1924-2024 Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισις καὶ Οἰκουμενισμὸς
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καί Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ
Α΄. Εἶναι γνωστὸν καὶ ἔχουν γραφῆ πολλά, ἔγκυρα καὶ ἀναμφισβήτητα περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐντεῦθεν τοῦ 1920 ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀντιμετωπίζει κυρίως Ζήτημα Ἡμερολογίου, ἀλλὰ κυρίως Ζήτημα Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ ἄρρηκτος σχέσις Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως εἶναι τεκμηριωμένη ἀπολύτως, ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῆς καὶ θεολογικῆς1.
Τὸ ἔτος 1924 ἀποτελεῖ ὁρόσημον στὴν ἱστορικὴ ἔκφρασι –πρώτη βαθμίδα καὶ ἐξέλιξι τῶν σκοπῶν τῆς ξένης πρὸς τὴν Πατερικὴ Παράδοσι Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ περαιτέρω Διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ.
Ὑπενθυμίζεται, ὅτι τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως εἶχε προηγηθῆ ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὡς καὶ τὸ λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως - 1923, ἀμφότερα μὴ ἐκκλησιο-πατερικῆς προοπτικῆς.
Οἱ τόσο ἐπίσημες αὐτὲς δραστηριότητες, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν ἐκπεφρασμένα στὴν προώθησι μιᾶς ἀρχικῶς Διαχριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας, εἶχαν ὡς θεμέλια τρεῖς ἀντορθόδοξες καὶ ἀντι-εκκλησιαστικὲς θεωρίες, τὶς ἑξῆς: α. τὴν λεγομένη Βαπτισματικὴ Θεολογία, β. τὸν Δογματικὸ Συγκρητισμὸ καὶ γ. τὴν Ἐγκοσμιοκρατικὴ Προοπτική.
Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ ἱστορικο-θεολογικοῦ πλαισίου ἐφαρμόσθηκε τὸ 1924 ἡ Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισις καὶ εἶναι πλέον καιρός, μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ ἔτη, νὰ συνειδητοποιηθῆ βαθειά, ὅτι ἀπορριπτομένου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς, συναπορρίπτεται ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία, ἡ ὁποία εἶναι συμφυὴς καὶ ὁμόρριζος μὲ τὸν Οἰκουμενισμό: τὰ δύο αὐτὰ ζητήματα –Οἱκουμενικὴ Κίνησις καὶ Μεταρρύθμισις Ἡμερολογίου– δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθοῦν.
* * *
Β΄. Ἡ αἰτιώδης ὅμως συνάφεια Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως δὲν ἐπιτρέπει νὰ λησμονῆται καὶ ἡ προηγουμένη, ἀλλὰ καὶ μακραίων, αἰτιώδης σχέσις Παπικοῦ Προσηλυτισμοῦ καὶ Γρηγοριανῆς Μεταρρυθμίσεως, ἐντεῦθεν τοῦ ΙϚ΄ αἰ. (1582 ἑ.).
Μετὰ τὴν πολλαπλῆ καταδίκη τῆς παπικῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1583, 1587, 1593), τὰ κύματα τῆς συγχύσεως ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιον Σκάνδαλον»2 τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου δὲν ἔπαυσαν νὰ πλήττουν τὴν Θείαν Ὁλκάδα τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ μέσου τῆς ἐπιτεταμένης παπικῆς προπαγάνδας στὴν Ἀνατολή.
Ὁ Καθηγητὴς Ι. Σοκολώφ, τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Πετρουπόλεως, ἔγραφε τὸ 1910:
«Ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς μετέπειτα χρόνοις οἱ Ἕλληνες ἱεράρχαι ἐπανειλημμένως συνίστων τοῖς ὀρθοδόξοις τὴν ἀποφυγὴν καὶ τοῦ νέου τούτου ὅπλου τῆς λατινικῆς προπαγάνδας, ὡς Κύριλλος ὁ Λούκαρης, Παρθένιος ὁ Α΄, Παΐσιος ὁ Β΄, Κύριλλος ὁ Ε΄, Γρηγόριος ὁ Ϛ΄, καὶ Ἄνθιμος ὁ Ϛ΄. Ἀλλὰ καὶ οἱ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν Πατριάρχαι τὴν αὐτὴν ἐπεδείξαντο ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ μέριμναν, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἐν Παλαιστίνῃ καὶ ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Κύπρῳ ἔτι ἐξεδόθησαν πρός τε τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν πατριαρχικαὶ καὶ ποιμαντορικαὶ Ἐγκύκλιοι, ἐν αἷς ἐτονίζετο ἡ χροιὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἡμερολογιακῆς ταύτης μεταρρυθμίσεως καὶ συνεδέετο αὕτη πρὸς τὴν λοιπὴν γνωστὴν σειρὰν τῶν διαφόρων καινοτομιῶν τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας», καθ᾿ ὄσον «ἡ ὑπὸ τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ ΙΓ΄ τῷ 1582 ἐπενεχθεῖσα ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις ἀνέκαθεν ἢ μᾶλλον εὐθὺς ἀμέσως ἐθεωρήθη ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ ὡς καινοτομία ἐκκλησιαστικὴ καὶ θρησκευτικὴ καὶ ὡς μία ἐκ τῶν συνήθων τάσεων τῆς κρατούσης ἐν τῇ Δύσει ἐκλησιαστικῆς ἀπολυταρχίας, τὸ ὄνειρον τῆς ὁποίας ἦν καὶ ἔστι καὶ ἔσται ἡ ἐπέκτασις τῆς ἐπιρροῆς αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἐθεωρήθη, ἄλλαις λέξεσι, νέα παπικὴ ἐκστρατεία κατὰ τῆς ἐν Ἀνατολῇ Ὀρθοδοξίας. Ὡς τοιαύτη θεωρηθεῖσα καὶ ἐκτιμηθεῖσα ἡ καινοτομία αὕτη ἀμέσως κατεδικάσθη»3 ὑπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν Συνόδοις.
Εἶναι ἄκρως σημαντικό, ἀλλὰ καὶ ἐνδεικτικό, ἐν σχέσει μὲ τὰ ἀνωτέρω, ὅτι ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν γνωστῶν δύο Ἐγκυκλίων τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ΄, 1902 καὶ 1904, προπομπῶν ὁμολογουμένως τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, ἐνεφανίσθη στὸ προσκήνιο ὁ παπικὸς Καρδινάλιος Π. Τοντίνι (Tondini de Quarenghi), ὁ ὁποῖος «πάντα λίθον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ μετὰ φανατισμοῦ κινήσας ὑπὲρ ἀποδοχῆς τῆς μεταρρυθμίσεως ταύτης (τοῦ παπικοῦ ἡμερολογίου)», τελικῶς ἐν ἔτει 1905,
«ἀπεφάνθη, ὅτι τοῦτο ἐνέχει ἐκκλησιαστικὴν καὶ θρησκευτικὴν σπουδαιότητα καὶ εἶναι μάλιστα ἓν τῶν θεμελιωδῶν καὶ οὐσιωδεστάτων ζητημάτων, ἕνεκα τῶν ὁποίων ὑφίσταται ἡ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν διαίρεσις. Ἡ δὲ οὐσία τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος ζητήματος τούτου ἔγκειται ἐν τῇ ἀποδοχῇ ἢ μὴ “τῆς μιᾶς πηγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας”, ἄλλαις λέξεσιν, ἐν τῇ ἀποδοχῇ ἢ ἀποκρούσει τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ»4.
* * *
Γ΄. Ἡ προσεκτικὴ καὶ ἀπροκατάληπτος μελέτη τῶν πηγῶν, τῶν ἀναφερομένων στὸ Ἡμερολογιακὸ Ζήτημα, ἀπὸ τοῦ ΙϚ΄ αἰῶνος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, θέτει τοῦτο ἐντὸς μιᾶς εὐρυτάτης ἱστορικῆς προοπτικῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγνοηθῆ ἢ προσπερασθῆ μὲ ἐπιπολαιότητα.
Τὸ Ἡμερολογιακόν, βάσει τῶν μαρτυριῶν, ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν προσεγγίζεται καὶ δὲν ἀντιμετωπίζεται αὐτόνομα, ὡς δῆθεν οὐδέτερο καὶ μὴ δογματικὸ θέμα.
α. Στὴν μὲν πρώϊμη φάσι τοῦ Ἡμερολογιακοῦ, ὁ Παπισμὸς
«ἠννόει νὰ χρησιμοποιήσῃ τὸ ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου, ὡς προπαγανδικὸν μέσον παραπλανήσεως καὶ συγκρούσεως τῶν Ὀρθοδόξων, ἀποδίδων εἰς τὴν ἀποδοχὴν αὐτοῦ ὑπ᾿ Αὐτῶν τὴν σημασίαν τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα»5.
β. Στὴν δὲ ὕστερη φάσι τοῦ Ἡμερολογιακοῦ, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπέβλεπε, διὰ μέσου τῆς υἱοθετήσεως ἑνὸς Κοινοῦ Ἡμερολογίου, στὴν
«προσέγγισιν τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἑορτασμῷ τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν», θεωρῶν τοῦτο ὡς «τὸν πρῶτον λίθον διὰ τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἑνώσεως πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ»6.
Ἐν τέλει, ἡ ἐμμονὴ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὸ ἀπ᾿ αἰώνων Πατροπαράδοτο Ἐκκλησιαστικὸ Ἡμερολόγιο εὑρίσκει τὴν πλήρη δικαίωσί της σήμερα, ἐφ᾿ ὅσον - ὡς συνεπεῖς Ἀντι-οικουμενισταί- πραγματώνουν τὸν χρυσοῦν κανόνα, ὅτι
«τοῖς Πατράσιν ἐκ παντὸς ἀκολουθητέον», «ἔστι δὲ ὁσιώτερον τῶν πατρῴων ἔχεσθαι»7· «πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον αἰδέσιμον»8.
Καὶ πρὸ τοῦ 1924, τὸ «ἀπ᾿ αἰώνων κρατοῦν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον», ὑπεστηρίζετο
«ὡς μόνον ἁρμόζον τῇ Ἐκκλησίᾳ», «διὰ τὸ εἶναι Πατροπαράδοτον καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀνέκαθεν κεκυρωμένον»9.
Ἡ ἐμμονὴ αὐτὴ τῶν εὐσεβῶν στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοσι διατηρεῖ αὐτοὺς στὴν εὐλογημένη κοινωνία «Σὺν Πᾶσι τοῖς Ἁγίοις»10, στὰ ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικότητος.
Καὶ ἰδού, ἐν κατακλεῖδι, ἐγείρεται τὸ κρίσιμο ἐρώτημα:
● Ἆρά γε, ἂν ἀκόμη καὶ οἱ Ἄγγελοι, «σαλεύοντες» τυχὸν τὰ Παραδοθέντα, «ἀναθεματίζωνται»11,
«πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκὶ ὤν, σαλεύων καὶ καινοτομῶν, καὶ μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος Θεοῦ;»12.
Παραπομπὲς
1. Ἀρχιμανδρίτου Κυπριανοῦ καὶ Ἱερομονάχου Κλήμεντος Ἁγιοκυπριανιτῶν (νῦν Μητροπολιτῶν), Οἰκουμενικὴ Κίνησις καὶ Ὀρθόδοξος Ἀντι-οικουμενισμός: Ἡ κρίσιμος ἀντιπαράθεσις ἑνὸς αἰῶνος, Ἀθῆναι 2001.
2. Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ Κωνσταντινουπόλεως (1572-1594), Ἐπιστολὴ πρὸς Δόγην τῆς Ἑνετίας κ. Νικόλαον Νταπόντε. ● Βλ. Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄, σελ. 28, ἐν Ἀθήναις 1870.
3. Ι. Σοκολώφ, Τὸ περὶ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου ζήτημα κρινόμενον ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, Πετρούπολις 1910. ● Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Ἐπὶ τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως, περιοδ. «Πάνταινος» Ἀλεξανδρείας, ἀριθμ. 39/10.6.1910, σελ. 624-628.
4. Αὐτόθι.
5. Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Τὸ Πάσχα. ● Βλ. περιοδ. «Ὀρθοδοξία» Κωνσταντινουπόλεως, ἀριθμ. 12/1927, σελ. 509.
6. Διονυσίου Μ. Μπατιστάτου (ἐπιμ.), Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10.5-8.6.1923), σελ. 57 καὶ 189, Ἀθῆναι 1982.
7. Ἱεροῦ Μελετίου Πηγᾶ, Τόμος Ἀλεξανδρινὸς περὶ τοῦ Πασχαλίου, σελ. 145 καὶ 153. ● Βλ. «Lettres de Meletius Pigas antérieures à sa promotion au Patriarcat», par Emile Legrand, Paris 1902.
8. Ζ΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 252Β καὶ στλ. 328Ε, Πρᾶξις Ϛ΄, Τόμοι Γ΄ καὶ Ϛ΄.
9. Ἐγκύκλιος τοῦ 1902, Πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ΄. ● Βλ. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου – Εὐαγγελίας Α΄ Βαρέλλα, Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, σελ. 325, ἐκδόσεις «Π.Ι.Π.Μ.», Ἀνάλεκτα Βλατάδων -47, Θεσσαλονίκη 1996.
10. Ἐφεσ. γ΄ 18.
11. Γαλάτ. α΄ 8-9.
12. Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1033D, Ἐπιστολὴ ΛϚ΄, Εὐπρεπιανῷ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ, E.L.I.