Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

«ΜΗ ΧΑΝΗΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΣΟΥ»



 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Μὴ χάνης τὴν πίστιν σου»

  «Καὶ ἐκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιµος εἰ µὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.  Καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάµεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Ματθ. ιγ΄, 57-58). (Δηλ.: Καὶ ἐδυσπίστουν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρηκολούθουν µὲ φθόνον καὶ ὑποψίαν.Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν περιφρονεῖται προφήτης περισσότερον παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του. Καὶ δὲν ἔκαµεν ἐκεῖ πολλὰ θαύµατα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των).

  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:

  «Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τίποτα χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο θὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ βοηθό, κι ἄν ἀκόμη οἱ πειρασμοὶ πνεύσουν σφοδρότερα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνέμους, θὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἁπλῶς ἕνα χορταράκι κι ἕνα φύλλο ποὺ περιφέρεται. Ἄκουσε τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Ἀλλ’ ὅλα αὐτά”, λέγει, «τὰ ξεπερνοῦμε» (Ρωμ. 8, 37).

  • Ὁ Ἄγγελος καὶ ἡ Εἰρήνη ἦταν καὶ οἱ δύο τους καλὰ παιδιά, εἶχαν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὴν ἐκκλησία. Χριστούγεννα, Ἀνάσταση καὶ ἄν. Κι αὐτὸ τυπικό.

  χρόνια περνοῦσαν, ἀπέκτησαν τρία παιδάκια. Ζοῦσαν εὐτυχισμένα, ὅμως, παρόλο ποὺ ὁ Ἄγγελος ἤξερε καλὰ τὴ δουλειά του, ἦταν κορυφαῖος τεχνίτης – σπάνιος μάστορας, ἄρχισαν οἱ δυσκολίες.

  ΤΟΤΕ ἦταν ποὺ ὁ παπὰς τῆς  ἐνορίας του, ὁ πατὴρ Ἀντώνιος, πλησίασε ἕνα πρωὶ στὸ καφενεῖο τὸν Ἄγγελο καὶ τοῦ μίλησε: «Νὰ κεράσω καφὲ Ἄγγελε;» «Ἐγὼ θὰ κεράσω παππούλη». «Ἄντε, νὰ ’ναι εὐλογημένο. Βρὲ Ἄγγελε, σὲ ἐκτιμῶ καὶ σὲ  συμπαθῶ ἰδιαίτερα. Ἀλλὰ  ἔχω ἕνα  παράπονο». «Ξέρω, πάτερ. Δὲν ἔρχομαι στὴν ἐκκλησία. Ὑπόσχομαι ὅμως ὅτι θὰ ἔρχομαι».

  Ἔτσι ἔγινε. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἄγγελου ἄρχισε νὰ πηγαίνει κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, τὸ ἴδιο καὶ στὶς μεγάλες γιορτές. Μάλιστα ἡ Εἰρήνη καὶ τὰ παιδιὰ συχνὰ βοηθοῦσαν στὶς δουλειὲς τῆς ἐκκλησίας. Καθαριότητα, τακτοποίηση κ.ἄ. Συνεχῶς ὁ Κύριος φώτιζε καὶ ὅλοι τους ἔρχονταν ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὴν Ἀλήθειά Του, στὸ Φῶς Του. Ὅμως συνέβαινε κάτι παράξενο καὶ ἀνεξήγητο. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔκαναν στροφὴ πρὸς τὴν πίστη, ἡ δουλειὰ τοῦ Ἄγγελου χειροτέρεψε καὶ τὰ προβήματα στὸ σπίτι αὐξήθηκαν. Οἱ λογαριασμοὶ τοῦ ρεύματος καὶ τοῦ νεροῦ ἔμεναν συχνὰ ἀπλήρωτοι. Τὸ συζητοῦσαν μὲ τὸν πατέρα Ἀντώνιο, ποὺ εἶχαν γίνει πλέον φίλοι. «Ὑπομονὴ Ἄγγελε. Ὁ Κύριος δοκιμάζει τώρα τὴν ὑπομονή σου. Κάνε προσευχὴ καὶ παραδώσου στὸ θέλημά Του». «Καὶ ὑπομονὴ κάνω, πάτερ, καὶ προσευχή. Ἀλλὰ σὲ λίγο δὲν θὰ ἔχουμε οὔτε νὰ φᾶμε. Αὐτὸ θέλει ὁ Θεός;». «Μὴ προσ­παθεῖς νὰ ὑπερβεῖς τὸ μέτρο τῆς περιορισμένης ἀνθρώπινης γνώσης, Ἄγγελε. Τὸ τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν καθένα μας, τὸ γνωρίζει μόνο Ἐκεῖνος».

 ΠΕΡΑΣΑΝ ἔτσι δυόμισι χρόνια. Τοὺς τελευταίους μῆνες ἔγινε αὐτὸ ποὺ ὅλοι ἀπεύχονταν. Δυσκολεύονταν ἀκόμα καὶ στὴν ἐξασφάλιση τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Ὁ π. Ἀντώνιος καὶ κάποιοι γείτονες διακριτικὰ καὶ σεμνὰ βοηθοῦσαν ὅσο μποροῦσαν. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ πτωχοὶ ἄνθρωποι ἦταν. Ὥς πόσο;

 ΠΑΡ’ ΟΛΟ ποὺ ἡ ἐντολὴ τοῦ φίλου του καὶ πνευματικοῦ του, πατρὸς Ἀντωνίου ἦταν «μὴ χάνης τὴν πίστη σου», ὁ Ἄγγελος ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὀλιγοπιστῆ, νὰ μὴ πολὺ – πηγαίνη στὴν ἐκκλησία, δίνοντας ἔτσι ἕνα ἄσχημο παράδειγμα καὶ στὴν οἰκογένειά του.

  ΗΤΑΝ ἕνα πρωί, ποὺ ἤπιαν μὲ τὴν Εἰρήνη τὸν τελευταῖο καφὲ ἀπὸ τὸ κουτί. Ἀπὸ αὔριο οὔτε καφέ…

  «ΠΟΥ ΠΑΣ;», τοῦ εἶπε, βλέποντάς τον ξαναμμένο. «Στὴν ἐκκλησία», τῆς ἀπάντησε κι ἔφυγε βιαστικά.

  ΚΑΘΙΣΕ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν φανερὰ θυμωμένος. «Γι’ αὐτὸ μὲ κάλεσες νὰ ἔλθω κοντά σου; Γιὰ νὰ βασανίζωμαι κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου; Ἐγὼ τερμάτισα… Τέλος ὅλα… Εἶσαι σκληρὸς μαζί μου. Τέλος…».

  ΣΗΚΩΘΗΚΕ κι ἔκανε νὰ φύγη. Γύρισε καὶ ξανακοίταξε τὴν εἰκόνα Του. Τοῦ φάνηκε ὅτι ἐκεῖνος εἶχε πάρει μία ἔκφραση, ἕνα βλέμμα, σὰ νὰ τὸν λυπόταν… σὰ νὰ τὸν συμπονοῦσε…

  ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕ ποὺ Τοῦ μίλησε ἔτσι. Σὰ νὰ Τὸν ἔβριζε. Τὸν ξανακοίταξε. Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ βγῆκε ἔξω ἀργά. Τότε κάτι παράξενο γεννήθηκε στὴν ψυχή του. Μία πλημμύρα πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Αἰσιοδοξία, εἰρήνη, χαρά. Ὅλα μαζί.

  ΚΑΘΙΣΕ σ’ ἕνα πεζούλι στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κοιτώντας τὸ δάπεδο. Σκεπτόταν λύσεις. Δὲν ὑπῆρχαν. Ἀδιέξοδο. Πέρασε ἀρκετὴ ὥρα ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη.

  «ΕΣΕΙΣ εἶστε ὁ κύριος Ἄγγελος;». Ἡ βροντερὴ φωνὴ τὸν τρόμαξε. Σήκωσε ἀπότομα τὸ κεφάλι του ἀπορημένος. Ὁ ἄντρας στεκόταν κοντὰ στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας, ἀκριβῶς ἀπέναντί του. Πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὰ 65. Μὲ πανάκριβο κουστούμι ραμμένο, μεταξωτὴ γραβάτα κι ἕνα χρυσὸ ρολόϊ.

  Σάστισε.

  «ΚΥΡΙΕ, σᾶς μιλῶ». Ἐσεῖς εἶστε ὁ Ἄγγελος;». «Ναί… συγγνώμη. Ἐγὼ εἶμαι».

  ΚΑΘΙΣΑΝ στὸ καφενεῖο. Ὁ καλοντυμένος ἄντρας ἄρχισε νὰ διηγῆται: «Θὰ σοῦ τὰ πῶ γρήγορα. Μὲ συντομία. Οἱ γονεῖς μου ἔφυγαν ἀπὸ τούτη τὴν πόλη γιὰ τὸ Μόναχο τῆς Γερμανίας, ὅταν ἤμουν πέντε ἐτῶν. Μοναχογιός. Ἔφυγαν λόγω πτώχειας, Καὶ ὄντως, ἡ ζωή τους ἄλλαξε. Ἐκεῖ μεγάλωσα, σπούδασα νομικά, παντρεύτηκα. Δημιούργησα μία μεγάλη ἑταιρεία κι ἔκανα πολλά, μὰ πολλὰ χρήματα. Τί νὰ τὰ κάνω; Ἡ μοναχοκόρη μου πέθανε στὰ 22 της χρόνια καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα ἔφυγε καὶ ἡ γυναίκα μου, ἀπὸ τὸν καημό της. Ἔμεινα κάποια χρόνια μόνος μου στὴ Γερμανία καὶ τώρα ἀποφάσισα νὰ γυρίσω καὶ νὰ ἐγκατασταθῶ μόνιμα στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκα. Μὲ λένε Γιῶργο Μ…, ὅπως καὶ τὸν πολιοῦχο μας, καὶ θέλω νὰ κτίσω τὴν ἐκκλησία μας ἀπὸ τὴν ἀρχή. Εἶναι κρῖμα, ἐρείπιο εἶναι. Ρώτησα καὶ ὅλοι μοῦ πρότειναν ἐσένα. Ἐκτός, λέει, ὅτι εἶσαι μέγας τεχνίτης, εἶσαι τίμιος καὶ ἀξιοπρεπής. Ἔτσι εἶναι;». Ὁ Ἄγγελος παρέμεινε σιωπηλός. Δὲν πίστευε στ’ αὐτιά του. «Λοιπόν, Ἄγγελε, μπορεῖς νὰ ἀναλάβης; Νὰ βρῆς τὸ συνεργεῖο σου, μηχανικούς, ἀρχιτέκτονες, ἁγιογράφους, οἰκοδόμους; Νὰ ὀργανώσης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ;». «Κύριε Γιῶργο, γνωρίζω γιὰ τὴν οἰκογένειά σας καὶ τὰ βάσανά σας. Ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Ἂν καὶ ἤσασταν ξενιτεμένος, τὰ νέα ἔφταναν στὴν πατρίδα. Ναί, νομίζω ὅτι μπορῶ». «Λοιπόν, ἀρχίζουμε ἀπὸ σήμερα. Ἄρχισε τὶς ἐπαφές σου γιὰ τὰ συνεργεῖα. Τοὺς ξέρεις ὅλους, μοῦ εἶπαν, ὁπότε θὰ συγκροτήσης τὶς ὁμάδες μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἐσὺ θὰ ἀναλάβης τὰ πάντα. Ἀγορὰ ὑλικῶν, τέμπλο, χαλιά, ὅλα. Νά, πᾶρε 200.000 δραχμὲς γιὰ ἀρχή. Κάθε τόσο ποὺ θὰ χρειάζεσαι χρήματα, θὰ μοῦ λές. Ἐγὼ θὰ μείνω πλέον μόνιμα ἐδῶ». «Μὰ τί λέτε τώρα, κύριε Γιῶργο; Μ’ αὐτὰ τὰ χρήματα ἀγοράζεις ἕνα τεσσάρι διαμέρισμα, ρετιρὲ μάλιστα, στὸ κέντρο τῆς Χαλκίδας». «Ἄκου Ἄγγελε, ἔχω τόσα λεφτὰ ποὺ μπορῶ ν’ ἀγοράσω ὅλη τὴν περιοχή». «Ναί, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι…». «Ἄστα τώρα. Ἔλα νὰ τελειώνουμε».

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος