Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΠΤΕΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ


     Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν γνώρισε τον μαρτυρικό θάνατο ο άγιος του Χριστού Μερκούριος (3ος αιώνας), είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση τόσο το μαρτύριό του όσο και ο θάνατος του Ιουλιανού του Παραβάτου απ’ το ίδιο το χέρι του στρατηλάτου Μερκουρίου, κι ας ήταν ήδη τούτος ο Μάρτυς από καιρό σωματικά θανατωμένος. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, ζούσε σ’ εκείνα τα μέρη της μακρινής Καππαδοκίας ένας ιερεύς που δεν πρόσεχε τον βίο του. Πολλές φορές τον μάζευε η πρεσβυτέρα του μέσ’ από τα καπηλειά όπου έπινε και μεθούσε μαζί με τους μπεκρήδες και τους μεθύστακες του χωριού. Αυτό γινόταν αιτία να θλίβεται κατάβαθα η πρεσβυτέρα του και να στενοχωριέται πολύς κόσμος της ενορίας. Του έκαναν με τρόπο παρατηρήσεις, συστάσεις, μα εκείνος τίποτε:
     —Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας! Ξέρω εγώ!
     Κι εκείνοι λυπόντουσαν, μα δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτε άλλο.

     Μια μέρα, χτύπησαν την πόρτα του παπά. Βγήκε η πρεσβυτέρα ν’ ανοίξει. Ήταν μια νέα κοπέλα που δούλευε στο σπίτι ενός μεγάλου άρχοντα του τόπου.
     Λέει στην πρεσβυτέρα:
     —Θέλω τον ιερέα. Πού είναι;
     —Δεν ξέρεις κορίτσι μου –απαντά εκείνη καταστενοχωρημένη–, πού βρίσκεται ο ιερέας; Σύρε στο καπηλειό κι εκεί θα τον βρεις στα σίγουρα.
     —Εκεί δεν μπορώ να πάω εγώ. Αν θέλετε, όμως, να του πείτε εσείς πως ο αυθέντης μου τον παρακαλεί, αύριο να λειτουργήσει και να κάνει και μνημόσυνο για τους γονιούς του. Θα έρθει στην εκκλησία με όλη την οικογένειά του και τους συγγενείς του.
     Η κοπέλα χαιρέτησε κι έφυγε. Η πρεσβυτέρα πήρε να συλλογίζεται το πράγμα. Στο τέλος το αποφάσισε. Φωνάζει την μεγαλοκοπέλα που είχαν για βοηθό του σπιτιού και της λέει:
     —Εγώ θα φύγω και θα πάω να ιδώ την μάνα μου και θα κοιμηθώ εκεί. Όταν έρθει ο παπάς, βοήθησέ τον να φάει και να ξαπλώσει· και πες του πως ο τάδε άρχοντας τον παρακαλεί να λειτουργήσει αύριο πρωί για να κάνει το μνημόσυνο για τους γονιούς του. Φρόντισε να κοιμηθεί γλήγορα, γιατί έχει να λειτουργήσει.


     Σε λίγο η πρεσβυτέρα έφυγε κι έμεινε μόνη της η βοηθός του σπιτιού να συγυρίζει και να συμμαζεύει το νοικοκυριό και να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό. Σαν ήρθε το βράδυ, έφτασε κι ο παπάς, τύφλα στο μεθύσι. Πήγε κατευθείαν κι έπεσε όπως ήταν στο κρεβάτι. Μόλις και μετά βίας η βοηθός τού έβγαλε τα παπούτσια και το χοντρό ράσο του. Πήγε μετά να φάει, μα ο νους της ήταν αλλού. Σκεφτόταν τον παπά που κοιμόταν μεθυσμένος. Σα να μπήκε ο διάβολος μέσα της και την έσπρωχνε στον πειρασμό. Αντιστάθηκε λίγο, μα δεν άργησε να υποκύψει και να νικηθεί. Ξεγυμνώθηκε λοιπόν και ξάπλωσε να κοιμηθεί δίπλα στον ιερέα, όσο μπορούσε πιο κοντά. Καθώς ανάσαινε το αντρικό κορμί, αναρριγούσε ολόκληρη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν τολμούσε, όμως, να τον ξυπνήσει. Ντρεπόταν. Κάποια στιγμή, ωστόσο, αγγίζοντας με τα χέρια του ο παπάς το γυναικείο κορμί, σα να μισοξύπνησε. Κι εκεί στα σκοτεινά, νομίζοντας πως είναι η πρεσβυτέρα του, έσμιξε και κοιμήθηκε μαζί της.

     Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έφτασε στο σπίτι της η πρεσβυτέρα για να ετοιμάσει τον παπά της για τη λειτουργία. Πάει στο υπνοδωμάτιο και τον βρίσκει ακόμη να κοιμάται.
     Θυμωμένη του φωνάζει:
     —Ακόμα κοιμάσαι, παπά μου; Δεν σου παράγγειλα πως ο τάδε άρχοντας έχει λειτουργία και μνημόσυνο των γονιών του; Σήκω γρήγορα να ψάλεις την ακολουθία σου και να προετοιμαστείς για τη θεία Λειτουργία!
     Ο παπάς γύρισε στο άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. Σε λίγο γύρισε η πρεσβυτέρα πάλι και τον βλέπει να κοιμάται.
     Οργισμένη του φωνάζει:
     —Δεν σου είπα να σηκωθείς γρήγορα, γιατί έχεις να λειτουργήσεις;!...

     Εκείνος την κοίταξε κατάματα, χαμογέλασε με νόημα και της λέει:
     —Δεν ξέρεις τι λες, μου φαίνεται, παπαδιά! Καλά, δεν θυμάσαι τι κάναμε απόψε τη νύχτα, και μου λες πως «έχω να λειτουργήσω»;
     Ξαφνιασμένη τον αγριοκοίταξε η παπαδιά:
     —Τι λες, ευλογημένε;! Τι «κάναμε», αφού έφυγα πριν έρθεις και πήγα στο σπίτι του πατέρα μου και κοιμήθηκα;! Επειδή ακριβώς είχες να λειτουργήσεις…
     Πριν να προχωρήσει το λόγο της η παπαδιά, σκυθρώπιασε ο παπάς. Μια θλίψη χύθηκε στο πρόσωπό του. Μόλις μπόρεσε ν’ αρθρώσει από ντροπή και στενοχώρια τη φράση:
     —Εγώ, πάντως, κοιμήθηκα με μια γυναίκα που βρέθηκε στο κρεβάτι μου απόψε και, πιωμένος καθώς ήμουν, νόμιζα πως ήσουν εσύ…


     Η παπαδιά αισθάνθηκε πνίξιμο στο λαιμό και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο παπάς άρχισε να ψάχνει μέσα του, για να θυμηθεί κάτι πιο συγκεκριμένο, αλλά ήταν αδύνατον. Τότε η παπαδιά σκέφτηκε να ρωτήσει την υπηρέτρια, μήπως είδε τίποτε, μήπως γνώριζε κάτι. Εκείνη κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε κλαίγοντας:
     —Εγώ φταίω για όλα! Ο σατανάς μπήκε μέσα μου και μ’ έβαλε σε πειρασμό. Ξεντύθηκα κι έπεσα δίπλα του καθώς κοιμόταν κι εκείνος με κοιμήθηκε, δίχως να ιδεί και να γνωρίζει με ποια γυναίκα κοιμάται…
     Άρχισαν και οι δυο γυναίκες τότε να κλαίνε και να φωνάζουν. Τα λόγια τους, ασυνάρτητα, έδειχναν τη μεγάλη ταραχή και την ακράτητη λύπη τους.
     Τότε ο ιερεύς μπήκε στη μέση και τις λέει:
     —Κλείστε το στόμα σας κι οι δυο και μην πείτε σε κανέναν τίποτε! Αν σας ξεφύγει κάτι και φτάσει στ’ αυτιά των εκκλησιαστικών και των άλλων αρχόντων, μας περιμένει μεγάλη τιμωρία. Επειδή, όμως, ο μεγάλος Θεός είναι σπλαχνικός και γεμάτος έλεος για κάθε αμαρτωλό, θα εξομολογηθώ και θα εξιλεωθώ μπροστά του…

     Πλύθηκε, ντύθηκε, άνοιξε το λειτουργικό βιβλίο του κι άρχισε να ψάλλει τα προκαταρτικά του Όρθρου. Μετά, θες από σεβασμό στον άρχοντα, θες από ντροπή, τράβηξε για την εκκλησιά να λειτουργήσει και να κάμει και το μνημόσυνο.

     Όλα πήγαιναν καλά. Κανείς δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Σαν έφθασε, όμως, στην ευχή της Προθέσεως, μετά την Προσκομιδή, και άρχισε να λέει: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐξαποστείλας…», παρουσιάστηκε μέσα σε μια αιφνίδια αστραπή ένας άγγελος και τον παραμέρισε για να τελειώσει εκείνος την Πρόθεση. Κοίταξε, μάλιστα, πολύ αυστηρά τον ιερέα και του λέει:
     —Αχ, αφορισμένε του Θεού και ταλαίπωρε! Πώς τόλμησες να ’ρθείς και ν’ αγγίξεις τ’ άχραντα Μυστήρια για να λειτουργήσεις; Δεν ξέρεις πως είσαι ακάθαρτος και βέβηλος, ύστερα από την αμαρτία που διέπραξες αυτή τη νύχτα; Εμείς οι άγγελοι, παρ’ όλο που είμαστε άυλοι κι ασώματοι, ντρεπόμαστε ν’ ατενίσουμε το πρόσωπο του Θεού, αλλά με τα φτερά μας περικαλύπτουμε τα πρόσωπά μας και στεκόμαστε μπροστά εκεί με φόβο και τρόμο· κι εσύ, καταφρονώντας τ’ Άγια των Αγίων, τόλμησες να τ’ αγγίξεις με τ’ αμαρτωλά χέρια σου και ήθελες να τα πάρεις και στα βρώμικα χείλη σου;!...

     Ο ιερεύς, απορημένος, έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει. Και μετά οργισμένος γυρίζει και του λέει:
     —Επειδή με τέτοιον τρόπο μου μίλησες και μ’ αφόρισες απ’ τον Θεό, από τη στιγμή αυτή νά ’σαι κι εσύ αφορισμένος!
     Δεν πρόλαβε ο ιερεύς να τελειώσει τη φράση του κι αμέσως έπεσαν τα φτερά του Αγγέλου! Άπτερος, όπως όλοι οι άνθρωποι, έμεινε μέσα στην εκκλησιά, μα δίχως να το καταλάβει ο ιερεύς, που μετά τη θεία Λειτουργία πήγε στο σπίτι του άρχοντα κι έφαγε για μεσημέρι· κι ύστερα πήγε στο σπίτι του.


     Πέρασαν λίγες μέρες κι έτυχε να πεθάνει ένας άνθρωπος σ’ εκείνη τη μεγάλη πολιτεία. Κάλεσαν πολλούς ιερείς στην κηδεία, κάλεσαν κι εκείνον, να ψάλλουν την εξόδιο ακολουθία. Στο τέλος, όταν οι ιερείς έλεγαν με τη σειρά τους την ευχή, ήρθε και η δική του σειρά να πει το «Ὅτι Σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις…» και, τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων των παρισταμένων, ο νεκρός ανασηκώθηκε απ’ το νεκροκρέβατό του και λέει στον ιερέα:
     —Μπορεί και νεκρούς ακόμη ν’ αναστήσεις, αλλά δεν είσαι πια άξιος να φορέσεις το πετραχήλι σου ή να λειτουργήσεις ή να κάνεις κάτι από τα ιερατικά καθήκοντα.
     Και μόλις είπε την τελευταία λέξη, ο νεκρός ξανάπεσε πάλι στο νεκροκρέβατο, όπως και πριν. Όμως ο λαός και όλοι οι ιερείς αναστατώθηκαν. Άρχισαν να σκέφτονται και να ρωτούν τι να σημαίνουν όλ’ αυτά τα παράδοξα που είδαν και άκουσαν. Τέλος, κάλεσαν τον ιερέα να τους δώσει μια εξήγηση:
     —Πες μας, πάτερ, τι σημαίνει τούτο το εξαίσιο και παράδοξο θαύμα;
     —Τότε ο ιερεύς, συντετριμμένος, εξομολογήθηκε μπροστά σ’ όλους το αμάρτημά του, κατεβάζοντας από ντροπή το κεφάλι του. Και, σχεδόν με μια φωνή, όλοι οι ιερείς τού είπανε πικρά:
     —Από σήμερα και πέρα, πάτερ, δεν θα λειτουργήσεις πια μαζί μας· κάνε μόνος σου ό,τι θέλεις και όπως θέλεις!...

     Κι έφυγε ο ιερεύς για το σπίτι του καταλυπημένος. Εκεί, θρηνώντας και κλαίγοντας, ρωτάει την πρεσβυτέρα του και τα παιδιά του:
     —Τι πρέπει να κάνω τώρα, ύστερα απ’ όλ’ αυτά; Πώς θα σας θρέψω;…
     Όμως, κανείς δεν τολμούσε να του πει κάτι, έστω και για παρηγοριά. Ώσπου, σε κάποια στιγμή, ο ίδιος είπε αποφασιστικά:
     —Να, τι θα κάνουμε: θα φύγουμε από τούτη ’δω την πολιτεία και θα πάμε αλλού, σ’ άλλον τόπο· εκεί, δεν θα μας γνωρίζει κανείς και θα ζήσουμε ήσυχα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας.

     Πήρε, λοιπόν, ο ιερεύς όλη τη φαμίλια του και μετακόμισε. Διάλεξε μια νέα πολιτεία για να ζήσει, έναν τόπο μακρινό και άγνωστο. Κανείς δεν τους ήξερε και ούτε μπορούσαν να υποψιαστούν το δράμα τους. Ο ιερεύς άρχισε να λειτουργεί ανενόχλητος. Ωστόσο, και ο ιερεύς και οι γύρω του στην οικογένεια, έβλεπαν πως ο αφορισμένος απ’ τον άγγελο παπάς δεν άλλαξε καθόλου· παρέμενε ο ίδιος ακριβώς, όπως ήταν εκείνη τη στιγμή που αντάλλαξαν τους αφορισμούς με τον άγγελο! Εκτός μόνο από μια μικρή λεπτομέρεια: το πρόσωπό του γινότανε σιγά-σιγά όλο και πιο μελανό! Κατά τ’ άλλα, ο καιρός και τα χρόνια περνούσανε και αλλάζανε, μα ο παπάς έμενε πάντα ο ίδιος: αγέραστος!

     Με τα χρόνια, κάποια στιγμή, αναπαύθηκε η πρεσβυτέρα του. Ύστερα από κάμποσα χρόνια πέθαναν και τα παιδιά του· ύστερα, πολύ αργότερα, πέθαναν κι όλα τα εγγόνια του. Κι έμεινε μόνος του ο παπάς, στην ίδια πάντα ηλικία που βρισκότανε όταν τσακώθηκε με τον άγγελο. Έτσι, έφτασε να ζει τριακόσια εβδομήντα ολόκληρα χρόνια!


     Εκείνα τα χρόνια την Εκκλησία της περιοχής διακονούσε κάποιος ονομαστός μητροπολίτης που είχε μεγάλη φήμη δίκαιου και λόγιου επισκόπου. Όταν, λοιπόν, έφτασε η γιορτή του αγίου μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ο άρχοντας του τόπου –ο οποίος τιμούσε ιδιαίτερα τον άγιο–, κάλεσε τον αρχιερέα και τους ιερείς του τόπου. Βρέθηκε και ο ανάξιος ιερεύς εκεί. Στην τράπεζα, μετά τη θεία Λειτουργία, ο φιλομόναχος επίσκοπος αντί για όποιο άλλο ανάγνωσμα, όπως κάνουν στα μοναστήρια, πήρε να διηγείται το Συναξάρι του αγίου της ημέρας. Όλος ο κόσμος, που βρισκόταν εκεί και γύρω από το τραπέζι, άκουγε προσεκτικά τον βίο και τα μαρτύρια του αγίου Μερκουρίου: πώς μεγάλωσε στη Σκυθία, πώς μπήκε στον ένδοξο στρατό, πώς ήτανε ωραίος και ξανθός νέος, υψηλός και μεγαλοπρεπής και γενναίος στους πολέμους, πώς έφτασε στα εικοσιπέντε χρόνια του για να γίνει λαμπρός στρατάρχης· πώς, μετά, ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, πώς τον συνέλαβαν, πώς τον φυλάκισαν και τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, πώς τον χτυπούσαν με ξίφη και μαστίγια ενώ από κάτω είχαν ανάψει φωτιά να καίγεται το μαρτυρικό και καταματωμένο σώμα του, πώς τον κρέμασαν κατακέφαλα και τον φραγγέλωναν με χάλκινα μαστίγια και πώς τον έστειλαν κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου τον θανάτωσαν με ξίφος…

     Δεν ήθελε, βέβαια, ο ανάξιος ιερεύς ούτε να διακόψει ούτε να διορθώσει τον επίσκοπο, μα κάποια στιγμή γυρίζει και του λέει:
     —Καλά τα λέει η αγιοσύνη σου, δέσποτά μου, αλλά τούτα είναι όσα διάβασες κι έμαθες από το Συναξάρι του αγίου. Αν θέλεις όμως να μάθεις όλες τις λεπτομέρειες και τα μαρτύρια του Αγίου Μερκουρίου, ρώτα κι εμένα που βρισκόμουν εκεί τότε κι ήμουν παρών κι έβλεπα τους άθλους και τα μαρτύριά του όλα, καθώς ήμασταν γείτονες και πολλές φορές τρώγαμε και συζητούσαμε μαζί…

     Ο επίσκοπος ξαφνιάστηκε κάπως δυσάρεστα με τούτα τα λόγια και κοίταξε με δυσπιστία τον ιερέα:
     —Εσύ δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών και λες πως γνώρισες κι έφαγες μαζί με τον άγιο και τον συναναστράφηκες σαν γείτονα;! Κάποιο λάθος θα κάνεις, πάτερ μου! Σου θυμίζω πως, από τον καιρό που μαρτύρησε ο άγιος Μερκούριος, έχουν περάσει τριακόσια εβδομήντα χρόνια· κανονικά, λοιπόν, εσύ τότε ήσουν αγέννητος. Πώς τώρα μας λες πως τον γνώρισες από κοντά και πως είδες, μάλιστα, και τα μαρτύριά του;!...


     Ωστόσο, σαν είδε ο επίσκοπος την επιμονή του παπά και τον όρκο του πως λέει την αλήθεια και όχι φαντασίες ή ψέματα, κατάλαβε πως κάτι το παράδοξο και θαυμαστό πρέπει να συμβαίνει με τον κατάμαυρο ιερέα. Κάνει ευχαριστία, τελειώνουν τα τυπικά του επίσημου τραπεζιού και παίρνει κατά μέρος τον ιερέα και του λέει:
     —Πες μου, πάτερ μου, όλα όσα ξέρεις και όλα όσα έζησες με λεπτομέρειες, σα νά ’χω πετραχήλι κι εξομολογείσαι· ειλικρινά και με το χέρι στην καρδιά και στην ιερατική σου τιμή και συνείδηση, για να μάθω κι εγώ και για να ησυχάσεις κι εσύ, αν έχεις κάποιο βάρος.
     Ο ιερεύς έβλεπε με σεβασμό την αγία μορφή του επισκόπου και αφέθηκε με εμπιστοσύνη στα έμπειρα και διακριτικά του λόγια· στα χέρια ενός αγίου γέροντα-πνευματικού που τόσο είχε ανάγκη. Πήρε, λοιπόν, από την αρχή τον βίο του και είπε όλα όσα είχε ζήσει κι ό,τι βάραινε τη συνείδησή του. Ιδιαίτερα επέμενε στο πώς κοιμήθηκε με την υπηρέτριά του και στο πώς αλληλοαφοριστήκανε με τον άγγελο του Κυρίου κι έμειναν από τότε ασυμφιλίωτοι.

     Ο επίσκοπος άκουγε προσεκτικά, δίχως να δείχνει τα αισθήματα οργής ή λύπης που, κάποιες στιγμές, τον κυρίευαν. Όταν τελείωσε ο ιερεύς την εξομολόγησή του, πήρε το πιο γλυκό και στοργικό του ύφος και του λέει:
     —Άκουσέ με, πάτερ μου και τέκνον μου: πρέπει να ξέρεις πως ο άγγελος που σ’ έδεσε, αν δεν συμφιλιωθείς μαζί του, θα σ’ έχει έτσι δεμένο στον αιώνα τον άπαντα και για τιμωρία σου θα ζεις και δεν θα μπορείς να πεθάνεις για ν’ αναπαυθεί το σώμα σου και η ψυχή σου. Το καλό που σου θέλω, λοιπόν, πήγαινε ξανά και, μάλιστα, το γρηγορότερο σ’ εκείνη εκεί την εκκλησιά όπου δεθήκατε με τα δεσμά του αφορισμού εσύ κι ο άγγελος. Και μάθε πως και ο άγγελος βρίσκεται εκεί για πάντα, μια που του έχουν πέσει τα φτερά και τον έχεις δέσει με τον ιερατικό σου λόγο, με αρά και με επιτίμιο.

     Καταλυπημένος ο ιερεύς αποκρίθηκε:
     —Άγιε του Θεού και δέσποτά μου, δεν μπορώ να κάμω κάτι τέτοιο γιατί είναι πολύ μακριά εκείνη η εκκλησιά και δεν έχω ούτε χρήματα ούτε και άλογο να καβαλικέψω και να πάω. Είμαι καταδικασμένος…
     —Μη το λες αυτό! του λέει ο επίσκοπος. Κάποτε πήρες την απόφαση κι έφυγες από ’κείνα τα μέρη· τώρα, όσος κι αν είναι ο δρόμος –ίδιος βέβαια με το δρόμο που έκαμες τότε για νά ’ρθεις εδώ–, πρέπει οπωσδήποτε να τον κάμεις. Γιατί, αν δεν πας εκεί να συμφιλιωθείτε, ούτε και ο άγγελος θα μπορέσει να πάρει ξανά τα φτερά του και ν’ ανέβει στους Ουρανούς.
     Πέρασε κάμποση ώρα και ο ιερεύς έκλαιγε με λυγμούς. Ο επίσκοπος τον λυπήθηκε. Τα σπλάχνα οικτιρμών τον ανάγκαζαν να δείξει περισσότερη αγάπη:
     —Έλα, μην κλαις! Η αγάπη και το έλεος που μας δίδαξε ο Χριστός δεν μου επιτρέπουν να σ’ αφήσω έτσι. Θα πάμε, λοιπόν, μαζί. Εγώ θα σου δώσω και άλογο και σου κάνω ό,τι έξοδα χρειαστούν για τον δρόμο, ίσαμε να φτάσουμε εκεί που θέλεις. Πάμε!...


     Πέρασαν αρκετές μέρες ώσπου να φτάσουν στην πολιτεία που είχε αφήσει ο ανάξιος ιερεύς. Όμως η θλίψη του παπά μεγάλωσε όταν πλησίασαν τον τόπο: όλη η πολιτεία ήταν πλέον έρημη και γκρεμισμένη, σα νά ’χε περάσει τυφώνας φοβερός ύστερα από κοσμοϊστορικό σεισμό! Λυγμοί ανέβαιναν στο λαιμό του παπά κι έπνιγαν την αναπνοή του.
     Ο επίσκοπος πήρε βαθειά ανάσα και τον ρωτάει:
     —Αυτή είναι η πατρίδα σου;
     —Ναι, λέει ο ιερεύς, αλλά έχει καταπέσει, δέσποτά μου, κι έχει γίνει όλο ερείπια. Φαίνεται πως όλα πια ρημάξανε…
     —Για πες μου, τον ξαναρωτά, θυμάσαι πού κοντά βρισκόταν η εκκλησία;
     Ο ιερεύς έψαξε παντού, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Στο βάθος είδε μια συστάδα δέντρων κι έδειξε με το χέρι του:
     —Απ’ ό,τι θυμάμαι, δέσποτα, μου φαίνεται πως εκεί στα δέντρα πρέπει νά ’τανε η εκκλησιά.

     Πήγαν προς τα ’κει, αλλά κι εκεί όλα τα χτίσματα ήταν χαλασμένα. Μόνο ένα κομμάτι από το ιερό Βήμα έστεκε γερό και όρθιο. Πήγαν προς τα ’κει κι, αφού ξεπέζεψαν από τ’ άλογα, λέει ο επίσκοπος στον ιερέα:
     —Πήγαινε μέσα στο ιερό Βήμα.
     Μόλις μπήκε μέσα στο μισογκρεμισμένο Βήμα ο ιερεύς, βλέπει τον άγγελο να στέκει και να περιμένει όρθιος κι ακούνητος. Εκείνος αναγνώρισε τον ιερέα και του λέει:
     —Ζεις ακόμα, φτωχέ παππούλη μου;
     —Ναι, του λέει ο ιερεύς, ζω ακόμη! Μα κι εσύ στέκεσαι ακόμη στον ίδιο τόπο;
     —Ναι! του απαντά ο άγγελος. Κι έκανες πολύ καλά που ήρθες για να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον και να συμφιλιωθούμε.


     Συγκινημένος ο ιερεύς τού λέει:
     —Ευλόγησον, άγιε άγγελε του Θεού! Συγχώρεσέ με! Κι έσκυψε προς αυτόν από σεβασμό.
     Ο άγγελος τον ανασήκωσε και του λέει:
     —Πρώτα εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις, πάτερ μου, κι ύστερα εγώ εσένα. Έτσι και σε συγχωρήσω εγώ πρώτος, την ίδια στιγμή θα πεθάνεις κι εγώ θα μείνω για πάντα πια εδώ δεμένος και δίχως τα φτερά μου.
     Ο ιερεύς έδειξε λίγο σκεφτικός και ύστερα του λέει στενοχωρημένος:
    — Όμως, αν πρώτος εγώ σε συγχωρήσω, τότε είναι που θα πάρεις πάλι τα φτερά σου, θ’ ανέβεις στους Ουρανούς κι εγώ θα μείνω εδώ στα αιώνια δεσμά μου…
     —Όχι! του λέει ο άγγελος. Ορκίζομαι στον απαρασάλευτο θρόνο του Θεού πως δεν πρόκειται να σ’ αφήσω και να σ’ εγκαταλείψω στα αιώνια δεσμά.
     Ο επίσκοπος, απ’ έξω από το ιερό Βήμα, δεν έβλεπε, μα τον μεταξύ τους διάλογο τον άκουγε καθαρά.
     Τότε ο ιερεύς λέει στον άγγελο:
     —Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ας είσαι συγχωρεμένος από μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο ιερέα.
     Κι ευθύς αμέσως, ο επίσκοπος κι ο ιερεύς άκουσαν ένα θρόισμα φτερών κι είδαν τον άγγελο με τα φτερά του πάλι στους ώμους του κολλημένα! Άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να λέει προς τον ιερέα:
     —Ας είσαι κι εσύ συγχωρεμένος, ω πρεσβύτερε του Θεού!
     Και, πριν καλά-καλά τελειώσει ο άγγελος τον λόγο του, τα κόκαλα του ιερέως έπεσαν σωρός στον τόπο που στεκότανε.


     Ο επίσκοπος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, θαυμάζοντας το εξαίσιο αυτό γεγονός. Και λέει, κοιτώντας προς τον άγγελο:
     —Άγιε άγγελέ μου! Κάνε μου, σε παρακαλώ, κι εμένα μια χάρη και ψάλε μου έναν ύμνο αγγελικό, ν’ ακούσω λίγο και να ευφρανθεί το πνεύμα μου.
     Όμως ο άγγελος ήταν αντίθετος:
     —Τούτο δεν είναι δυνατόν, άγιε δέσποτα. Έτσι και σου ψάλω κάτι, μόλις ακούσεις την αγγελική φωνή, θα πεθάνεις και θ’ αφήσεις κι εσύ τα γήινα. Γιατί δεν επιτρέπεται στη θνητή σάρκα του ανθρώπου ν’ ακούσει τη φωνή του αγγέλου και να συνεχίσει να ζει. Ωστόσο, για τη μεγάλη καλοσύνη που έδειξες, και σ’ εμένα και στον ιερέα, περίμενε αν θέλεις για λίγο εδώ και, μόλις ανέβω ψηλά στον τρίτο Ουρανό, θα σου ψάλω· αλλά και από ’κει ακόμη που θα σου ψάλω, μόλις και μετά βίας θα μπορέσεις να το υποφέρεις.

     Έτσι, ο άγγελος ανέβηκε στους Ουρανούς· κι όταν έφτασε στον τρίτο Ουρανό, έψαλε το «Αλληλούια». Μα η μελωδία της αγγελικής φωνής ήταν τόσο γλυκιά, που ο επίσκοπος έπεσε καταγής σα νεκρός. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, ωσάν αναίσθητος, γύρω στις τρεις ώρες. Μετά, σηκώθηκε με πολύ κόπο και ανέπεμψε θερμή ευχαριστία στον Θεό. Όταν επέστρεψε στην επαρχία του, έκατσε κι έγραψε όλη την περιπέτεια του ιερέως για να ωφεληθούν κι άλλοι ακούγοντας ή διαβάζοντάς την. Γιατί, ακούγοντας τη φρικτή αυτή διήγηση για την πτώση και την περιπέτεια του ανάξιου ιερέως, και όσοι είναι ράθυμοι και αμελείς θα διορθωθούν και θα γίνουν πιο προσεχτικοί στον βίο τους, με εγρήγορση ψυχής και σώματος, με καθαρούς λογισμούς και μακριά πάντοτε από απρεπείς και παράνομες επιθυμίες…

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ