Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

«χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)


Γνωρίζω   βέβαια,   πώς   τά   λόγια   αὐτά,   στούς
περισσότερους ἀπό σᾶς,  φαίνονται παράξενα.  Μά πῶς
εἶναι δυνατόν ἀναρωτιέστε, ἄν καί εἴμαστε  ἄνθρωποι,
νά χαιρόμαστε συνέχεια;
Τό νά χαίρεσαι ἁπλᾶ, δέν εἶναι τόσο δύσκολο· τό νά
ἔχεις  ὅμως  συνέχεια  χαρούμενη  διάθεση,  αὐτό  εἶναι
ἀδύνατο, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς.
Ἀπό παντοῦ μᾶς περικυκλώνουν θλιβερά γεγονότα.
Κάποιος ἔχασε τό παιδί, ἤ τή γυναῖκα του, ἤ ἀληθινό
φίλο.  Ἄλλος  ἔχασε  τήν  περιουσία  του·  ἀρρώστησε
βαριά· βρέθηκε σέ δύσκολη περίσταση· συκοφαντήθηκε
ἄδικα.   Ἄλλοι   πάλι   ἀντιμετώπισαν   δυσβάσταχτα
οἰκογενειακά προβλήματα.
∆έν μᾶς φτάνει ὁ χρόνος, ν’ ἀπαριθμήσουμε ὅλα, ὅσα
μᾶς προκαλοῦν ἀθυμία,  τόσο στήν ἰδιωτική,  ὅσο καί
στή δημόσια ζωή μας.

Πηγή κοσμικῆς χαρᾶς

Πολλοί  θεωροῦν  τόν  πλοῦτο  αἰτία  χαρᾶς.  Ἄν  ὁ
πλοῦτος  ἦταν  αἰτία  χαρᾶς,  τότε  οἱ  πλούσιοι  δέν  θά
γευόταν ποτέ λύπη.  Ὑπάρχουν πολλοί πλούσιοι,  πού
νομίζουν, πώς ἡ ζωή τους ἔγινε ἀβίωτη κι εὔχονται νά
πεθάνουν, κάθε φορά πού ἀντιμετωπίζουν μιά δύσκολη
κατάσταση.
Ἄλλοι πάλι νομίζουν,  πώς ἡ ὑγεία εἶναι ἡ αἰτία
τῆς χαράς· ὅμως δέν εἶναι. Πολλοί λοιπόν ἀπ’ αὐτούς,
πού   εἶναι   ὑγιεῖς,   ἄπειρες   φορές   εὐχήθηκαν   νά
πεθάνουν,  ἐπειδή  δέν  μποροῦσαν  νά  ὑποφέρουν  τίς
ἀδικίες, πού γίνονταν στό πρόσωπό τους.
Ἄλλοι πάλι θεωροῦν αἰτία χαρᾶς τή δόξα καί τίς
τιμές.  ∆έστε ὅμως ἕνα βασιλιά!  Ὅσο μεγάλος εἶναι ὁ
ὄγκος  τῶν  ὑποθέσεων  του,  τόσο  μεγάλη  εἶναι  κι  ἡ
λύπη του.

Πηγή πνευματικῆς χαρᾶς

Ἀπ’  τά κοσμικά πράγματα,  τίποτε δέν μπορεῖ νά
μᾶς δώσει χαρά. Μόνο ὁ ἁπλός λόγος τοῦ Παύλου, θά
μᾶς ἀνοίξει τό θησαυρό.  Φτάνει μόνο νά νιώσουμε τά
λόγια αὐτά καί θ’ ἀνακαλύψουμε τό δρόμο.
∆έν εἶπε μόνο  «Χαίρετε πάντοτε»,  ἀλλά πρόσθεσε
καί τήν αἰτία τῆς χαρᾶς, «Χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ»·
ἐκεῖνος πού χαίρεται μέ τή χαρά, πού πηγάζει ἀπ’ τόν
ἴδιο  τόν  Κύριο,  καμμιά  συμφορά,  ἀπ’  ὅσες  πέφτουν
ἐπάνω του, δέν θά μπορέσει νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ αἰτία χαρᾶς

Ὁ  φόβος   τοῦ   Θεοῦ   ἔχει   δύο   ἰδιότητες·   εἶναι
σταθερός καί ἀμετακίνητος· ἀναβλύζει δέ τόση χαρά,
πού δέν αἰσθανόμαστε τίς ἄλλες συμφορές.
Ἐκεῖνος πού φοβᾶται τό Θεό,  ὅπως πρέπει κι ἔχει
θάρρος σ’ αὐτόν, ἔχει καρπωθεῖ τή ρίζα τῆς ἡδονῆς καί
τήν πηγή κάθε χαρᾶς.
Ὅταν πέσει μιά μικρή σπίθα στό πέλαγος, ἀμέσως
ἐξαφανίζεται· ἔτσι κι ὅσα λυπηρά κι ἄν πέσουν στόν
πιστό,  πού φοβᾶται τό Θεό,  σβήνονται καί χάνονται,
σάν νά πέφτουν μέσα σέ ἀχανές πέλαγος χαρᾶς.
Καί τό πιό θαυμαστό! Ἐνῶ παραμένουν τά λυπηρά,
αὐτός  συνεχίζει  νά  χαίρεται.  Ἄν  δέν  ὑπῆρχε  τίποτε,
πού νά τοῦ προξενεῖ λύπη,  δέν θά τοῦ ἦταν σπουδαῖο
πράγμα,  νά μπορεῖ συνέχεια νά χαίρεται· ὅμως τό νά
ὑπάρχουν  τόσα  πολλά,  πού  προκαλοῦν  λύπη  καί  νά
εἶναι  αὐτός  ἀνώτερος  ὅλων,  καί  ἀνάμεσα  σέ  τόσα
λυπηρά, νά εὐφραίνεται, αὐτό εἶναι παράδοξο.
Αὐτό  συμβαίνει  καί  στήν  περίπτωση  τῶν  Ἁγίων.
Ἄν δέν ἐρχόταν σ’  αὐτούς κανένας πειρασμός,  δέν θά
τούς θαυμάζαμε, ἐπειδή συνέχεια χαίρονταν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἐκπληκτικό καί ὑπερβαίνει
τήν  ἀνθρώπινη  φύση,  εἶναι  αὐτό·  ἄν  κι  ἀπό  παντοῦ
τούς  περικύκλωναν  ἀναρίθμητα  κύματα  πειρασμῶν,
αὐτοί βρισκόταν σέ καλύτερη ψυχική κατάσταση, ἀπό
ἐκείνους πού ζοῦσαν ἥρεμη καί γαλήνια ζωή.

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε χαρούμενος

Ὁ θάνατος δέν θεωρεῖται ἀπ’ ὅλους ἡ πιό μεγάλη
συμφορά; Κι ὅμως τόν πιστό δέν τόν τρομάζει· μάλιστα
δέ τόν εὐχαριστεῖ. Γιατί γνωρίζει, πώς ὁ θάνατος εἶναι
ἡ ἀπαλλαγή ἀπ’  τούς πόνους κι ὁ δρόμος,  πού ὁδηγεῖ
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Οὔτε πάλι οἱ ἀρρώστειες μποροῦν νά ζημιώσουν τήν
ψυχή του· Ἔχει πάντοτε στή σκέψη του  «Στίς ὧρες
τοῦ πόνου,  τό Θεό νά ἔχεις καταφυγή· ὅπως ὁ χρυσός
δοκιμάζεται   στή   φωτιά,    ἔτσι   κι   οἱ   ἄνθρωποι
δοκιμάζονται ἀπ’ τό Θεό στό καμίνι τῆς ταπείνωσης». 
Ἔκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά ἐπιζητοῦμε συνέχεια,
εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἄν ἀπ’  τήν ἀρχή καταθέσεις
αὐτή τή ρίζα, ὄχι μόνο ἡ ἄνεση, οἱ τιμές, οἱ δόξες, ἀλλά
κι οἱ ἀρρώστιες, οἱ συκοφαντίες θά βλαστήσουν σέ σένα
καρπούς χαρᾶς.  Ὅπως οἱ ρίζες τῶν δέντρων εἶναι μέν
πικρές, ὅμως δίνουν σέ μᾶς γλυκύτατους καρπούς, ἔτσι
κι   ἡ   κατά   Θεόν   λύπη,   θά   μᾶς   φέρει   πολλή
εὐχαρίστηση.
Ὅσοι  προσευχήθηκαν  μέ  λύπη,  κι  ἔχυσαν  καυτά
δάκρυα,  γνωρίζουν  πόση    μεγάλη  χαρά  ἀπόλαυσαν·
πόσο ἡρέμησε ἡ ψυχή τους· πόσες καλές ἐλπίδες εἶχαν
μετά τήν προσευχή.
Aὐτό πού λέω πάντοτε, θά πῶ καί τώρα: ∆έν εἶναι
ἡ φύση τῶν πραγμάτων,  πού μᾶς στεναχωρεῖ ἤ   μᾶς
χαροποιεῖ, ἀλλά ἡ δική μας διάθεση.