Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις», ψάλλει μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μνημονεύοντας τὴν Εἴσοδο τῆς Παναγίας μας στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἑορτὴ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμό;
Πρὶν ἀπαντήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἀξίζει νὰ μάθουμε τὴν ἱστορία τοῦ γεγονότος.
Στὴν Ἰουδαία ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι, οἱ μετέπειτα Ἅγιοι Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, μὲ βασιλικὴ καὶ ἱερατικὴ καταγωγή. Ἦταν ἄνθρωποι μὲ φόβο Θεοῦ καί, ὡς ἐκ τούτου, δίκαιοι. Παρὰ τὴν ζηλευτὴ καὶ περιφανὴ καταγωγή τους, βίωναν μία μεγάλη ντροπὴ μέσα στὴν τότε κοινωνία. Ποιά ἦταν ἡ ντροπή τους; Δὲν εἶχαν παιδί. Αὐτὸ οἱ Ἐβραῖοι τὸ θεωροῦσαν κατάρα καὶ ὀργὴ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χλευάζουν καὶ νὰ στιγματίζουν τὸ ζευγάρι. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀπαξίωση καὶ μὲ τὴν καρδιακὴ ἐπιθυμία ἑνὸς ἀπογόνου, οἱ δύο σύζυγοι ἐπιδόθηκαν σὲ ἔντονη προσευχή. Μάλιστα, ἡ Ἄννα ἔταξε νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε. Ἄραγε, ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐλπίζουν; Ἀσφαλῶς καὶ ὑπῆρχε! Ὁ Προφήτης Δαυίδ μᾶς βεβαιώνει ὅτι «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὤτα Αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν». Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ὁ Θεὸς ἄκουσε καὶ τοὺς βεβαίωσε ὅτι τὸ αἴτημά τους νὰ κάνουν παιδὶ θὰ ἐκπληρωθεῖ. Ἡ Ἄννα συνέλαβε καὶ γέννησε τὴν Ἀειπάρθενο Κόρη, τὴν Παναγία μας. Ὅταν ἡ μικρὴ Μαριὰμ ἔκλεισε τρία χρόνια ζωῆς, οἱ γονεῖς θεώρησαν ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσουν τὸ ἱερὸ τάμα. Ἔλαβαν τότε τὴν θυγατέρα τους, τὴν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ τοῦ Σολομόντα καὶ τὴν παρέδωσαν στὰ χέρια τοῦ Ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος τὴν ἀπόθεσε στὸ Ἱερό, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐκεὶ ὅπου ὁ ἴδιος ὡς Ἀρχιερέας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους ἔμπαινε μόνο μία φορά.
Εἴδατε, ἀγαπητοί, μὲ πόση ἀκρίβεια τηροῦσαν τὴν δικαιοσύνη οἱ γονεῖς τῆς Θεομήτορος; Ἀκόμη καὶ ὅταν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώθηκαν τέκνου, δὲν τὸ κράτησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ τὸ προσέφεραν στὸν Κύριο γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ τάμα τους καὶ νὰ ἀποδειχθοῦν δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Εὐεργέτη τους.
Μεγάλη εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης. Εἶναι σὰν βασιλικὸ στέμμα στὴν κεφαλὴ τοῦ δικαίου. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος δὲν ξεχνάει καὶ δὲν παραβαίνει τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ξέρει νὰ μοιράζεται, δὲν κρατάει τὸ καλύτερο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ξέρει νὰ λέει «εὐχαριστῶ» καὶ νὰ τιμᾶ τὸν εὐεργέτη του, συγχωρεῖ, ὅπως ὁ Κύριος συγχωρεῖ τὸν ἴδιο. Ὁ δίκαιος ἀγαπᾶ, διότι πρῶτος δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀγάπη, δὲν κακολογεῖ, δὲν εἰρωνεύεται, χαίρεται μὲ τὴν χαρὰ τοῦ ἄλλου καὶ θλίβεται μὲ τὴν λύπη του. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μὲ μόνο ἕνα «Κύριε ἐλέησον» μπορεῖ νὰ κατεβάσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ δεῖ θαύματα νὰ χτίζονται μπροστὰ στὰ μάτια του. Ὁ Δαυὶδ μιλῶντας γιὰ τὸν δίκαιο λέει: «ἤμουν νεότερος καὶ γέρασα καὶ δὲν εἶδα στὸν αἰῶνα δίκαιο ἐγκαταλελειμμένο, οὔτε τὸ σπέρμα αὐτοῦ (δηλαδὴ τὸ παιδὶ τοῦ δικαίου) νὰ ζητᾶ ἄρτους» καὶ πάλι: «ὁ δίκαιος σὰν φοίνικας θὰ ἀνθίσει καὶ σὰν κέδρος τοῦ Λιβάνου θὰ πληθυνθεῖ» καὶ πάλι: «φώναξαν οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις τους». Ἔτσι λύτρωσε καὶ τοὺς δικαίους Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, χαρίζοντάς τους τὴν Παναγία.
Ἀφοῦ πιὰ γνωρίζουμε τὸ ἱστορικὸ τῶν Εἰσοδίων, ἤρθε ἡ ὥρα νὰ δοῦμε γιατί ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὴν προκήρυξιν».
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, εἰσῆλθε στὴ ζωή μας ὁ θάνατος. Γιὰ ὁλόκληρους αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦσαν τὸν σκοτεινὸ Ἅδη, ἀδυνατῶντας νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ ἔκανε ἡ ἀνθρωπότητα, βέβαια μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν λύση τῆς κατάρας τῶν Πρωτοπλάστων, ἦταν ἡ εἴσοδος τῆς μικρῆς Μαριὰμ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Αὐτὴ ἡ εἴσοδος σηματοδότησε τὴν προετοιμασία τῆς Παναγίας μας, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία της ἀπὸ τὸ παραμικρὸ ἴχνος κακίας, προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ ἄξιο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ ἀναδείξει μία γυναίκα Μητέρα Θεοῦ. Ὁ κατάλληλος τόπος γιὰ τὴν ἀνάδειξη αὐτή, ἦταν τὸ Ἱερό. Ἐκεί, ἡ Παναγία μας ἔζησε ζωὴ ἡσυχαστική, ζωὴ ἀδιάλειπτης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο λίγα χρόνια ἀργότερα θὰ ἔφερνε στὰ σπλάχνα της γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἑπομένως, πολὺ σωστὰ ψάλλουμε ὅτι «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἡ προκήρυξις».
Ἐν κατακλείδι, θὰ μποροῦσα νὰ πλέξω ἐγκώμια πρὸς τὴν Παναγία μας. Μὲ ποιόν τρόπο, ὅμως, νὰ τὴν ἐγκωμίαζα; Ὅλη της ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν Γέννηση μέχρι τὴν Κοίμησή της εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Κοίμησή της, μὲ θαύματα γέμισε τὶς ζωὲς ὅσων καρδιακὰ τὴν ἐπικαλέσθηκαν. Ἀκόμη καὶ ἄν προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐγκωμιάσω, φτωχὰ θὰ ἦταν τὰ λόγια μου, ἀφοῦ τὴν ἀνύμνησαν καὶ τὴν ἐγκωμίασαν Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τί λέω; Τὴν Παναγία μας τὴν ἀνυμνοῦν διαρκῶς Ἄγγελοι στὸν Οὐρανό, καθὼς εἶναι ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ. Ἐντούτοις, μία προσευχὴ θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω ἐνώπιόν της: ὅλους νὰ μᾶς κρατήσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς εἰσοδεύσει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος