Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

            Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Δ΄ Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν θεραπεία τοῦ παραλύτου, τὴν ὁποία ἐπιτέλεσε ὁ Κύριός μας στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτὴ ἡ κολυμβήθρα ἦταν σημαντικὸ σημεῖο τῆς πόλης καὶ προσέλκυε πολλοὺς ἀνθρώπους, κυρίως σωματικὰ ἀσθενεῖς, διότι ἐκεῖ συνέβαινε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἕνα ξεχωριστό, θαυμαστὸ γεγονός. Ἀνὰ διαστήματα, Ἄγγελος Κυρίου ἐρχόταν στὴν Κολυμβήθρα καὶ τάραζε τὸ νερό. Μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε ἰαματικὴ χάρη, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πρῶτος ποὺ κατόρθωνε νὰ μπεῖ στὸ νερό, νὰ θεραπεύεται. 

            κεί, λοιπόν, κοντὰ στὴν κολυμβήθρα, ἀνέμενε καρτερικὰ ἕνας ἄνθρωπος ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ ἔτη παράλυτος. Εἶχε δεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ταράζεται τὸ νερό, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος νὰ τὸν βοηθήσει νὰ εἰσέλθει πρῶτος. Ἔτσι, λάμβαναν τὴν θεραπεία ἄλλοι. Τὸ καλό, ὅμως, ἦταν ὅτι ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Δὲν ἦταν ἡττοπαθής. Δὲν ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: τί νόημα ἔχει νὰ κάθομαι καὶ νὰ περιμένω πάνω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Οὔτε τὰ ἔβαλε ποτὲ μὲ τὸν Θεό. Ἀντιθέτως, ἤλπιζε στὸν Θεό. Σεβόταν καὶ κατανοοῦσε ὅτι ὁ Κύριος κάνει τὰ πάντα σκόπιμα. Ὅπως πολλὲς φορὲς δίνει τὶς εὐλογίες, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ τὶς πάρει πίσω. Κὶ ἑμεῖς, ὅπως ξέρουμε νὰ λαμβάνουμε τὶς εὐλογίες, ἔτσι πρέπει νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι, ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμή, νὰ δεχθοῦμε καὶ τὶς δοκιμασίες. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ πολύαθλος Ἰώβ: «ὁ Κύριος ἔδωσε, ὁ Κύριος ἀφαίρεσε». 

            Αὐτὴ ἡ γενναία στάση του ἀπέναντι στὴν ἀσθένεια, στὴ μεγάλη δοκιμασία τῆς ζωῆς του, δὲν ξέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ἀργεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὰ αἰτήματά μας, ἀλλὰ ὅταν τὸ κάνει, τὸ κάνει μὲ τὸν δικό Του, μοναδικὸ καὶ καλύτερο τρόπο. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια προσμονῆς, ὑπομονῆς καὶ δέησης τοῦ παραλύτου, δὲν πῆγαν χαμένα. Ὁ Κύριος, μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ ἔστειλε ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν βάλει στὴν κολυμβήθρα, ἔκανε, ὅμως, κάτι πολὺ ἀνώτερο. Ἔλαβε σάρκα καὶ ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος τὸν ἀσθενῆ. Ἔγινε γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸν πονεμένο καὶ τὸν μόνο, ὁ Ἄνθρωπός του. 

            - Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Τὸν ρώτησε. 

            - Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βάλει στὴν Κολυμβήθρα. 

         - γὼ εἶμαι ὁ Ἄνθρωπος ποὺ τόσα χρόνια ἔψαχνε ἡ ψυχή σου. Τὴν κολυμβήθρα αὐτὴν δὲν τὴν ἔχεις ἀνάγκη. Θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ θὰ βουτήξεις σὲ ἄλλη, ἀνώτερη. Τώρα, ὅμως, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. 

            πακούοντας στὴ Δεσποτικὴ ἐντολή, σηκώθηκε ἀμέσως. «Ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». Καὶ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θέλει, πρέπει νὰ δεῖ τὴν ἀνάλογη θέληση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ παράλυτος ἤθελε καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε.

             εὐαγγελικὴ ἱστορία, ὅμως, δὲν παύει ἐδώ. Βλέπετε, ἡ θεραπεία ἔγινε τὴν ἱερή, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται μέχρι σήμερα ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἐργασία. Εἶδαν, λοιπόν, οἱ Φαρισαῖοι τὸν θεραπευμένο νὰ κουβαλάει τὸ κρεβάτι του καὶ μὲ αὐστηρὸ βλέμμα τοῦ εἶπαν: «Δὲν ντρέπεσαι; Εἶναι Σάββατο. Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου». Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν λογική, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπαντᾶ μὲ μία ἐρώτηση: «δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ἐπιτρέπεται νὰ παραμένεις ἀδρανὴς καὶ ἀδιάφορος ἀπέναντι στὸν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ σου χρόνια ὁλόκληρα;».  Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποκρισία μίας κοινωνίας ποὺ δὲν ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καί, προσπαθῶντας νὰ καλύψει τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀδράνειά της, στέκεται σὲ μικροπρέπειες. 

            κτοτε, τὰ πρόσωπα μπορεῖ νὰ ἄλλαξαν, ἀλλὰ τὰ προσωπεῖα, οἱ μάσκες, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε.  Ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲν προσέφεραν στὸν συνάνθρωπο, ποὺ ποτὲ δὲν βίωσαν τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία, προκειμένου νὰ καλύψουν αὐτὸ τὸ κενό, στέκονται σὲ λεπτομέρειες καὶ κρίνουν ἀπὸ αὐτές. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ παρουσιάσουν πρὸς τὰ ἔξω κάτι ποὺ δὲν εἶναι. Στοὺς διαχρονικοὺς Φαρισαίους, ὁ Κύριός μας πατρικὰ τονίζει: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν»! Δὲν θέλει ὁ Κύριος τὴν νεκρὴ προσήλωσή μας στὸ νόμο, ὅπως προσηλωμένοι ἦταν οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ὁ ἀληθινὸς εὐσεβής, ὅποια ἀγαθοεργία κάνει, τὴν κάνει ἐπειδὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς του καὶ ὄχι γιὰ νὰ φανεῖ εὐσεβής. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ὀπτική, οἱ Φαρισαῖοι, θὰ ἔπρεπε ἂν ὄχι νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸ μπροστὰ στὸ θαῦμα, τουλάχιστον νὰ σιωπήσουν μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στὸν παράλυτο ποὺ ποτὲ δὲν βοήθησαν.

            ν κατακλείδι, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ παράλυτος ἤθελε, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν θεράπευσε. Εἶχε καρδιακὴ θέληση, τὴν ὁποία ἐξέφραζε κατὰ Θεόν. Ἤθελε τὴν θεραπεία του, ἀλλὰ τὴν ἤθελε ὅπως τὴν ἤθελε ὁ Θεός. Εἶχε θέληση, ὄχι θέλημα. Δὲν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, ἀλλὰ μὲ ταπεινοφροσύνη ἔκανε ὑπομονή, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λογικὰ εἴμαστε γιατὶ στὴν ἐρώτηση: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», ἀπαντήσαμε: «Ναί, Κύριε»! Πράγματι, ὅλοι παράλυτοι εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν παραλυσία ὁ Κύριος θὰ μᾶς τὴν θεραπεύσει προκειμένου νὰ τρέξουμε μὲ ὁρμὴ πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὅμως, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νὰ θέλουμε ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ὅπως μᾶς προβάλλει ἡ ἀσθενική μας φύση. 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος! 

Μετ’ εὐχῶν, 

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος