Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὁ Χριστὸς διαχρονικὰ μᾶς λέει: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου· ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ, δὲν θὰ περπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς». Πολλοί, εἰδικὰ τὴν σήμερον ἡμέρα, ἀκόμη καὶ Χριστιανοί, βλέπουν τὰ πάντα γύρω τους μαῦρα. Οἱ αἰτίες εἶναι διάφορες. Ποιές νὰ πρωτο-ἀπαριθμήσουμε; Τὴν οἰκονομικὴ δυσχέρεια; Τὴν ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη ἐγκληματικότητα; Τὴν ἔλλειψη παιδείας; Τὸν πόλεμο ἢ μήπως τὴν ἀλύπητη ἐπίθεση τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης; Γιατί, ὅμως, σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ βάρος ποὺ σηκώνουμε, νὰ προσθέτουμε καὶ τὸ βάρος τῆς μιζέριας καὶ ἀπαισιοδοξίας; Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε δεκαετίες ὁλόκληρες μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουμε δώσει προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ; «Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς», μᾶς λέει. Ἂς ἀνοίξουμε ἐπιτέλους τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε τὸ Φῶς Του. Μετά, τὸ σκοτάδι θὰ εἶναι ἐντελῶς ξένο. Δὲν θὰ ἔχει χῶρο μέσα μας.
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Κληρικὸς πρόκειται νὰ διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο στὶς Ἀκολουθίες, λέει: «πρόσχωμεν!», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ἂς προσέξουμε!». Γιατί νὰ προσέξουμε; Διότι, αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσουμε εἶναι σοφό: «Σοφία. Ὀρθοὶ ἀκούσωμεν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου». Οὐσιαστικά, κάθε φορὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσουμε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁ Κληρικὸς μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τὰ ὅσα θὰ ἀκούσουμε δὲν εἶναι ἁπλῶς ὡραῖα λόγια γιὰ νὰ γλυκάνουμε τὴν ἀκοή μας, ἀλλὰ λόγια θεϊκά, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν δύναμη νὰ μεταμορφώσουν τὴν ὕπαρξή μας, ἂν τοὺς δώσουμε τὴν ἀπαραίτητη προσοχή.
Σήμερα, Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ, ἀκούσαμε ὅτι τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς τῆς Καπερναούμ, ἀσθένησε ἡ κόρη θανάσιμα. Κορίτσι ἦταν, μόλις δώδεκα ἐτῶν. Φοβήθηκε ἐκεῖνος, ἀλλὰ δὲν ἔχασε τὸ κουράγιο του. Ἔτρεξε στὸν Χριστὸ καὶ μπροστὰ σὲ πλῆθος κόσμου ἀδιαφόρησε ἐντελῶς γιὰ τὴν ὑψηλή του ἰδιότητα, ἔπεσε στὰ πόδια Του Κυρίου μὲ ταπείνωση καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει νὰ τὴν θεραπεύσει.
Κατὰ τὴν πορεία πρὸς τὸ σπίτι, ἡ διήγηση στρέφεται σὲ μία γυναίκα, ἡ ὁποία δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία. Ὅποια γυναίκα ἔφερε αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, θεωροῦνταν μολυσμένη καὶ ἀπαγορευόταν νὰ βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ πλῆθος κόσμου. Ἐντούτοις, ἡ γυναίκα αὐτή, γνωρίζοντας τὴν ἐκεὶ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, μπῆκε κρυφὰ ἀνάμεσα στοὺς συμπολίτες της καὶ γονατιστή –γιὰ νὰ μὴν φαίνεται- πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ συντριβὴ καρδιᾶς ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του. Ἔλεγε μὲ ἀκράδαντη πίστη μέσα της: «ἀκόμη καὶ τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του νὰ ἀκουμπήσω, θὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια». Χάριν αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας, εἶχε ξοδέψει ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας της εἶχε ἐπιδεινωθεῖ. Μόλις, ὅμως, ἀκούμπησε τὸ θεῖο ἔνδυμα, αὐτομάτως ἡ πληγή της ἔκλεισε. Τότε, ὁ ψυχῶν καὶ σωμάτων Ἰατρὸς αἰσθάνθηκε δύναμη νὰ βγαίνει ἀπὸ πάνω Του καὶ στρεφόμενος πρὸς τὴν ἔντρομη γυναίκα, τῆς εἶπε μὲ πατρικὴ γλυκύτητα: «Νὰ ἔχεις θάρρος, κόρη μου. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Πήγαινε στὸ καλό».
Στὸ μεταξύ, εἶχαν καταφθάσει κάποιοι οἰκιακοὶ τοῦ Ἰαείρου καὶ μετέφεραν τὸ θλιβερὸ μήνυμα: «Τὸ κορίτσι πέθανε. Δὲν χρειάζεται νὰ ἐνοχλεῖς ἄλλο τὸν Διδάσκαλο». Σᾶς θυμίζει κάτι αὐτὴ ἡ σκηνή; Σίγουρα ὅλοι τὴν ἔχουμε ξαναδεῖ. Σίγουρα, σὲ ὅλους μας ἔχουν προσπαθήσει κάποιοι νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὴν ἐλπίδα, λέγοντας: «ἡ κατάσταση εἶναι τελειωμένη, ἀποδέξου το καὶ μὴν τὸ κυνηγᾶς πιά». Ὁ Θεάνθρωπος τότε δίνει τὴν κατάλληλη ἀπάντηση καὶ στὸν Ἰάειρο καὶ στὸν καθένα μας ξεχωριστά: «Μὴν φοβᾶσαι. Μόνον πίστευε!».
Ἀφοῦ φτάνουν στὸ σπίτι, ὁ Κύριος παίρνει στὸ δωμάτιο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ μόνο τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς τρεῖς κορυφαίους τῶν Μαθητῶν, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τότε, κρατᾶει τὸ χέρι τῆς μικρῆς καὶ τὴν διατάζει ὅπως μόνο Ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἐξουσία: «Παιδάκι μου, σήκω». Τὸ κορίτσι, πράγματι, ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ δοῦμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὅτι ὁ Ἰησοὺς Χριστὸς εἶναι ὁ Ἄρχοντας τῆς Ζωῆς καὶ ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, ὅποια στενοχώρια καὶ ἂν προκύπτει, ἂς ἔχουμε ζωντανὴ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν Ἀναστάστα Χριστὸ καὶ ὅλα θὰ τὰ φέρει σὲ ἰσορροπία. Δὲν νοεῖται ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτὸς νὰ βυθιζόμαστε στὸ σκοτάδι!
Ἔχοντας ἐν συντομίᾳ ἀναφερθεῖ στὴν σημερινὴ περικοπή, θὰ ἤθελα νὰ ἐστιάσω σὲ δύο καταστάσεις στενὰ δεμένες μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση· τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν θάνατο. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ δὲν ὑπῆρχαν ἐξ ἀρχῆς στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προκλήθηκαν μὲ τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀρρώστια, τὸ πιὸ σημαντικὸ ζήτημα εἶναι ἡ ἀντιμετώπισή της. Ὁ ἀσθενὴς χρειάζεται νὰ ἐπιδείξει ἡρωισμό, νὰ καλλιεργήσει τὴν ἐλπίδα, νὰ στραφεῖ στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη πάσῃ θυσίᾳ, ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα. Πολλάκις ἔχουμε δεῖ, ὅταν οἱ γιατροὶ φτάνουν σὲ σημεῖο νὰ σηκώνουν τὰ χέρια ψηλά, ὁ Θεὸς νὰ ἀναλαμβάνει καὶ νὰ κάνει τὸ θαῦμα. Τὸ θαῦμα, βέβαια, δὲν δίνεται πάντοτε. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, διότι ὁ Θεὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς δίνει τὰ πάντα, ὁ Ἴδιος καὶ μπορεῖ νὰ τὰ πάρει πίσω. Εἶναι πολὺ σημαντικό, τόσο ὁ ἀσθενὴς ὅσο καὶ οἱ ὑγιεῖς, ὅλοι νὰ εἴμαστε συνειδητοποιημένοι μὲ τὴν ἀλήθεια ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ φύγουμε. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἀσθενὴς γίνει καλά, ὁπωσδήποτε κάποτε θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Κανεὶς δὲν εἶναι αἰώνιος σωματικά. Αἰώνια εἶναι ἡ ψυχή μας, γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε πρωτίστως αὐτῆς τὴν ὑγεία. Ἡ ὑγιὴς ψυχὴ δίνει δύναμη στὸ σῶμα, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑποφέρει ἀπὸ τὴν χειρότερη ἀσθένεια.
Ἀρκετοὶ ἀπὸ ὅσους ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἀσθένεια, στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, Τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἀπουσιάζει, ἢ ἀκόμη χειρότερα, Τὸν βλασφημοῦν. Τί κερδίζουν; Ἡ ἀσεβὴς ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς τους γίνεται αἰτία νὰ γεμίζουν μὲ περισσότερο σκοτάδι τὴν ψυχή τους, νὰ ὑποφέρουν περισσότερο καί, τελικά, νὰ ὑποφέρουν καὶ μετὰ θάνατον. Ἀντιθέτως, γιὰ τοὺς καλοπροαίρετους, ἡ ἀσθένεια γίνεται αἰτία γνωριμίας μὲ τὸν Θεό, μετανοίας, καθάρσεως, ἀγάπης, δοξολογίας καὶ πολλῶν στεφάνων. Μπορεῖ νὰ μὴν θεραπευτοῦν ποτὲ σωματικά, ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος ποτὲ δὲν θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Τρεῖς φορὲς παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ἄκουσε τὸν Θεὸ νὰ λέει: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατὶ ἡ δύναμή μου τελειοποιεῖται μέσα στὴν ἀδυναμία». Γιὰ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἔφτασε σὲ σημεῖο νὰ καυχιέται γιὰ τὰ παθήματά του, διότι μέσῳ αὐτῶν κατεσκήνωσε πάνω του ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ ἀσθενὴς ἔχει γύρω του ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τὸν διακονοῦν σὰν Ἄγγελοι, εἴτε αὐτοὶ εἶναι οἱ υἱοὶ, εἴτε οἱ γονεῖς, εἶτε φίλοι. Δὲν θὰ πῶ πολλὰ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες. Ἄσχετα μὲ τὴν ἀντίληψη ὅσων δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί -ἀπὸ τοὺς ὁποίους σίγουρα πολλοὶ βρίσκονται ἀνάμεσά μας- ἔχουν μεγάλη εὐλογία καὶ λαμβάνουν τεράστιο ὄφελος ψυχῆς. Αὐτοί, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κριτῆ: «Ἐλάτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου. Ὥρα νὰ κληρονομήσετε τὴν ἐτοιμασμένη γιὰ ἐσᾶς Βασιλεία, διότι ἤμουν ἀσθενὴς καὶ μὲ περιβάλατε μὲ στοργή»!
Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, σὲ σχέση μὲ τὸν ἀσθενῆ, ἔχουμε καθῆκον πρωτίστως νὰ προσευχόμαστε ὑπὲρ αὐτοῦ, εἴτε νὰ γίνει καλά, εἴτε νὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ὑπομείνει μὲ ἀνδρεία τὴν ἀσθένεια, εἴτε ἡ ἀσθένειά του νὰ ἀποβεῖ πρὸς πνευματικὸ ὄφελος τοῦ ἰδίου καὶ πολλῶν ἄλλων. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ στὴν ἀσθένειά τους γνώρισαν καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεό. Εἴδαμε σήμερα δύο ξεκάθαρα παραδείγματα· τὴν αἱμορροοῦσα καὶ τὸν Ἰάειρο. Ἐπίσης, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες στὸν ἀσθενῆ, εἴτε βοηθῶντας τὸν νὰ προμηθευτεῖ τὰ φάρμακά του, εἴτε νὰ κάνει τὸ χειρουργεῖο του, εἴτε ἀκόμη προσφέροντάς του δύο λόγια στήριξης καὶ παρηγοριᾶς, κάνοντάς τον νὰ αἰσθανθεῖ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας. Αὐτὸ δὲν κοστίζει καθόλου. Ἀκόμη, πρέπει νὰ εἴμαστε σπλαχνικοὶ καὶ προσγειωμένοι. Ἡ ἀσθένεια εἶναι μέσα στὴ ζωὴ καὶ αὔριο μπορεῖ να ἔρθει σὲ ἐμᾶς. Μὴν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε παντοδύναμοι.
Ὁ Ἰάειρος μπορεῖ νὰ τὸ νόμιζε κάποτε. Ὅταν, ὅμως, εἶδε τὴν κόρη του νὰ πεθαίνει, συνειδητοποίησε ὅτι εἶναι πολὺ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος. Συνειδητοποίησε ὅτι ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος δὲν κάνουν διακρίσεις. Δὲν κοιτοῦν ἂν εἶσαι δώδεκα ἢ ἐνενῆντα ἐτῶν, δὲν κοιτοῦν ἂν εἶσαι Πατριάρχης ἢ μοναχός, οὔτε ἂν εἶσαι ἰσχυρὸς ἢ ἀδύναμος, μορφωμένος ἢ ἀγράμματος. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας. Καὶ βέβαια, γιὰ κάποιους ποὺ πιστεύουν ὅτι ὅλα τελειώνουν στὸν τάφο -ἢ στὸ τεφροδοχεῖο σύμφωνα μὲ τὴν νέα μόδα τῆς ὑλιστικῆς κοινωνίας- ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμία σημασία. Γιὰ ἐμᾶς, ὅμως, ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴν δικαία κρίση, σημαίνουν πολλά. Διότι, ἐκεῖνοι μὲν, ἀκόμη καὶ ἂν γνωρίζουν ὅτι αὔριο θὰ πεθάνουν, θὰ ποῦν «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν», δηλαδή, «ἂς φάμε, ἂς πιοῦμε, γιατὶ αὒριο στὸν τάφο θὰ βρεθοῦμε». Ἐμεῖς, ὅμως, ὅταν ἔχουμε τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ προσέξουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι καὶ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε, μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ προσδοκοῦμε Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Κάποιος σοφὸς εἶχε πεῖ:
«Τὸν θάνατο νὰ σκέφτεσαι ἑφτὰ φορὲς τὴν ὥρα.
Ὑπῆρχαν κὶ ἂλλοι στὴ ζωή, μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα».
Αὐτὸ, ὄχι γιὰ νὰ πέσουμε σὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τρέξουμε μὲ φόρα πρὸς τὸν Θεό.
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος