νὰ φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ὅταν κάποιος ἔχει μάθει νὰ αὐθαιρετεῖ χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ ἐξευρεθεῖ κάποια αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσει καταλλήλως, ὥστε νὰ ἐκπληρώσει μύχιους πόθους ἀνεξαρτητοποιήσεως καὶ οὐσιαστικὰ βυθίσεώς του σὲ ἀντι-εκκλησιαστικὴ πορεία στὸ ἀδιέξοδο τῆς πλάνης του.
Εἶναι δυστυχῶς παρατηρημένο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο τὸ τραγικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, παλαιὰ καὶ σύγχρονη, ὅτι τὰ μοιραῖα ἐκεῖνα πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀνέλαβαν μετὰ πάσης ἀδιακρισίας νὰ ξεκαθαρίσουν δῆθεν τὰ θέματα Πίστεως, ἀπεδείχθησαν τόσο κακεντρεχῆ ἔναντι τῶν ὑποτιθεμένων «ἐχθρῶν» τους τοῦ χώρου μας καὶ τόσο σκανδαλωδῶς ἀκατάστατα, ὥστε ἡ βλάβη καὶ ταραχὴ ποὺ προξένησαν νὰ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δῆθεν ὠφέλεια ποὺ σκόπευαν νὰ προκαλέσουν. Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ζῶντας καὶ κεκοιμημένους γιὰ τὴν τραγικὴ κατάπτωσή τους ἕνεκα τῆς «ἀκριβείας τῆς πίστεως»!…
Ἐν συνεχείᾳ, ὡς πρὸς τὴν Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937, ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης προβαίνει σὲ θαυμαστὴ διευκρίνιση τοῦ νοήματος τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος καὶ τῶν ὀρθῶν Κανονικῶν πλαισίων του, πρὸς ἀποσόβηση κάθε μορφῆς ζημιογόνας ἀκρότητος καὶ ἐκτροπῆς. Τονίζουμε ὅτι ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς τῆς δῆθεν ἀπολύτου ἀκριβείας στὸν χῶρο μας μόνον ζημία προξενοῦσε ἀνέκαθεν λόγῳ ἀγνοίας, πείσματος καὶ ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», ματαιώνοντας κάθε προσδοκία ἀγαθῆς ἐπιδράσεως γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἐπίλυση τῆς δημιουργηθείσης διαστάσεως.
Τέλος, ὑπάρχουν ἀπολογητικῆς φύσεως διαβεβαιώσεις, ἐφ’ ὅσον οἱ πάσης φύσεως προβληματικοὶ τοῦ χώρου μας ἦταν συνήθως ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς σὲ καλπάζουσα φαντασιο(σ)κοπία, θεωροῦντες τὰ ἀπίθανα συμπεράσματα τῆς παραλόγου φαντασίας τους ὡς ἀκραδάντως ἰσχυρὰ δεδομένα, προκειμένου νὰ παρασύρουν σὲ ὄλεθρο πλάνης ἀστήρικτες ψυχές.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀναδεικνύουμε τὴν εὐλογημένη διδασκαλία του καὶ νὰ ἀποκαθιστοῦμε τὴν τρωθεῖσα τιμὴ καὶ ἀξία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας. Εὐχόμαστε οἱ Κανονικὲς ἀρχές του, τὸ ἀξεπέραστο ἦθος του, ἡ θαυμαστὴ ὑπομονή του, ὅπως καὶ οἱ ἅγιες εὐχές του, νὰ ἀποτελοῦν Φάρο φωτεινὸ στὴν κατὰ Θεὸν πορεία μας, καίτοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὶς προκαταλήψεις καὶ τὶς φοβίες τους, ὅπως καὶ τὰ «ζιζάνια» τοῦ πονηροῦ, δὲν θὰ παύσουν νὰ ἀντιστρατεύονται κάθε ἀγαθὴ προσπάθεια καὶ μαρτυρία ὑπὲρ οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ψυχῶν.
Ἡ ἐντὸς ἀγκυλῶν [] ἐπεξηγήσεις τοῦ κειμένου εἶναι ἡμέτερες.

+Λ.&Π.Κλ.
9/22-7-2025

Τὸ κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς:

Πρὸς τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Ἅγιον Κυκλάδων
Γερμανὸν Βαρικόπουλον
Ἐνταῦθα

            Τὸ διὰ Δικαστικοῦ Κλητῆρος καὶ ὑπὸ χρονολογίαν 6ης Σεπτεμβρίου [1937] σταλὲν ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ἔγγραφον, δι’ οὗ δηλοῖ Αὕτη, ὅτι ἀποκηρύττει ἡμᾶς καὶ τάσσεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀναγνωσθὲν ἐπὶ Συνόδου, ἐνεποίησε θλιβερὰν ἐντύπωσιν, διότι ἔδωκεν ἡμῖν πλῆρες τὸ μέτρον τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς ἀκαταστασίας Αὐτῆς.
            Διὰ τοῦ ἐγγράφου τούτου, ὡς ἠδυνήθημεν ἐκ τῆς ὅλης ἀσυναρτησίας του νὰ συμπεράνωμεν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, συγκλώθουσα τὰ ἀσύγκλωστα [συνυφαίνοντας αὐτὰ ποὺ δὲν συνυφαίνονται] καὶ συνδυάζουσα τὰ ἀσυνδύαστα, πειρᾶται μάτην νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀπονενοημένην [ἀνέλπιδα] ἀπόσχισίν Της ἀφ’ ἡμῶν, παρ’ ὧν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὡς λέγει Αὕτη, ἔλαβε καὶ τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμὸν ὅλως ἀνελπίστως κατὰ τὸ γῆρας Της, ὅν μάτην ἐπεδίωξε κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας Της. Παρατρέχοντες τὰς ἀναξίας λόγου ὑπηρεσίας Της ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἄρνησιν Αὐτῆς νὰ δεχθῇ δῆθεν τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ἀγῶνος καὶ τὰς προσπαθείας Της, ὅπως συνδιαλλάξῃ πρὶν ἤ μεταβῇ εἰς ἐξορίαν, τὰ δύο ἀντιμαχόμενα Συμβούλια τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, προβαίνομεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν καὶ ἀνασκευὴν τῶν ὑπ’ Αὐτῆς ἀναφερομένων εἰς τὴν δευτέραν σελίδα γεγονότων, τῶν συμβάντων μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἡμῶν ἐκ τῆς ἐξορίας [Ὀκτώβριος 1935] καὶ ἀφορώντων τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος Μπενηψάλτου καὶ Γαμβρούλια.
            Εἰς τὴν ἀφήγησιν τῶν γεγονότων τούτων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀγωνίζεται νὰ διεκδικήσῃ τὸ πρωτάθλημα τοῦ ψεύδους, τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας, φαινομένη κατωτέρα καὶ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ψεῦδος ἀσύστολον τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι εἰς τὴν πρώτην Συνεδρίαν τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Τριῶν Παρθένων [Βοτανικός Ἀθηνῶν], εἰς ἥν ἀντεπροσώπευσα τὸν ἀδιαθετοῦντα τότε Σεβασμιώτατον Πρόεδρον Ἅγιον Δημητριάδος [Γερμανόν], ἐζήτησα ἐγὼ τὴν διάλυσιν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος διότι ἐτόνισα ῥητῶς, ὅτι ἡ Κοινότης, χωρὶς νὰ παύσῃ ὑφισταμένη, ἄγεται ἤδη εἰς Ἐκκλησίαν, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ἐτέθησαν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Ἀγῶνος οἱ Ἀρχιερεῖς [Μάϊος 1935], καθ’ ὅσον, ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησία.
            Ἐπίσης, εἶναι ψεῦδος τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι ἔκτοτε συνεπείᾳ τῶν διαμαρτυριῶν τοῦ Κέντρου καὶ τῶν Παραρτημάτων ἐπῆλθεν ἡ τελεία διάσπασις τῆς Κοινότητος, διότι τὴν πρότασίν μου ταύτην ἐπεκρότησε σύμπασα ἡ Συνέλευσις, ἐκτὸς τοῦ τότε Προέδρου τοῦ Δ. Συμβουλίου κ. Παράσχου καί τινων ψυχοπαθῶν ἐγκαθέτων Μάνεση καὶ Γούναρη, ἐχόντων συμφέρον νὰ διαχειρίζηται τὸ Δ. Συμβούλιον τῆς Κοινότητος τὰς προσόδους τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀπόδειξις εἶναι, ὅτι ἡ ἐκλογικὴ Συνέλευσις ἀπεδοκίμασε τὸ Δ. Συμβούλιον τοῦ Παράσχου καὶ Γούναρη, καὶ ἀντικατέστησε τοῦτο διὰ τοῦ Συμβουλίου Μπενῆ-Ψάλτου καὶ Γαμβρούλια σχεδὸν διὰ παμψηφίας. Τὰ δὲ Παραρτήματα, οὐ μόνον δὲν διεμαρτυρήθησαν, ὡς λέγει Αὕτη κακοπίστως, ἀλλὰ καὶ ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν, ὅτι τάσσονται ἀνεπιφυλάκτως παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἀρχιερέων.
            Μόνην παραφωνίαν εἰς τὴν ὁμοφωνίαν ταύτην ἀπετέλεσεν ἡ παρασυναγωγὴ Γούναρη καὶ Μάνεση, παραιτηθέντες τοῦ Παράσχου, μετά τινων ὀπαδῶν, ἀριθμουμένων εἰς τὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρός, οἵτινες ἐχαρακτηρίσθησαν καὶ ὑπ’ Αὐτῆς τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ὡς παράφρονες. Ὅσα δὲ λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία περὶ τοῦ διορισμοῦ ἐξ ὀφφικίου παρ’ ἡμῶν τοῦ νέου Διοικ. Συμβουλίου, καὶ περὶ ἀναμίξεως τοῦ Ἀρσενίου Κοττέα [Ἁγιορείτου Μοναχοῦ], ὡς ἐργάτου Σατανικοῦ, διευθύνοντος δῆθεν τὸν ἀγῶνα ἐκ τῶν παρασκηνίων τῇ ἀνοχῇ ἡμῶν τῶν δύο, δίδωσιν ἡμῖν τὸ μέτρον τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας Αὐτῆς. Διότι καὶ περὶ τοῦ διορισμοῦ του ἐξ ὀφφικίου τοῦ νέου Δ. Συμβουλίου καὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων ἐξ ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων ἔλαβε γνῶσιν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, καὶ οὐχὶ ἅπαξ Αὕτη ἤκουσεν ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν καὶ εἰς τὰς κατ’ ἰδίαν συνεντεύξεις καὶ τὰς Συνοδικὰς Συνεδρίας, ὅτι τὸν Ἀρσένιον Κοττέαν ἅπαξ εἴδομεν, καὶ ὅτι οὗτος οὐδεμίαν καθ’ ἡμᾶς σχέσιν ἔχει, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐπιρροὴν εἰς τὸν ἀγῶνα, οὗ τὰς γενικὰς γραμμὰς καὶ κατευθύνσεις δίδομεν ἀνέκαθεν ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς.
            Τί δὲ νὰ εἴπωμεν περὶ ὅσων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία λέγει, ὅτι ἔδειξεν ὑπομονὴν καὶ ἀνοχὴν ὑπεράνθρωπον, ὅτι ἐπιέσθη ὑφ’ ἡμῶν μέχρις ἐξευτελισμοῦ καὶ εἰς βαθμόν, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ ἀπόσχῃ τῆς συνεργασίας μεθ’ ἡμῶν πρὸς ἀποφυγὴν τῶν εὐθυνῶν δι’ ὅσα τὰ Σατανικὰ ὄργανα Καραγιαννίδης, Ραυτόπουλος καὶ ἄλλοι ἐτέκταινον δῆθεν κατὰ τοῦ ἀγῶνος, ὑποκινούμενοι ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ὑπὸ τοῦ διαβολικῶς καὶ ὑπούλως ἐργαζομένου Ἀρσενίου Κοττέα, διότι ὅ,τι καὶ ἄν εἴπωμεν, δὲν θὰ δυνηθῶμεν νὰ παραστήσωμεν τὸν βαθμὸν τῆς κακοβουλίας, μεθ’ ἧς διαστρέφει Αὕτη τὴν ἀλήθειαν.
            Καὶ ἐρωτῶμεν ποῖος ἔδειξεν ὑπεράνθρωπον ὑπομονήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις λαβοῦσα παρ’ ἡμῶν κατὰ τὴν χειροτονίαν Της εἰς Ἀρχιερέα τὸν τίτλον τοῦ Ἐπισκόπου, ἐτιτλοφορεῖτο μὲ τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου καὶ παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας παρατηρήσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς εἰρήνης ἠνέχθημεν Αὐτὴν νὰ ἰδιοποιῆται τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου ἐπὶ καταφρονήσει τῶν συστάσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καὶ τῆς διατάξεως τῶν Κανόνων, καθ’ ἥν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ τίτλοι ἀπονέμονται μόνον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας;
            Τίς ἔδειξεν χριστιανικὴν ἀνοχήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἥτις ἄνευ ἀδείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤρχετο εἰς συμφωνίας μετὰ τῶν Ἐπιτρόπων τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ τελῇ λειτουργίας καὶ ἱεροτελεστίας καὶ δὴ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Πάσχα, μὴ σεβομένη προγράμματα τῆς Συνόδου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν παρατάξεως ἐθυσιάσαμεν τὸ προσωπικὸν ἡμῶν γόητρον καὶ ἠνέχθημεν Αὐτὴν αὐθαιρετοῦσαν, καὶ ἐν Μοίρᾳ Καρὸς τιθεμένην [νὰ εὐτελίζει] τὰς ἀποφάσεις καὶ διατάξεις τῆς Συνόδου;
            Καὶ τέλος τίς ἔδειξεν ὑπομονὴν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις οὐκ οἴδαμεν τίσιν ἐλατηρίοις ὁρμωμένη προέβαινεν εἰς χειροτονίας διακόνων καὶ Ἱερέων ἄνευ ἐνορίας καὶ ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, διότι ἐκ τῶν 35 χειροτονιῶν, ὡς ἐκ τοῦ καταλόγου Αὐτῆς ἐμφαίνεται, μόνον διὰ τὰς 7-10 εἶχε τὴν ἐντολὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως, οὐ μόνον δὲν κατεστήσαμεν Αὐτὴν ὑπόδικον διὰ τὰς ἀπολελυμένας [χωρὶς σύνδεση-δέσμευση μὲ συγκεκριμένη ἐνορία ἤ μονή] χειροτονίας, ἀλλὰ καὶ προσκληθέντες ὑπὸ τῆς Εἰσαγγελίας καὶ ἀπειληθέντες διὰ δευτέρας ἐξορίας διὰ τὰς παρανόμους ταῦτας χειροτονίας Της ἀνελάβομεν ἡμεῖς προσωπικῶς τὴν εὐθύνην, εἰπόντες εἰς τὸν Εἰσαγγελέα, ὅτι ἡμεῖς ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν θρησκευτικῶν ἡμῶν καθηκόντων πειθαρχοῦμεν τῷ Θεῷ καὶ οὐχὶ τοῖς ἀνθρώποις;
            Περίσσειαν οὐ μόνον ἀκριτομυθίας [ἀπερισκεψίας], ἀλλὰ καὶ κακοηθείας ἀποτελοῦν καὶ τὰ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἡμεῖς διαπραγματευόμεθα νὰ συγχωνεύσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου] ἐπὶ τῷ ὅρῳ τῆς ἀποκαταστάσεως μόνον ἡμῶν τῶν δύο [Δημητριάδος καὶ πρώην Φλωρίνης], καὶ ὅτι τὰς διαπραγματεύσεις ταύτας ἀπεκρύψαμεν ἀπὸ τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἐνῶ, οὐ μόνον κατεστήσαμεν ταύτας ἀμέσως γνωστὰς εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἀλλὰ καὶ παρελάβομεν Αὐτὴν μεθ’ ἡμῶν εἰς τὴν δευτέραν συνάντησιν μετὰ τοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας [Εἰρηναίου], καθ’ ἥν ὡς μόνον ὅρον ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐθέσαμεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ πατρίου ἑορτολογίου εἰς τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, ἄνευ τῆς ὁποίας εἰς οὐδεμίαν συζήτησιν ἐδέχθημεν νὰ ἔλθωμεν.
            Ἐλέους ὄντως καὶ οἰκτιρμοῦ ἄξια εἶναι καὶ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀναφορικῶς πρὸς τὴν δικαιοδοσίαν Αὐτῆς ἀπέναντι τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἡμῶν, ὅστις, καθ’ ὅ εἶχε δικαίωμα ἀπηγόρευσεν Αὐτήν, ἀποβαλοῦσα ἤδη πάντα χαλινόν [ἐπειδὴ εἶχε ἀποθρασυνθεῖ], νὰ ἱεροπράττῃ καὶ νὰ χειροτονῇ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Προεδρικῆς δικαιοδοσίας ἄνευ τῆς Κανονικῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ παρ’ ἐνορίαν πρᾶξιν, τιμωρουμένην ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων. Διότι ἀρνουμένη Αὕτη τὸ δικαίωμα τοῦτο τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, καὶ ἀπευθύνουσα εἰς αὐτὸν τὰ ἑξῆς· Ποῖαν θέσιν ἔχετε, ποῦ στηρίζεσθε, ποῖαν ἕδραν ἔχετε καὶ λειτουργοῦσα καὶ χειροτονοῦσα εἰς ξένην περιοχὴν ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, φορᾶται [γίνεται ἀντιληπτὸς νὰ παρανομεῖ], οὐχὶ ἀγνοοῦσα τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, διότι τοιαύτη ἄγνοια δὲν συγχωρεῖται τῷ Ἐπισκόπῳ, ἀλλ’ ἐκμεταλλευομένη τὸ Ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, εἰς ὅ μετὰ τόσων χρηστῶν ἐλπίδων ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος.
            Ὁποία ὄντως διάψευσις ἐλπίδων ἐν τῇ ἀνυψώσει τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ τὸ μόνον σημεῖον τῆς ἀποτυχίας καὶ τῆς κατακρίσεως ἡμῶν. Τὸν βαθμὸν δὲ τῆς ἀκρισίας [ἀδυναμίας ὀρθῆς κρίσεως] καὶ τῆς λογικῆς παρακρούσεώς Της δεικνύει Αὕτη, ὅταν διατείνηται εἰς τὴν 4ην σελίδα τοῦ ἐγγράφου Της, ὅτι ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἀρχιερεῖς ἀλλ’ ἁπλοὶ Μοναχοί, διότι, ὡς λέγει Αὕτη, ἐκηρύξαμεν ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις νόμιμον τὴν παράνομον Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ ἔγκυρα τὰ Μυστήρια Αὐτῆς.
            Ἀπαντῶντες δὲ ὡς πρὸς τὸ σημεῖον τοῦτο εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν λέγομεν τὰ ἑξῆς. Ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις κηρύττοντες εἴπομεν, ὅτι ἀπεκόψαμεν τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων Αὐτῷ Ἀρχιερέων, διότι οὗτοι αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ τῆς συναινέσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, καὶ διότι ἡμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ τῆς εὐθύνης διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην, καὶ δι’ ἥν ἀκριβῶς ἐξεκαλέσαμεν αὐτοὺς [ἀσκήσαμε ἔφεση στὴν ἀπόφασή τους] ἐνώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως νὰ καταδικάσῃ Αὐτούς, ἐμμένοντας ἀμεταπείστως εἰς τὴν καινοτομίαν ταύτην.
            Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ αὐθαίρετος καινοτομία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν ὁμοφρόνων Ἀρχιερέων, εἴπομεν, ὅτι δὲν δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ ἰδιότητα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἥν δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς μετὰ τῶν ὀπαδῶν μας, οἵτινες κυρίως συνεχίζομεν τὴν Ὀρθόδοξον Ἱστορίαν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τηροῦντες ἀλωβήτους [ἀκέραιες/ἀβλαβεῖς] τὰς σεπτὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς ὀρθοδόξους θεσμούς. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν δὲν ἀνεγνωρίσαμεν τὴν καθαίρεσιν ἡμῶν γενομένην ὑπὸ Ἀρχιερέων ἀντικανονικῶν, οὕς ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἧς τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν ἀποτελοῦμεν ἡμεῖς οἵτινες φυλάττομεν ἀλωβήτους τὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμούς.
            Ἡμεῖς καὶ ἄλλοτε διὰ τῶν ἐντύπων καὶ τῶν δημοσιευμάτων ἡμῶν διεκηρύξαμεν, ὅτι διὰ τὴν ἀντικανονικὴν περὶ ἡμερολογίου ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τὴν εὐθύνην ὑπέχει, οὐχὶ ἡ ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ’ οἱ λαβόντες τὴν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν Ἀρχιερεῖς προσωπικῶς, ἐφ’ ᾧ καὶ ἡμεῖς ἀπεκόψαμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ἐκκαλέσαντες αὐτοὺς ἐνώπιον πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ νὰ καταδικάσῃ αὐτοὺς διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην.
            Ἀλλοίμονον ἄν διὰ μίαν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικούσης Συνόδου καθίστατο ὑπεύθυνος ἡ ὅλη Ἐκκλησία, ἧς τὴν ἔννοιαν ἀποτελεῖ τὸ Σύνολον τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, καὶ τρὶς ἀλλοίμονον, ἄν εἶχον τὸ δικαίωμα τὰ ἄτομα, τὰ μὴ μετέχοντα τῆς ἀντικανονικῆς ἀποφάσεως, νὰ κηρύττωσιν δι’ αὐτὴν Σχισματικὴν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν.
            Διότι ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ κάθε ἄτομον θὰ ἀπετέλει καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν θεωροῦν Σχισματικὴν πᾶσαν ἄλλην Ἐκκλησίαν ἧς μίαν μονομερῆ καὶ προσωπικὴν ἀπόφασιν θὰ ἔκρινεν ὁ ἴδιος ὡς ἀντικανονικὴν καὶ ἀξίαν νὰ σχίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ ἰδέα αὕτη ὄζει [ἔχει ἄσχημη ὀσμή] προτεσταντισμοῦ, ὅστις διὰ κριτήριον τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων καὶ τῶν Μυστηρίων ἔχει, οὐχὶ τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς συνόδου τῆς ἱεραρχίας, ἀλλὰ τὴν προσωπικὴν ἀντίληψιν καὶ κρίσιν τοῦ ἀτόμου, καθοδηγουμένου ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ὑπάρχουν πλεῖσται ὅσαι αἱρέσεις καὶ Σχίσματα μεταξὺ τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, παραδεχομένων, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς θρησκείας ἐκφαίνεται [φανερώνεται] διὰ παντὸς χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία περιώρισε τὸ δικαίωμα τοῦτο εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνωτάτου ποντίφηκος, τοῦ Πάπα, ἀποφαινομένου ἐκ Καθέδρας [μὲ ἀπόλυτη αὐθεντία] εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὀρθῶς πρεσβεύουσαν, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται διὰ τῆς ὁμοφώνου ἀποφάσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκπροσωπούσης τὴν καθόλου [τὴν ὅλη] Ὀρθοδοξίαν.
            Τούτου ἕνεκα οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ δικαίωμα τοῦ κηρύττειν Μίαν Ἐκκλησίαν Αἱρετικὴν ἤ Σχισματικὴν καὶ ἀπογυμνοῦν Αὐτὴν καὶ τὰ Μυστήρια Αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔδωκαν, οὔτε εἰς τὰ ἄτομα τῶν Ἀρχιερέων, ἀλλ’ οὔτε εἰς μίαν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, αἱ ὁμόφωνοι ἀποφάσεις τῆς ὁποίας λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Τούτων οὕτως ἐχόντων μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μίαν τυχὸν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Αὐτῆς Συνόδου δὲν δύναται νὰ κηρυχθῇ, ὄχι πλέον ὑπὸ τῶν διαφωνούντων τυχὸν Ἀρχιερέων, τῶν ἀποτελούντων μίαν μειονότητα τῆς Ἱεραρχίας Της, ἀλλ’ οὔτε ὑπὸ μιᾶς ἄλλης ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ Πατριαρχικῆς, τοῦ δικαιώματος τούτου ἐπιφυλαχθέντος ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων μόνον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι καὶ Πατριαρχικαὶ Ἐκκλησίαι, αἱ ἱστάμεναι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου, δὲν διέκοψαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν καινοτομησασῶν εἰς τὸ ἑορτολόγιον, ἐπιφυλασσόμεναι νὰ ἐξενέγκωσι [διατυπώσουν] τὴν γνώμην αὐτῶν εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, εἰς ἥν θὰ συζητηθῇ καὶ θὰ καθορισθῇ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως τὸ ἑορτολογικὸν ζήτημα ὅπερ τυγχάνει ἐπίδικον [βρίσκεται ἀκόμη στὴν κρίση τοῦ δικαστηρίου] καὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Φωτίου [+1935].
            Καὶ ὅταν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ δὴ πατριαρχικαί, ὅπως εἶναι τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Σερβίας, αἱ ἐχόμεναι στερρῶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐ μόνον δὲν προέβησαν μονομερῶς νὰ κηρύξωσι τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας Σχισματικάς, ἀλλὰ καὶ διετήρησαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν μέχρι τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς οἱ τρεῖς κατ’ ἀρχὰς Ἀρχιερεῖς οἵτινες θὰ εἴχομεν τὴν τόλμην νὰ προδικάσωμεν τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ κηρύξωμεν αὐτὰς Σχισματικὰς καὶ τὰ Μυστήρια αὐτῶν ἄκυρα καὶ ἐστερημένα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ;
Μὲ τὸ νὰ ἔχωμεν ἀντίθετον γνώμην εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἑορτολογίου πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι καὶ δικαιούμεθα νὰ κηρύξωμεν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος Σχισματικήν. Ἄν δὲ ἐν τοῖς προηγουμένοις ἐντύποις καὶ δημοσιεύμασιν ἡμῶν ἐκηρύξαμεν τὸν Μακαριώτατον ἔκπτωτον τῆς Θείας Χάριτος, ὡς ἐπισύραντα τὰς ἀρὰς καὶ τὰ ἀναθέματα τῶν θείων καὶ θεοφόρων Πατέρων διὰ τὴν ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν, καὶ ὡς ἀκατάλληλον ὄργανον πρὸς μετάδοσιν ταύτης εἰς τοὺς πιστούς, τοῦθ’ ὅπερ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐπικαλεῖται πρὸς ἔνδειξιν τῆς γνωσιμαχίας [ὑποχωρήσεως] δῆθεν ἡμῶν, τοῦτο, χωρὶς νὰ τὸ ἀρνούμεθα καὶ νῦν, ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ἀντίληψιν καὶ γνώμην, ἥτις δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἐκληφθῇ ὡς γνώμων τῆς ἀληθείας, καὶ ὡς ἀλάνθαστον κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἡ γνώμη καὶ ἡ ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀποφαινομένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡμεῖς ὡς Ἀρχιερεῖς εἴχομεν τὸ προσωπικὸν δικαίωμα νὰ ἀποκηρύξωμεν τὸν Πρῶτον, καὶ νὰ διακόψωμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ Αὐτοῦ, καὶ πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης κατὰ τὸν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ νὰ καταγγείλωμεν αὐτὸν εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, μόνην δικαιουμένην νὰ δικάσῃ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ Ἀρχιερεῖς, τοῦθ’ ὅπερ καὶ ἐπράξαμεν, συμμορφωθέντες πρὸς τὴν ἐπιταγὴν τοῦ εἰρημένου Κανόνος.
            Ὥστε καὶ ὁ ἀνωτέρω Κανών, ὅν ἐπικαλεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἵνα δικαιολογήσῃ τὴν κήρυξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῷ Ἀρχιερέων καὶ τῶν καλῇ τῇ πίστει ἀκολουθούντων αὐτοῖς πέντε ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ὡς Σχισματικῶν, τὸ δικαίωμα τοῦτο παρέχει, οὐχὶ εἰς τὰ ἄτομα, ἅτινα ἐπιτρέπει πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης τὴν διακοπήν, μόνον, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ Πρώτου ὡς ψευδο-επισκόπου, ἀλλ’ εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἧς αἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Τούτου ἕνεκα, πρὸς κήρυξιν τοῦ Βουλγαρικοῦ Σχίσματος συνεκλήθη τῷ 1872 ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἐν ᾗ ἀντεπροσωπεύθησαν καὶ τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, διότι καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μόνον του, ἄν καὶ πρωτόθρονον, δὲν ἐδικαιοῦτο ἐγκύρως καὶ κανονικῶς νὰ κηρύξῃ τὴν Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν Σχισματικήν.
            Ἀρχιερεῖς, ὡς ἡμεῖς, ἐγκρατεῖς τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, καὶ μὲ 35ετῆ ὑπηρεσίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ μὲ περγαμηνὰς εὐαρεσκείας ἐκ μέρους Αὐτῆς, δικαίως θὰ ἐχαρακτηριζόμεθα ὑπ’ Αὐτῆς καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ἱσταμένων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, ὡς Μητροπολῖται τυχοδιῶκται, ἄν προὐβαίνομεν κατὰ τὴν γνώμην τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς κήρυξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σχισματικῆς, ὡς ἔπραξεν Αὕτη καπηλευομένη [ἐκμεταλλευομένη ἰδιοτελῶς] τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας καὶ κατορχουμένη [χλευάζουσα ἤ περιφρονοῦσα] παντὸς ἱεροῦ καὶ ὁσίου διὰ λόγους ἐντυπωσιακοὺς καὶ σκοποὺς ἐκμεταλλευτικοὺς καὶ τυχοδιωκτικούς.
            Διὰ τοιαῦτα πραξικοπήματα, ἅτινα προδίδουσιν ἔλλειψιν, οὐ μόνον στοιχειώδους γνώσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν παρρησίᾳ καὶ ἀδεῶς [ἄφοβα] τὴν ἀνεπιτηδειότητα καὶ ἀνικανότητα ἡμῶν, ἀναγνωρίζοντες συνάμα ἐν τούτῳ τὴν εἰδικότητα καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τῶν ὁμοτρόπων συνεργατῶν Αὐτῆς, μὴ ἐχούσης νὰ διακυβεύσῃ εἰς τὸ κάτω κάτω τῆς Γραφῆς κεκτημένους τίτλους Ἀρχιερατικῆς δράσεως καὶ τιμῆς.
            Ἄλλως τε δι’ Αὐτὴν καὶ τὸν συνεργάτην Αὐτῆς [Βρεσθένης Ματθαῖο] ὑπάρχει διὰ τὴν τυχοδιωκτικὴν ταύτην πολιτικήν, πρὸς τῇ ἐλλείψει τοῦ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, καὶ τὸ ἐλαφρυντικὸν τῆς ῥιχῆς θεολογικῆς παιδεύσεως καὶ τῆς ἐπιπολαίου καὶ ἀβαθοῦς σκέψεως καὶ κρίσεως, αἱ ἐνδείξεις καὶ αἱ ἐκδηλώσεις τῶν ὁποίων ἐγένοντο ἡμῖν καταφανεῖς καθ’ ὅλας τὰς συνεντεύξεις καὶ συσκέψεις μετ’ Αὐτῆς.
            Ἦτο δὲ δίκαιον, καὶ τὸ ἐξομολογούμεθα ἀνυποκρίτως, πρῶτοι ἡμεῖς νὰ ὑποστῶμεν τὰς συνεπείας τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς αὐτῆς καχεξίας, διότι προέβημεν ἀβασανίστως, δόντες πίστιν εἰς τὰς συστάσεις τοῦ ἀνεψιοῦ Της κ. Ἰωάννου Βαλινδρᾶ, νὰ νυμφαγωγήσωμεν Αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἀρχιερατικὴν παστάδα, κακῶς συμπεράναντες τὴν ψυχικὴν αὐτῆς εὐεστῶ [γαλήνη, σταθερότητα] ἐκ τῆς ἀνθηρότητος τοῦ σωματικοῦ γήρατος αὐτῆς.
            Γνωστὸν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία κατὰ τὴν τελευταίαν συνεδρίαν ἡμῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐγερθέντος ζητήματος τῆς ἀναμυρώσεως τῶν Νεοημερολογιτῶν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Βρεσθένης, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία μετὰ προηγουμένην ἀνάπτυξιν τοῦ ζητήματος ὑπ’ ἐμοῦ καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου συνεφώνησε μεθ’ ἡμῶν ὅτι δὲν εἶναι Κανονικόν, οὐδὲ ὅσιον καὶ ἱερὸν νὰ ἐπαναλαμβάνηται τὸ Μυστήριον τοῦ Χρίσματος διὰ τοὺς Νεοημερολογίτας, μὴ ὄντας κεκηρυγμένους Σχισματικοὺς ὑπὸ Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ὑπέγραψε καὶ τὸ σχετικὸν Πρακτικόν.
            Κατόπιν τούτων, τί παθοῦσα ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ ὑπὸ τίνος ἐμπνευσθεῖσα ἐτόλμησε ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξηγήσεως καὶ συνεννοήσεως μεθ’ ἡμῶν νὰ ἀποκηρύξῃ ἡμᾶς ἐκπεσόντας δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς αἱρετικοὺς καὶ κακοδόξους καὶ νὰ ταχθῇ ὡς γράφει, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, τῆς προεδρευομένης ὑπὸ τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη, ἀνθρώπων λαϊκῶν καὶ μηδεμίαν δυναμένων νὰ ἔχωσι γνώμην ἐπὶ ζητημάτων Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Μυστηρίων; Εἰς τοσοῦτον λοιπὸν σημεῖον καταπτώσεως ἀφίκετο ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὥστε νὰ θέσῃ τὸ κῦρος τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη ὑπεράνω τοῦ κύρους ἡμῶν, οἵτινες ἐκ παίδων ἐγαλουχήθημεν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθ’ ὅλον τὸ μακροχρόνιον διάστημα τῆς 35οῦς Ἀρχιερατικῆς ἡμῶν ὑπηρεσίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν οὐδὲν ἄλλο ἐπράττομεν, παρὰ νὰ διδάσκωμεν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ νὰ ὀρθοτομῶμεν τὸν λόγον τῆς θείας Ἀληθείας; Διὸ καὶ ἐκφράζομεν τὴν βαθεῖαν θλῖψιν ἡμῶν διὰ τὴν τόσην κατάπτωσιν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τὴν βαθυτάτην μεταμέλειαν ἡμῶν, διότι ἀναξίως -ἀλλ’ ἀνεπιγνώστως εὐτυχῶς- ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν εἰς τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμόν.
            Εἰς τὸ κατακόρυφον δὲ τῆς ἀκρισίας καὶ τῆς ἀκριτομυθίας ἀφικνεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν, ὡς ἐκπεσόντων δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, προβάλλῃ καὶ τὰς λοιπὰς μεταρρυθμίσεις, ἅς σκέπτεται νὰ ἐπενέγκῃ [ἐπιβάλει] κατὰ τὴν γνώμην Αὐτῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὡσεὶ ἡμεῖς νὰ ὑπέχωμεν τὴν εὐθύνην καὶ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις Αὐτοῦ, ὅν διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν μόνον καινοτομίαν ἀπεκηρύξαμεν καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ διεκόψαμεν. Ἀλλ’ ἀφοῦ καὶ ὁ πολιτικὸς νόμος δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον διὰ μίαν ἄδικον καὶ παράνομον τυχὸν σκέψιν του, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐκ περισσῆς ἀκρισίας ἤ ὀρθότερον εἰπεῖν κακεντρεχίας ἔσπευσε νὰ κατακρίνῃ οὐ μόνον ἡμᾶς ἀποδοκιμάζοντας παταγωδῶς τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις τοῦ Μακαριωτάτου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀποκαλοῦσα Αὐτὴν ὡς ἄλλος Πάπας Σχισματικήν.
            Ἀλλὰ τί πταίει, Θεοφιλέστατε, ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἥτις Σὲ ἐγέννησε καὶ μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἐγαλούχησε, διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις καὶ ἰδέας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅν καὶ μόνον διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον, ἐὰν τολμήσῃ οὗτος νὰ προτείνῃ καὶ ἅς ἀριθμεῖ Αὕτη ἐν τῷ ἐγγράφῳ Της μεταρρυθμίσεις ἡ Ἐκκλησία μετ’ ἀγανακτήσεως θὰ ἀποπέμψῃ τοῦ θρόνου Αὐτόν, ὡς ἀνάξιον φύλακα καὶ φρουρὸν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ ὀρθοδόξων θεσμῶν;
            Εἰς τὸ τέλος τοῦ μνημειώδους ἀποκηρυκτικοῦ ἐγγράφου Της ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀποβάλλει τὸ πρόσωπον τοῦ δράματος καὶ τῆς τραγωδίας καὶ ὑποδύεται τὸ προσωπεῖον τῆς κωμωδίας, καὶ καθίσταται οὕτως γελοῖα, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν ἐπικαλεῖται ἐκείνους ἀκριβῶς τοὺς Κανόνας καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμοὺς οὕς ἵνα τηρήσωμεν ἀλωβήτους ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν τὸν καινοτόμον Ἀρχιεπίσκοπον, ἵνα μὴ κοινωνοὶ γινόμεθα τῆς καινοτομίας αὐτοῦ.
          Εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιόν Της ἀναφέρει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ μίαν τερατώδη συκοφαντίαν ἐναντίον μου, καθ’ ἥν ἐκάλεσα δῆθεν Αὐτὴν τὸν παρελθόντα Δεκέμβριον [τοῦ 1936] εἰς τὸ Γραφεῖον μου, καὶ ἐδήλωσα, ὅτι ἐγὼ καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος πραγματευόμεθα οὐχὶ τὴν ἕνωσιν ὡς λέγει Αὕτη, ἀλλὰ τὴν συγχώνευσιν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, λαμβάνοντες ὡς ἀντάλλαγμα τὴν ἀποκατάστασιν μόνον ἡμῶν, ἀδιαφοροῦντες περὶ τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν λοιπῶν συναγωνιστῶν, καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Δημητριάδος, πρὸς ὅν δῆθεν διεμαρτυρήθη Αὕτη, προσεποιήθη ἄγνοιαν τῶν σκευωρηθέντων δῆθεν ὑφ’ ἡμῶν μετά τινων Συνοδικῶν [τοῦ Νέου Ἡμερολογίου] πρὸς προδοσίαν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν.
            Ἀλλὰ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ τοῦτο, Θεοφιλέστατε, ἀφοῦ κατὰ τὴν συνέντευξιν ἡμῶν μετὰ τοῦ Συνοδικοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας, ὡς ἐντεταλμένου τοῦ Μακαριωτάτου, ἦτο παροῦσα καὶ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἐνώπιον καὶ εἰς ἐπήκοον τῆς ὁποίας εἴπομεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου, ὅτι ἄνευ ἐπαναφορᾶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐδὲ λόγος δύναται νὰ γίνῃ περὶ ἑνώσεως ἡμῶν μετὰ τῶν Νεοημερολογιτῶν;
             Ἔπειτα τόσον ἐσκοτίσθη τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας τὸ λογικόν, ὥστε ἐξ ἑωσφορικοῦ φθόνου καὶ σατανικῆς κακεντρεχείας νὰ διατυπώσῃ Αὕτη μετὰ τόσης ἀδεξιότητος καὶ παραλογισμοῦ μίαν τοιαύτην καταγγελίαν κατ’ ἐμοῦ, ἥτις φέρει καταφανῆ τὰ ἴχνη τῆς συκοφαντίας καὶ ἔκδηλα τὰ ἀποτυπώματα τῆς κακοηθείας; Ἄν τοὐλάχιστον ἐλέγετε, ὅτι Σᾶς ἐκάλεσα εἰς τὸ Γραφεῖον μου ἵνα Σᾶς προτείνω νὰ μετάσχητε καὶ Σεῖς τῆς προδοσίας, λαμβάνοντες ὡς ἀνταπόδομα τὴν ἀναγνώρισιν ὑπὸ τοῦ Μακαριωτάτου τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ Σας, ἴσως νὰ ἐγίνετο τοῦτο πιστευτὸν εἰς ἕνα ἀφελῆ καὶ εὔπιστον Χριστιανόν. Ἀλλ’ ὡς διετυπώθη ἡ καταγγελία αὕτη μὲ τόσην ἀδεξιότητα καὶ ἀφέλειαν προσποιητήν, φαίνεται, ὅτι εἶναι καθαρὰ συκοφαντία καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἔχοντα τὸν κοινὸν νοῦν καὶ τὴν στοιχειώδη λογικήν. Καὶ τοῦτο διότι οὐδεὶς ποτὲ προδότης καταγγέλλει τὴν προδοσίαν του, καὶ μάλιστα εἰς ἕνα ἀντίζηλον, ὡς κολακεύεται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία νὰ ἐμφανίζῃ ἑαυτὴν εἰς τὴν κωμικοτραγικὴν τῆς συκοφαντίας σκηνήν.
            Ἐφ’ ᾧ καὶ πρὸ τῆς μυσαρᾶς [ἀηδιαστικῆς] ταύτης συκοφαντίας ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου μετὰ βδελυγμίας, καὶ θεωρῶν καὶ τὴν διάψευσιν ταύτης μειωτικὴν τῆς Ἀρχιερατικῆς μου τιμῆς ἀπαξιῶ νὰ ἀπαντήσω εἰς αὐτήν, ἀξίαν μόνον οἴκτου καὶ περιφρονήσεως. Τώρα ἐξηγῶ πῶς καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ἄλλοτε ἔφθασεν εἰς τοσοῦτον δικαίας ἀγανακτήσεως κατὰ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὥστε αὐστηρῶς νὰ ἐπιτιμήσῃ κατὰ πρόσωπον Αὐτὴν διὰ μίαν ἐπίσης συκοφαντίαν, ἥν ἐξύφανεν Αὕτη ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου ἀδελφοῦ καὶ ἐντίμου τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν ἀγωνιστοῦ.
            Εἰς βεβαίωσιν δὲ τῶν ἀνωτέρω ἀποστέλλομεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν ἕν ἀντίτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου, ὅπερ ἔναγχος [μόλις πρόσφατα] ἐξεδώκαμεν κατὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, οὐχὶ ἵνα διαψεύσωμεν τὴν κακοπιστίαν τῆς στυγερᾶς [ἀποτρόπαιας] καθ’ ἡμῶν καταγγελίας, ἀλλ’ ἵνα διδάξωμεν Αὐτὴν πῶς ἐργάζονται οἱ εὐσυνείδητοι ἐργάται τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ πῶς ἀγωνίζονται οὗτοι εἰς τὰς τετιμημένας ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἥτις προσπαθεῖ διὰ τῶν χαμαιζήλων [ἀναξιοπρεπῶν] καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν νὰ ὑπονομεύσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν τιμίων καὶ εὐόρκων ἀγωνιστῶν, καὶ νὰ διεκδικήσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Ἀρχηγοῦ εἰς τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν, χωρὶς νὰ συναισθάνηται, ὅτι Αὕτη ἀπεδείχθη ἐλλιπὴς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θέσιν τοῦ Οὐραγοῦ.
            Βεβαιωθήτω τέλος ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸ γῆρας καὶ τὸ ἀξίωμα Αὐτῆς θὰ παρηρχόμεθα διὰ σιγῆς καὶ περιφρονήσεως τὴν ἀποκήρυξίν Της, ἄν Αὕτη δὲν εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ περιλάβῃ τὰς στυγερὰς ταύτας συκοφαντίας εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιον Αὐτῆς πρὸς τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς μὲ τὸν καταχθόνιον σκοπὸν νὰ δηλητηριάσῃ τὰς ψυχὰς αὐτῶν καθ’ ἡμῶν, καὶ νὰ διασπάσῃ τὴν ἑνιαίαν παράταξιν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν κατὰ τὴν κρισιμωτέραν καμπὴν τῆς μάχης τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν κατὰ τῶν νεοεορτολογιτῶν.
            Ἀλλ’ ἐκ προνοίας, ὅπως προφυλάξωμεν τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους ἐκ τῆς λώβης [κακοποιήσεως] τῶν στυγερῶν καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὑπεχρεώθημεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς Αὐτὴν καὶ νὰ καυτηριάσωμεν τὰ ψεύδη, τὴν κακοπιστίαν καὶ τὴν ἀσυνειδησίαν Της καὶ μάλιστα μὲ φράσεις δριμείας, καὶ μὲ αὐστηρούς, πλὴν δικαίους χαρακτηρισμοὺς τοῦ προσώπου Της, δι’ οὕς τὴν εὐθύνην ὑπέχει Αὕτη, ἥτις ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων, καὶ ἀπέπτυσε πάντα χαλινὸν αἰδοῦς καὶ ἀνθρωπίνης συναισθήσεως πρὸς δημοκοπίαν [δημαγωγία] εἰς βάρος ἑνὸς ἱεροῦ ἀγῶνος.
            Περαίνοντες τὴν διαφωτιστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐπιτιμητικὴν ταύτην ἀπάντησιν μετὰ βαθυτάτης θλίψεως καὶ ψυχικῆς ὀδύνης δηλοῦμεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν κωφεύσασαν καὶ εἰς τὴν τελευταίαν κλῆσιν ἡμῶν καὶ ἀμεταπείστως ἐμμένουσαν εἰς τὴν ἀνταρσίαν Της καθ’ ἡμῶν, ὅτι θεωροῦμεν τοῦ λοιποῦ ἀναξίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν κοινωνίας καὶ εὐλογίας καὶ ἀλλοτρίαν [ξένη] εἰς τὴν Ὀρθόδοξον παράταξιν ἡμῶν, καὶ εὐχόμεθα ὁλοψύχως εἰς τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅπως ἡμῖν μὲν γένηται ἵλεως καὶ μὴ στήσῃ ἡμῖν πικρῶς μεταμελλομένοις, τὴν ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀνύψωσιν Αὐτῆς εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, Αὐτῆς δὲ ὅπως δῷ πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα συναισθήσεως καὶ πνεῦμα μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, μόνης ἱκανῆς νὰ ἀποκαταστήσῃ Αὐτὴν ἐνώπιον Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ, ἀνθ’ ἧς ἐπεδείξατο Αὕτη ἀχαριστίας καὶ κακοβουλίας εἰς ἡμᾶς τε καὶ εἰς τὸν ἱερὸν ἀγῶνα τῆς ὀρθοδοξίας.

+Ὁ Π. Φλωρίνης Χρυσόστομος

Ἀθῆναι 14 Ὀκτωβρίου 1937

τ.σ.

(χειρογράφως)
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀντιγραφῆς
ὁ Πρωτοσύγκελλος
+ἀρχιμ. Ἀλέξανδρος Γρηγορόπουλος



Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)


Ὁμιλία σὲ Ἱερὰ Μονὴ στὴν Βερδικούσια

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν ἑορτάζοντα Ναὸ Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου στὴν Ἱερὰ Ἀνδρώα Μονὴ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Πασπάλη Βερδικούσιας, τὴν 2/15-7-2025, μὲ τίτλο: «Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας καὶ ἡ ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ τοῦ Χριστοῦ».


Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Μετὰ τὴν θεραπεία τῶν δαιμονισμένων τῆς χώρας τῶν Γεργεσηνῶν, ὁ Κύριός μας ἐπέστρεψε στὴν πόλη Του, τὴν Καπερναούμ. Εὑρισκόμενος ἐκεῖ καὶ κηρύττοντας σὲ κάποιο σπίτι, ὁδήγησαν ἐνώπιόν Του ἕναν παράλυτο ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του. Οἱ Εὐαγγελιστὲς Λουκᾶς καὶ Μάρκος διηγοῦνται τὸ γεγονὸς προσθέτωντας ὅτι προκειμένου νὰ φθάσει ὁ παράλυτος ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ στὸ σπίτι ἐπικρατοῦσε ἔντονος συνωστισμός, οἱ φίλοι του, οἱ ὁποῖοι τὸν κουβαλοῦσαν, χάλασαν τὴ στέγη καὶ τὸν κατέβασαν μέσῳ αὐτῆς. Ἡ μεγάλη πίστη τους ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ἐπιτελοῦσε τὸ θαῦμα, συγκίνησε τὴν εὐσπλαχνία Του. «Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», τοῦ εἶπε. 

               Μά, ὁ παραλυτικὸς εἶχε ἄλλο αἴτημα! Πλησίασε τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ περπατήσει, ὄχι γιὰ νὰ τοῦ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες. Αὐτὸ οὔτε ποὺ τὸ σκεφτόταν. Ὁ ἴδιος, πάντως, δὲν ἀντέδρασε, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐμπιστοσύνη περίμενε τὴν ἐξέλιξη. 

               Πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ ζητᾶμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴν τὸ λαμβάνουμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς πιάνει τὸ παράπονο. Ναί, ἀλλὰ μήπως ὁ Θεὸς φροντίζει ὥστε νὰ λάβουμε κάτι ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, καὶ μάλιστα τὴν κατάλληλη ὥρα; Ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει πεῖ «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται» καί, ἀναμφίβολα, δὲν λέει ψέματα. Ἑπομένως, ὀφείλουμε μετὰ τὸ αἴτημά μας νὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ νὰ Τοῦ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν μᾶς δώσει αὐτὸ ποῦ ζητᾶμε, σίγουρα θὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχή μας ἔχει ἀνάγκη γιὰ τὴ σωτηρία της. 

               πίσης, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ φράση Του, ὁ Θεάνθρωπος οὐσιαστικὰ μᾶς διδάσκει ὅτι ἂν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ κάποια συμφορά, πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς καὶ νὰ θεραπεύσουμε πρῶτα αὐτήν. Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ, ἡ παραλυσία του ὀφειλόταν, ὅπως φαίνεται, σὲ κάποιο παράπτωμά του. Ἔτσι, μὲ τὴν θεραπεία τοῦ παραπτώματος, θὰ ἐρχόταν καὶ ἡ θεραπεία τῆς παραλυσίας. 

               ταν ἕνας γονέας ἔρχεται στὸν πνευματικὸ καὶ παραπονιέται γιὰ τὴ συμφορὰ νὰ ξεφύγει τὸ παιδί του ἐντελῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὴ τὴ συμφορὰ τὴν ἐτοίμαζε γιὰ καιρὸ ὁ ἴδιος ὁ γονέας καὶ γιὰ νὰ διορθωθεῖ, πρέπει πρῶτα νὰ φροντίσει νὰ συγχωρεθεῖ ἡ ἁμαρτία του, δηλαδὴ ἡ λανθασμένη συμπεριφορά του ἀπέναντι στὸ παιδί του. 

               πιστρέφοντας στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, βλέπουμε νὰ ξεσπᾶ μία ταραχὴ στὴ σκέψη τῶν παρισταμένων ἐκεῖ Φαρισαίων: «Αὐτὸς βλασφημεῖ» εἶπαν μεταξύ τους. Πολλάκις ἔχει γίνει ἀναφορὰ στὴν ὑποκρισία τῶν ταλαίπωρων αὐτῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν προβλήματα διαχρονικά. Ὑποτίθεται ὅτι ἦταν ἂνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀκριβεῖς τηρητὲς τῶν νόμων. Ὑποτίθεται ὅτι ἦταν οἱ μεγάλοι πνευματικοὶ διδάσκαλοι καὶ κήρυκες τῆς εὐσεβείας. Δυστυχῶς, ὅμως, ἔμειναν στὸ «ὑποτίθεται» καὶ ἀπὸ ὅ,τι φάνηκε, ἦταν περισσότερο παράλυτοι στὴν ψυχὴ ἀπὸ ὅ,τι ὁ παράλυτος τῆς περικοπῆς, στὸ σῶμα. Θεώρησαν βλασφημία τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ, διότι γνώριζαν πὼς μόνο ὁ Θεὸς συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Τὸ ἂν ὁ Ἰησοῦς μὲ τὰ δεκάδες θαύματα ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει, ἦταν ὁ Θεὸς ἢ ὄχι, αὐτὸ οὔτε ποὺ νοιάζονταν νὰ τὸ ἐπεξεργασθοῦν, διότι δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε ὁ φθόνος τους.  

               Βλέποντας ὁ Κύριος, ὡς Παντογνώστης, αὐτὲς τὶς μάταιες καὶ φθονερές τους σκέψεις, τὶς χρησιμοποίησε γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀληθινή Του ὑπόσταση στοὺς ἀνθρώπους, ἄσχετα ἂν τελικὰ αὐτοὶ δὲν κατάλαβαν. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶπε: «ὁ Θεὸς μόνο συγχωρεῖ ἁμαρτίες, καὶ ἐφόσον εἶμαι ὁ Θεός, ἄρα συγχωρῶ», διότι θὰ Τὸν παρεξηγοῦσαν ἂν μιλοῦσε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του. Ἀντιθέτως, τὸ ὅτι μόνο ὁ Θεὸς συγχωρεῖ ἁμαρτίες, τὸ εἶπαν μεταξύ τους ἐκεῖνοι ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Χριστό. Τότε, πῆρε τὴν εὐκαιρία καὶ τοὺς εἶπε: γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες (πράγμα ποὺ δὲν φαίνεται), δηλαδὴ ὅτι εἶναι ὁ Θεός –λέει στὸν παράλυτο- σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου (πράγμα ποὺ φαίνεται). 

               ταν κάποιος μένει γιὰ θεραπεία στὸ νοσοκομεῖο ξαπλωμένος γιά, τὸ λιγότερο, πέντε ἡμέρες, ὅταν σηκώνεται στὰ πόδια του, ἐνδεχομένως νὰ πέσει καὶ νὰ χρειαστεῖ στηρίγματα. Ὁ ἐπὶ χρόνια παράλυτος, ὅμως, δὲν χρειάσθηκε κανένα στήριγμα. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Χριστό, σηκώθηκε, ἄρχισε νὰ περπατᾶ καὶ μάλιστα κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεβάτι του. Ὅταν ὁ ἂνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴν καρδιακή του πίστη ἑλκύει τὴν θεραπευτικὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ τὸν καθιστᾶ ἐντελῶς Ὑγιῆ, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά, εἴτε καὶ στὰ δύο. Πίστη, ἑπομένως, μᾶς χρειάζεται. 

               ν κατακλείδι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλὲς φορὲς ζητᾶμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν τὸ λαμβάνουμε. Ὑπομονὴ καὶ πίστη! Ξέρει ὁ Θεὸς νὰ δίνει τὸ συμφέρον, ἁπλῶς θέλει νὰ δεῖ καὶ τὸν δικό μας ἀγώνα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ συμφορὲς ποὺ οἱ ἴδιοι πολλὲς φορὲς ἔχουμε προκαλέσει στὴ ζωή μας, δὲν λύνονται μὲ μαγικὸ τρόπο μὲ τὴν προσφυγὴ σὲ ἕναν θαυματουργὸ πνευματικό, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική μας προσπάθεια νὰ γνωρίσουμε τὰ λάθη ποὺ ὁδήγησαν στὴ συμφορὰ καὶ νὰ διορθώσουμε πρῶτα αὐτά. Τέλος, ὁ Δεσπότης Χριστὸς εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρὸς τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν μας νοσημάτων. Ἂν θέλουμε τὴ θεραπεία μας, σὲ Ἐκεῖνον ὀφείλουμε νὰ καταφεύγουμε, μὲ Ἐκεῖνον νὰ ἐπικοινωνοῦμε καὶ τὶς ἐντολὲς Ἐκείνου νὰ ἀκολουθοῦμε. 

Μετ’ εὐχῶν,

 Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΦΡΟΝΗΣΗΣ (Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως)



Φρόνηση είναι η διάκριση και επιλογή των πραγμάτων που πρέπει να γίνουν και εκείνων που δεν πρέπει. Είναι δε η επιστήμη του να διαχωρίζει κανείς τα αγαθά από τα κακά. Η φρόνηση διευθύνει τις σκέψεις και τακτοποιεί τους λογισμούς. Είναι η επαγρύπνηση του λογικού μας και η υγεία του νου. Η φρόνηση εκπαιδεύει τη γλώσσα να μιλάει σοφά και να σιωπά σ’ αυτά που δεν πρέπει να λέει. Η φρόνηση διδάσκει πως να μιλάει κανείς στον κατάλληλο καιρό και πως να αποφεύγει τα λόγια που λέγονται άκαιρα. Είναι η αιτία των άλλων αρετών.
Η φρόνηση...αναζητά πάντοτε την αλήθεια και αναπαύεται σ’ αυτήν, αφού αυτή οδηγεί στον Θεό και τη μακαριότητα. Την ακολουθούν η καλή θέληση, ο καλός λογισμός, η ευταξία, η κοσμιότητα και η ντροπαλότητα...
Η εικόνα του φρόνιμου
Φρόνιμος είναι αυτός που εργάζεται σε όλη του τη ζωή για την αρετή. Ο φρόνιμος είναι συνετός άνθρωπος και ότι κάνει το κάνει με σκέψη και επίγνωση, αγαπάει το αγαθό και αποστρέφεται το κακό. Αγαπάει τον Θεό και Τον ανακαλύπτει μέσα από τα δημιουργήματα Του. Οι λόγοι του είναι γεμάτοι σύνεση, οι δε πράξεις του ευχάριστες στον Θεό. Οι δρόμοι του είναι ευθείς και προχωράει προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι σκέψεις του ταιριάζουν με των σοφών τις σκέψεις και οι διαλογισμοί του με αυτούς των συνετών. Επιμελείται και προσέχει τα γύρω από τη ζωή του, εξασκώντας ιδιαίτερα τη φρόνηση του.
Όταν ευτυχεί παραμένει μετριόφρων και όταν ατυχεί είναι καρτερικός. Ο φρόνιμος πριν επιχειρήσει να κάνει κάτι, πρώτα απ’ όλα σκέπτεται που αποσκοπεί η πράξη και μετά προχωράει στην πραγματοποίηση της. Ο φρόνιμος είναι σε όλα σταθερός. Ο φρόνιμος δεν φουσκώνει, δεν παινεύεται, δεν υπερηφανεύεται αλλά συμπεριφέρεται με ταπεινοφροσύνη και θυμάται πάντα ότι ο άνθρωπος είναι προσωρινός και περαστικός από τη γη και ότι το πολίτευμα του, η πραγματική ζωή δηλαδή, υπάρχει στον ουρανό. Μακάριος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κατέκτησε τη σοφία και ο θνητός ο οποίος απέκτησε φρόνηση...

 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

 

Οἰκουμενιστικὴ Διάσκεψη στὴν Ἀθήνα



+Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος

            Πρόσφατα, ἀπὸ 18 ἕως 20 Μαΐου 2025, πραγματοποιήθηκε Οἰκουμενιστικὸ Συνέδριο στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν «Ἐπιτροπὴ Διεθνῶν Ὑποθέσεων» τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ), τὸ ὁποῖο φιλοξένησε ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἐπρόκειτο γιὰ τὴν 60ὴ συνεδρίαση τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιτροπῆς τοῦ «ΠΣΕ» ἀφιερωμένη στὴν Ἐπέτειο 100 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Διάσκεψη τοῦ 1925 στὴν Στοκχόλμη τῆς Σουηδίας τῆς «Ζωῆς καὶ Ἐργασίας», τοῦ Οἰκουμενικοῦ δηλαδὴ ἐκείνου Ὀργανισμοῦ ποὺ στόχευε στὴν ἐξάσκηση τοῦ «πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ» χωρὶς ἐνδιαφέρον καὶ συζήτηση γιὰ τὶς διαφορὲς πίστεως τῶν μελῶν-«ἐκκλησιῶν» ποὺ συμμετεῖχαν.
            Τότε, τὸ 1925, στὴν σύγκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἐκείνου Συνεδρίου συμμετεῖχαν καὶ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, γεγονὸς ἰδιαίτερης σημασίας γιὰ τοὺς Προτεστάντες ποὺ εἶχαν τὴν σχετικὴ πρωτοβουλία, ὥστε νὰ ὑπάρχει κατὰ τὴν ἀντίληψή τους διεύρυνση πέρα καὶ ἐκτὸς τοῦ δικοῦ τους κόσμου (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 20-05-2025).

            Ἤδη τότε, 1600 χρόνια μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 325 στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τὸ λανθασμένο σύνθημα τῶν πρωτεργατῶν στὴν Στοκχόλμη ἦταν: «μιὰ Νίκαια γιὰ τὴν ἠθική, γιὰ πρακτικὸ Χριστιανισμό». Ἡ ἔμφαση δινόταν στὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως σὲ φλέγοντα ζητήματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τοῦ μεσοπολέμου. Θεωρήθηκε, βάσει τοῦ Προτεσταντικοῦ σκεπτικοῦ, ὅτι γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ἐπιρροὴ στὰ τεκταινόμενα παγκοσμίως χρειαζόταν ὄχι μεμονωμένη δράση ἑκάστης «ἐκκλησίας» ἐντὸς τῆς χώρας της, ἀλλὰ κοινὴ δράση «ἐκκλησιῶν» σὲ εὐρύτερο πλαίσιο, παρὰ τὶς διαφορὲς σὲ ἐπίπεδο πίστεως.
            Διὰ τοῦ τότε Λουθηρανοῦ ἀρχιεπισκόπου Οὐψάλης Νάθαν Σόδερμπλομ ἀπευθύνθηκε κλήση γιὰ «πρακτικὴ συνεργασία» παρὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς διαφορές. Τὸ σκεπτικὸ τῶν ἑτεροδόξων καὶ τότε καὶ τώρα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ πίστη καὶ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, ἦταν καὶ εἶναι ὅτι ἡ ἑνότητα ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει, καὶ ὅτι μέσῳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως καὶ δεσμεύσεως ἡ ἑνότητα αὐτὴ ὀφείλει νὰ ἀναγνωρίζεται καὶ νὰ βιώνεται (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 20-05-2025).
            Τὸ ἐντελῶς ἀνορθόδοξο αὐτὸ σκεπτικὸ ἔφθασε μέχρι σημείου διακηρύξεως ὅτι τὰ δόγματα φέρνουν διαίρεση καὶ ἄρα ἡ ἔμφαση στὸν λεγόμενο «πρακτικὸ Χριστιανισμὸ» ἑνοποιεῖ.

            Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν ἔγκειται στὸ τί οἱ Προτεστάντες πιστεύουν καὶ διακηρύσσουν. Τὸ πρόβλημα ἐντοπίζεται στοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ Διαγγέλματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» εἶχαν ἤδη ἀποδεχθεῖ προφανέστατες κακοδοξίες, οἱ ὁποῖες συνοψίζονται α) στὴν ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, καὶ β) στὴν βούληση καὶ ἐπιθυμία γιὰ κοινὴ μαρτυρία καὶ διακονία μαζί τους στὸν σύγχρονο κόσμο, δηλ. γιὰ συνεργασία καὶ συνάφεια, πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου τούτου. Δὲν χρειάζεται νὰ τονίσουμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἀμάρτυρες θέσεις εἶναι τελείως ἄγνωστες καὶ ἀδιανόητες στὴν ἱστορία, ζωὴ καὶ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν δισχιλιετῆ πορεία της.
            Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρόσκληση ἐκ μέρους τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου ἤδη ἀπὸ τὸ 1920 στὴν Γενεύη καὶ μάλιστα τὸ 1925 στὴν Στοκχόλμη γιὰ συνασπισμὸ σὲ Οἰκουμενικὸ σῶμα πρὸς ἄσκηση ἀπὸ κοινοῦ συνεργασίας ἐπὶ πρακτικοῦ ἐπιπέδου (μεταγενέστερα στὴν Ὀξφόρδη τὸ 1937), βρῆκε τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς κατάλληλα προετοιμασμένους ὡς πρὸς τὴν θετικὴ ἀνταπόκρισή τους.
            Ὁ ἕτερος Οἰκουμενικὸς Ὀργανισμὸς «Πίστις καὶ Τάξις» πρὸς ἐξέταση τῶν θεμάτων πίστεως συνεστήθη ἐπίσης ἀπὸ τοῦ 1920 στὴν Γενεύη μὲ συνέδρια-σταθμοὺς στὴν Λωζάννη τὸ 1927 καὶ στὸ Ἐνδιμβοῦργο τὸ 1937, ἡ δὲ συγχώνευση τῶν δύο αὐτῶν Ὀργανισμῶν τὸ ἔτος 1948 στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας ἀπάρτισε τὸ γνωστὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
            Ἡ ὑφισταμένη πλέον «Ἐπιτροπὴ Διεθνῶν Ὑποθέσεων» τοῦ «ΠΣΕ» ἀποτελεῖ «κληρονομιά» τοῦ Ὀργανισμοῦ «Ζωὴ καὶ Ἐργασία» καὶ δίδει ἔμφαση στὴν «ἀνάπτυξη τοῦ διεθνοῦς δικαίου» καὶ στὴν ἐργασία «γιὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη στὸν κόσμο» (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 20-05-2025).
            Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ ἦταν ποὺ συγκάλεσε τὴν πρόσφατη Οἰκουμενικὴ Διάσκεψη στὴν Ἀθήνα τὸν περασμένο Μάϊο, 100 χρόνια μετὰ τὴν Διάσκεψη τῆς Στοκχόλμης, μὲ γενικὸ τίτλο: «Ἡ ὥρα γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι τώρα» καὶ μὲ τὴν βαρύγδουπη προοπτικὴ «ἀναζήτησης νέας δέσμευσης γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας»! (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 19-05-2025).

            Οἱ ἐργασίες ἔγιναν σὲ ξενοδοχεῖο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἄρχισαν μὲ δέηση ἀπὸ τὸν μητρ. Νέας Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας Γαβριήλ. Ὁ μητρ. Φαναρίου Ἀγαθάγγελος ἀνέγνωσε χαιρετισμὸ τοῦ ἀρχιεπ. Ἱερωνύμου. Χαιρετισμοὺς ἀπηύθυναν ὁ τότε ὑπουργὸς Μετανάστευσης καὶ Ἀσύλου κ. Μάκης Βορίδης κ.ἄ. Τὸ Συνέδριο ἀσχολήθηκε σύμφωνα μὲ προεξαγγελία περὶ αὐτοῦ, μὲ τὴν διερεύνηση γιὰ Οἰκουμενικὲς ἀπαντήσεις ὡς πρὸς τὶς ἀναδυόμενες παγκόσμιες τάσεις στὶς διεθνεῖς σχέσεις καὶ τὶς γεωπολιτικὲς ἐξελίξεις. (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 19-05-2025).
            Εἶναι ἐμφανὲς ἀπὸ τὰ συνθηματολογικὰ κλισὲ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς Διασκέψεως ποὺ ἐνδεικτικὰ παραθέσαμε ὅτι καταβάλλεται προσπάθεια -χωρὶς βεβαίως οὐσιαστικὸ ἀντίκρισμα στὴν πραγματικότητα- νὰ προκληθεῖ ἐντυπωσιασμὸς ὅπως καὶ εὐρύτερο κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον, πὼς μιὰ τέτοια Οἰκουμενικὴ Διάσκεψη συμβάλλει δῆθεν σημαντικὰ στὴν διερεύνηση καὶ ἐπίτευξη ὑψηλῶν καὶ ἐπιθυμητῶν σκοπῶν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἀπὸ μὲν πνευματικῆς πλευρᾶς σημειώνεται ἄλλο ἕνα Οἰκουμενιστικὸ ὀλίσθημα μὲ ἀνούσιο βερμπαλισμό, καὶ ἐπίσης λαμβάνουν χώρα θεωρίες καὶ πράξεις προωθήσεως τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως· ἀπὸ δὲ κοινωνικῆς πλευρᾶς προξενεῖται ἁπλῶς θόρυβος κενὸς ὁποιουδήποτε οὐσιαστικοῦ περιεχομένου, ἐκτὸς ἀπὸ ἀναφορὲς γεωπολιτικῶν θεμάτων σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα δυτικὴ ἀντίληψη περὶ τῶν γεγονότων σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ πλανήτη.
            Στὶς 19/5, δεύτερη ἡμέρα τοῦ Συνεδρίου, ὁ κληρικὸς Νικόλαος Καζαριὰν τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς ὑπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἦταν ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς στὶς Οἰκουμενιστικές του ὑπερβολές, γεγονὸς ποὺ καταδεικνύει τοῦ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ αἱρετικὴ διάβρωση τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν. Ὑποστήριξε λοιπὸν τὴν ἀπὸ κοινοῦ δράση τῶν Χριστιανῶν παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές τους, «σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ὑποφέρει», γεγονὸς ποὺ παρέχει «κοινὴ μαρτυρία» ἐντὸς αὐτοῦ. Αὐτὸ τὸ «πρωτοποριακὸ βῆμα» ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ εὐθύνη θεμελιώνεται «στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος», στὸ ὁποῖο προφανῶς συμμετέχουν ἅπαντες, «καὶ στὴν κοινή μας ὁμολογία γιὰ τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διακηρύχθηκε στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας» (Orthodox Times, 19-05-2025).
            Ἐδῶ ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τῶν κακοδοξιῶν τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, τὶς ὁποῖες ἀναφέραμε ἀνωτέρω.

            Ὁ Καζαριὰν συνέχισε: «οἱ παγκόσμιες συγκρούσεις καλοῦν τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀνακτήσει τὸν προφητικό της ρόλο». Ὅμως, θὰ ἐρωτούσαμε, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία περὶ τῆς ὁποίας γίνεται αἴφνης λόγος ἐνώπιον διομολογιακοῦ ἀκροατηρίου στὰ πλαίσια τοῦ «ΠΣΕ»; Ἡ ἀσάφεια δηλώνει τὴν βαθύτερη κακόδοξη Οἰκουμενιστικὴ πεποίθηση ὅτι ὅλοι τους συναποτελοῦν αὐτὴ τὴν «Ἐκκλησία», ἐφ’ ὅσον συμμετέχουν σὲ «ἕνα καὶ κοινό» βάπτισμα, τὸ ὁποῖο θεωροῦν ὅτι τοὺς εἰσάγει στὴν πραγματικότητα τοῦ «Σώματος τοῦ Χριστοῦ», γι’ αὐτὸ καὶ δύνανται νὰ παρέχουν «κοινὴ μαρτυρία» στὸν κόσμο. 
            Ὁ Καζαριὰν θεωρεῖ ὅτι «ὁ Οἰκουμενικὸς διάλογος προσφέρει ἐργαλεῖα συμφιλίωσης ποὺ μποροῦν νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὶς δικές μας κοινότητες… Τὸ οἰκουμενικὸ κίνημα μπορεῖ στὴν πραγματικότητα νὰ εἶναι ἕνα ζωτικὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς θεραπεύει ἀπὸ μέσα (ἐκ τῶν ἔνδον)».

            Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς στὴν βαθιὰ πλάνη τους θεωροῦν ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὴν Οἰκουμενιστικὴ διαδικασία τοὺς παρέχει χρήσιμα συμφιλιωτικὰ ἐργαλεῖα γιὰ ἐφαρμογὴ στὸν χῶρο τους, δηλ. ἑνότητος καὶ ἀγάπης, χωρὶς ὅμως Ἀλήθεια! Καὶ ὅτι τὸ κίνημά τους αὐτὸ παρέχει θεία θεραπεία ἐσωτερικά! Ὅμως, πρόκειται γιὰ διακήρυξη τῆς πνευματικῆς τους τυφλότητος, ἐφ’ ὅσον δὲν δύνανται προφανέστατα νὰ διαχωρίσουν τὶς θεῖες Ἐνέργειες ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἤ τὶς δαιμονικές! Καὶ τότε πῶς δύνανται νὰ ποιμάνουν Ἐκκλησία Θεοῦ; Ἤ νὰ ὁδηγήσουν ἀπλανῶς τὸ ποίμνιό τους σὲ ὁδὸ σωτηρίας;…
            Ἀλλὰ ποιᾶς σωτηρίας; Τέτοια ἔννοια καὶ τέτοια προβληματολογία δὲν ἀνευρίσκεται στὴν πρακτικῶς δραστήρια Οἰκουμενικὴ κίνηση. Οἱ θιασῶτες της ἀσχολοῦνται πυρετωδῶς καὶ ματαίως μὲ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου τούτου, τὰ ὁποῖα φυσικὰ ἁπλῶς περιγράφουν κατ’ ἐπιλογὴν καὶ διεκτραγωδοῦν, χωρὶς ἀκόμη καὶ ἐπ’ αὐτῶν νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ κάποια ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια, ὅπως θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ πράξει ὁποιοσδήποτε ὀργανισμός.

            Ὁ Καζαριὰν ἀπτόητος συνέχισε μὲ τὸ ἐρώτημα: «Τί μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία σὲ αὐτὸ τὸ οἰκουμενικὸ ταξίδι; Α. Μιὰ πλούσια θεολογία τῆς κοινωνίας ὡς βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς· Β. Μιὰ πνευματικὴ παράδοση ποὺ δίνει προτεραιότητα στὴν θεραπεία τῆς καρδιᾶς (κάθαρσις) ὡς προϋπόθεση γιὰ συμφιλίωση· Γ. Τὴν διαρκὴ ἡγεσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο ἔχει σταθερὰ ὑποστηρίξει τὸν διάλογο, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια».
            Ἡ «θεολογία τῆς κοινωνίας», ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε προσφιλῆ ἔννοια τοῦ μακαρίτου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ἄν νοηθεῖ ὀρθοδόξως ἐφαρμόζεται μόνον ἐντὸς ὀρθοδόξου πλαισίου, ἐκτὸς τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσει. Ἄν πάλι νοηθεῖ κακοδόξως, μέσα στὰ πλαίσια μιᾶς διευρυμένης ἐκκλησιολογικῆς θεωρήσεως, δίνει χῶρο στὴν ἀνάπτυξη διαφόρων νεφελωδῶν θεωριῶν γιὰ ἐνασχόληση εἰδημόνων, προωθώντας σαφῶς τὴν ἑδραίωση παγχριστιανικοῦ Οἰκουμενιστικοῦ φρονήματος. Αὐτὴ τὴν κατεύθυνση προφανῶς ὑπηρετεῖ ἡ ἀναφορὰ στὸ ὑπὸ κρίσιν κείμενο.
            Ὁ δὲ λόγος γιὰ κάθαρση καρδίας ὡς προϋπόθεση γιὰ συμφιλίωση δὲν ἔχει καμία σχέση καὶ καμία θέση στὰ Οἰκουμενιστικὰ δρώμενα. Ἀφορᾶ στὴν ἐν μετανοίᾳ ἐπίκληση τοῦ θείου ἐλέους γιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαπτισματικῆς χάριτος ἡ ὁποία ἀπεκρύβη ἐξ αἰτίας σωρεύσεως ἐφαμάρτων παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν. Λειτουργεῖ δὲ μόνον ἐντὸς ὀρθοδόξου θεραπευτικοῦ πλαισίου, ἐντὸς τῆς λειτουργικῆς, εὐχαριστιακῆς καὶ πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ὁδηγεῖ πράγματι -ὅταν ἀσκηθεῖ ἐν ταπεινώσει καὶ ὑπακοῇ σὲ παθόντα τὰ θεῖα Πνευματικὸ πατέρα- σὲ κάθαρση καρδίας ποὺ φθάνει μέχρι τὴν «καύση» αὐτῆς ἀπὸ ἔλεος γιὰ κάθε πλάσμα καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτίση. Τὸ νὰ συγχέεται ὅμως αὐτὴ ἡ ἱερὴ κατάσταση μέσα στὰ Οἰκουμενιστικὰ δρώμενα, ὅπου δὲν ἀνευρίσκεται ἴχνος ὀρθοδόξου ἰδέας θεραπευτικῆς, ἐντελῶς προχείρως δίκην συνθήματος γιὰ πρόκληση ἐντυπώσεων, εἶναι σὰν νὰ ρίπτονται οἱ μαργαρῖτες σὲ μολυσμένο τόπο καὶ περιβάλλον! Ἀλλὰ τοῦτο δὲν προξενεῖ ἐντύπωση ἄν ἀναλογισθοῦμε τὸ μέγεθος τοῦ προαναφερθέντος πνευματικοῦ σκοτασμοῦ τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν μὲν θεωρητικῶς στοιχεῖα τῆς ἁγίας Ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, χωρὶς ὅμως βαθύτερη ἐπίγνωση, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ εὐκολία συγχέουν τὰ ἀσύγχυτα.
            Ὅσο γιὰ τὴν «διαρκὴ ἡγεσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ὡς προσφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Οἰκουμενικὸ ταξίδι, ὁμολογοῦμε ὅτι βρισκόμαστε πρὸ ἐκπλήξεως μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως! Ἡ σπουδή τους νὰ προβάλλουν τὴν νεόκοπη ἐκκλησιολογική τους κακοδοξία περὶ τοῦ δῆθεν «Πρωτείου» τῆς ἕδρας τους καὶ τοῦ Προκαθημένου τους ὡς «Πρώτου ἄνευ ἴσων», τοὺς ὠθεῖ σὲ σχετικὲς ἀναφορὲς ἀκόμη καὶ σὲ Οἰκουμενιστικὰ «φόρα»! Ὅμως, ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν πλειονότητά τους δὲν δέχονται τέτοιο «Πρωτεῖο» καὶ πολὺ ὀρθῶς κάνουν, οἱ Οἰκουμενιστὲς τοῦ Φαναρίου ἐλπίζουν ὅτι θὰ συγκινήσουν τοὺς Προτεστάντες ἑταίρους τους μὲ τέτοιου εἴδους θεωρίες, ἐνῶ ἐκεῖνοι εἶναι περιώνυμοι γιὰ τὴν ἀπόρριψή τους κάθε εἴδους αὐθεντίας καὶ ἐπιβολῆς; Οἱ Προτεστάντες ἀλήθεια δραπέτευσαν κάποτε ἀπὸ τὸν ὑπερφίαλο Δυτικὸ Παπισμὸ γιὰ νὰ συναντήσουν τώρα ἕνα Ἀνατολικὸ κακέκτυπο;!…

            Ὁ δὲ Καζαριὰν κατέληξε ὡς ἑξῆς τὴν διάτρητη εἰσήγησή του: «Ἡ ὀρθόδοξη συμμετοχὴ τὸ 1925 ἦταν σημαντικὴ ὄχι μόνο μὲ οἰκουμενικοὺς ὅρους, ἀλλὰ καὶ στὴν βαθύτερη ἐνασχόληση μὲ ζητήματα κοινωνικῆς ἠθικῆς, πολιτισμοῦ καὶ ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο. Ἡ θεραπεία (τῶν διαιρέσεων;) δὲν ἔρχεται μέσῳ τῆς ἀφοσιώσεως στὶς φατρίες μας, ἀλλὰ μέσῳ τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Εἴθε αὐτὴ ἡ ἑκατονταετηρίδα νὰ ἀνανεώσει τὴν ἀποφασιστικότητά μας νὰ συμβαδίζουμε, νὰ συνδιακονοῦμε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουμε ἕνα».
            Ἐδῶ παρατηροῦμε τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς διαχωρισμοῦ τοῦ ἀνήκειν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ἀνεπιτρέπτου ἰσχυρισμοῦ ὅτι ἀνήκεις σὲ «φατρία», ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἡ ὁποία δῆθεν φέρνει θεραπεία, ἀνεξαρτήτως ἐκκλησιαστικότητος! Ποιά θεραπεία; Ὑποθέτουμε τῶν διαιρέσεων.
            Ὅμως, καμία θεραπεία, καμία ὁλοκληρία καὶ σωτηρία δὲν κατορθώνεται μεμονωμένα καὶ ἀτομικά, παρὰ μόνον ἐκκλησιαστικά. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ δὲν δρᾶ καὶ δὲν ἐπιφέρει σωστικὸ ἀποτέλεσμα, παρὰ μόνον ἐντὸς τοῦ ἁγίου Θεανθρωπίνου Σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς ἔνταξη στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Σῶμα Του, θεραπεία καὶ σωτηρία δὲν ἐπιτυγχάνονται. Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι Χριστιανὸς ἄν δὲν ἀνήκεις στὴν κοινωνία τῶν μαθητῶν, τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν, στὴν Ἀποστολικὴ Κοινωνία (Πρ. 2, 42). Μόνον μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται ἡ «αὔξησις» ἐν Χριστῷ, στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν (Α΄ Κορ. 12, 12· Ἐφεσ. 4, 11-16). Ἡ ἑνότητα Ἐκκλησίας-Χριστοῦ εἶναι ἀδιάρρηκτη.
            Ἄν αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ π. Ν. Καζαριὰν ἀποτελοῦν «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» ἐνώπιον τῶν ἑτεροδόξων, τότε μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸ μέγεθος τῆς θεολογικῆς διαστρεβλώσεως ποὺ συμβαίνει στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ πόσο πολὺ τὰ πράγματα ἔχουν ἐκτραπεῖ. Αὐτὴ ἡ τραγικὴ διαπίστωση, ὅπως ἀποδείξαμε καὶ ὅπως θὰ παρουσιάσουμε ἐν συνεχείᾳ, δὲν ἀποτελεῖ «φονταμενταλισμό», ὅπως κατηγοροῦνται ὅσοι ἀντιτίθενται ὀρθοδόξως στὴν αἵρεση, οὔτε συνιστοῦν «δαιμονοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ὅπως κατήγγειλε ὅτι συμβαίνει στὸν χῶρο της ἡ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας Maha Milki Wehbe!
            Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὡς θεολογικὴ κακοδοξία δὲν εἶναι ἐκ τῆς Ἀληθείας, δηλ. ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ διαβόλου, τοῦ πατρὸς τοῦ ψεύδους, τῶν πλανῶν καὶ τῶν αἱρέσεων. Ἡ πασιφανὴς καὶ αὐταπόδεικτη αὐτὴ ἀλήθεια ἐνοχλεῖ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς καὶ σπεύδουν νὰ προτείνουν τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀνησυχητικοῦ φαινομένου ἐντὸς τοῦ «ΠΣΕ», ὅπου νὰ συσκέπτονται μὲ «ἀνοιχτὸ μυαλό» καὶ νὰ καλλιεργοῦν τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητος (Orthodox Times, 19-05-2025).

            Νὰ σημειώσουμε ὅτι στὴν Οἰκουμενιστικὴ Διάσκεψη τῶν Ἀθηνῶν ἔγιναν καὶ ἀνεπίτρεπτες κοινὲς προσευχὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της, τόσο βάσει τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης (Orthodox Times, 19-05-2025), ὅσο καὶ τῆς προτεσταντικῆς μὲ τὰ ἀνάλογα τραγουδάκια συνοδία μουσικῶν ὀργάνων καὶ χορευτικῶν κινήσεων, ὅπως φαίνεται σὲ σχετικὲς φωτογραφίες.

            Ὅμως, εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθεῖ ὅτι τὸ κύριο πρόβλημα μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ δὲν συνίσταται στὸ ὅτι γίνονται συμπροσευχές. Διότι ἄν δεχθοῦμε κάτι τέτοιο, τότε καταβιβάζουμε τὸ μέγα θεολογικὸ πρωτίστως πρόβλημα ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ κακοδοξία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὲ δῆθεν ἁπλὸ ζήτημα παραβιάσεως Ἱερῶν Κανόνων. Δηλαδὴ τὸ δογματικὸ πρόβλημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν Πίστη μετατρέπεται σὲ Κανονικὸ μόνον πρόβλημα. Τοῦτο ὅμως ἀποβλέπει σὲ ἐλαχιστοποίηση τοῦ ζητήματος καὶ συνιστᾶ μέγα λάθος.
            Τὴν τρίτη ἡμέρα, 20/5, στὴν ἐξέταση τοῦ θέματος «θεολογικὲς γέφυρες μεταξὺ τῆς Νίκαιας καὶ τῆς Στοκχόλμης», ἡ καθηγήτρια στὸ ΑΠΘ Δήμητρα Κούκουρα ἀναφέρθηκε στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στὴν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἐπίσης στὴν σύνθεση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Κατόπιν ὑποστήριξε ὅτι ἡ ἑνότητα διερράγη στὶς ἀρχὲς τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ τὸ μεγάλο σχίσμα μεταξὺ Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν συνεχείᾳ, παρέκκλινε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸ Λουθηρανικὸ ρεῦμα καὶ προέκυψαν πολυάριθμες παραφυάδες, «ὥστε τώρα ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι διαιρεμένη» ἐξ αἰτίας ὄχι μόνο θεολογικῶν λόγων, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων. Ἐν τούτοις, συνέχισε ἡ εἰσηγήτρια, παντοῦ στὸν κόσμο ὑπάρχουν Χριστιανικὲς Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες ὅπου ὁμολογεῖται ἡ Πίστη τῆς Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. «ἡ μία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας ποὺ ἦταν πλέον διαιρεμένη» σὲ πολλὲς ἀκόμη καὶ ἐχθρικὲς μεταξύ τους ἐκκλησίες, χωρὶς ἑνότητα, οἱ Χριστιανοὶ βρέθηκαν ἀπὸ κοινοῦ στὴν Στοκχόλμη τὸ 1925 σὲ μία «κοινωνία ἐκκλησιῶν». (Orthodox Times, 20-05-2025).

            Εἶναι παράδοξο τὸ «ἀφελές» σκεπτικὸ τῆς καθηγ. Κούκουρα καὶ βεβαίως ἐντελῶς λανθασμένο. Στὴν πρώτη χιλιετία εἴχαμε ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, ἄν καὶ ἀπεκόπησαν πολλὰ Χριστιανικὰ σώματα καὶ καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικά. Ἀλλὰ στὴν δεύτερη χιλιετία ἔχουμε ἁπλῶς διαίρεση μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς καὶ ἐπίσης ἐντὸς τῆς Δύσεως. Καὶ μόλις τὸ 1925 ἀποφασίζουν οἱ διαχωρισμένοι Χριστιανοὶ νὰ συστήσουν «κοινωνία ἐκκλησιῶν». Καὶ ὅλα αὐτὰ λέγονται ἐνώπιον ἀρχιερέων (στὶς ἐργασίες τῆς Διασκέψεως διακρίνονται σὲ φωτογραφίες οἱ Ν. Ἰωνίας Γαβριήλ, Πισιδίας Ἰώβ, Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Περιστερίου Γρηγόριος, Φαναρίου Ἀγαθάγγελος, Ἀχαΐας Ἀθανάσιος, Σαλώνων Ἰγνάτιος), κληρικῶν, καθηγητῶν, κλπ.
            Ὅμως, ὅλοι ὅσοι ἔχουν στοιχειώδη γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων γνωρίζουν πὼς ὅ,τι ἴσχυε κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, αὐτὸ ἴσχυε καὶ κατὰ τὴν δεύτερη, ἰσχύει κατὰ τὴν τρίτη καὶ θὰ ἰσχύει πάντοτε. Ὑπάρχει μία μόνον ἀληθινὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη, ὡς Θεανθρώπινο Σῶμα Χριστοῦ, μὲ μία πίστη ἄμωμη, ἕνα ἀληθινὸ Βάπτισμα, μία ἀπλανὴ ὁδὸ σωτηρίας. Καὶ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ Κεφαλὴ τὸν Χριστὸ δὲν ὑπόκειται σὲ μερισμό. Ἡ κοινὴ δογματικὴ πίστη ἀποτελεῖ τὴν συνεκτικὴ δύναμη τῆς κοινωνίας καὶ τὸ ἀσφαλὲς θεμέλιο ἑνότητος. Χωρὶς διαφύλαξη «ἀκλινοῦς [ἀμετακινήτου, ἀσαλεύτου] καὶ βεβαίας» καὶ ἄνευ προσθαφαιρέσεων τῆς παραδοθείσης πίστεως, δὲν ὑπάρχει ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα οὔτε διατήρηση σὲ αὐτὴν (βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 36, παρ. 10, ΕΠΕ, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 216).
            Ἡ δὲ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν πίστη συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁγία Ἑνότητα, σημαίνει κήρυξη αἱρέσεως καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, βάσει τῆς προβλεπομένης πρὸς τοῦτο Συνοδικῆς διαδικασίας καὶ διακηρύξεως, καὶ ὄχι βέβαια ἁπλῶς πρόκληση διαιρέσεως εἰς τὸ διηνεκές.
            Ἡ ἐπάνοδος στὴν Ἑνότητα σημαίνει ἐπιστροφὴ στὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰσαγωγὴ στὴν κοινωνία ἑνότητός της. Κατὰ τὴν διαδικασία αὐτὴ εἶναι εὐνόητον ὅτι ἀπαιτεῖται ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἡμερότητα καὶ ἐπιείκεια, διότι πρόκειται γιὰ ἐπάνοδό τους ἀπὸ τὴν νεκρότητα στὴν ζωή.
            Αὐτὸ ὅμως καθόλου δὲν συνέβη οὔτε συμβαίνει στὴν κατάκριτη Οἰκουμενικὴ κίνηση, ἡ ὁποία πάσχει ἐκ θεμελίων. Συνοδοιπορία ἀπὸ κοινοῦ πνευματικῶς ζώντων καὶ νεκρῶν, συνδιακονία, σύμπραξη, συμπροσευχή κλπ. εἶναι κάτι τὸ ἐντελῶς ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο στὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως προαναφέρθηκε. Ἡ νέα αὐτὴ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν ὅτι συνιστοῦν «Οἰκουμενικὴ Ἀδελφότητα» μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ὅπως συνομολόγησαν καὶ στὴν ψευδο-σύνοδό τους τοῦ Κολυμβαρίου τὸ 2016, τοὺς καθιστᾶ αὐτοκατακρίτους, ἀκοινωνήτους, μετόχους αἱρετικοῦ μολυσμοῦ.

            Τοῦτο εἶναι πάρα πολὺ ἀναγκαῖο νὰ τονίζεται, διότι κάποιοι ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους ἐλαχιστοποιοῦν τὸ θέμα διαφορᾶς μας στὸ Ἡμερολογιακὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο δῆθεν δὲν δικαιολογοῦσε οὔτε δικαιολογεῖ τὴν ἔλλειψη ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος μεταξὺ τῶν ἀκολούθων τοῦ Πατρίου καὶ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ὅμως, δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ θέμα Ἡμερολογίου! Πρόκειται γιὰ θέμα Πίστεως! Δὲν εἴμαστε Ἡμερολάτρες ἀλλὰ Χριστολάτρες. Καὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ μία ἰδιοτροπία ὡς πρὸς τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας!
            Ὁ μητρ. Πισιδίας Ἰὼβ ἐν συνεχείᾳ ἐνῶ παρατήρησε ὅτι τὰ δόγματα δὲν εἶναι αὐτὰ ποὺ διαιροῦν, ἀλλὰ ἡ αἵρεση διαιρεῖ, δὲν διευκρίνισε ἐν τούτοις τί σημαίνει αὐτὸ στὴν σύγχρονη πραγματικότητα. Ἀπεναντίας, εἶπε ὅτι τὸ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ «ΠΣΕ» διαφέρει ἀπὸ τὸ παρόμοιο ἔργο ὁποιουδήποτε ἄλλου κοινωνικοῦ φορέως, διότι «οἰκοδομοῦμε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ»! Καὶ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία μεταμορφώνει τὸν κόσμο φέρνοντας τοὺς ἀνθρώπους στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία»! (Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Εἰδήσεις, 21-05-2025).
            Τελείως ἀσαφῆ πράγματα. Τὸ «ΠΣΕ» οἰκοδομεῖ τὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», «μεταμορφώνει τὸν κόσμο» διὰ τοῦ ἔργου καὶ τῆς δράσεώς του, καὶ εἰσάγει τοὺς ἀνθρώπους στὴν «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»;! Ἄν ὅπως φαίνεται αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν διαλαμβανομένων ἐνταῦθα, τότε ἔχουμε ἄλλη μία πανηγυρικὴ ἐπιβεβαίωση περὶ τῆς αἱρετικῆς φύσεως τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν.

            Οἱ οἰκοδεσπότες τῆς Οἰκουμενιστικῆς Διασκέψεως τῶν Ἀθηνῶν μετέβησαν μὲ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου γιὰ ἐπίσκεψη στὶς ἐγκαταστάσεις δομῆς φιλοξενίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Βουλιαγμένη ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία «Συνύπαρξη» – «Οἰκουμενικὸ Πρόγραμμα Προσφύγων». Παρὼν ἦταν ὁ γεν. διευθυντὴς τοῦ κέντρου μητρ. Ἰλίου Ἀθηναγόρας. Ἀναπτύχθηκε τὸ θέμα στήριξης προσφύγων καὶ αἰτούντων ἄσυλο καὶ ἐπίσης ἐπιβεβαιώθηκε ἡ στενὴ ἐπαφὴ «Συνυπάρξεως» καὶ «ΠΣΕ» (Orthodox Times, 20-05-2025).

            Τὸ τελικὸ Μήνυμα τῆς Διασκέψεως (βλ. Ἱστοσελίδα «ΠΣΕ», Ἐπιτροπὴ Διεθνῶν Ὑποθέσεων, Ἔγγραφα, 22-05-2025) περιέχει ἕνα καθαρὰ Προτεσταντικῆς κατευθύνσεως σκεπτικό, γιὰ νὰ ἐξανεμίσει γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὶς φλυαρίες καὶ ἀνοησίες περὶ «Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας», οἱ ὁποῖες κατὰ καιροὺς ἀκούγονται ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ Οἰκουμενιστικὸ λοιπὸν κείμενο τῶν Ἀθηνῶν μᾶς λέγει ὅτι ὑπάρχουν ὑπαρξιακὲς προκλήσεις ποὺ προξενοῦν ἀνησυχία, ὅπως πυρηνικὰ ὅπλα, κυβερνοπόλεμος, μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, τεχνητὴ νοημοσύνη, παγκόσμια κλιματικὴ κρίση κλπ. Ἀπὸ τοὺς διεθνεῖς Ὀργανισμοὺς ὅπως τὸν ΟΗΕ παρατηρεῖται ἀποτυχία προλήψεως συγκρούσεων. Γι’ αὐτὸ προτείνεται ριζικὴ μεταρρύθμιση τοῦ διεθνοῦς σχεδιασμοῦ γιὰ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια ὡς πρὸς τὴν μάστιγα τοῦ πολέμου. Δίνεται ἔμφαση στὴν οἰκοδόμηση τῆς εἰρήνης καὶ στὴν παροχὴ ἀνθρωπιστικῆς βοήθειας, ἔναντι δὲ τῆς παρατηρούμενης οἰκονομικῆς ἀνισότητος παρέχεται νέα ἐνίσχυση τῆς ἔννοιας τοῦ «Κράτους Πρόνοιας». Γίνεται προτροπὴ γιὰ ἐμβάθυνση τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Διαθρησκειακῶν προβληματισμῶν καὶ γιὰ διάλογο ὡς πρὸς τὴν σχέση θρησκείας καὶ κράτους. Ἐπίσης, δίδεται ἔμφαση στὰ ἑνοποιητικὰ στοιχεῖα μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν κινημάτων, στὴν δέσμευση γιὰ διάλογο, στὴν συνεργασία καὶ στὴν ἀλληλεγγύη. Ὡς πρὸς τὴν φιλοξενία στὴν Ἀθήνα, αὐτὴ ὑπογράμμισε καὶ ἐνίσχυσε ἐκ νέου τὴν ἀδελφοσύνη καὶ τὴν κοινὴ Οἰκουμενικὴ κληρονομιὰ στὸ κίνημα «Ζωὴ καὶ Ἐργασία». Καὶ τὸ Μήνυμα καταλήγει: «Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐλογία τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητός μας»!
            Κατανοοῦμε σαφῶς ὅτι τὸ ἐξ ἀρχῆς λανθασμένο σκεπτικὸ τῆς Διαμαρτύρησης ὡς πρὸς τὴν θεματολογία καὶ τὶς ἐπιδιώξεις, ὡς πρὸς τὴν μεθοδολογία καὶ τὶς προτάσεις, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ τελικὸ συμπέρασμα περὶ «ἀναγνωρίσεως τῆς ὑφισταμένης ἑνότητος», ἐπιβεβαιώνονται πανηγυρικὰ μετὰ πάσης ἐπισημότητος γιὰ ἄλλη μία φορά.
        Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα ἀκόμη νέο Οἰκουμενιστικὸ φιάσκο, γιὰ ἄλλη μία νέα Οἰκουμενιστικὴ πομφόλυγα ἐν μέσαις Ἀθήναις, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ παροχὴ φιλοξενίας, πρὸς μείζονα κρῖμα καὶ κατάκριμα, τῆς Καινοτόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

            Ἐπίσης, ἀπὸ παρατιθέμενες φωτογραφίες ἐκ μέρους τοῦ «ΠΣΕ» φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε καταληκτήριος προσευχητικὴ ἀκολουθία, μὲ τέλεση καὶ ἀρτοκλασίας, σὲ ὀρθόδοξο Ναὸ στὶς 22/5, ὅπου τὸν συντονισμὸ εἶχε ὁ Νέας Ἰωνίας Γαβριήλ, συμμετεῖχε κληρικὸς ὅπως καὶ ψαλτικὸς χορός, παρακολούθησαν δὲ καθήμενοι καὶ «χαζεύοντας τὸ θέαμα» οἱ ἑταῖροι τοῦ «ΠΣΕ»…

            Αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ τονίσουμε κλείνοντας εἶναι ὅτι περὶ ὅλων αὐτῶν ποὺ παραθέσαμε ἐνταῦθα, δὲν παρουσιάσθηκε ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ διαδικτυακῶς ἀπὸ ὅσο μπορέσαμε νὰ ἐρευνήσουμε, οὔτε στὴν ἐπίσημη Ἱστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (τμῆμα Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν σχέσεων), οὔτε στὶς μητροπόλεις τῶν ὁποίων οἱ ποιμενάρχες συμμετεῖχαν στὸ Οἰκουμενιστικὸ Συνέδριο, οὔτε μέσῳ τῶν γνωστῶν Πρακτορείων εἰδήσεων ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου. Μόνον ἡ μητρόπολη Πισιδίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶχε σύντομη εἴδηση περὶ τούτου (24-05-2025). Τὸ πρωτογενὲς ὑλικὸ λάβαμε ἀπὸ τὴν Ἱστοσελίδα τοῦ «ΠΣΕ» καὶ ἀπὸ μία μόνον Σελίδα ποὺ παρουσίασε τὸ γεγονὸς (Orthodox Times).
            Ἀναρωτιόμαστε εὐλόγως ἄν ἡ πλήρης ἀποσιώπηση ἀποτέλεσε ἐσκεμμένη ἐνέργεια γιὰ νὰ μὴ μάθει κανεὶς ἀπὸ τὸν Κλῆρο καὶ τὸν Λαὸ περὶ τούτου, ἤ ἄν ἁπλῶς ἐπρόκειτο γιὰ σύμπτωση ὀφειλόμενη σὲ ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος, ἤ καὶ φροντίδος καὶ ὀργάνωσης, πράγματα ἰδιαίτερα γνωστὰ στὴν καθ’ ἡμᾶς ἀπίθανη ἑλληνικὴ πραγματικότητα.
            Κλίνουμε ὅμως στὴν ἀποδοχὴ ὡς ἰσχύουσας τῆς πρώτης ἐκδοχῆς, διότι θεωροῦμε ἀδύνατη τὴν ἀπὸ ὅλους καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξαιρέσεως ἐλλείψεως ἐνδιαφέροντος ἤ ὀργανώσεως.
            Κατόπιν τούτου, τίθεται τὸ ἀμείλικτο ἐρώτημα περὶ τοῦ ποιόν ἀπὸ παλαιὰ ἐκπροσωποῦν οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς σὲ ὅλα ὅσα λέγουν καὶ πράττουν στὸν τομέα αὐτό; Ἐν ὀνόματι ποίου ὁμιλοῦν καὶ δραστηριοποιοῦνται σὲ ὅλα ὅσα ἀκροθιγῶς ἀναφέραμε; Τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ μόνον; Ποιά εἶναι ἡ φροντίδα καὶ μέριμνά τους γιὰ τὸ θέμα τὸ ὁποῖο ἀπασχολεῖ ἀνέκαθεν τοὺς ἐπαΐοντες ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχὴ (receptio) ὅλων ὅσων συμβαίνουν στὸν Οἰκουμενισμὸ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα; Τί ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα προδίδει τοῦτο; Ποιόν καὶ τί φοβοῦνται ὥστε νὰ κρύπτονται ὄπισθεν τοῦ δακτύλου αὐτῶν;
            Κατανοοῦμε ὅτι σοβαρὴ καὶ ὑπεύθυνη ἀπάντηση στὰ καθοριστικὰ αὐτὰ ἐρωτήματα δὲν πρόκειται νὰ δοθεῖ. Διότι τὰ πάντα ὑπολειτουργοῦν ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φροντίδα γιὰ διατήρηση καὶ προώθηση καλῶν Οἰκουμενικῶν σχέσεων, καὶ ἄς εἶναι τοῦτο ἐπιζήμιο ἀπὸ κάθε ἄποψη γιὰ τὴν πίστη. Ὅμως, ἔτσι ὑπαγορεύουν οἱ καιροί, ἔτσι οἱ ἐντολοδόχοι θρησκευτικῆς ἤ πολιτικῆς μορφῆς, ἔτσι τὰ ποικίλα συμφέροντα καὶ οἱ κοσμικοὶ ὑπολογισμοί, ἔτσι…
            Ἆρά γε ἔχει κάποιος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἀναρωτηθεῖ σοβαρὰ ἄν ἔτσι ὑπαγορεύει ἡ Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός; Ἄν ἔτσι ὑπαγορεύει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ ὁδηγοῦν εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν, κατόπιν θείων ἐμφάσεων καὶ σαφῶν προτροπῶν Του; Ἄν ἔτσι ὑπαγορεύουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας παλαιοί τε καὶ νέοι; ΟΧΙ! Μυριάκις, ΟΧΙ!
            Ἀπευθυνόμενοι λοιπὸν στὸν περιφρονημένο Κλῆρο καὶ Λαὸ τὸν ὑπαγόμενο ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ του στοὺς παρηκόους στὴν θεία Ἐντολὴ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, ἐκφράζουμε τὴν εἰλικρινῆ λύπη μας γιὰ τὴν κατάκριτη ἀπὸ πάσης ἀπόψεως στάση καὶ συμπεριφορὰ τῶν καθοδηγῶν καὶ ὑπευθύνων τῶν ἀθανάτων ψυχῶν τους! Ἄν ὅμως αὐτὸ τοὺς ἀναπαύει καὶ τοὺς ἀσφαλίζει ὡς πρὸς τὴν ἀδιατάρακτη ποντοπορία τους πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τότε ὑπάρχει σίγουρα σοβαρὸ πρόβλημα καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνη συμπεριφορὰ καὶ εὐπιστία.
            Ἐμεῖς, οἱ θεωρούμενοι «ἀντικανονικοί» Ἀντι-οικουμενιστὲς Ἀδελφοί τους τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, τοὺς καλοῦμε ἐν τούτοις ὡς ἀπὸ Θεοῦ σὲ Μετάνοια καὶ σὲ Ὀρθόδοξη γραμμὴ καὶ πορεία. Ἡ Οἰκουμενιστικὴ ἐκτροπὴ ποὺ τόσο ἐπίσημα, ἀλλὰ καὶ τόσο «μουλωχτά», ἐκδηλώθηκε πρόσφατα στὴν Ἀθήνα οὔτε θεάρεστη εἶναι, οὔτε στὸν Κύριο τῆς Δόξης ὁδηγεῖ. Ἡ ἀποστατικὴ φθορὰ κυριαρχεῖ. Εἴθε νὰ ρυσθοῦμε, μὲ τὴν βοήθεια καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἐσχατολογικὸ αὐτὸ πειρασμό, ὁ ὁποῖος ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα ἐκπειράζει ἅπαντας «ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης» (Ἀπ. 3, 10), γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ τηρήσουν ἕως τέλους τὸν λόγον τῆς θείας ὑπομονῆς.

Λάρισα, 27-6/10-7-2025