«Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς ἀληθείας Χριστοῦ τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε ἐπὶ τῆς γῆς ἀληθῶς, Πατέρες μακάριοι»
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Φαντασθεῖτε πόσο μεγάλη καταστροφὴ θὰ γνώριζε τὸ σύμπαν ἐὰν ἔσβηνε ὁ ἥλιος, μαύριζε ἡ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια ἔπαυαν νὰ μοιράζονται μὲ ἑμᾶς τὸ φῶς τους. Ἀνυπολόγιστο τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Ὡστόσο, μία μεγαλύτερη συμφορὰ θὰ συνέβαινε ἐὰν ἔσβηναν οἱ νοητοὶ ἀστέρες, δηλαδή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι ἡ πρώτη καταστροφὴ θὰ θανάτωνε τὸ σῶμα καὶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο μὲ τὸν παγετό, παραδείγματος χάριν, ἡ δεύτερη, ὅμως, τὴν ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν αἱρέσεων.
Σήμερα τιμοῦμε εὐγνωμόνως τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τοὺς τιμοῦμε διότι ἔζησαν ἑνωμένοι μὲ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο διέδωσαν στοὺς συνανθρώπους τους τόσο μὲ τὴν διδασκαλία, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους. Ἀγάπησαν καὶ σεβάσθηκαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἔζησαν ὡς γνήσιοι, ἡρωϊκοὶ ποιμένες καθοδηγῶντας τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο στὸν ὑψηλὸ προορισμὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, μέσα ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς διάκρισης. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀποστρέφεται ἀφενὸς τὴν αἵρεση καὶ τὴν καινοτομία, ἀφετέρου τὸν «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο» τῶν δῆθεν ὁμολογητῶν.
Οἱ ὑπέρλαμπροι φωστῆρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διασφάλισαν ἀνόθευτη τὴν Πίστη μας ἀντιμετωπίζοντας τὸν Εὐτυχή, τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Σεβῆρο, τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τους κήρυτταν τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ὅπως ὅλες οἱ αἱρέσεις, καὶ αὐτὴ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ἔτσι λοιπόν, προκειμένου νὰ πάψουν τὴν διάδοση τῆς πλάνης καὶ νὰ ὁδηγήσουν σὲ μετάνοια τοὺς αἱρετικούς, κινούμενοι στὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὴν βεβαίωση τῆς ὀρθῆς πίστης συνέβαλε τὰ μέγιστα τὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας ποὺ ἑορτάσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Ὀρθόδοξοι καὶ μονοφυσίτες τοποθέτησαν στὴν λάρνακα τῆς Ἁγίας τοὺς ἀντίστοιχους τόμους καὶ ὅταν ἀργότερα ἄνοιξαν ξανὰ τὴν λάρνακα, εἶδαν τὸν τόμο τῶν αἱρετικῶν στὰ πόδια τῆς Ἁγίας, τὸν δὲ τόμο τῶν Ὀρθοδόξων στὸν θώρακα.
Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμῶντας τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἀνταποκρίνεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ λέει ὅτι τὸν ἀναμμένο, φωτεινὸ λύχνο, τὸν τοποθετοῦμε στὸν λυχνοστάτη γιὰ νὰ φωτίζεται ὅλος ὁ οἶκος. Δὲν τὸν κρύβουμε, διότι ἄν τὸν κρύψουμε, χάνουμε τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν παρουσία του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, δὲν ἐπιτρέπεται τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς προικισμένους μὲ πολλὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς φωτεινοὺς ὁδοδεῖκτες, νὰ τοὺς ἀπαξιώνουμε, διότι ἔτσι μόνο ζημιωμένοι βγαίνουμε καὶ ἐπιβεβαιώνουμε τὴν πνευματικὴ τύφλωσή μας. Τὰ φῶτα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν Ἁγίων, τῶν χαριτωμένων ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ διαχέονται σὲ ὅλο τὸν οἶκο, ὥστε κὶ ἑμεῖς καὶ ὅσοι θὰ εἰσέρχονται, νὰ βλέπουμε τὸ φῶς, νὰ φωτιζόμαστε καὶ νὰ ὁδηγούμαστε στὴ Θέωση τῆς ψυχῆς. Τὸ ποιός εἶναι τὸ Φῶς καὶ ποιός τὸ σκότος, αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ καθενός.
Πάντως, κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἔχει καθῆκον νὰ εἶναι τὸ Φῶς γιὰ τὸν κόσμο, διότι πάλι λέει ὁ Κύριος: «με τέτοιο τρόπο νὰ λάμψει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὥστε νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Οὐράνιο Πατέρα». Ἄν πρῶτα δὲν φωτισθοῦμε οἱ ἴδιοι καὶ ἔπειτα δὲν φωτίσουμε τοὺς συνανθρώπους μας, δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Χριστὸς καὶ σίγουρα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ζητοῦσε ἀπὸ ἑμᾶς κάτι στὸ ὁποῖο νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε. Ἄν τόσο καιρὸ ἔχουμε μάθει νὰ ζοῦμε στὸ σκοτάδι, ὥρα νὰ τὸ ἀφήσουμε καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Φῶς, διότι πιστεύουμε σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ «Φῶς τοῦ κόσμου».
Αὐτὸς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐρχόμενος στὴ γῆ μετέδωσε τὸ Φῶς Του καὶ μείωσε τὸ σκοτάδι. Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἀνάμειξή τους. Ὡς πρὸς τὸν νόμο, μᾶς βεβαιώνει ὅτι δὲν ἦρθε νὰ τὸν καταλύσει, ἀλλὰ νὰ τὸν ὁλοκληρώσει καὶ τόνισε ὅτι ὅποιος προσθέσει ἤ ἀφαιρέσει ἕνα γιώτα ἀπὸ τὸν ὁλοκληρωμένο θεϊκὸ νόμο, αὐτὸς θὰ εἶναι ἐλάχιστος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εὔκολα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε τὴν πλάνη ὁρισμένων ἀποκαλουμένων χριστιανῶν, τῶν Λατίνων. Αὐτοί, ὄχι ἁπλῶς ἀφαίρεσαν ἕνα γιώτα, ἀλλὰ ἀκύρωσαν ὁλόκληρη τὴν ἐντολὴ τοῦ Βαπτίσματος. «Βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω κάτι μέσα στο νερό». Καὶ μάλιστα ὁ ὀρθὸς τύπος τοῦ Βαπτίσματος ἀπαιτεῖ τριπλὴ κατάδυση στὸ ἁγιασμένο νερό, ποὺ συμβολίζει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, μαζὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ἔχουν θεσπίσει τὴν ἐπίχυση λίγου νεροῦ στὴν κεφαλή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀβάπτιστοι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, λοιπόν, κάποιοι ἐπιμένουν νὰ διατηροῦν σχέσεις μετ’ αὐτῶν, ἀναμειγνύοντας τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη; Ἄς σκεφθοῦν οἱ ἴδιοι τὴν ἀπάντηση. Πάντως, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι παιχνίδι ποὺ μεταχειριζόμαστε κατὰ τὸ δοκοῦν.
Ἡ γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων χαράχθηκε μὲ σαφήνεια. Ὅστις θέλει τὴν ἀκολουθεῖ. Ὅστις δὲν θέλει ἐπειδὴ ἔχει κενὰ στὴν ψυχή του, καλὸ θὰ εἶναι νὰ μὴν μεταφέρει τὰ κενὰ καὶ τὰ πάθη του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἔζησαν γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πίστευαν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν. Δὲν σκόρπισαν στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε πλάνες καὶ καινοτομίες, οὔτε τρόμο καὶ ἀπελπισία. Μόνο τὴν Ὀρθοδοξία μετέφεραν, μόνο Φῶς, Ἐλπίδα καὶ Παρηγοριά, φυλάσσοντας πάντοτε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Θέωση. Σὲ αὐτὴ τὴν ὁδὸ ἔχουμε καθῆκον νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων, ὄχι τῶν δυτικῶν ἀκαδημιῶν, οὔτε τῆς ἀδιακρισίας ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φανατισμό.
Βοήθειά μας οἱ Ἅγιοι Πατέρες!
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος