Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 28ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

28. Προσευχή

Η ανάγκη για προσευχή.
Τί σημαίνει να προσευχόμαστε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Είδη προσευχής ανάλογα με το περιεχόμενό της.

Στην θρησκευτική ζωή ενός ανθρώπου, η γνώση του Θεού για την οποία μιλήσαμε παραπάνω βασίζεται προφανώς στην πίστη. Αυτή η πίστη είναι η πρώτη απάντηση της ανθρώπινης καρδιάς στο περιεχόμενο αυτών των θρησκευτικών αληθειών, η συμφωνία μαζί τους και η αποδοχή τους. Στην συνέχεια, αυτή η πίστη, που ενισχύεται και εμβαθύνει, οδηγεί την καρδιά του ανθρώπου να αναπαυθεί στον Θεό, στην χριστιανική ελπίδα στον Θεό. Από την άλλη, όλος ο Χριστιανισμός μάς διδάσκει ότι η χριστιανική πίστη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγάπη για τον Θεό. Και η αγάπη απαιτεί πάντα μια ζωντανή, προσωπική σχέση με αυτόν που αγαπάμε. Και σε σχέση με τον Θεό, αυτή η αγάπη φανερώνεται πρώτα και κύρια στην προσευχή.

Όποιος δεν προσεύχεται στον Θεό δεν είναι Χριστιανός… Η προσευχή είναι το πρώτο και πλέον απαραίτητο στοιχείο της πνευματικής μας ζωής. Είναι η αναπνοή του πνεύματός μας, και χωρίς αυτήν πεθαίνει, όπως πεθαίνει το ανθρώπινο σώμα χωρίς αέρα. Όλη η ζωή του σώματος εξαρτάται από την αναπνοή του, από το αν ένα άτομο αναπνέει ή δεν αναπνέει. Ομοίως, στην πνευματική ζωή όλα εξαρτώνται από την προσευχή, και ένας άνθρωπος που δεν προσεύχεται στον Θεό είναι πνευματικά νεκρός…

Η προσευχή είναι μια συνομιλία μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Αυτός που σκέπτεται, γνωρίζει, αγαπά τον Θεό, σίγουρα θα στραφεί σε Αυτόν και αυτή η στροφή είναι προσευχή. Αλλά η άποψη περί προσευχής που είναι τόσο διαδεδομένη τώρα (ιδιαίτερα στους νέους) είναι βαθιά λανθασμένη. Οι άνθρωποι συχνά λένε: «Αν θέλω να προσευχηθώ, θα προσευχηθώ. Δεν χρειάζεται πίεση, δεν χρειάζεται επιβολή, δεν πρέπει να υπάρχει καταναγκασμός στην προσευχή…». Πλήρης παρανόηση του θέματος! Τί θα προέκυπτε από την γήινη δραστηριότητα του ανθρώπου αν ο ίδιος δεν ανάγκαζε τον εαυτό του να κάνει ο,τιδήποτε, αλλά έκανε μόνο αυτό που ήθελε;! Επιπλέον, αυτό αφορά στην πνευματική ζωή. Σε αυτήν, ό,τι πολύτιμο και βιώσιμο αποκτάται μόνο μέσα από προσπάθεια, με το κατόρθωμα να εργάζεται κάποιος πάνω στον εαυτό του.

Ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά: «Η Βασιλεία του Θεού (και ό,τι σχετίζεται με αυτήν) επιτυγχάνεται με την βία (με προσπάθεια)»[1]. Όχι, ένας Χριστιανός πρέπει να έχει μια για πάντα στην καρδιά του το γεγονός ότι πρέπει να προσεύχεται πάση θυσία, ανεξάρτητα από την όποια επιθυμία ή απροθυμία του. Αν έχεις καλή επιθυμία να προσευχηθείς, ευχαρίστησε τον Θεό, από τον Οποίο προέρχονται όλα τα καλά, και μη χάσεις την ευκαιρία να προσευχηθείς μέσα από την καρδιά σου. Εάν δεν έχεις αυτή την επιθυμία και έχει έρθει η ώρα για προσευχή (το πρωί, το βράδυ, στην εκκλησία), πρέπει να αναγκάσεις τον εαυτό σου, ενθαρρύνοντας το θαμπό και τεμπέλικο πνεύμα σου με το γεγονός ότι η προσευχή (όπως κάθε καλή πράξη) είναι πιο πολύτιμη στα μάτια του Θεού, όσο δυσκολότερα γίνεται. Ο Κύριος δεν περιφρονεί καμιά προσευχή αν κάποιος προσεύχεται ειλικρινά, όσο καλύτερα μπορεί, έστω κι αν δεν έχει ακόμη την ικανότητα να προσεύχεται με πλήρη συγκέντρωση και με αδιάκοπο ζήλο.

Και όποιος ζει μια πνευματική χριστιανική ζωή σε οποιοδήποτε βαθμό, θα βρίσκει πάντα κάτι για να προσευχηθεί. Άλλωστε, γι’ αυτόν ο Θεός είναι και στοργικός Πατέρας κι ένας ισχυρός Προστάτης, και μια ανεξάντλητη Πηγή βοήθειας και δύναμης﮲ κι έτσι ο Χριστιανός σπεύδει κοντά Του σε ανάγκη και σε θλίψη όπως ένα παιδί στον πατέρα του. Απλώς πρέπει να αναγνωρίσουμε την αδυναμία και την ανικανότητά μας και να παραδώσουμε εντελώς «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ», γιατί σε Αυτόν είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη μας.

Στην συνομιλία του με την Σαμαρείτιδα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός επεσήμανε ότι «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[2]. Αυτή είναι η βασική αρχή της χριστιανικής προσευχής. Πρέπει να επιτευχθεί με πνεύμα και αλήθεια, και γι’ αυτό ο Χριστιανός, όταν προσεύχεται, πρέπει να συγκεντρώσει όλες τις πνευματικές του δυνάμεις μαζί, και να συγκεντρωθεί βαθιά μέσα του, στην ψυχή του, συλλογιζόμενος τα λόγια της προσευχής. Είναι αυτονόητο ότι με μια τόσο σωστή άποψη για την προσευχή, δεν μπορεί κανείς να ονομάσει «προσευχή» εκείνη την ενέργεια του ανθρώπου που είναι παρών μόνο στην προσευχή ή διαβάζει με τη γλώσσα του, αλλά οι σκέψεις του απέχουν πολύ απ’ αυτήν.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει για τέτοιους που τους αποκαλεί …«προσευχητάρια»: «Το σώμα σου ήταν μέσα στην εκκλησία, αλλά ο νους σου πετούσε κάπου αλλού. Τα χείλη σου είπαν μια προσευχή, και το μυαλό σου υπολόγιζε το εισόδημα, τα χωράφια, τα υπάρχοντα, τους φίλους… Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, πώς θέλεις να την ακούσει ο Θεός;». Όχι, δεν πρέπει να είναι έτσι η προσευχή του Χριστιανού. Πρέπει να προσεύχεται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Να προσεύχεται με το πνεύμα: συγκεντρωμένος στα βάθη του «εγώ» του, με βαθιά εγκάρδια συναισθήματα. Να προσεύχεται με την αλήθεια: όχι υποκριτικά, αλλά με την αλήθεια της διάθεσής του, με μια αληθινή έκκληση προς την Ενσαρκωμένη Αλήθεια -τον Σωτήρα Χριστό.

Αυτό βέβαια δεν απορρίπτει (σε αντίθεση με τις σεχταριστικές παρερμηνείες) την αναγκαιότητα για έναν άνθρωπο της εξωτερικής προσευχής, αλλά μόνο όταν συνδυάζεται με την εσωτερική προσευχή. Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος, η ψυχή του δεν ζει χωρίς σώμα, όπως δεν ζει το σώμα χωρίς ψυχή. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ»[3]. Και επομένως, ο πιο βασικός και ολοκληρωμένος τύπος προσευχής είναι εκείνη η προσευχή στην οποία υπάρχει τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική πλευρά. Συνδέονται στενά μεταξύ τους, τόσο οι εσωτερικές εμπειρίες και η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, όσο και οι εξωτερικές πράξεις, δηλαδή οι υποκλίσεις, η ορθή στάση στην προσευχή, το σημείο του σταυρού και οι διάφορες ενέργειες προσευχής.

Υπάρχουν συνήθως τρεις τύποι προσευχής: παράκληση, δοξολογία και ευχαριστία. Και στις προσευχές και στην Λατρεία μας χρησιμοποιούνται εναλλάξ και οι τρεις αυτοί τύποι.

Ο πρώτος τύπος -η ικεσία- φαίνεται ότι είναι ο πιο φυσικός και διαδεδομένος. Και ο Κύριος όχι μόνο δεν απαγόρευσε αυτόν το τύπο προσευχής, αλλά μας τον πρόσταξε ευθέως: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται»[4]. Και στην αποχαιρετιστήρια συνομιλία του είπε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Ἔως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη…»[5].

Ο άνθρωπος που προσεύχεται στον Θεό πρέπει να θυμάται ότι η προσευχή δεν ενεργείται και δεν εισακούεται αν δεν είναι ειλικρινής και δεν αποπνέει ζωντανή πίστη. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»[6]. Και ο Απόστολος Ιάκωβος εξηγεί πόσο καταστροφική είναι η αμφιβολία στην προσευχή: «Αυτός που αμφιβάλλει είναι σαν το κύμα της θάλασσας, που το σηκώνει και το πετάει ο άνεμος. Ας μη σκεφτεί ένας τέτοιος άνθρωπος ότι θα λάβει κάτι από τον Κύριο»[7]. Και στο Άγιο Ευαγγέλιο διαβάζουμε πολλές φορές πως ο Κύριος, θεραπεύοντας όσους Του ζητούσαν θεραπεία, τους έλεγε: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν[8]… ἡ πίστις σου σέσωκέ σε[9]…».

Αλλά, πιστεύοντας ακράδαντα στη δύναμη, το έλεος και τη βοήθεια του Θεού, ο Χριστιανός δεν πρέπει να ξεχνά ότι πρέπει να υποβάλλει κάθε αίτημα για τις ανάγκες του στο πανάγαθο θέλημα του Επουράνιου Πατέρα, ο Οποίος γνωρίζει τι χρειαζόμαστε. Μια τέτοια πίστη και αφοσίωση στο θέλημα του Θεού, θα Τον ευχαριστήσει οπωσδήποτε, είτε τελικά ο Κύριος εκπληρώσει είτε όχι την προσευχή του. Και αυτό είναι απολύτως φυσικό, αφού ο Χριστιανός είναι απολύτως βέβαιος ότι η σοφία και η αγάπη του Θεού κατευθύνει τα πάντα προς όφελος και καλό του ανθρώπου. Δεν είναι παράξενο που ψάλλεται στην εκκλησιαστική προσευχή ότι ο Κύριος «με το βάθος της σοφίας οικοδομεί με φιλανθρωπία τα πάντα και δίνει τα χρήσιμα σε όλους…»[10].

(συνεχίζεται)


[1] «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται» (Ματθ. ια΄ 12).
[2] Ιω. δ΄ 23.
[3] Α΄ Κορ. ϛ΄ 20.
[4] Λουκ. ια΄ 9-10.
[5] Ιω. ιϛ΄  23-24.
[6] Μαρκ. θ΄ 23.
[7] «Ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ. Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου» (Ιακ. α΄ 6-7).
[8] Ματθ. θ΄ 29.
[9] Ματθ. θ΄ 22.
[10] «Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων…» (από το Απολυτίκιο των Κεκοιμημένων που ψάλλεται σε ήχο πλάγιο του δ΄, τα δύο Ψυχοσάββατα· προ της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής).