Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

«Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης - θεολογική καί λειτουργική προσέγγιση τῆς προσωπικότητός του» (ὑπό Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἠλιοπούλου)


«Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης - θεολογική καί λειτουργική προσέγγιση τῆς προσωπικότητός του»

Ἐκκλησία Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος
Ὁμιλία στόν Συνοδικό Ἑσπερινό
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
Ἱερός Ναός Ἁγίας Παρασκευῆς
στό Μοναστηράκι Ἀθηνῶν
Τετάρτη 29-06/12-07-2023

ὑπό Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἠλιοπούλου

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί Πρωθιεράρχα τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας κ.κ. Καλλίνικε,


Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,


Τίμιον Πρεσβυτέριον,


Εὐσεβεῖς φιλέορτοι χριστιανοί,


Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.


Α.
 Θεολογική προσέγγιση τῆς προσωπικότητας τοῦ Παύλου


Τιμοῦμε σήμερα τόν Μεγάλο Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν καί Πρωτοκορυφαῖο Παῦλο, τόν καί ἱδρυτή τόσο τῆς Τοπικῆς ἐν Ἀθήναις ὄσο καί τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Ἀπόστολο μέ τά παρακάτω ἱερά λόγια:


«Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».


 Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε μία ἐξέχουσα καί λαμπρή προσωπικότητα, ἡ ὁποία συνέβαλε τά μέγιστα στήν διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς πάντα τά ἔθνη. Ἕνας ἄνδρας Ἰσραηλίτης, ὁνόματι Σαῦλος, ὁ ὁποῖος πορευόταν πρός τήν Δαμασκό γιά νά συμμετέχει στούς διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν δέχεται προσωπική κλήση από τον Κύριο καί Θεό τόν ὁποῖον ἕως τότε ἐδίωκε. «Σαούλ Σαούλ τί μέ διώκεις, εἶπε δέ τίς εἶ Κύριε; ὁ δέ Κύριος εἶπεν ἐγώ εἰμί Ἰησοῦς ὅν σύ διώκεις”1, ὁ Παῦλος ἥκουσε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ κί ἐκτυφλώθηκε ταυτόχρονα ἀπό τό φῶς καί τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς Θείας ἐνέργειας.


πως ἀποκαλύπτει ὁ ἵδιος στήν ἐπιστολή πρός Γαλάτας «Ἠκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν ποτέ ἐν τῷ Ἰουδαισμῷ, ὅτι καθ΄ ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὑτήν»2. Αὐτή ἡ Θεοφάνεια, αὐτή ἡ θεοπτία, ἡ θέα τῶν θείων ἐλλάμψεων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τόν Παῦλο στήν ἀποστροφή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τήν ἀληθινή ἔνωση μετά τοῦ Θεοῦ.


ς δεύτερος Μωυσής κί αὑτός ἀξιώθηκε νά ἀκούσει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ καί να δεχθεῖ τήν προσωπική του κλήση στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Ὁ Προφήτης Μωϋσής ,ὅπως ἀναφέρει ἡ Παλαιά Διαθήκη, δέχθηκε ἀμέσως τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ὑπήκουσε, ἕτσι ἀνάλογα κί ὁ Παῦλος ὑπήκουσε στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ κί αὐτή ἡ ὑπακοή του τόν ὁδήγησε στό νά λάβει τό μεγάλο μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἀπό τόν Ἀνανία στή Δαμασκό.


 Ἱερός Χρυσόστομος περιγράφοντας τήν ἀλλαγή τοῦ Παύλου τόν παρομοιάζει μέ λιοντάρι τό ὁποῖο στή συνέχεια μετατράπηκε σέ ἥμερο πρόβατο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ , «Εἶδες αὐτόν καθάπερ λέοντα μεμηνότα καί πανταχοῦ περιτρέχοντα; Ὅρα αὐτόν πάλιν ἀθρόον εἰς ἡμερότητα προβάτου μεταβαλλόμενον»3 καί στόν δ΄ ἐγκωμιαστικό του λόγο πρός τόν Παῦλο ἀναφέρει «οὖτος ἐν τῷ καιρῷ τῆς κλήσεως ἐτυφλώθῃ ποτέ, ἀλλ΄ ἡ πήρωσις ἐκείνου φωτισμός γέγονε τῆς οἰκουμένης»4.


 Παῦλος ὕστερα ἀπό αὐτό τό περιστατικό τῆς θεοπτίας, ἀλλά στή συνέχεια ἐπιδόθηκε σέ νέους πνευματικούς, ἀσκητικούς καί θεμελιώδεις ἀγῶνες γιά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ Λόγου εἰς πάντα τά ἔθνη. Ἔγινε τό σκέυος τῆς ἐκλογῆς, ὁ Πρῶτος μετά τόν Ἕνα ἀφοῦ ὅντας δοχεῖον καθαρόν καί δεκτικόν τῆς θείας χάριτος ἕγινε καί δοχεῖον φωτιστικόν ὅλου τοῦ τότε ἱουδαϊκοῦ ἀλλά και ἐθνικοῦ κόσμου. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας του ἔγινε ἡ αἰτία στό νά φθάσει στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, ἀφοῦ ὅπως ὁ ἵδιος ἀναφέρει στήν ἐπιστολή του πρός τούς Γαλάτας ὅτι μέσα του κατοικούσε ὁ ἵδιος ὁ Χριστός «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζῶ δέ οὐκέτι ἑγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός…»5.Ἔτσι αὐτό τό θαυμαστό ὅραμα ἀπετέλεσε τήν αἰτία μεταστροφῆς τοῦ Παύλου καί τόν ὁδήγησε στήν προσωπική κοινωνία μαζί Του.


Αὑτή ἡ ἔννοια τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ εἶναι διαδεδομένη τόσο στήν Βίβλο ὅσο καί στά συγγράματα τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων. Ὁ Θεός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι ὁ Θεός πού δημιούργησε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρχει κτίσμα μέ λογική πού νά μπορεῖ νά κοινωνήσει προσωπικά και νά ὁμοιάσει μαζί Του, εἶναι ὁ Θεός που καταδέχθηκε να σαρκωθεῖ λαμβάνοντας ἀνθρωπίνη φύση «ἵνα τόν ἄνθρωπον θεοποιήσει», ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.


Αὑτός ὁ προσωπικός Θεός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τόν ἀνέδειξε μία σπουδαία καί σημαντική προσωπικότητα ὅχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί γιά τήν Ἰστορία καί τήν ἀπανταχοῦ οἰκουμένη. Νοῦς θεολογικός ἀλλά καί ταυτόχρονα ἀνοικτός πρός καθετί το ἄγνωστό καί ξένο. Αὑτόν τόν θησαυρό πού βρήκε καί γνώρισε ὁ Παῦλος, δεν τόν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά τόν μεταλαμπάδευσε στούς ἀνθρώπους. Ὅταν ἤρθε ἐδῶ στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν καί συγκεκριμένα πλησίον του Βράχου τῆς Ἀκροπόλεως στήν Πνύκα, συναντώντας τόν ἀνοικτό νοῦ τῶν Ἑλλήνων καί λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τόν βωμό εἰς τόν Ἄγνωστον Θεόν, μίλησε στούς Ἀθηναίους γιά τόν Ἀληθινό κί ἕως τότε ἄγνωστο στούς Ἕλληνες Θεό.


πομένως ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος βιώνει τήν προσωπική ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως καί προγέυεται ἀπό τήν ἐπίγειο ζωή τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων, ὅπως τό ἀποκαλύπτει μυστικῶς καί ταπεινά ὁ ἵδιος «οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν, ἀρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ και οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα ὁ Θεός οἶδεν, ὅτι ἡρπάγῃ εἰς τόν Παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα»6. Ὁ Παῦλος προγεύεται τήν δόξα τῆς Ἀναστάσεως καί τό δικό του προσωπικό Πάσχα ἀφοῦ μεταβαίνει ἀπό τήν ἱουδαϊκή τυπολατρία στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἀπό τήν ἄνομη Ἐβραϊκή Συναγωγή στήν Ἀληθινή καί Ζῶσα Ἐκκλησία, ἀπό τήν φαρισαϊκή προσκόληση στόν νόμο στήν Καινή κτίση. Αὐτό τόν ἀνέδειξε Χριστοκήρυκα καί σαγηνευτή τῶν ἐθνῶν.


Ἀποστολικές περιοδείες καί μετάδοση τοῦ Λόγου Τοῦ Θεοῦ.


πό τό ἕτος 36 μ.Χ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ξεκίνησε τίς ἀποστολικές του περιοδείες ἀνά τήν οἰκουμένη ὑπακούοντας στόν Λόγο τοῦ Κυρίου «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη»7. Στήν πρώτη περιοδεία του ἐπισκέφθηκε τήν Κύπρον, τήν Παμφιλία, τήν Πισιδία καί Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μετά τήν συμμετοχή του στήν Ἀποστολική Σύνοδο τό 50 μ.Χ στά Ἰεροσόλυμα, ξεκίνησε τήν δεύτερη περιοδεία του στήν Μικρά Ἀσία, τήν Θράκη, τήν Μακεδονία καί κυρίως τήν Ἐλλάδα. Κατά τά ἕτη 53-58 μ.Χ πραγματοποίησε τήν τρίτη περιοδεία ἐκ νέου στήν Ἐλλάδα.


Τελευταῖος δέ σταθμός τῆς τέταρτης ἀποστολικής περιοδείας τοῦ Παύλου ἡ Ρώμη, ὅπου καί μαρτύρησε τό 66 μέ 67 μ.Χ. Συνελήφθη καί ἀποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας ἔτσι τό τιτάνιο ἰεραποστολικό του ἔργο μέ τό μαρτύριό του. Κί αὐτό τό μαρτύριο του ἔγινε ἡ αἰτία γιά νά ἐνωθεῖ ὁ Παῦλος μέ τόν Ἀναστάντα Κύριο στήν ἐπουράνιο Βασιλεία, τήν ὁποῖα ὁ ἵδιος ὁμολογούσε καί ποθούσε , ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὑρανοῖς ὑπάρχει»8. Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καλύπτεται ἀπό μία μεγαλογράμματη λατινικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., στήν ὁποῖα ἀναγράφεται: «Στὸν Παῦλο, Ἀπόστολο Μάρτυρα».


λη αὐτή ἡ πορεία κατά τίς ἀποστολικές περιοδείες εἴχε πολλές θλίψεις, κινδύνους, πειρασμούς καί ἐμπόδια. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἵδιος στήν δεύτερη ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου « ἀλλ’ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῆ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις…» 9 καί συνεχίζει παρακάτω «ὑπό Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ἔλαβον,τρίς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρίς ἐναυάγησα, νυχθημερόν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα, ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κοπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψῃ, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καί γυμνότητι»10.


 Ἀπόστολος Παῦλος ἀγάπησε πολύ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Συνεδέθη στενότατα μέ τό ποίμνιο τῶν τοπικών ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων πού ἵδρυε καί ἐπαγρυπνούσε γιά τήν σωτηρία του. Γι΄αὐτό τό λόγο συνέγραψε αὐτές τίς δεκατέσσερις ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες κατέχουν σπουδαία θέση στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί συγκεκριμένα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτές οἱ ἐπιστολές εἶναι: ἡ πρός Ρωμαίους, ἡ Α΄ καί Β΄ πρός Κορινθίους , ἡ πρός Γαλάτας, ἡ πρός Ἐφεσίους, ἡ πρός Φιλιππησίους, ἡ πρός Κολασσαεῖς, ἡ Α΄ καί Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Α΄, ἡ Α΄ καί Β΄ πρός Τιμόθεον, ἡ πρός Τίτον, ἡ πρός Φιλήμονα καί ἡ πρός Ἐβραίους.


 κατεξοχήν ἐρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι ὁ Ἅγιος Ἱωάννης Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Χρυσόστομος. Ἐκτός ἀπό τίς ἐπτά ἐγκωμιαστικές ὁμιλίες του γιά τόν Παῦλο , οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν πρότυπο ρητορικῆς τέχνης καί πάλλονται ἀπό ἐνθουσιασμό καί ἀπεριόριστο θαυμασμό γιά τόν Παῦλο, ὁ Χρυσόστομος σέ ὅλο τό ἐρμηνευτικό καί διδακτικό ἔργο του συνεχῶς προστρέχει καί ἀναφέρεται στόν Παῦλο11.


πιπλέον ἐξηγεῖ αὐτό τό μεγάλο ἐνδιαφέρον του γιά τόν Παῦλο λέγοντας ὅτι κατόρθωσε νά συγκεντρώσει στό προσωπό του ὅλες τίς ἀρετές, συγκεκριμένα τονίζει: «Ἐκκαίομαι γάρ εἰς τόν τοῦ ἀνδρός πόθον, καί διά τοῦτο συνεχῶς αὐτόν περιστρέφων οὐ παύομαι, καί ὥσπερ εἰς ἀρχέτυπον είκόνα τινά, εἰς τήν τούτου ψυχήν ἐνορῶν, ἐκπλήττομαι τῶν παθῶν τήν ὑπεροψίαν, τῆς ἀνδρείας τήν ὑπερβολήν, τοῦ φίλτρου τοῦ πρός τόν Θεό το διάπυρον, καί λογίζομαι, ὅτι πᾶσαν τῶν ἀρετῶν τήν συναγωγήν εἷς ἄνθρωπος βουληθείς κατώρθωσε»12. Ἐπιπλέον ὁ Ἅγιος Ἱωάννης ὁ Δαμασκηνός μας δίνει τήν πληροφορία ὅτι δίπλα στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου ὁ Χρυσόστομος εἴχε πάντα καί μία εἰκόνα τοῦ Παύλου τήν ὁποῖα ἐκοίταζε συνεχῶς καί μέ τήν ὁποῖα βρισκόταν σέ ἐπαφή ὡσάν νά ἦταν ζωντανός13.


Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ ἐπιστολές τοῦ Παύλου ἀποτελοῦν ἀστείρευτη πηγή ὑψηλῶν πνευματικῶν, θεολογικῶν καί λειτουργικῶν θεμάτων. Ἑαν ἐφαρμοστοῦν καί τηρηθοῦν ὅλες αὐτές οἱ διαχρονικές συμβουλές καί προτροπές τοῦ θά ξεπεραστοῦν πολλά προβλήματα πού ἀναφύονται στήν Ἐκκλησία ἕως καί σήμερα, γι’ αὑτό και ἀποτελοῦν ταυτόχρονα πνευματικό καί διαχρονικό ὁδηγό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε ὁ τέλειος παιδαγωγός εἰς Χριστόν, μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἀλλά καί μέ τό ὕψιστο πνευματικό περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν του πού ἀποτελοῦν μία ὕψιστη πνευματική παρακαταθήκη στήν Ἐκκλησία.


Β.
 Ἐρμηνευτική καί λειτουργική προσέγγιση τῶν Παύλειων Ἐπιστολῶν.


Θά μου ἐπιτρέψετε, μεταβαίνοντας στό δεύτερο μέρος τῆς σημερινῆς ὁμιλίας, νά προσεγγίσω ἐρμηνευτικά λίαν συντόμως τό περιεχόμενο τῶν Παύλειων Ἐπιστολῶν. Ἡ ἐρμηνευτική προσέγγιση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί συγκεκριμένα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου προϋποθέτουν προσευχή, βίο καθαρό, καταστολή καί θεραπεία παθῶν, φροντίδα τῆς κατ΄ ἀρετήν ὑγείας τῆς ψυχῆς , μαθητεία στή θεία ὑπακοή, καταφυγή σέ ἔμπειρους ἐκκλησιαστικούς διδασκάλους καί τέλος ἐκχείλιση τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀδελφικῆς καί πατρικῆς ἀγάπης14. Σύμφωνα μέ τόν Ἱερό Χρυσόστομο ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά ριζώσει στήν ὄχθη τῆς Ἅγίας Γραφῆς γιά νά ποτιστεῖ καί νά ἀντλήσει ἀπό τά νάματα καί τήν δρόσο τοῦ Πνεύματος15.


θεν Μακαριώτατε Πάτερ καί Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐπικαλούμενος τίς θεοπειθεῖς εὐχές σας, ἐπιτρέψτε μου νά ἀναφερθῶ σέ δύο βασικά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στις ἐπιστολές του.


Τό πρῶτον εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων αἱρετικών ἀντιλήψεων καί τῶν ἠθικῶν ἐκτροπῶν καθώς καί τῆς ἐκκοσμίκευσης πού δυστυχώς ἄρχιζαν νά κατακλύζουν τίς ἐκκλησιαστικές κοινότητες τίς ὁποῖες ἵδρυσε. Αὐτές οἱ αἱρετικές ἀντιλήψεις, οἱ ἠθικές ἐκτροπές ἀλλά καί οἱ προσωπικές φιλοδοξίες τινῶν απειλούσαν τήν ἐνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί δημιουργούσαν ἔριδες καί σχίσματα, γι΄αὑτό κί ὁ Παῦλος προσπάθησε νά τίς ἀντιμετωπίσει ἐξ’ ἀρχῆς. Ὁ Παῦλος ἔδωσε μεγίστη ἔμφαση στήν διαφύλαξη τῆς ὑγιοῦς καί ὀρθῆς διδασκαλίας καί τῆς ἐνότητος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας .


Γράφοντας πρός τούς Ρωμαίους λέγει : «Σᾶς παρακαλῶ δέ ἀδελφοί νά εἴσθε ἄγρυπνοι καί νά προσέχετε αὐτούς, πού προκαλοῦν διαιρέσεις καί σκάνδαλα καί πού δέν συμμορφώνονται, ἀλλά φέρονται ἀντίθετα πρός τήν ἀποστολικήν διδασκαλίαν, τήν ὁποῖαν σείς ἐμάθατε. Φεύγετε μακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ἱδιοτελεῖς και φίλαυτοι, δέν ὑπηρετοῦν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησούν Χριστόν, ἀλλά τήν κοιλίαν των καί γενικώτερα τήν καλοπέρασίν των. Αὐτοί δε μέ τούς καλούς λόγους, μέ τούς ἐπαίνους καί τάς κολακείας των, παρασύρουν καί ξεγελούν τούς ἀπονήρευτους, διά νά τους ἐκμεταλλεύωνται»16.


πίσης ἀπευθύνεται παρακλητικά πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου οἱ ὁποίοι εἴχαν μεταξύ τους διαιρέσεις : «Σᾶς παρακαλῶ δέ, ἀδελφοί μου, στό ὅνομα καί ἐξ ὁνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησού Χριστοῦ νά εἴσθε ὅλοι ὁμόφωνοι καί νά λέγετε σάν ἀπό μία καρδία, τήν ἵδια ὀμολογία τῆς πίστεώς σας καί νά μή ὑπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα καί διαιρέσεις, ἀλλά νά εἴσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι καί ἐνωμένοι μεταξύ σας μέ τά αὐτά φρονήματα καί μέ τήν αὐτήν γνώμην»17 καί παρακάτω « Φοβοῦμαι μήπως παρασυρθῆτε ἀπό ψευδοδιδασκάλους. Διότι ἑάν ὁ πρῶτος τυχόν, πού ἔρχεται ὡς διδάσκαλος, κηρύσσει εἰς ὑμᾶς ἄλλον Ἰησούν, τόν ὁποῖον ἡμεῖς δέν ἐκηρύξαμεν ἥ ἑάν παίρνετε ἀπό αὐτόν ἄλλο Ἁγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον δέν ἔχετε λάβει ἥ ἀλλο Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖον δέν ἡκούσατε καί δέν ἐπήρατε, δικαιολογημένα θά δείχνατε ἀνοχήν καί ὑπομονήν νά ἀκούσετε τόν νέον διδάσκαλον»18.


Καί τέλος στήν ἐπιστολή πρός Γαλάτας σημειώνει γιά ὅλους αὐτούς πού διέδιδαν αἱρετικές θέσεις : «Αὐτό δέ τό ψευδοευαγγέλιον δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἰ μη ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ οποίοι σᾶς ἀναταράσσουν καί θέλουν νά μεταβάλουν καί νοθεύσουν τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά προσέξατε τοῦτο· Ἑάν καί ἡμεῖς ἀκόμη οἱ Ἀπόστολοι ἥ καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανόν σᾶς κηρύττει Εὐαγγέλιον διαφορετικόν ἀπό ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἡμεῖς ἀπ' ἀρχῆς σᾶς ἔχομεν κηρύξει, ἀς εἶναι αὐτός ἀναθεματισμένος και χωρισμένος ἀπό τόν Θεόν»19.


σον ἀφορά τίς ἠθικές ἐκτροπές ὁ Παῦλος τόνισε ἱδιαιτέρως ἀπευθυνόμενος πρός τούς Κορινθίους τήν ἱερότητα τοῦ σώματος ἀποκαλώντας τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, «…τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν»20 καί παρακάτω «εἴς τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιος ἐστί»21. Μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης ἐνώπιον Θεοῦ ὁ Παῦλος ὁμολογεῖ μέ παρρησία γιά να προτρέψει εἰς μετάνοιαν «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλεπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» 22.


Καί τό δεύτερο θέμα εἶναι ὁ λειτουργικός πλούτος τῶν ἐπιστολῶν του, ἡ ἐκτενῆς του ἀναφορά στά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’έξοχήν στά Μυστήρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Ἱερωσύνης, τοῦ Γάμου καί τῆς Μετανοίας . Ὡς Ἀποστολος καί Ἐπίσκοπος ὁ Παῦλος συχνά ἀναφέρεται στίς ἐπιστολές του στά Ἱερά Μυστήρια δίνοντας τους ἔτσι ἀγιογραφική θεμελίωση καί κῦρος. Στό σημεῖο αὐτό θα ἀναφέρω ὁλίγα τινά γιά τά δύο βασικότατα, εἰσαγωγικά καί ἀπαιράτητα γιά τήν Σωτηρία Μυστήρια, τήν Θεία Εὐχαριστία καί τό Βάπτισμα.


Γιά τήν ὀντολογική ἔνωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέσω του Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος στούς Κορινθίους λέγοντας : «τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν23».


Π
αρόλο πού ὁ Παῦλος δέν παρέστῃ στήν παράδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπό τοῦ Κυρίου κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο, περιγράφει τήν ὅλη τελετουργία τοῦ Μυστηρίου ἀναπαραστατικά, « ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε·λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν, ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν, ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ»24.


δῶ πρέπει νά τονίσουμε καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἀρχικός πυρήνας τῶν πρώτων εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας ἀποτελούνταν ἀπό ,ἀνάλογα μέ το παραπάνω, ἀγιογραφικά χωρία, μέχρι νά τελειοπηθεῖ ἡ Λειτουργία στήν σημερινή της μορφή ὑπό τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Η Θεία Λειτουργία ἤταν ἡ κλάσις τοῦ Ἄρτου καί ἡ εὐλόγησις τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου, ὅπου τελούνταν ἀρχικά μέ τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων του Μυστηρίου.


Στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὁ Παῦλος ἀναφέρεται μέ βαθύτατη θεολογική ἀνάλυση λέγοντας πρός τούς Ρωμαίους: «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν»25 καί συνεχίζει λέγων πρός τους Γαλάτας « ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»26. Ἐδῶ ἐξηγεῖ τόν βαθύτατο λειτουργικό συμβολισμό τῆς Βάπτισης, πού εἶναι ἡ συμμετοχή στήν τριήμερο Ταφή καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τέλος δέ ἀναφέρεται στήν ἀποκλειστική καί μοναδική τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἑντός τῆς Ἐκκλησίας λέγοντας προς τούς Ἐφεσσίους «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»27.


Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου τό ἀποκαλεῖ Μέγα στήν Ἐπιστολή πρός τούς Ἐφεσσίους «ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν, τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν»28. Ἐδῶ ὁ Παῦλος ὑπερτονίζει τήν σπουδαιότητα τοῦ Μυστηρίου, ἀναφερόμενος στήν συναπτόμενη κί εὐλογημένη ἔνωση δύο ἀνθρώπων, τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός, ὅπου ἡ γυναῖκα ὁφείλει ὑπακοή στόν ἄνδρα καί ὁ ἄνδρας σεβασμό στήν γυναίκα ἔτσι ὥστε ὁ γάμος να παραμείνει τίμιος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος29. Τέλος δέ ἀναφέρεται συντόμως καί στην τεκνογονία τῆς γυναικός, λέει « σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης»30.

 

Ἐπίλογος

 Παύλειος μεταστροφή ἀποτελεῖ αἰώνιο πρότυπο γιά κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται εἰς ἐαυτόν καί καλείται ἀπό τήν θεία φωνή νά ἐπιστρέψει στήν άποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Οἱ Παύλειοι ἀγῶνες γιά τήν διατήρηση καί μετάδοση τοῦ ἀνόθευτου Εὐαγγελικοῦ Λόγου ἀποτελοῦν πρότυπο γιά τούς ἀγῶνες που θά πρέπει να καταβάλουμε σήμερα ἐμεῖς, τό λείμμα τῶν Ὀρθοδόξων, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων καί ἱδιαιτέρως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οίκουμενισμοῦ, ἀλλα καί γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνότητος ἐν Χριστῶ καθώς καί τήν διατήρηση ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Οἱ Παύλειες λειτουργικές ἀναφορές στά Ἱερά Μυστήρια θεμελιώνουν βασικές λειτουργικές ἔννοιες καί ἀνοίγουν λειτουργικούς ὀρίζοντες γιά τούς μετέπειται Λειτουργιολόγους Πατέρες. Τέλος δέ οἱ Παύλειες ἀρετές αποτελοῦν προτροπή πνευματική σέ ὅλους μας γιά ψυχική κάθαρση ἐκ τῶν παθών καί πνευματική ἀναγέννηση, ἱδιαιτερως δέ νά ἐφαρμόσουμε τήν Παύλειο ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπό τόν ὕμνο τοῦ Παύλου στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη αὐτή πού «…πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει…καί οὐδέποτε ἐκπίπτει…»31.


1. Πραξ. 9, 4-5.
2. Γαλ. 1,13.
3. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Πρός τούς νεοφωτίστους Κατήχησις 4, PG 50,187.
4. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ομιλία δ΄ Εἰς τόν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, PG 50, 487.
5. Γαλ. 2,20.
6. Β΄ Κορ. 12, 2-4.
7. Ματθ. 28,19.
8. Φιλ. 3,20.
9. Β΄ Κορ. 6,4-5.
10. Β΄Κορ.11,24-27.
11. βλ. Τάτση Παρασκευή, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατά τόν Ἅγιο Ἱωάννη τόν Χρυσόστομο, διδακτορική διατριβή πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολής τοῦ ΑΠΘ Τομέας Ἁγίας Γραφῆς καί Πατερικῆς Γραμματείας, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 20 Πρβλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον Ὁμ. 1-7, PG 50, 473-514.
12. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου Εἰς Γέν. Ὁμ. 11,5, PG 53, 95-96
13. PG 91,1278.
14. Μπελέζου Κωνσταντίνου, Χρυσόστομος καί Παύλος-Ἡ χρονολογική ταξινόμηση τῶν Παύλειων Ἐπιστολῶν, ἐκδ. Διήγηση, Ἀθήνα 2005, σελ. 95-96.
15. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ὅτι χρήσιμος ἡ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις, PG 51,89.
16. «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν· οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων» Ρωμ. 16,17-18.
17. «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» Α΄Κορ. 1,10.
18. «εἰ μὲν γὰρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε, ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε»Β΄ Κορ. 11,4.
19. «ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μὴ τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» Γαλ.1, 7-8.
20. Α΄ Κορ.6,19.
21. Α΄ Κορ.3,17.
22. Α΄ Κορ.6, 9-10.
23. Α΄ Κορ. 10,16-17.
24. Α΄ Κορ. 11,23-26.
25.Ρωμ. 6, 3-4.
26. Γαλ. 3, 27.
27. Ἐφ. 4,5.
28. Ἐφ. 5, 31-32.
29. Εβρ. 13, 4.
30. Α΄Τιμ. 2,15.
31. Α΄ Κορ.13,7-8.