Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ μὲ ἕναν ξεχωριστὸ τρόπο τὴν μνήμη τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν στὴν θεόσωμη ταφὴ τοῦ Κυρίου, καὶ τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο τῶν Ἰουδαίων, ἔσπευσαν νὰ ἀλείψουν τὸ ζωοποιὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ μύρα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκαν Μυροφόρες. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ὑπηρέτησαν τὸν Χριστὸ μὲ θυσιαστικὸ πνεῦμα, γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία εὐγνωμονοῦσα, ἀφιερώνει τὴν τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα σὲ αὐτά.
Οἱ μὲν Ἅγιοι κηδευτές, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν κρυφοὶ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶχαν τὴν εὐκαιρία τῆς συνεχοῦς συναναστροφῆς μαζί Του, ἐντούτοις εἶχαν καταλάβει καρδιακὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν μαθητὴ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος καὶ εὐεργετήθηκε καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος ἀξιώθηκε καὶ θαύματα εἶδε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, συναναστρεφόμενος καθημερινὰ μαζί Του, μὰ «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει ὅτι ὁ Διδάσκαλός Του ἦταν ὁ Θεός. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰούδα, τὰ πάθη τοῦ ὁποίου, ἡ καχυποψία, ἡ φιλαργυρία, ὁ φθόνος, ἡ δολιότητα, τὸν ὁδήγησαν ὄχι μόνο στὴν Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ αὐτοκτονία. Οἱ ἄδολοι, ὅμως, Μαθητὲς Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, εἶχαν προσεγγίσει τὸν Χριστό μας ὄχι ὡς Ἰοῦδες, ἀλλὰ μὲ ἁγνότητα, μὲ ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μέχρι τότε ὁμοιός Του δὲν εἶχε βρεθεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, παρέμειναν κοντά Του μέχρι τὸ Σταυρικὸ τέλος, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο, κατὸπιν, ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Βλέποντας τὸ μέγεθος τῆς Θυσίας τοῦ Διδασκάλου Τους, ξέχασαν καὶ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων καὶ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Δὲν λογάριασαν τὴν κοινωνική τους θέση μέσα στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία καὶ ἔσπευσαν νὰ αἰτηθοῦν τὸ νεκρό, μὰ ζωοποιὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὕστερα νὰ κηδεύσουν μὲ τὸν πρέποντα σεβασμὸ Ἐκεῖνον «τὸν Ὁποῖο βλέποντας ὁ ἥλιος στὸν Σταυρό, τυλίχθηκε στὸ σκοτάδι», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνωδός. Γιὰ αὐτή τους τὴν πράξη, μνημονεύονται καὶ θὰ μνημονεύονται εἰς τοὺς αἰώνας, διότι στὴν Ἐκκλησία δεσπόζει ἡ εὐγνωμοσύνη, ἄσχετα ἂν τὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας πολλάκις ἀγνοοῦν αὐτὴ τὴν ἀρετή. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει νὰ τιμᾶ ἐκείνους ποὺ ἐργάσθηκαν τὸ ἀγαθὸ ὑπηρετῶντας Χριστό.
Τὸ ἴδιο ἔπραξε μὲ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες. Οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, πλάσματα εὐαίσθητα, ἀδύναμα κατὰ τὴν φύση τους, ὑπερέβησαν τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους. Διότι, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἐκτὸς τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου, ἐν ὅσῳ διαδραματίζονταν τὰ γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους, δείλιασαν, φοβήθηκαν τοὺς Ἰουδαίους καὶ παρέμειναν ἔγκλειστοι. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες ὅμως, παρέμειναν ἐκεῖ. Πλάι στὸν Γλυκύτατο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτενίζοντάς Τον νὰ σώζει τὴν ἀνθρωπότητα πάνω στὸν Σταυρό.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, οἱ Μυροφόρες τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων», πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἔχοντας ἀγοράσει ἀκριβὰ ἀρώματα πορεύθηκαν πρὸς τὸν Τάφο γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ ἄχραντο Σῶμα, δίχως νὰ γνωρίζουν ἂν θὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἐπιθετικότητα τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλασσαν τὸν Τάφο. Στὴν πορεία, μὲ πολὺ ἀγωνία σκέπτονταν: «ποιός θὰ ἀποκυλίσει τὸν λίθο ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνημείου;». Ὁ λίθος ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ ἡ σκέψη ὅτι δὲν θὰ τὰ κατάφερναν τὶς ταλαιπωροῦσε. Ἐντούτοις, δὲν ἔκαναν πίσω. Προχώρησαν πρὸς τὸν Τάφο καὶ τί νὰ δοῦν; Αὐτὸ ποὺ δὲν φαντάζονταν, ἀλλὰ ἡ ψυχή τους λαχταροῦσε. Ὁ λίθος, ἡ μεγάλη καὶ βαριὰ πέτρα ἦταν ἀποκεκυλισμένη καὶ τὸ Σῶμα δὲν ἦταν μέσα, παρὰ μόνο τὸ νεκρικὸ σάβανο. Ἔντρομες, σκέφθηκαν ὅτι ἴσως κάποιοι ἔκλεψαν τὸ Σῶμα. Εὐθύς, ὅμως, «εἶδαν νεανίσκον, περιβεβλημένον στολὴν λευκὴν» καὶ τοὺς κατέλαβε θάμβος. Ἄγγελος Κυρίου διεμήνυσε σὲ αὐτὲς ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! Τέλος ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀγωνία! Ὁ θάνατος ἀκυρώθηκε καὶ μὶα νέα ζωὴ ξεκινᾶ! Ἡ Ἀνάστασή Του ἔφερε «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», γιὰ τὴν ὁποία ὑμνοῦμε τὸν αἴτιον, τὸν Σωτήρα Χριστό.
Τιμήθηκαν, λοιπόν, γιὰ τὴν ἀφοσίωσή τους οἱ Μυροφόρες, γιὰ αὐτὸ καὶ πρῶτες ἀξιώθηκαν τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Ἄγγελο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἀπὸ Ἐκεῖνον ἄκουσαν τὸ κοσμοχαρμόσυνο: «Χαίρετε»! Χαρὰ νὰ ἔχετε γιατὶ εἶμαι μαζί σας. Εἶμαι ἐδώ. Ὅπως ἐσεῖς δίπλα στὸν πόνο μου, ἔτσι καὶ Ἐγὼ πλάι στοὺς δικούς σας πόνους. Χαρὰ νὰ ἔχετε!
Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἄπαντες νὰ προσέξουμε εἶναι ἡ πορεία τῶν Μυροφόρων πρὸς τὸν Τάφο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ διαχρονικὴ μικρογραφία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ.
Ὅπως οἱ Μυροφόρες, ἔτσι καὶ ἐμεῖς βαδίζουμε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ στὴν πορεία ἀναλογιζόμαστε: «πῶς θὰ ὑπερβῶ τὰ ἐμπόδια; Πῶς θὰ ἀνταπεξέλθω; Ἂν πλησιάσω τὸν στόχο, θὰ μπορέσω νὰ τὸν ὁλοκληρώσω;». Ὅλα αὐτὰ σκεφτόμαστε καὶ μᾶς καταλαμβάνει συχνὰ ἄγχος καὶ πίεση. Δικαιολογημένα αὐτά. Δὲν πρέπει, ὅμως, νὰ σταθοῦν αἰτία γιὰ νὰ κάνουμε πίσω. Πρέπει μὲ θάρρος, μὲ ἐλπίδα καὶ πίστη νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Νὰ προχωρήσουμε μπροστά. Καὶ ὅταν φθάσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι κανένας λίθος δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὸν στόχο μας, διότι Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν δύναμη νὰ καταργήσει τὸν θάνατο, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταργήσει καὶ τοὺς λίθους καὶ τὰ προσκόμματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας. Μᾶς ὠθεῖ νὰ προχωροῦμε μπροστὰ δίχως φόβο, μὰ μὲ Χαρὰ καὶ Εἰρήνη.
Εὐχή μου, αὐτὴ ἡ Χαρὰ καὶ ἡ Εἰρήνη νὰ συνοδεύουν ὅλους μας.
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος