Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΟΣΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ


 ...Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε;

καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
«Του λέγει και ό Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του,
διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του,
τότε του είπαν:
«Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!...


Τα πρώτα χρόνια,μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος 

γύρω από το Ησυχαστήριο του,

πήγαινα, οσάκις μπορούσα,

στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν

 και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου

 και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως Ζωή,

με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί.

Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα,

αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο,

τον Άγιο Νεκτάριο,

πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.

Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση,

προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις περίπου ώρες.

Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος,

έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα,

παρεκάλεσα, έκλαψα,

θυμιάτισα τον Τάφο,

σε όλο τον χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά

 να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος,

ετοιμάσθηκα να φύγω.




Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -ολοζώντανα- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.


Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα αλλού τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα αλλού, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκειά ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.


Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, αλλά ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον, ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη.


Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος! Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει και ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: «Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...!


Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.«...


Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος,τέλη του Έτους 1962. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότερο. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα.


Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε,με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.


Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή, πρώτη ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Νεκταρίου: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριό μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά.


Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα,εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.


Μετά από δυο-τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών,αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου...


Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα,

νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί.

Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του.

Όταν το τράβηξε για να πέσει,

είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι,

νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του!

Το χέρι του,

τόσο λευκό ήτο,

πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.

Έτρεμα,

κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:

-Δεν είναι τίποτα, καλογραία,

δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις...

Υπάρχουν ανώτερα».

Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονές μου....

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας»;

 


τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, πρ. Ἀν. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

1. Εἰσαγωγή

Ἀπό τήν ἀποτείχισιν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ πατρίου ἑορτολογίου (π.ἑ., 1924) καί ἐντεῦθεν, τίθεται συχνάκις, ὡς μή ὤφελε, τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας» εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική. Ἐπειδή ἀπό τήν διδασκαλίαν καί τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, προκύπτει σαφῶς καί ἀναμφιβόλως ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι ὑποχρεωτική (βλ. κατωτέρω, Τμῆμα 3), διότι δέν δυνάμεθα νά κοινωνῶμεν ταυτοχρόνως καί μέ τόν Χριστόν καί μέ τόν Διάβολον, κατά τό «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματ. 6:24), αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι δῆθεν δυνητική, κηρύσσουν αἵρεσιν, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς «Δυνητισμός» καί οἱ ὀπαδοί της «Δυνητισταί». Τήν αἵρεσιν αὐτήν ἐκήρυξεν πρό μερικῶν δεκαετιῶν ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Τινές τῶν «Δυνητιστῶν» ἔχουν ἐκτραπῆ τόσον πολύ, ὥστε νά κατηγοροῦν τούς ἀποτειχιζομένους ὡς δῆθεν «Πρεσβυτεριανούς» (!), ὡς δῆθεν πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ὁρατή Ἐκκλησία μετά τήν «σύνοδον» τοῦ Κολυμβαρίου (2016) καί τήν συμμετοχήν τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» εἰς τό Οὐκρανικόν σχίσμα (2019), καί, ὡς ἐκ τούτου, εὑρίσκουν ἕνα ἀποτειχισμένον ἱερέα καί κοινωνοῦν μόνον μέ αὐτόν. Ἐπειδή τοιαῦται διαστροφαί δέν πρέπει νά μένουν ἀναπάντητοι, τό παρόν ἄρθρον ἔχει ὡς στόχον ν’ ἀποσαφηνίσῃ ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι πράττουν ἁπλῶς τό χρέος των, ἐνῷ οἱ ἔχοντες γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί μή ἀποτειχιζόμενοι ἐνισχύουν τά καταχθόνια σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

 

2. Ὁ ΙΕ' Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου

Οἱ «Δυνητισταί» ἑστιάζουν εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου, ἀλλά παραθεωροῦν σκανδαλωδῶς τήν ρηθεῖσαν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ ΑΒ' Σύνοδος συνεκροτήθη τό 861 μ.Χ. κατά τῶν λειψάνων τῆς Εἰκονομαχίας (βλ. Πηδάλιον, 11η Ἔκδ., 1993, Ἐκδ. «Ἀστήρ», σελ. 345). Ὁ Κανών ἀσχολεῖται μέ δύο κατηγορίας ἀποτειχιζομένων κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους των πρό συνοδικῆς διαγνώσεως: (α) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται προφάσει ἐγκλήματός τινος πού φέρεται νά ἔχῃ διαπράξει ὁ προϊστάμενός των, χωρίς ὅμως καί νά κηρύξῃ δημοσίως κάποιαν αἵρεσιν· καί (β) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται ἐπειδή ὁ προϊστάμενός των ἐκήρυξε δημοσίως αἵρεσιν κατεγνωσμένην ὑπό Συνόδων ἤ Πατέρων. Ὁ Κανών λέγει ὅτι οἱ μέν πρῶτοι κάμνουν σχίσμα, οἱ δέ δεύτεροι εἶναι ἄξιοι τιμῆς. Δέν ἀσχολεῖται μέ τούς μή ἀποτειχιζομένους. Αὐτοί δέν ἐμπίπτουν εἰς τό θέμα του, τό ὁποῖον δέν εἶναι τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως. Ὅστις νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι τό θέμα τοῦ Κανόνος καί προσπαθεῖ νά τόν χαρακτηρίση ὡς δυνητικόν ἤ ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῷ δέν εἶναι οὔτε τό ἕν οὔτε τό ἄλλο, τόν παρερμηνεύει. Δύναται κάποιος νά ἐπικαλεσθῇ τόν Κανόνα προκειμένου ν’ ἀποτειχισθῇ, ἀλλά δέν δύναται νά τόν ἐπικαλεσθῇ διά νά μή ἀποτειχισθῇ!

 

Εἰς τό γνωστόν βιβλίον του Τά Δύο Ἄκρα: Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, Β' Ἔκδ., 1997, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος (σελ. 75-76), ὁ π. Ἐπιφάνιος γράφει: «Ὁ Κανών εἶνε δ υ ν η τ ι κ ό ς καί οὐχί ὑποχρεωτικός. ... Ἀνάγνωτε τόν Κανόνα μετά προσοχῆς καί θά ἴδητε ὅτι δέν νομοθετεῖ ὑ π ο χ ρ έ ω σ ι ν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει ὅτι ὀ φ ε ί λ ο υ σ ι ν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζωνται ἀπό τοιούτου Ἐπισκόπου πρό τῆς καταδίκης αὐτοῦ, οὐδέ ὁμιλεῖ περί τιμωρίας τινός ἤ καί ἁπλῶς ἔστω μέμψεως κατά τῶν μή ἀποχωριζομένων» (ἡ ἔμφασις εἶναι τοῦ π. Ἐπιφανίου). Κατ’ ἀρχάς, ἄς σημειωθῇ ὅτι ἐπιφανεῖς κανονολόγοι θεωροῦν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικόν. Χάριν παραδείγματος, ὁ Βαλσαμών γράφει ὅτι ἐάν ὁ αἱρετικός προϊστάμενος ψιθυρίζῃ τά τῆς αἱρέσεώς του κρυφίως καί μετά ὑποστολῆς, τότε «οὐκ ὀ φ ε ί λ ε ι τις ἐξ αὐτοῦ πρό καταδίκης ἀποσχισθῆναι» (βλ. Γ.Α. Ράλλη καί Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τ. Β΄, σ. 695, ἡ ἔμφασις προσετέθη ὑπό τοῦ γράφοντος). Ἑρμηνευομένη ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ φράσις αὐτή σημαίνει ὅτι ὅταν ὁ προϊστάμενος κηρύττῃ δημοσίως καί ἀπροκαλύπτως αἵρεσιν, τότε ὁ ὑφιστάμενος ὀ φ ε ί λ ε ι ν’ ἀποσχισθῇ ἀπό τόν αἱρετικόν προϊστάμενον.

Ὡς ἕτερον παράδειγμα, εἰς εἰδικήν μελέτην του ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ Σέρβος Κανονολόγος, Ἐπίσκοπος Δαλματίας καί Ἰστρίας καί Καθηγητής Νικόδημος Μίλας (1845-1915), γράφει: «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δ ι κ α ί ω μ α ἅμα καί χ ρ έ ο ς νά ἀποσχινισθῶσι π ά ρ α υ τ α ἐκείνου» (βλ. Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Τό Ἀντίδοτον: Ἀναίρεσις τῶν κατά τοῦ ζηλωτισμοῦ ἄρθρων τοῦ βιβλίου: ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ τοῦ ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, 1990, σελ. 54, ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον).

 

3. Ἡ κρυσταλλίνη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος

Ὡς προανεφέρθη, ἡ προσέγγισις τοῦ θέματος θά ἦτο σκανδαλωδῶς ἀντιεπιστημονική ἐάν περιωρίζετο εἰς τόν ρηθέντα Κανόνα καί παρέλειπε τά σχετικά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία, τά ὁποῖα οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἀφήνουν διά τήν ὑποχρεωτικότητα τῆς ἀποτειχίσεως, ὅπως βεβαίως καί αἱ ὑπόλοιποι εὐαγγελικαί ἐντολαί. Ἰδού μικρόν μόνον δεῖγμα τοιούτων χωρίων:

(i) «Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).

(ii) «Οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Μ. Βασίλειος, Patrologia Graeca ἤ ἐν συντομίᾳ P.G., τ. 160, σ. 101). Ἀξίζει νά σημειωθῇ ὅτι ὁ Ἅγιος δέν ὁμιλεῖ διά κεκριμένους αἱρετικούς, ἀλλά διά «ἑτερόφρονας»!

(iii) «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός, P.G., τ. 160, σ. 101). Βλέπομεν, λοιπόν, ὅτι ὅλαι αἱ θεῖαι Γραφαί, ὅλαι αἱ Σύνοδοι καί ὅλοι οἱ  Πατέρες προτρέπουν τόν πιστόν νά διακόπτῃ τήν κοινωνίαν ἀκόμη καί μέ τούς «ἑτερόφρονας»!

(iv) «Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, σ. 1049). Ὥστε, λοιπόν, κατά τούς Ἁγίους Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον καί Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ἡ (ἐν γνώσει) κοινωνία μέ αἱρετικούς καθιστᾶ τόν πιστόν «ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ»!

(v) «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς Εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος, Πράξεις Α' και Ε', βλ. Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμος Γ', σελ. 230 καί 325, Ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, Αὔγουστος 1986, καί  Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, Ἐκδ. «Φῶς», σελ. 161).

            Ὡς γνωστόν, ὑπάρχουν πολλαί ἀκόμη δεκάδες παρομοίων χωρίων, τά ὁποῖα παραλείπομεν διά τήν οἰκονομίαν τοῦ χώρου. Ὑπάρχουν βεβαίως καί πολλά παραδείγματα ἁγίων πού ἐφήρμοσαν εἰς τήν πρᾶξιν αὐτήν τήν διδασκαλίαν. Εἶναι συνεπῶς ἀπορίας ἄξιον πῶς εἶναι δυνατόν θεολόγοι νά διατείνωνται ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι προαιρετική καί, ἔτι χειρότερον, νά ἐγκαλοῦν τούς ἀποτειχιζομένους διά Προτεσταντισμόν, ἐνῷ, συμφώνως μέ τόν ρηθέντα Κανόνα, θά ἔπρεπε νά τούς ἐπαινοῦν ὡς προστατεύοντας τήν Ἐκκλησίαν ἀπό μερισμούς πού προκαλεῖ ἡ κηρυσσομένη αἵρεσις.

4. Ἕτεραι ἀντιφάσεις καί παρανοήσεις τῶν «Δυνητιστῶν»

Ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀντιφάσκει πρός ἑαυτόν, διότι, ἀφενός μέν ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου δίδει τό δικαίωμα τῆς ἀποτειχίσεως («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 75) καί ὅτι ὁ Κανών λέγει σαφῶς ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι δέν κάμνουν σχίσμα, ἀλλ’ εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου, ἀφετέρου δέ κατακρίνει ὡς σχισματικούς ὅσους κάμνουν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος! Διότι, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, τήν ἀποτείχισιν πρέπει νά τήν ἀποφασίσουν οἱ «ἀξιωματικοί» καί ὄχι οἱ στρατιῶται! («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). «Ἀξιωματικούς» δέ ὁ π. Ἐπιφάνιος θεωρεῖ τούς «ἐπισκόπους», οἱ ὁποῖοι, χρώμενοι «οἰκονομίας» εἰς τό διηνεκές (!), κοινωνοῦν ἐπί πολλάς δεκαετίας μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 111), ἐνῷ τούς ἀποτειχισθέντας Ἐπισκόπους τοῦ π.ἑ. τούς ἐθεώρει ὡς «ἐκτός Ἐκκλησίας»! Τονίζει ἀκόμη ὁ π. Ἐπιφάνιος ὅτι πρίν ὁ πιστός ἀποκηρύξῃ τούς Οἰκουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» (ὅρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ' Συνόδου), θά πρέπῃ ν’ ἀπαντήσῃ θετικῶς εἰς τό ἀκόλουθον ἐρώτημα: «Πιστεύω ὅτι σύμπασα ἡ ἀνά τήν Οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατεπόθη ὑπό τῆς πλάνης καί μόνον ἐγώ καί ὀλίγοι ἀκόμη ἐμείναμεν διασώζοντες τήν ἀλήθειαν;» (σ. 58). Δηλαδή, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, ἡ ἀποκήρυξις τῶν «ψευδεπισκόπων» δέν ἐπιτρέπεται πρίν αὐτοί προλάβουν νά καταστρέψουν τήν Ἐκκλησίαν!

Ἐάν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἁπλῶς ἐδημιούργει μίαν νέαν αἵρεσιν καί, ὅπως ὅλοι οἱ προηγούμενοι αἱρεσιάρχαι, προσηλύτιζεν ὀπαδούς εἰς αὐτήν, ἀποσπῶν αὐτούς ἀπό τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε τό κακόν δέν θά ἦτο τόσον μέγα ὅσον εἶναι τώρα, ἔστω καί ἄν ὁ ἀριθμός τῶν ὀπαδῶν του ἦτο μεγάλος. Διότι, ὡς γνωστόν, μέχρι τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, πρίν δηλαδή ἀναρριχηθοῦν μασσῶνοι εἰς ἐπισκοπικούς καί πατριαρχικούς θρόνους, ἡ Ἐκκλησία εἶχε τήν δύναμιν νά πολεμῇ καί νά νικᾶ τάς αἱρέσεις. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ αἵρεσις τοῦ π. Ἐπιφανίου προξενεῖ πολύ μεγαλυτέραν ζημίαν ἀπ’ ὅσην προξενοῦν αἱ ἄλλαι αἱρέσεις. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἔχει ὀρθόδοξον προσωπεῖον καί συνίσταται εἰς τό ν’ ἀποτρέπῃ τόν πόλεμον τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων μέ «πραγματικά πυρά», δηλαδή μέ τήν ἀποκήρυξιν τῶν αἱρετικῶν «ἐπισκόπων». Ἐπιτρέπει μόνον φραστικάς καί γραπτάς διαμαρτυρίας («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 73-74), δηλαδή μόνον τόν «χαρτοπόλεμον», ὅπως εὐστόχως ἔχει χαρακτηρίσει τάς ἀναποτελεσματικάς αὐτάς ἀντιδράσεις ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Ἰ. Κορναράκης. Ἔτσι, ὅμως, παθαίνουν σύγχυσιν ἀκόμη καί ἀληθινοί στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀφοπλίζονται καί ἀκινητοποιοῦνται, ἀποδυναμώνεται καί παραλύει ὁ ἀντιαιρετικός ἀγών τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις καί χάνονται πολλαί ἐκλεκταί ψυχαί! Διότι ὅλοι αὐτοί εἴτε δέχονται τόν Οἰκουμενισμόν, ἐξαπατῶντες τήν συνείδησίν των μέ τάς ψευδεῖς ἀγαπολογίας τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἴτε διαφωνοῦν μέν, ἀλλά παραμένουν εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ «ἄχρι καιροῦ» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). Παραμένουν «στενάζοντες» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 69), ὑποτασσόμενοι «ἄχρι καιροῦ» εἰς «ψευδεπισκόπους», κατά τήν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», ἡ ὁποία συνεπῶς πλανᾶ ἐκλεκτούς, ἐνῷ αἱ ἄλλαι αἱρέσεις συνήθως προσελκύουν ἀνθρώπους πού διέκειντο μᾶλλον ἀδιαφόρως πρός τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν ὀρθοπραξίαν.

Εἰς τήν ἔγκριτον ἐκκλησιαστικήν ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος τῆς 20-10-2023, ὁ θεολόγος κ. Π. Τρακάδας τονίζει ὅτι εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀπαντήσωμεν ὀρθῶς εἰς τό θεμελιῶδες ἐρώτημα «ποία εἶναι ἡ Κανονική Ἐκκλησία». ΣύμφωνοιἌς λάβωμεν τήν ἀπάντησιν πού δίδουν οἱ ἅγιοι. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης λέγει: «μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (P.G. 99, σελ. 1049 C). Ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει: «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσὶ» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ε.Π.Ε. 3). Ὥστε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ πού εὑρίσκονται Ὀρθόδοξοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι μόνον τρεῖς! Ὁ κ. Τρακάδας, ὅμως, διαπράττων τό γνωστόν λογικόν σφάλμα τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου», λέγει ὅτι Κανονική Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού «ἀναγνωρίζεται καί εὑρίσκεται εἰς κοινωνία μέ τάς ὑπολοίπους Ἐκκλησίας». Τό ζητούμενον, κ. Τρακάδα, εἶναι ποῖοι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Διατί ἐσεῖς λαμβάνετε ὡς δεδομένον ὅτι αἱ «ἐκκλησίαι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ὡς λέγεται, εἶναι ὄντως Ὀρθόδοξοι, παραβλέπων τό ἐξώφθαλμον γεγονός ὅτι αὐταί κηρύττουν ἀπροκαλύπτως, ἀνερυθριάστως καί εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον, ἔργοις καί λόγοις, τόν Οἰκουμενισμόν;

 

5. Συμπέρασμα

Ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μέχρι καί τόν 19ον αἰῶνα ἐνίκα τάς αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἔχει ἐνσωματωμένον ἕνα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν», ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἀποτελεσματικήν ἀντίδρασιν (καί ὄχι «χαρτοπόλεμον»!) τῶν ὑγιῶν μελῶν Της. Ἡ μόνη δέ κανονική καί ἀποτελεσματική ἀντίδρασις σήμερον εἶναι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τάς ὀκτώ τοὐλάχιστον αἱρέσεις πού κηρύττουν οἱ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ἤτοι: (1) Οἰκουμενισμόν, ὁ ὁποῖος ἀνεθεματίσθη ὑπό τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ) τό 1983, καί ἑπομένως ἔχει ἐφαρμογήν ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου· (2) Σεργιανισμόν (πρβλ. τήν σύμπλευσιν «κυβερνήσεως» καί «ἐκκλησίας» εἰς ὅλα τά κακά πού οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιφέρει εἰς τόν τόπον· (3) Οὐνιτισμόν (ἀπό 7-12-1965, ὅταν ἔγινεν ἐπισήμως «ἄρσις τῆς ἀκοινωνησίας» μέ τόν «πάπαν», ὁ ὁποῖος ἔκτοτε μνημονεύεται εἰς τά δίπτυχα τοῦ Πατρ/χείου Κων-λεως, ὅπως κατήγγειλε τό 1969 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς εἰς τήν ἀνοικτήν του ἐπιστολήν πρός τόν «ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς» Ἰάκωβον καί οὐδέποτε διεψεύσθη, βλ. http://orthodoxinfo.com/ecumenism/philaret_iakovos.aspx)· (4) Νεο-εικονομαχίαν (πρβλτήν ἀπαγόρευσιν τῆς θεἰας κοινωνίαςτῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων κ.λπκατά τήν διάρκειαν τῆς «πανδημίας»)· (5) Νεο-αρειανισμόν (πρβλτήν νέαν αἵρεσινὅτι ὁ Πατριάρχης Κων-λεως εἶναι δῆθεν «πρῶτος ἄνευ ἴσων», ὅπως εἶναι δῆθεν ὁ Πατήρ εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδαπού εἶναι βλάσφημος ἀντιτριαδική διδασκαλία)· (6) τήν αἵρεσιν «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου», μέ τά «ἐμβόλια», τά ὁποῖα παρεσκευάσθησαν μέ κυτταρικάς σειράς φονευθέντων ἐπί τῷ σκοπῷ αὐτῷ ἐμβρύων· (7) ὅτι δῆθεν «ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι θεόσδοτος» καί ἄρα δέν δυνάμεθα νά τήν καταδικάσωμεν (πρβλτήν δήλωσιν τοῦ «ΝἸωνίας» Γαβριήλτόν ὁποῖον ὄχι μόνον δέν καθῄρεσανἀλλά κοινωνοῦν καί μετ’ αὐτοῦ)· καί (8) τόν «Δυνητισμόν», ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε τόν ἀντικείμενον τοῦ παρόντος ἄρθρουΟ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας» συμμετέχουν ἐπίσης εἰς πολλά σχίσματα, ἤτοι: (1) Ἑορτολογικόν· (2) Αὐστραλιανόν· (3) Οὐκρανικόν· (4) «ἐμβολιαστικόν» (πρβλ. τάς ἀνοήτους φωνασκίας «ψευδεπισκόπων» τινων, ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τό «ἐμβόλιον» εἶναι δῆθεν «ἐκτός Ἐκκλησίας», «Ναζί» κ.λπ.)· κ.ἄ. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τοιούτους λύκους μέ δοράν προβάτου εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, ἀλλ’ ἡ αἵρεσις τοῦ «Δυνητισμοῦ» ἀκινητοποιεῖ καί ἀκυρώνει τόν ρηθέντα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν». Ἑπομένωςἀντιστρέφοντες τήν βαρεῖαν κατηγορίαν πού ἀποδίδει ὁ κΤρακάδας εἰς τούς ἀποτειχιζομένους (Ὀρθόδοξος Τύπος, 20-10-2023, ἀρφ. 2467, σελ. 1), συμπεραίνομεν ὅτι μή χωριζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς ἐξυπηρετοῦμεν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τά καταχθόνια σχέδια.

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ - Αρχιεπισκόπου Αβερκίου (+1976)

 

Ένας ποιμένας θα μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τις εκδηλώσεις αυτών των παθών (υπερηφάνεια, φιλαυτία, έπαρση, δυσαρέσκεια, εκδικητικότητα, ματαιοδοξία κλπ.) στο ποίμνιό του μόνο εάν το ποίμνιο δεν παρατηρήσει αυτά τα ίδια πάθη στον ποιμένα του: διαφορετικά θα αποδειχθεί ότι, όπως λέει η παροιμία, «το δρεπάνι βρήκε σε πέτρα». Και αν ο ποιμένας αντιταχθεί με την δική του υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια του ποιμνίου του, τότε όλο το ποιμαντικό του έργο θα «ακυρωθεί».

Ένας αληθινός ποιμένας πρέπει να είναι «εικόνα πραότητας και ταπεινοφροσύνης» για το ποίμνιό του. Η οδηγία του Κυρίου πρέπει να ηχεί συνεχώς στα αυτιά και στην καρδιά του: «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια΄ 29). Για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ΕκκλησίαΈνας ποιμένας δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μόνο ένας υπηρέτης της Εκκλησίας, λίγο πολύ άξιος, αλλά στα δικά του μάτια πάντα ανάξιος. Πολλά παραδείγματα της θαυμαστής ταπεινοφροσύνης του Χριστού μας έδειξαν γνωστοί ποιμένες στην ιστορία της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του μεγάλου Ρώσου αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ, ο οποίος έπεσε στα πόδια ενός Βογιάρου ευγενή που τον είχε χαστουκίσει στο μάγουλο, ζητώντας του συγχώρεση που του προκάλεσε εκνευρισμό. Ένα άλλο παράδειγμα σχετίζεται με την εποχή μας: ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Βλαντίκα Ιωάννης [Μαξίμοβιτς] του Σαν Φρανσίσκο επισκέφτηκε πριν από το θάνατό του και μάλιστα νουθέτησε μυστικά τον πιο άγριο εχθρό του, ο οποίος για πολύ καιρό τον εξύβριζε με τον χειρότερο τρόπο στην εφημερίδα του.

Για να αποκτήσει τέτοια σωτήρια ταπείνωση τόσο για τον εαυτό του, όσο και για το ποίμνιό του, ο ποιμένας πρέπει να θυμάται ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού, η ποιμαντική διακονία δεν είναι ηγεσία με την κοσμική έννοια, αλλά ακριβώς διακονία (=υπηρεσία)Ο ποιμένας δεν τολμά ποτέ, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά τα λόγια του Κυρίου που είπε στους στενότερους μαθητές Του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τα τέκνα του Ζεβεδαίου, σε εκείνη την περίπτωση που Του ζήτησαν τις πρώτες θέσεις για τον εαυτό τους στο Βασίλειο Του:

«Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» ( Ματθ. κ΄ 25-28).

Και οι Κανόνες της Εκκλησίας καταδικάζουν αποφασιστικά στους ποιμένες τον «τύφο της κοσμικής εξουσίας» («μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται», Η΄ Κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου).

Ο ποιμένας πρέπει να καλεί σε υπακοή στην Εκκλησία και όχι σε υπακοή στον εαυτό τουΜόνο η Εκκλησία είναι αλάθητη και όλοι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να κάνουμε λάθη και να πέσουμε σε σφάλματα. Επομένως, πρέπει να είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε, κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει μόνο στην ενίσχυση της εξουσίας μας και όχι να αποδίδουμε στον εαυτό μας το αλάθητο, το οποίο ανήκει αποκλειστικά σε ολόκληρη την Εκκλησία ως σύνολο. Ο πειρασμός του Παπισμού είναι πολύ επικίνδυνος για τον ποιμένα και επιβλαβής για τη διακονία του: «Αμάρτησε όπως θέλεις και όσο θέλεις, μόνο να με αναγνωρίζεις και να με υπακούς!».

Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό για τo ποιμαντικό έργο από το να είναι ένας ποιμένας εξαιρετικά επιεικής προς όλους, ακόμη και στις πιο σοβαρές αμαρτίες του ποιμνίου του, ενώ να είναι απείρως αυστηρός και απαιτητικός προς ένα μόνο πράγμα: την αμαρτία της ανυπακοής στον εαυτό του.

Απόσπασμα από το έργο του «Η ουσία και οι μέθοδοι της αληθινής Ποιμαντικής και η εποχή μας» (1969).

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77th897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο βρίσκεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ ἀπὸ σκοτεινὸ νὰ τὸν καταστήσει φωτεινό, ἀπὸ ἄγριο, Θεὸ κατὰ χάριν. Τότε, θὰ ρωτήσει καλοπροαίρετα κάποιος, γιατὶ ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἁμαρτίας; Μὴπως τάχα οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν θεῖο λόγο, ἤ κάτι ἄλλο συμβαίνει; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει σήμερα ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. 

            Παραβολὴ εἶναι μία μικρὴ ἱστορία μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε μεγάλες ἀλήθειες καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ νοήματα. Τὸν παραβολικὸ τρόπο διδασκαλίας τὸν χρησιμοποιοῦσε συχνὰ ὁ Κύριός μας, προκειμένου νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ λόγος Του ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸν πιὸ μορφωμένο, ἕως τὸν ἀγράμματο. Ὅλοι ὅσοι διακονοῦμε τὸν θεῖο λόγο πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ λαμβάνουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν, νὰ φροντίζουμε δηλαδὴ ὁ λόγος μας νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἐγκαρδιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος ἀπόλυτα κατανοητὸς ἀπὸ ὅλους. 

            Ξεκινᾶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴν παραβολὴ λέγοντας ὅτι ὁ σπορέας βγῆκε στὸ χωράφι γιὰ νὰ σπείρει τὸν σπόρο του καὶ ἐξηγεῖ ὕστερα στοὺς Μαθητές Του ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἕνας σπόρος; Ἕστω ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι. Δὲν θὰ προτιμούσαμε μάλλον ἕναν ὤριμο καρπό, ἀπὸ ἕναν σπόρο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε συνεπάγεται κόπο, μόχθο καὶ σκληρὴ ἐργασία γιὰ νὰ αὐξηθεῖ; Σωστά. Ὡστόσο, τρώγοντας στὸ παρὸν τὸν καρπό, μετὰ μένουμε χωρὶς τροφή. Ἀντιθέτως, ἐπιλέγοντας τὸν σπόρο, ἐξασφαλίζουμε πολλαπλάσιους καρποὺς γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ ψάχνουν ἀπὸ ἐδὼ κὶ ἀπὸ κεὶ νὰ βροῦν «τροφή». Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὅμως, στοὺς πολλοὺς δὲν φαίνεται ἑλκυστικός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφεύγουν σὲ πιὸ πρόχειρες καὶ προσωρινὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν λύνουν μόνιμα τὸ πρόβλημα τῆς «πείνας». Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ γιὰ πάντα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ καλύψει ὅλα τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς μας εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριός μας τὸν παρομοιάζει μὲ τὸν μικρὸ σπόρο μὲ τὴ μεγάλη δύναμη.

            πιστρέφοντας στὴν παραβολή, μαθαίνουμε ὅτι κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σπορᾶς, ἕνας σπόρος ἔπεσε στὴν ὁδὸ καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἔφαγαν. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν παντελῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἀδιάφοροι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Ἕτερος σπόρος ἔπεσε στὶς πέτρες καὶ μὲ τὸ ποὺ φύτρωσε ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε ὑγρασία, συμβολίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεϊκὸ λόγο, ἀλλὰ ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ριζώσει, νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Ἄλλος σπόρος ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ἐνῶ φύτρωσε καὶ ρίζωσε, ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ ἀγκάθια ἔπνιξαν τὸ φύτρο. Ἀγκάθια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, οἱ ἐπίγειες μέριμνες καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ κάνουμε πράξη τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτρέπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ καρποφορήσει. Τέλος, ἕνας ἄλλος σπόρος ἔπεσε στὴ γῆ τὴν ἀγαθή, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὸν καλοπροαίρετο, τὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος εἶναι καταδεκτικὸς στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ μεταμορφώνει ριζικὰ τὴ ζωή του.

            Τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας σὲ τί κατάσταση βρίσκεται, ἀγαπητοί; Οὐσιαστικά, ἡ σημερινὴ παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαντήσουμε, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ αὐτογνωσία. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ἰδίως στὴν Ἑλλάδα πολλοὶ σοφοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸ λεγόμενο «γνῶθι σαὐτόν». Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ πολὺ μεγάλη ἀνάγκη ἄν θέλουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, διότι μᾶς παρέχει σημαντικὰ ὀφέλη. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς βοηθάει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ ἀφορᾶ τὸ «ἐγώ» μας καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὴν πραγματικότητα. Μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ χαρακτήρα μας νὰ δώσουμε περισσότερη βαρύτητα. Ὡς ἄλλη διάγνωση, μᾶς δείχνει ἄν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια καὶ μᾶς πληροφορεῖ μὲ τὶ φάρμακα χρειάζεται νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Μᾶς διδάσκει ἄν ἀκολοθοῦμε σωστὴ πορεία, ἤ ἄν πρέπει νὰ ἀλλάξουμε διαδρομή. Μᾶς παρουσιάζει τὶς δυνατότητες καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, στὸν σεβασμὸ καὶ στὴν ἀγάπη. Τελικά, λοιπόν, ἐτοιμάζει καὶ τὸ χωράφι γιὰ νὰ πέσει ὁ σπόρος. 

            Εἶναι γεγονός, ὅτι καμία ἀπὸ τὶς τρεὶς ἄκαρπες περιπτώσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ μείνει γιὰ πάντα ἄκαρπη. Ἁπλῶς, κάθε περίπτωση χρειάζεται τὴν δυναμικὴ ἀντιμετώπισή μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο, σκληρὴ καὶ ἄγονη; Μὴν ἀπελπιζόμαστε! Μποροῦμε νὰ τὴν ὀργώσουμε σὲ βάθος καὶ τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὸν σπόρο. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη πέτρες καὶ δέχεται μόνο επιφανειακὰ τὸν σπόρο; Μποροῦμε νὰ τὶς ἀφαιρέσουμε μιὰ γιὰ πάντα, κάνοντας ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες γιὰ νὰ δώσουμε στὸν σπόρο τὸν χρόνο νὰ ριζώσει καλὰ μέσα μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀγκάθια, γεμάτη κοσμικὲς μέριμνες γιὰ πλούτη καὶ ἠδονές; Μποροῦμε καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τίποτα δὲν θὰ ἐμποδίσει τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου. 

            δηγούμαστε, τελικά, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος -παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει ἀκούσει κάποιες φορὲς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- ὄχι διότι εἶναι προβληματικὸς ἤ ξεπερασμένος ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ θεῖος λόγος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγγίζει ψυχὲς καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι διαχρονική. Τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν ἄκουσαν ληστὲς καὶ ἐπέστρεψαν τὰ κλοπιμαῖα, πόρνες καὶ ἀγάπησαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνότητα, φονεῖς καὶ ἔχυσαν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοὶ μεταμορφώθηκαν διότι ἔδιωξαν τὶς πέτρες, ἀφαίρεσαν τὰ ἀγκάθια, ὄργωσαν τὸ χωράφι καὶ ἐπέτρεψαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ψυχή τους. Ἄν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ τὰ καταφέρουμε κὶ ἑμεῖς ποὺ ξεγελοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας πιστεύοντας ἴσως πὼς βρισκόμαστε ἀπὸ ἐκείνους σὲ καλύτερη θέση. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος