Ένας ποιμένας θα μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τις εκδηλώσεις αυτών των παθών (υπερηφάνεια, φιλαυτία, έπαρση, δυσαρέσκεια, εκδικητικότητα, ματαιοδοξία κλπ.) στο ποίμνιό του μόνο εάν το ποίμνιο δεν παρατηρήσει αυτά τα ίδια πάθη στον ποιμένα του: διαφορετικά θα αποδειχθεί ότι, όπως λέει η παροιμία, «το δρεπάνι βρήκε σε πέτρα». Και αν ο ποιμένας αντιταχθεί με την δική του υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια του ποιμνίου του, τότε όλο το ποιμαντικό του έργο θα «ακυρωθεί».
Ένας αληθινός ποιμένας πρέπει να είναι «εικόνα πραότητας και ταπεινοφροσύνης» για το ποίμνιό του. Η οδηγία του Κυρίου πρέπει να ηχεί συνεχώς στα αυτιά και στην καρδιά του: «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια΄ 29). Για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την Εκκλησία. Ένας ποιμένας δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μόνο ένας υπηρέτης της Εκκλησίας, λίγο πολύ άξιος, αλλά στα δικά του μάτια πάντα ανάξιος. Πολλά παραδείγματα της θαυμαστής ταπεινοφροσύνης του Χριστού μας έδειξαν γνωστοί ποιμένες στην ιστορία της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του μεγάλου Ρώσου αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ, ο οποίος έπεσε στα πόδια ενός Βογιάρου ευγενή που τον είχε χαστουκίσει στο μάγουλο, ζητώντας του συγχώρεση που του προκάλεσε εκνευρισμό. Ένα άλλο παράδειγμα σχετίζεται με την εποχή μας: ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Βλαντίκα Ιωάννης [Μαξίμοβιτς] του Σαν Φρανσίσκο επισκέφτηκε πριν από το θάνατό του και μάλιστα νουθέτησε μυστικά τον πιο άγριο εχθρό του, ο οποίος για πολύ καιρό τον εξύβριζε με τον χειρότερο τρόπο στην εφημερίδα του.
Για να αποκτήσει τέτοια σωτήρια ταπείνωση τόσο για τον εαυτό του, όσο και για το ποίμνιό του, ο ποιμένας πρέπει να θυμάται ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού, η ποιμαντική διακονία δεν είναι ηγεσία με την κοσμική έννοια, αλλά ακριβώς διακονία (=υπηρεσία). Ο ποιμένας δεν τολμά ποτέ, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά τα λόγια του Κυρίου που είπε στους στενότερους μαθητές Του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τα τέκνα του Ζεβεδαίου, σε εκείνη την περίπτωση που Του ζήτησαν τις πρώτες θέσεις για τον εαυτό τους στο Βασίλειο Του:
«Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» ( Ματθ. κ΄ 25-28).
Και οι Κανόνες της Εκκλησίας καταδικάζουν αποφασιστικά στους ποιμένες τον «τύφο της κοσμικής εξουσίας» («μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται», Η΄ Κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Ο ποιμένας πρέπει να καλεί σε υπακοή στην Εκκλησία και όχι σε υπακοή στον εαυτό του. Μόνο η Εκκλησία είναι αλάθητη και όλοι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να κάνουμε λάθη και να πέσουμε σε σφάλματα. Επομένως, πρέπει να είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε, κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει μόνο στην ενίσχυση της εξουσίας μας και όχι να αποδίδουμε στον εαυτό μας το αλάθητο, το οποίο ανήκει αποκλειστικά σε ολόκληρη την Εκκλησία ως σύνολο. Ο πειρασμός του Παπισμού είναι πολύ επικίνδυνος για τον ποιμένα και επιβλαβής για τη διακονία του: «Αμάρτησε όπως θέλεις και όσο θέλεις, μόνο να με αναγνωρίζεις και να με υπακούς!».
Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό για τo ποιμαντικό έργο από το να είναι ένας ποιμένας εξαιρετικά επιεικής προς όλους, ακόμη και στις πιο σοβαρές αμαρτίες του ποιμνίου του, ενώ να είναι απείρως αυστηρός και απαιτητικός προς ένα μόνο πράγμα: την αμαρτία της ανυπακοής στον εαυτό του.
Απόσπασμα από το έργο του «Η ουσία και οι μέθοδοι της αληθινής Ποιμαντικής και η εποχή μας» (1969).