Τὸ Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Κάρυστο Εὐβοίας
ΗΤΑΝΕ ἡ πρώτη χρονιὰ ποὺ γύρισε τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο. Μὲ τὸ καινούργιο εἴχαμε Χριστούγεννα καὶ μὲ τὸ Παλαιὸ εἴχαμε τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Τότε κτυπούσανε οἱ καμπάνες 3 ἡ ὥρα τὴ νύκτα. Ἐμένα μοῦ ἄρεσε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μικρὴ καὶ λέω τῆς μαμᾶς μου, θὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Δὲν φοβᾶσαι, μοῦ λέει, τέτοια ὥρα; Ὄχι, τῆς λέω, ἀλλὰ δὲν ἤτανε πάρα πολλοί, λίγοι.
Ἐγὼ καθόμουνα ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ ἤμουν ἀφοσιωμένη καὶ τὴν κοιτοῦσα. Τῆς εἶχαν οἱ Λουμιδαῖοι ἕνα στεφάνι γύρω-γύρω στὴν Εἰκόνα. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα ἡ ἁγιογραφία τῆς Παναγίας, ἐκεῖ ἤτανε ἡ Εἰκόνα τόσο μεγάλη καὶ τόσο βαρειά.
Ἄρχισε ὁ παπα-Βαγγέλης ὁ Μπάκωσης στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ πρώτη χρονιὰ νὰ λέη τὸ Εὐαγγέλιο τῶν Χριστουγέννων, «Χριστὸς γεννᾶται σήμερον...». Ὅπως κοιτοῦσα τὴν Εἰκόνα, τὶ νὰ δῶ! Ἡ Εἰκόνα ὁλόκληρη καὶ τὸ στεφάνι μαζὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴ θέσι της καὶ πῆγε μέχρι πάνω στὸ θόλο βορινά! Ἐγὼ ἔμεινα ξερή! Μετὰ ἀπὸ αὐτό, κάνει ἕνα κρότο τρομερὸ κρουουου!... Καὶ πῆγε καὶ στερέωσε στὴ θέσι της...
Τρέξανε ὁ κόσμος ἀπ’ ἔξω νὰ δοῦνε τὶ συνέβη, ἡ Ἐκκλησία ἔπεσε; Σταματάει ὁ π. Βαγγέλης μισὴ ὥρα τὸ Εὐαγγέλιο, εἴχανε καὶ μανουάλι ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα, τὶ μετάνοιες, τὶ κεριὰ ὁ κόσμος, καὶ ἡ Εἰκόνα εἶχε στερεώσει στὴ θέσι της (αὐτόπτης μάρτυς).
Ἀλλὰ ὅμως, τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε διαταγὴ ἀπὸ μέσα [ἀπὸ τὴν Μητρόπολι;] νὰ μὴν ποῦμε πουθενὰ τίποτα!
Ἐγὼ πῆγα πρωὶ-πρωὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν εἴχανε κατεβάσει τὴν Εἰκόνα καὶ εἴπανε πὼς ἔφταιγε τὸ καρφί.
Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση τὴν ἁμαρτωλή, ποὺ δὲν ἔμεινα μὲ τὸ Παλιὸ ποὺ εἶδα τέτοιο Θαῦμα, ἀλλὰ ἡ πίστη μου εἶναι μεγάλη, καὶ ἀπὸ τότε πιστεύω ἀκράδαντα στὴν ἄλλη ζωή...
Τὸ ἔλεγα τοῦ πάτερ Σίλα μήπως δὲν κάνει ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ νὰ λέω τέτοιο Θαῦμα, γιατὶ πρέπει νὰ εἴμεθα ταπεινοί, καὶ μοῦ λέει: «νὰ τὸ λές, Μαρία μου, εἰς δόξαν Χριστοῦ».
Σᾶς ἐπιβεβαιώνω διὰ ὅλα τὰ ἀνωτέρω ποὺ ἔγραψα ἡ αὐτόπτης μάρτυς,
Μαρία Ἐλ. Μερτζανάκη
Κάρυστος, Δεκ. 1993
Χειρόγραφη ἐπιστολὴ-μαρτυρία, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ Ἀρχεῖο μας.