κατὰ διήγησιν τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος Κληρικοῦ μας
π. Ἰγνατίου Μπάφα
ΚΑΤΑ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔτος 1963 πῆγα εἰς τὴν Αἴγινα, δηλ. μὲ ἔστειλαν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, διὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς ἐκεῖ Παλαιοημερολογίτας, ἐπειδὴ δὲν εἶχον Ἱερέα.
Ἤμουν, τότε, νεοχειροτονημένος, δηλαδὴ ἀρχάριος ὡς Ἱερεύς, ἀλλὰ μοῦ εἶπαν οἱ Ἀρχιερεῖς, ὅτι ἐκεῖ πλησίον, ποὺ θὰ πήγαινα, ἔμενε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος Ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος θὰ μὲ βοηθοῦσε εἰς ὁ,τιδήποτε εἶχε σχέσιν μὲ τὰ καθήκοντα τῆς Ἱερωσύνης. Ἐπίσης μοῦ τόνισαν, ὅτι θὰ διδαχθῶ καὶ ὠφεληθῶ μαζί του πάρα πολλά…
● Κάποια ἡμέρα ἑνὸς καλοκαιριοῦ, ἦταν 11 τὸ πρωῒ ἡ ὥρα, βλέπω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου, πλησίον εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, κάποια γυναῖκα, κατάκοπη ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ ταλαιπωρία, σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι. Κατάλαβα ὅτι κάποιον ζητᾶ. Βγῆκα ἔξω, τὴν χαιρέτισα καὶ τὴν φώναξα νὰ ἔλθῃ νὰ πιῇ ἕνα νερὸ νὰ ξεκουρασθῇ καὶ σὲ τὶ μποροῦσα νὰ τῆς φανῶ χρήσιμος. Ἐκείνη, ἀμέσως, μὲ ρωτᾶ: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, ποῦ εἶναι ἐδῶ κοντὰ κάποιος Γέροντας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται πολλοί, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ ἐξομολογηθῶ; Ἔρχομαι ἀπὸ τὸν Βόλο καὶ θέλω νὰ προλάβω τὸ καραβάκι, νὰ φύγω ἀπόψε». Τῆς ἀπήντησα, ἐδῶ πιὸ πάνω εἶναι, ἀλλὰ εἶναι ἀσθενὴς εἰς τὸ κρεββάτι καὶ δὲν δέχεται ἐπισκέψεις. Ἔλα ὅμως νὰ ξεκουρασθῇς λίγο καὶ θὰ σὲ πάω ἐγώ, ἴσως σὲ δεχθῇ.
Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος φώναξα τὴν Γερόντισσα, γιὰ νὰ νὰ πάῃ νὰ τοῦ τὸ πῇ. Μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἀκούω τὸν Γέροντα ποὺ τῆς λέει: «Τὴν περίμενα, ἄς περάσῃ». Ἀφοῦ μπῆκε μέσα, χωρὶς νὰ χρειασθῇ νὰ «μεσολαβήσω», ἔφυγα ἐγώ, ἀλλὰ προηγουμένως εἶχα παρακαλέσει τὴν γυναῖκα ἐκείνη, φεύγοντας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, νὰ φάῃ κάτι, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ μᾶς πῇ τὶς ἐντυπώσεις της.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴν ὥρα, ἐπέστρεψε ἡ κυρία. Ὅταν κάθησε, μᾶς λέει: «Αὐτὸς ὁ Γέροντας πρέπει νὰ εἶναι ἅγιος! Μοῦ εἶπε γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες μου ποὺ καὶ ἐγὼ τὶς εἶχα ξεχάσει, ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ, πάτερ μου, μοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὸν γυιό μου, ποὺ τὸν μεγάλωσα ὀρφανὸ καὶ ποὺ γιὰ κεῖνον ἦλθα ἐδῶ περισσότερον, ἴσως παρηγορηθῶ. Ἦταν τὸ καλύτερο παιδί, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες, ἔγινε ἀλήτης καὶ χαρτοπαίκτης. Δίχως ἀκόμη νὰ τοῦ πῶ τίποτα, μοῦ εἶπε γιὰ ὅλα αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε: “Σὲ ἕξι μῆνες, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα ἐδῶ. Τὸ παιδί σου, μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ πανδρευθῇ μιὰ καλὴ κοπέλλα καὶ αὐτὴ θὰ γίνῃ αἰτία νὰ γίνῃ πιὸ καλὸς ἀπὸ πρὶν ὁ γυιός σου. Καὶ ὅταν ἔλθῃς”, μοῦ εἶπε καὶ χαμογελοῦσε, “θὰ εἶναι σὲ ἐνδιαφέρουσα ἡ νύφη σου”. Αὐτὰ μοῦ εἶπε, πάτερ, ἀλλὰ δὲν τὰ πολυπιστεύω, ἐσεῖς τί λέτε;».
Ἔφυγε ἡ γυναῖκα αὐτή, καὶ μετὰ ἕξι μῆνες τὴν βλέπω ξαναπέρασε πάλι, πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ ἦταν χαρούμενη. Μοῦ λέει: «Πάτερ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι, πρὶν ἀκόμη πεθάνῃ, ἅγιος! Ποῦ τὰ γνώριζε ὅλ’ αὐτά; Ὅσα μοῦ εἶπε, ἔγιναν ἔτσι ἀκριβῶς!».
Τὸ ἴδιο ἐγίνετο μὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἤρχοντο ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀπ’ ὅλα τὰ νησιά, ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ παντοῦ. Ἔτρεχαν στὴν καθαρὴ πηγή. Καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης μου, μὲ προβλημάτιζαν καὶ μὲ ὠφελοῦσαν πολύ, σχετικὰ μὲ τὴν ἀποστολή μου.
● Ὅταν εἶχε ἔλθει ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ μᾶς δῇ, μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σπίτι, συνήντησε τὸν πατέρα Ἱερώνυμο καὶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀπεχαιρέτησε, ἐπειδὴ θὰ ἔφευγε. Τότε ἐκεῖνος, μὲ τὸ γνώριμο ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ ὕφος του, τῆς λέγει ἐπὶ λέξει:
«Στάσου, νὰ σὲ ἐρωτήσω, μὴ βιάζεσαι νὰ φύγῃς».
«Εὐλόγησον, Γέροντα», τοῦ λέγει ἡ μητέρα μου. Καὶ ὁ Γέροντας συνεχίζει:
«Ἐνθυμεῖσαι, τότε ποὺ ἤσουν σὲ ἐνδιαφέρουσα εἰς τὸ παιδί σου τὸν π. Ἰγνάτιον, ποὺ εἶδες τὸν Ἄγγελον ποὺ σοῦ ἔφερε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι θὰ κάνῃς ἀγόρι;». Τοῦ λέγει μετὰ ἡ μητέρα μου:
«Ναὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι, Γέροντα, ἀλλὰ ἐσεῖς ποὺ τὸ ξεύρετε ὅτι εἶδα τὸν Ἄγγελον; Καὶ τὸ παιδί μου, ὁ π. Ἰγνάτιος, δὲν τὸ γνωρίζει!».
Ὁ Γέροντας δὲν τῆς ἀπεκρίθη. Ἐν συνεχείᾳ τῆς λέγει:
«Ἐπειδὴ ἤθελες, ἄν θὰ γεννήσῃς υἱόν, νὰ γίνῃ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, δηλ. Ἱερέας, διὰ τοῦτο σὲ εἰδοποίησεν ὁ Κύριος. Νὰ τὸν χαίρεσαι»!…
[Βλ. Σωτηρίας Δ. Νούση, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης (1883-1966), ζ’ ἔκδ., 2010, σελ. 124-125, 129-131]