Λέγει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος περὶ τοῦ Δικαίου Μωϋσέως, ὅτι προετίμησε μᾶλλον «συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ» (Ἑβρ. ια΄ 25-26). Τοῦτον τὸν Θεόπτην Προφήτην μιμησάμενος, ὁ Ἀοίδιμος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, προετίμησεν ὑποστῆναι μυρίας κακουχίας καὶ διώξεις, ὁμοῦ μετὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, παρὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ ἄνεσιν, τιμὰς καὶ πλούτη συσχηματιζόμενος μετὰ τῶν καινοτομησάντων Ἀρχιερέων.
Ο ἀείμνηστος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης ἐγεννήθη στὶς 13.11.1870 στὴν Μάδυτο τῆς ᾿Αν. Θράκης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κλήσεώς του στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς ὀξυνοίας του, ἐπεθύμησε νὰ φοιτήση στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου καὶ ὡλοκλήρωσε τὶς σπουδές του τὸ 1901 μὲ βαθμὸ ἄριστα. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιωακεὶμ τὸν Γ’ καὶ διετέλεσε ῾Ιεροκῆρυξ Πανόρμου καὶ ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῶν Πατριαρχείων. Διεκρίνετο ὡς Πατριαρχικὸς Κληρικὸς γιὰ τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος του, γιὰ τὸ ἐξαίρετο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος του, γιὰ τὴν μεγάλη ἐμβρίθεια καὶ τὴν ρέουσα ρητορικότητά του, γιὰ τὰ διοικητικά του χαρίσματα, γιὰ τὴν εὐγένεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς ψυχῆς του.
Τὴν 6.8.1908, σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν, ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας, μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας, στὴνἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι. ᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν ἀκάματη δραστηριότητά του. ῞Ομως, ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του, εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου, τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή, δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!
Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921, ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία. ῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε. Περὶ τὸ ἔτος 1926, μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης, τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε μέχρι τὸ 1932, ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας, παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφοσιωθεὶς στὸ κήρυγμα, τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου καὶ νὰ τοὺς συμπαραστέκεται στὸν θεάρεστο ἱερὸ Ἀγῶνα τους, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴ «᾿Εκκλησιαστικός».
Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν Ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι. Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου, ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος, συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς-ζωῆς του, ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανον τῆς ῾Ομολογίας...
Τὸ ἔτος 1935, μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων. Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13/26.5.1935, τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν! Ἀμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐχειροτονήθησαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς, ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι, ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα, προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.
῾Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου στὴν Πιερία. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπὶ διάστημα ὀλίγων μηνῶν, διότι ἀνεκλήθη συντόμως. ῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως, στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν Ἀκαινοτομήτων ἐξ αἰτίας ἀγνοίας καὶ ἀδιακρισίας, ὡς καὶ θλιβερᾶς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας. Χάριτι Θεοῦ, ἀνταπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ γαλήνη ψυχῆς, λειτουργῶν, προσευχόμενος, παραδειγματίζων, ὁμιλῶν, κηρύττων, συγγράφων, περιοδεύων, ἀπολογούμενος, ἐν μέσῳ ποικίλων ἀντιξοοτήτων: λοιδορούμενος, διωκόμενος, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος... Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον, δυστυχῶς, ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ θεωρουμένους ὡς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦτο ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη, ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.
Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν Καινοτόμων κατὰ τῶν Ὁμολογητῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων, ἐπὶ τοῦ στιγνοῦ διώκτου ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. ῾Ο ῾Ομολογητὴς Πρωθιεράρχης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαεπτάμηνον στὴν ἀπομακρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μυτιλήνης, διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του! Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως. Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἀπομονώσεώς του, εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον!... Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς, τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του. ῾Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ Πανιερωτάτου Προέδρου ἦταν βεβαίως ἀρνητική, ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς, φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, πέρασε στὴν ῾Ιστορία. Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ σὲ παρόμοια πρότασι τοῦ διώκτου Σπυρίδωνος Βλάχου.
Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψίν του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν Ἀγῶνα τῆς Πίστεως καὶ Ἀρετῆς, ἐν μέσῳ πολλῶν καὶ ποικίλων ἀντιξοοτήτων ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν. ῾Η ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ σεμνόν, κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές, ἡ εὐγένεια, τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ Ἀγῶνος του, ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄνθρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι. Ἀπέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του, στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα, ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό, ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους. Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του. Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα, λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν. ῏Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. ῾Η περιβολή του, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ, ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ, ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τὸν συνεῖχαν μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.
῎Ετσι, ἀρχὰς Σεπτεμβρίου τοῦ 1955, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἐκάλεσε τὸν Πνευματικό του, τὸν χαρισματικὸ π. ᾿Ιωάννη τῆς ᾿Αμφιάλης, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Καθαρμένος ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, ἐζήτησε νὰ τοῦ στρώσουν σὲ καθαρὰ ὁλόλευκα σεντόνια καὶ παρέδωσε ἀνώδυνα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ὁλόλευκη ψυχή του στὸν Κύριο καὶ Θεό, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων καὶ πόνων του! ῎Οντως, «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ᾿Αρχιερεύς»!...
Ἐτάφη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος, κατὰ δὲ τὴν ἐκταφὴ τῶν ἱερῶν του Λειψάνων ἐξεχύθη μία λεπτὴ ἄρρητος εὐωδία σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι, ἐνῶ μαρτυρίες γιὰ ἐπιτέλεσι Θαυμάτων διὰ πρεσβειῶν του ἔγιναν γνωστές... Εἴθε ἡ εὐχή του νὰ μᾶς σκεπάζη, νὰ μᾶς συνοδεύη καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύη στὴν διακράτησι τῆς ἱερᾶς Παρακαταθήκης Αὐτοῦ!
Τὴν 6.8.1908, σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν, ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας, μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας, στὴνἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι. ᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν ἀκάματη δραστηριότητά του. ῞Ομως, ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του, εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου, τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή, δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!
Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921, ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία. ῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε. Περὶ τὸ ἔτος 1926, μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης, τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε μέχρι τὸ 1932, ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας, παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφοσιωθεὶς στὸ κήρυγμα, τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου καὶ νὰ τοὺς συμπαραστέκεται στὸν θεάρεστο ἱερὸ Ἀγῶνα τους, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴ «᾿Εκκλησιαστικός».
Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν Ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι. Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου, ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος, συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς-ζωῆς του, ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανον τῆς ῾Ομολογίας...
Τὸ ἔτος 1935, μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων. Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13/26.5.1935, τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν! Ἀμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐχειροτονήθησαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς, ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι, ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα, προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.
῾Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου στὴν Πιερία. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπὶ διάστημα ὀλίγων μηνῶν, διότι ἀνεκλήθη συντόμως. ῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως, στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν Ἀκαινοτομήτων ἐξ αἰτίας ἀγνοίας καὶ ἀδιακρισίας, ὡς καὶ θλιβερᾶς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας. Χάριτι Θεοῦ, ἀνταπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ γαλήνη ψυχῆς, λειτουργῶν, προσευχόμενος, παραδειγματίζων, ὁμιλῶν, κηρύττων, συγγράφων, περιοδεύων, ἀπολογούμενος, ἐν μέσῳ ποικίλων ἀντιξοοτήτων: λοιδορούμενος, διωκόμενος, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος... Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον, δυστυχῶς, ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ θεωρουμένους ὡς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦτο ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη, ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.
Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν Καινοτόμων κατὰ τῶν Ὁμολογητῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων, ἐπὶ τοῦ στιγνοῦ διώκτου ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. ῾Ο ῾Ομολογητὴς Πρωθιεράρχης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαεπτάμηνον στὴν ἀπομακρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μυτιλήνης, διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του! Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως. Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἀπομονώσεώς του, εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον!... Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς, τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του. ῾Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ Πανιερωτάτου Προέδρου ἦταν βεβαίως ἀρνητική, ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς, φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, πέρασε στὴν ῾Ιστορία. Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ σὲ παρόμοια πρότασι τοῦ διώκτου Σπυρίδωνος Βλάχου.
Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψίν του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν Ἀγῶνα τῆς Πίστεως καὶ Ἀρετῆς, ἐν μέσῳ πολλῶν καὶ ποικίλων ἀντιξοοτήτων ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν. ῾Η ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ σεμνόν, κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές, ἡ εὐγένεια, τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ Ἀγῶνος του, ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄνθρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι. Ἀπέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του, στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα, ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό, ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους. Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του. Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα, λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν. ῏Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. ῾Η περιβολή του, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ, ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ, ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τὸν συνεῖχαν μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.
῎Ετσι, ἀρχὰς Σεπτεμβρίου τοῦ 1955, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἐκάλεσε τὸν Πνευματικό του, τὸν χαρισματικὸ π. ᾿Ιωάννη τῆς ᾿Αμφιάλης, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Καθαρμένος ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, ἐζήτησε νὰ τοῦ στρώσουν σὲ καθαρὰ ὁλόλευκα σεντόνια καὶ παρέδωσε ἀνώδυνα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ὁλόλευκη ψυχή του στὸν Κύριο καὶ Θεό, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων καὶ πόνων του! ῎Οντως, «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ᾿Αρχιερεύς»!...
Ἐτάφη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος, κατὰ δὲ τὴν ἐκταφὴ τῶν ἱερῶν του Λειψάνων ἐξεχύθη μία λεπτὴ ἄρρητος εὐωδία σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι, ἐνῶ μαρτυρίες γιὰ ἐπιτέλεσι Θαυμάτων διὰ πρεσβειῶν του ἔγιναν γνωστές... Εἴθε ἡ εὐχή του νὰ μᾶς σκεπάζη, νὰ μᾶς συνοδεύη καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύη στὴν διακράτησι τῆς ἱερᾶς Παρακαταθήκης Αὐτοῦ!
Ἀπολυτίκιo
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Γενναίῳ φρονήματι, καὶ θεολόγῳ φωνῇ,
κατέβαλες φρύαγμα τῶν Καινοτόμων Σοφέ,
κατέβαλες φρύαγμα τῶν Καινοτόμων Σοφέ,
καὶ ἤθλησας ἄριστα· κλέος Ἀρχιερέων, ὦ Χρυσόστομε ὤφθης,
Πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων, στερεώσας ἐσχάτως,
ἀμέμπτῳ Ὁμολογία, βίῳ θεόφρονι.
ἀμέμπτῳ Ὁμολογία, βίῳ θεόφρονι.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ τὸν Θεοπρόβλητον, Ὁμολογίας Ὀρθοδόξου θεῖον ἔρεισμα, Ζηλωτῶν Σε αἱ χορεῖαι ἀνευφημοῦμεν· τὴν δὲ Μνήμην Σου τιμῶντες ὦ Χρυσόστομε, Σὲ γεραίρομεν ἡμῶν τὸ περιτείχισμα· καὶ κραυγάζομεν· Χαῖρε Πάτερ θεόστεπτε.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ τὸν Θεοπρόβλητον, Ὁμολογίας Ὀρθοδόξου θεῖον ἔρεισμα, Ζηλωτῶν Σε αἱ χορεῖαι ἀνευφημοῦμεν· τὴν δὲ Μνήμην Σου τιμῶντες ὦ Χρυσόστομε, Σὲ γεραίρομεν ἡμῶν τὸ περιτείχισμα· καὶ κραυγάζομεν· Χαῖρε Πάτερ θεόστεπτε.
Κάθισμα.
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν.
Τὰς ζοφερὰς τῶν Δυτικῶν ἐλέγξας πλάνας, καὶ Καλανδάριον τὸ Νέον ἀπελάσας, ἀνεδείχθης προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας· τὰ Μύρα τῶν Σῶν Λειψάνων τὰ ἱερά,
πληροῦσι πάσας καρδίας θείου Φωτός, καὶ τὸν ζόφον διώκουσι,
δογμάτων πλάνης ἐχθροῦ· κραυγάσωμεν οὖν ἅπαντες,
χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.
πληροῦσι πάσας καρδίας θείου Φωτός, καὶ τὸν ζόφον διώκουσι,
δογμάτων πλάνης ἐχθροῦ· κραυγάσωμεν οὖν ἅπαντες,
χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.
Μεγαλυνάριον Ἦχος πλ. δ΄.
Χαίροις τῶν Πατέρων ὁ μιμητής, θράσος Καινοτόμων, θαρσαλέως καταβαλών· τῆς Πίστεως πύργος, στεῤῥὸς ἐν τοῖς ἐσχάτοις, Χρυσόστομε ἐδείχθης, ὅθεν τιμῶμέν Σε.
Οἶκος.
Ἄγγελος καὶ Προστάτης, Ὀρθοδόξων ἐφάνης, ἐσχάτως θεοδώρητος Πάτερ, καὶ τῆς Θεολογίας αὐγαῖς, Καινοτόμων λήρους τοὺς δεινοὺς ἤλασας, καὶ ἅπαντας διήγειρας, τοῦ βοᾶν Σοι εὐφροσύνως ταῦτα·
Χαῖρε δι᾿ οὗ κατῃσχύνθη ἡ πλάνη,
Χαῖρε δι᾿ οὗ ἡ Ἀλήθεια λάμπει·
Χαῖρε Ὀρθοδόξων ἁπάντων παράκλησις,
Χαῖρε Καινοτόμων ἡ τελεία ἀναίρεσις·
Χαῖρε τεῖχος ἀῤῥαγέστατον Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ,
Χαῖρε φάρος τηλαυγέστατος Ἀληθείας τοῦ Θεοῦ·
Χαῖρε ὅτι διώκεις τὰς αἱρέσεις ἁπάσας,
Χαῖρε ὅτι στηρίζεις Εὐσεβείας τοὺς λάτρας·
Χαῖρε Πατὴρ καὶ ῥήτωρ θεόληπτε,
Χαῖρε λαμπτὴρ σοφίας ἀκοίμητε·
Χαῖρε δι᾿ οὗ ἀπελαύνεται ζόφος,
Χαῖρε δι᾿ οὗ θεῖος ἅπτεται πόθος·
Χαῖρε Πάτερ θεόστεπτε!