Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

«Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗ» Άρθρο του Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

IMG 5740

 

   Η λυτρωτική Χάρις που προσφέρει η Εκκλησία μέσω των Ιερών Μυστηρίων υφίσταται επί δύο χιλιετίες αναλλοίωτη εξαιτίας της διαδοχής του Αρχιερατικού Αξιώματος. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστούς είναι ο Πρώτος και Μέγας Αρχιερέας της Καινής Διαθήκης, ο Δομήτωρ της Εκκλησίας, η πηγή της Χάριτος και της Σωτηρίας. Καίτοι Παντοδύναμος και Βασιλέας των επουρανίων και των επιγείων, δεν διέταξε Αγγέλους να αναλάβουν το έργο του κηρύγματος, αλλά κάλεσε κοντά Του απλούς ανθρώπους προκειμένου να γίνουν Απόστολοι, κήρυκες της διδασκαλίας Του και φορείς της Θείας Χάριτος, την οποία έλαβαν αργότερα, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Στους Αγίους Αποστόλους παρέδωσε ο Κύριος την εξουσία να λύνουν και να δένουν τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά και την εντολή να τελούν την Θεία Ευχαριστία εις ανάμνησίν Του. Μετά την Ανάληψη του Χριστού και την ίδρυση της Εκκλησίας, παρουσιάσθηκε η ανάγκη να αναλάβουν και άλλοι άνδρες το Αποστολικό Αξίωμα, για να γίνει πιο εύκολη η εξυπηρέτηση των πιστών και η εξάπλωση του Ευαγγελίου, αλλά και να διασφαλισθεί η συνέχεια της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, οι Άγιοι Απόστολοι χειροτόνησαν τους Επισκόπους, οι οποίοι πλέον είχαν τις ίδιες εξουσίες. Οι Επίσκοποι απέκτησαν την Θεία Χάρη στο σύνολο Της, όπως ακριβώς οι Απόστολοι. 

   Ο Επίσκοπος, λοιπόν, είναι εις τύπον και εικόνα Χριστού και ποιμένας των προβάτων που Εκείνος του αναθέτει. Περί της υπακοής στους Αποστόλους -και κατ’ επέκταση στους Επισκόπους- ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ξεκάθαρος: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ». Αυτό συμβαίνει διότι ο Επίσκοπος είναι ορισμένος από την Εκκλησία ως οδηγός προς σωτηρίαν. Επομένως, εκείνος που αντιτάσσεται στην φωνή του Επισκόπου (όταν βεβαίως, ο τελευταίος δεν ακυρώνει τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας), αντιτάσσεται στην σωτηρία του. Να σημειωθεί δε στο σημείο αυτό, ότι οι υπό του Επισκόπου χειροτονηθέντες Πρεσβύτεροι δεν μπορούν να τελέσουν κανένα Ιερό Μυστήριο, δίχως την ευλογία Του. Όλα τα Μυστήρια πηγάζουν από την Αρχιερωσύνη.

   Μολονότι ισχύουν όλα αυτά, είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ορισμένοι αδελφοί μας, παρασυρμένοι είτε από άγνοια, είτε από εγωισμό, ή και από εμπάθεια ακόμη, να μιλούν με απαξίωση για τα πρόσωπα των Αρχιερέων, των Ποιμένων τους, οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, θυσιασμένοι υπέρ του ποιμνίου. Δεν είναι λίγες οι φορές, που έχουμε αντιμετωπίσει πιστούς οι οποίοι δημοσίως εκφράζουν απόψεις ότι τάχα οι Αρχιερείς αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα, ασχολούνται με ζητήματα μη σημαντικά ή δεν συμμερίζονται την αγωνία των πιστών. Τα λόγια αυτά δηλώνουν έλλειψη αγάπης και μη αγαθή προαίρεση, δεν ωφελούν κανέναν, αλλά αντιθέτως, μόνο κακό προξενούν στην ψυχή. Καλό, λοιπόν, είναι, εφόσον εκείνοι που εκφράζουν τέτοιες απόψεις, αναλώνονται και χασομερούν με τις ώρες στο διαδίκτυο διαβάζοντας συνωμοσιολογίες, να διαθέσουν λίγο χρόνο και στην σοβαρή έρευνα και αναζήτηση για το πώς πρέπει οι Χριστιανοί να συμπεριφέρονται στους Αρχιερείς τους. Ο αληθινός Χριστιανός δεν θα εξέφραζε δημοσίως -ούτε εν τω κρυπτώ- κρίση περί Αρχιερέως και μάλιστα, όταν δεν τον γνωρίζει προσωπικά.

   Δυστυχώς, πολλοί βλέπουν τον Αρχιερέα στον θρόνο, στολισμένο με τα Ιερά Άμφια -τα οποία η Εκκλησία του επιτάσσει να φοράει- αγνοούν, όμως, ότι ο θρόνος αυτός είναι γεμάτος καρφιά, που καθημερινώς μπήγονται στην καρδιά του Αρχιερέως και προέρχονται περισσότερο από τους έσωθεν παρά από τους έξωθεν της Εκκλησίας. Εκείνος, όμως, πρέπει να σταθεί ακέραιος και σταθερός στο διακόνημα που η Εκκλησία του ανέθεσε. Διότι ο θρόνος δεν ήταν επιλογή του. Ήταν αποτέλεσμα υπακοής στο Θέλημα του Θεού, το Οποίο αποδέχθηκε, ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Χριστού μας. 

   Ενθυμούμαι στο σημείο αυτό μία αξιοθαύμαστη ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα ότι η Αρχιερωσύνη είναι σαν την φωτιά∙ αφενός μπορείς να σταθείς δίπλα της και να ζεσταθείς, αφετέρου μπορείς να απλώσεις το χέρι σου πάνω της και να καείς. Την ιστορία αυτή μου διηγήθηκε ο Μακαριστός πλέον Αρχιμανδρίτης π. Τιμόθεος Βλάχος, ο οποίος την άκουσε από τον Μακαριστό Ευρίπου και Ευβοίας κυρό Παΐσιο Ευθυμιάδη και η οποία έχει ως εξής: 

   «Όταν ο Μακαριστός Ευρίπου Παΐσιος ήταν ακόμη Ιερέας στον Πειραιά, κλήθηκε στην εκταφή κάποιας θεοφιλούς γυναίκας, ονόματι Μαρίας, προκειμένου να τελέσει τα όσα ορίζει η Εκκλησία. Αφού οι υπεύθυνοι αφαίρεσαν το χώμα, διαπίστωσαν ότι -παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από την κοίμηση της- το σώμα της παρέμεινε αδιάλυτο. Όλοι οι παρευρισκόμενοι απόρησαν για το γεγονός, καθώς η Μαρία ήταν άνθρωπος θεοσεβής, ζύμωνε πρόσφορα για τις Θείες Λειτουργίες και συμμετείχε με συνείδηση στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Αφού, λοιπόν, απορούσαν, κάποια γυναίκα θυμήθηκε ένα μελανό γεγονός του βίου της κεκοιμημένης. Συγκεκριμένα, όταν μια φορά ο Μακαριστός Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος Λειτούργησε στην Ενορία όπου η Μαρία εκκλησιαζόταν, η τελευταία του επιτέθηκε λεκτικά προσάπτοντας του αβάσιμες κατηγορίες ότι τάχα ο Δεσπότης δεν κάνει ομολογία και δεν ενδιαφέρεται για το ποίμνιο. Ο Μακαριστός Ιεράρχης, απορώντας για την ξαφνική προσβολή, της είπε με παράπονο: «Τι λες; Μήπως δεν ξέρεις ότι είμαστε στην πρώτη γραμμή; Αφού μιλάμε τον Ευαγγελικό Λόγο του Θεού». Μόλις, όμως, είδε την επιμονή της γυναίκας, σιώπησε.

   Έχοντας ακούσει την όλη ιστορία ο π. Παΐσιος, επισκέφθηκε αμέσως τον Αείμνηστο γηραιό Δεσπότη, ο οποίος τότε παρέμενε έγκλειστος εξαιτίας των διώξεων που υφίσταντο οι ακολουθούντες το πάτριο εορτολόγιο. Με το άκουσμα του θλιβερού γεγονότος, ο Μητροπολίτης Γερμανός, στενοχωρημένος, προέτρεψε τον νεαρό Αρχιμανδρίτη π. Παΐσιο να τελέσει Ευχέλαιο και κατόπιν να μεταβεί στο μνήμα, να διαβάσει συγχωρητική ευχή εξ ονόματος του -διότι εκείνος ήταν αδύνατον να εξέλθει- και ακολούθως να χύσει το Άγιον Έλαιον στο σώμα της νεκρής γυναίκας.

    Αμέσως ο Ιερέας έσπευσε να πραγματοποιήσει την εντολή του Επισκόπου του. Την ώρα, λοιπόν, που έχυσε το Άγιον Έλαιον στο σώμα, η σάρκα μαζεύτηκε και έγινε σκόνη με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν τα οστά της Μαρίας.»

   Το σώμα της γυναίκας παρέμεινε αδιάλυτο εξαιτίας του μελανού εκείνου γεγονότος, από το οποίο η κεκοιμημένη δεν είχε φροντίσει να απαλλαγεί. 

   Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα από τον περί Αρχιερωσύνης λόγο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: 

   «πὸ αὐτὰ λοιπὸν μάθετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, νὰ τιμᾶτε τὸν Ἀρχιερέα σας, ὡς σωτῆρα καὶ εὐεργέτην σας. Ἐπειδή, ἀνίσως χρεωστῆτε νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ δοξάζετε τοὺς Ἱερεῖς σας, καθὼς προστάζει ὁ Σειράχ: «φοβοῦ τὸν Κύριον καὶ δόξασον Ἱερέα», πόσῳ μᾶλλον χρεωστεῖτε νὰ δοξάζετε τὸν Ἀρχιερέα σας; ὡσὰν ὁποὺ ἀπὸ Αὐτὸν ἔχετε τὴν πρὸς Θεὸν ἐπίγνωσιν καὶ εὐσέβειαν, ἀπὸ Αὐτὸν ἔχετε ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Πίστεώς σας, ἤτοι τὸ Βάπτισμα, τὸ Μύρον, τὴν Κοινωνίαν, τὸν Γάμον, τὴν Μετάνοιαν, τὴν Ἱερωσύνην, τὸ Εὐχέλαιον; Διὰ τὶ ἡ τιμὴ καὶ δόξα ὁποὺ προσφέρετε εἰς Αὐτόν, εἰς τὸν Θεὸν διαβαίνει, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «εἰς τὸν τῶν ὅλων Δεσπότην ἡ τιμὴ διαβαίνει» καὶ ἂν ἡ εἰς τοὺς Ἱερεῖς, πόσῳ μᾶλλον ἡ πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς διὰ τὶ εἰς Αὐτοῦ τὰς χεῖρας εὑρίσκεσθε καὶ ζωντανοί, εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ μετὰ θάνατον, εἰς τὴν ἄλλην καὶ διὰ τὶ διὰ μέσου Αὐτοῦ, ἰατρεύεσθε εἰς τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας σας καὶ τῆς αἰωνίου ἐπιτυχαίνετε σωτηρίας».

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω!

† ο Αττικής και Βοιωτίας Χρυσόστομος