ΕΠΙ ἱερᾷ μνήμῃ τοῦ νέου Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου τοῦ Ρουμάνου, δημοσιεύουμε ἕνα σύντομο ἀφιερωματικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ἐγράφη ἀπὸ τὸν γνωρίσαντα αὐτὸν ἤδη μακαριστὸ Μοναχὸ π. Παῦλο Ἁγιοταφίτη τὸν Κύπριο, δημοσιευθὲν σὲ δύο συνέχειες στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τὸ ἔτος 1969, καὶ ἐπίσης δύο ἐνδεικτικὰ Ποιήματά του σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, κατὰ κόσμον Ἠλίας Ἰακώβ, γεννήθηκε στὴν Ρουμανία τὸ 1913 καὶ νέος ἔγινε Μοναχός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ ἀκολουθήση ἀνενόχλητα τὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο, τοῦ ὁποίου ὑπέρμαχος ὑπῆρξε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς συντόμου ἐπιγείου ζωῆς του. Στοὺς Ἁγίους Τόπους διεκρίθη ὡς Ἐρημίτης καὶ Ἀσκητής. Ἄν καὶ ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη ἀπὸ Ἀρχιερέα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων τὸ 1947, διατελοῦσε ἐν ἀπομονώσει καὶ ἀπέφευγε τὴν ἐκκλησιαστκὴ συγκοινωνία, γιὰ νὰ μὴ ὑποπέση ἐξ ἀγνοίας σὲ κάποια σχέσι μὲ τοὺς Καινοτόμους καὶ Οἰκουμενιστάς. Ἐκοιμήθη στὶς 5.8.1960, σὲ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν, καὶ ἐτάφη στὸ Σπήλαιο τῆς Ἀσκήσεώς του, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης στὴν Μονὴ Χοζεβᾶ παρὰ τὴν Ἰεριχώ.
Τὸ 1980 ἔγινε Ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου του, τὸ ὁποῖο εὑρέθη παντελῶς ἄφθαρτο καὶ εὐῶδες! Ἔκτοτε ἐτέθη εἰς προσκύνησιν στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χοζεβᾶ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔκανε καὶ Θαύματα εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητός του.
Ἡ Ἀδελφὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας τιμοῦσε Αὐτὸν ἀνέκαθεν ὡς σύγχρονο Ὁμολογητὴ καὶ Ἀσκητὴ Ὅσιο, ἡ δὲ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέχθη Συνοδικῶς τὴν ἐπίσημο τιμή του ὡς Ἁγίου ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους.
Εἴθε οἱ ἅγιες πρεσβεῖες του νὰ στηρίζουν ἅπαντας στὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀρετῆς!
[...] ΕΙΣ τῶν εὐλαβεστέρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους συνεβουλευόμην, ἤδη κοιμηθεὶς πρὸ δεκαετίας, ἦτο ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης, Ρουμᾶνος τὴν καταγωγήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔζησεν ἔτη πολλὰ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁμιλία καὶ ἡ Λειτουργία του ἦτο καθαρῶς Ἑλληνική. Κατὰ τὴν εὐλάβειαν καὶ σοβαρότητα καὶ παντελῆ ἀποφυγὴν τῶν περιττῶν καὶ ἀναρμοδίων εἰς Μοναχοὺς ὁμιλιῶν καὶ ἐνασχολήσεων, δὲν συνήντησα πολλοὺς ὁμοίους εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅπου περιώδευσα.
Μείνας ὀρφανὸς καὶ ἀπολαύσας τὰ «ἀγαθὰ» τῆς... κακῆς μητρυιᾶς, ἐγνώρισε παιδιόθεν τὰς θλίψεις ἐν ὑπομονῇ. Διαμείνας ἔτη τινὰ εἰς τὸ Μοναστήριον Νεάμτζου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, ὅπου διετέλεσε Βιβλιοθηκάριος, ἀνεχώρησεν ἐκ Ρουμανίας ἕνεκα τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ ἄλλων λόγων καὶ ἦλθεν εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπου καὶ διέμεινε πολλὰ ἔτη εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὤν φιλάσθενος πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ ἔχων ἀρκετὰς γνώσεις νοσοκόμου, μὲ συμπάθειαν καὶ ὑπομονὴν καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὑπηρέτησε τοὺς γέροντας καὶ ἀσθενεῖς μὲ ζῆλον καὶ ἀδελφικὸν ἐνδιαφέρον, ἐκεῖ δὲ καὶ ἐχειροτονήθη.
Ἔτη τινὰ διέμεινε παρὰ τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰς ἀπόκρημνον λαξευτὸν σπήλαιον τῆς περὶ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι τοῦ τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Ἕνεκα τούτου ὑποχρεωθεὶς νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν, διέμεινεν ἀκολούθως εἰς τὴν Μονὴν Χοζεβᾶ καὶ εἰς τὴν ἐντὸς στενῆς χαράδρας καὶ παρὰ τὴν Μονὴν ταύτην Σκήτην τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.
Ἡ εὐλάβεια, ἡ συστολή, ἡ προσοχή του εἰς ἑαυτὸν δὲν ἀπαντῶνται εὐκόλως σήμερον. Οὐδέποτε τὸν ἤκουσα ἐπιδιδόμενον εἰς τὴν ἄσκοπον φλυαρίαν καὶ πολυλογίαν, τὸ προχειρότερον ἀλλ’ ὄχι τὸ μικρότερον τοῦτο παράπτωμα. Ἄν ποτε παρενέπιπτεν ἀργολογία, ἤ καταλαλιά, ἤ ἤλλασσε τὴν ὁμιλίαν ἤ ἀνεχώρει. Οὐδὲ ἅπαξ ἠκούσθη λέγων καὶ τὸ πλέον «ἀθῶον ἀστεῖον» ἤ γελῶν πέραν τοῦ συνεσταλμένου μειδιάματος. Τὸ βλέμμα του δὲν «ἐχόρτανε» ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου ἤ τοῦ συνομιλητοῦ του, ἀλλ’ ὀλίγον πρὸς τὰ κάτω βλέπων ὡμίλει βραδέως μὲ εὐλάβειαν καὶ ἡσυχίαν.
Συνήθως ἀπέφευγε νὰ συλλειτουργῇ μὲ ἄλλους διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐπόθει ν’ ἀναγινώσκῃ τὰς εὐχάς, ἰδίᾳ τὰς μυστικάς, ἀργῶς καὶ μὲ κατάνυξιν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι «βιάζονται». Τὸ Ψαλτήριον, ὡς ἔλεγε, προετίμα ν’ ἀναγινώσκῃ εἰς τὴν Ἑλληνικήν, διότι εὕρισκεν εἰς αὐτὸ ἰδιαιτέραν τινὰ χάριν παρὰ εἰς τὴν Ρουμανικὴν μετάφρασιν.
Πῶς ἀκριβῶς δῆγεν ἐν τῷ κελλίῳ εἶναι ἄγνωστον, διότι ἑκάστου ἡ διαμονὴ ἦτο κατάμονος μετὰ μόνου τοῦ Θεοῦ. Πολλὴν ὑπομονὴν εἶχεν εἰς τὸν ἐγκλεισμόν· ἄν καὶ φιλάσθενος, εἰς τὰς πόλεις δὲν ἐξήρχετο καὶ εἰς ἰατροὺς δὲν προσέφευγεν, ἀρκούμενος εἰς ἅς ἐγνώριζε θεραπείας καὶ εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην πρὸς τὸν Θεόν.
Τὰ τελευταῖα 6 ἔτη τὸ μόνον ταξίδιόν του ἦτο ἀπὸ τοῦ σπηλαίου του μέχρι τοῦ ἰδικοῦ μου (εἰς 50 περίπου μέτρων ἀπόστασιν ἀλλὰ κρημνώδη) διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λειτουργίας.
Πολιτικὰς ἐφημερίδας δὲν ἀνεγίνωσκεν εἰ μὴ ἄν θέμα τι ἦτο ἐκ τῶν ἀπασχολούντων αὐτὸν θρησκευτικῶς. Ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν «πατρικῶν παραδόσεων», παρηκολούθει κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς «νεωτέρας κινήσεις», ἐλυπεῖτο καὶ ὤκτειρε τὴν κενότητα καὶ πτωχότητα τῶν καινοφανῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατεβίβασαν τὴν θειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης συναλλαγῆς. Ἐφρόνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Θεοῦ, αἱ σκοτειναὶ δνάμεις, ὁ κομμουνισμός, ὁ παπισμός, ὁ μασσωνισμός, αἱ αἱρέσεις καὶ ὅλα τὰ ἐφευρήματα τῶν δαιμόνων εἶναι καπνός, οὐδεμίαν ἔχουσι δύναμιν, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον οὕτω ἀντιμετωπίζονται.
Ἔχων καὶ ποιητικὸν χάρισμα, λαμβάνων ἄπειρα θέματα ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συνέτασσεν εἰς στίχους τὰ ἄγοντα εἰς θερμὴν κατάνυξιν, εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, εἰς ζῆλον τῆς Ορθοδοξίας, εἰς ἔπαινον τῆς ἀρετῆς, τὰ δάκρυα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν νηπτικὴν προσευήν, περιστατικὰ ἐκ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, ἐν γένει πᾶν ὅ,τι τρέφει ψυχὴν πεινῶσαν τὸν Θεόν. Ἐκ τούτων ἐξέδωσεν ἐσχάτως, διὰ βοηθειῶν, ὁ μαθητής του [Μοναχὸς Ἰωαννίκιος] ἕνα τόμον, κατὰ δὲ τοὺς εἰδότας τὴν γλῶσσαν, μόνον διὰ πνεύματος Θεοῦ ἠδύναντο νὰ ἐμπνευσθῶσι καὶ συνταχθῶσιν.
Ἡ Ἀδελφὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας τιμοῦσε Αὐτὸν ἀνέκαθεν ὡς σύγχρονο Ὁμολογητὴ καὶ Ἀσκητὴ Ὅσιο, ἡ δὲ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέχθη Συνοδικῶς τὴν ἐπίσημο τιμή του ὡς Ἁγίου ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους.
Εἴθε οἱ ἅγιες πρεσβεῖες του νὰ στηρίζουν ἅπαντας στὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀρετῆς!
Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ὑπὸ π. Παύλου Μοναχοῦ Ἁγιοταφίτου
[...] ΕΙΣ τῶν εὐλαβεστέρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους συνεβουλευόμην, ἤδη κοιμηθεὶς πρὸ δεκαετίας, ἦτο ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης, Ρουμᾶνος τὴν καταγωγήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔζησεν ἔτη πολλὰ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁμιλία καὶ ἡ Λειτουργία του ἦτο καθαρῶς Ἑλληνική. Κατὰ τὴν εὐλάβειαν καὶ σοβαρότητα καὶ παντελῆ ἀποφυγὴν τῶν περιττῶν καὶ ἀναρμοδίων εἰς Μοναχοὺς ὁμιλιῶν καὶ ἐνασχολήσεων, δὲν συνήντησα πολλοὺς ὁμοίους εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅπου περιώδευσα.
Μείνας ὀρφανὸς καὶ ἀπολαύσας τὰ «ἀγαθὰ» τῆς... κακῆς μητρυιᾶς, ἐγνώρισε παιδιόθεν τὰς θλίψεις ἐν ὑπομονῇ. Διαμείνας ἔτη τινὰ εἰς τὸ Μοναστήριον Νεάμτζου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, ὅπου διετέλεσε Βιβλιοθηκάριος, ἀνεχώρησεν ἐκ Ρουμανίας ἕνεκα τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ ἄλλων λόγων καὶ ἦλθεν εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπου καὶ διέμεινε πολλὰ ἔτη εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὤν φιλάσθενος πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ ἔχων ἀρκετὰς γνώσεις νοσοκόμου, μὲ συμπάθειαν καὶ ὑπομονὴν καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὑπηρέτησε τοὺς γέροντας καὶ ἀσθενεῖς μὲ ζῆλον καὶ ἀδελφικὸν ἐνδιαφέρον, ἐκεῖ δὲ καὶ ἐχειροτονήθη.
Ἔτη τινὰ διέμεινε παρὰ τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰς ἀπόκρημνον λαξευτὸν σπήλαιον τῆς περὶ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι τοῦ τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Ἕνεκα τούτου ὑποχρεωθεὶς νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν, διέμεινεν ἀκολούθως εἰς τὴν Μονὴν Χοζεβᾶ καὶ εἰς τὴν ἐντὸς στενῆς χαράδρας καὶ παρὰ τὴν Μονὴν ταύτην Σκήτην τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.
Ἡ εὐλάβεια, ἡ συστολή, ἡ προσοχή του εἰς ἑαυτὸν δὲν ἀπαντῶνται εὐκόλως σήμερον. Οὐδέποτε τὸν ἤκουσα ἐπιδιδόμενον εἰς τὴν ἄσκοπον φλυαρίαν καὶ πολυλογίαν, τὸ προχειρότερον ἀλλ’ ὄχι τὸ μικρότερον τοῦτο παράπτωμα. Ἄν ποτε παρενέπιπτεν ἀργολογία, ἤ καταλαλιά, ἤ ἤλλασσε τὴν ὁμιλίαν ἤ ἀνεχώρει. Οὐδὲ ἅπαξ ἠκούσθη λέγων καὶ τὸ πλέον «ἀθῶον ἀστεῖον» ἤ γελῶν πέραν τοῦ συνεσταλμένου μειδιάματος. Τὸ βλέμμα του δὲν «ἐχόρτανε» ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου ἤ τοῦ συνομιλητοῦ του, ἀλλ’ ὀλίγον πρὸς τὰ κάτω βλέπων ὡμίλει βραδέως μὲ εὐλάβειαν καὶ ἡσυχίαν.
Συνήθως ἀπέφευγε νὰ συλλειτουργῇ μὲ ἄλλους διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐπόθει ν’ ἀναγινώσκῃ τὰς εὐχάς, ἰδίᾳ τὰς μυστικάς, ἀργῶς καὶ μὲ κατάνυξιν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι «βιάζονται». Τὸ Ψαλτήριον, ὡς ἔλεγε, προετίμα ν’ ἀναγινώσκῃ εἰς τὴν Ἑλληνικήν, διότι εὕρισκεν εἰς αὐτὸ ἰδιαιτέραν τινὰ χάριν παρὰ εἰς τὴν Ρουμανικὴν μετάφρασιν.
Πῶς ἀκριβῶς δῆγεν ἐν τῷ κελλίῳ εἶναι ἄγνωστον, διότι ἑκάστου ἡ διαμονὴ ἦτο κατάμονος μετὰ μόνου τοῦ Θεοῦ. Πολλὴν ὑπομονὴν εἶχεν εἰς τὸν ἐγκλεισμόν· ἄν καὶ φιλάσθενος, εἰς τὰς πόλεις δὲν ἐξήρχετο καὶ εἰς ἰατροὺς δὲν προσέφευγεν, ἀρκούμενος εἰς ἅς ἐγνώριζε θεραπείας καὶ εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην πρὸς τὸν Θεόν.
Τὰ τελευταῖα 6 ἔτη τὸ μόνον ταξίδιόν του ἦτο ἀπὸ τοῦ σπηλαίου του μέχρι τοῦ ἰδικοῦ μου (εἰς 50 περίπου μέτρων ἀπόστασιν ἀλλὰ κρημνώδη) διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λειτουργίας.
Πολιτικὰς ἐφημερίδας δὲν ἀνεγίνωσκεν εἰ μὴ ἄν θέμα τι ἦτο ἐκ τῶν ἀπασχολούντων αὐτὸν θρησκευτικῶς. Ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν «πατρικῶν παραδόσεων», παρηκολούθει κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς «νεωτέρας κινήσεις», ἐλυπεῖτο καὶ ὤκτειρε τὴν κενότητα καὶ πτωχότητα τῶν καινοφανῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατεβίβασαν τὴν θειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης συναλλαγῆς. Ἐφρόνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Θεοῦ, αἱ σκοτειναὶ δνάμεις, ὁ κομμουνισμός, ὁ παπισμός, ὁ μασσωνισμός, αἱ αἱρέσεις καὶ ὅλα τὰ ἐφευρήματα τῶν δαιμόνων εἶναι καπνός, οὐδεμίαν ἔχουσι δύναμιν, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον οὕτω ἀντιμετωπίζονται.
Ἔχων καὶ ποιητικὸν χάρισμα, λαμβάνων ἄπειρα θέματα ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συνέτασσεν εἰς στίχους τὰ ἄγοντα εἰς θερμὴν κατάνυξιν, εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, εἰς ζῆλον τῆς Ορθοδοξίας, εἰς ἔπαινον τῆς ἀρετῆς, τὰ δάκρυα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν νηπτικὴν προσευήν, περιστατικὰ ἐκ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, ἐν γένει πᾶν ὅ,τι τρέφει ψυχὴν πεινῶσαν τὸν Θεόν. Ἐκ τούτων ἐξέδωσεν ἐσχάτως, διὰ βοηθειῶν, ὁ μαθητής του [Μοναχὸς Ἰωαννίκιος] ἕνα τόμον, κατὰ δὲ τοὺς εἰδότας τὴν γλῶσσαν, μόνον διὰ πνεύματος Θεοῦ ἠδύναντο νὰ ἐμπνευσθῶσι καὶ συνταχθῶσιν.
Βλ. ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. φ. 109/10.10.1969, σελ. 2, καὶ ἀριθ. φ. 110/1.11.1969, σελ. 2.
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ἐπίγραμμα
Ἄν ὁ νοῦς δὲν αἰωρεῖται
ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸν θάνατο,
πολὺ εὔκολα περιπλανιέται
στὰ κενόδοξα λόγια.
Κι ὅταν δὲν ἀναπαύεται
τὸ ἔλεος μέσα μας τῆς εἰρήνης,
θὰ βροῦμε πάντοτε ἀφορμὴ
γιὰ φιλονικεῖες καὶ πολέμους.
Κι ὅταν γιὰ τὴν αὐτοεπίγνωσι
δὲν ἔχουμε φροντίδα
διαλαλοῦμε πλέον πάντοτε
μόνο τὰ ξένα ἔργα.
Στὴν Θύρα τοῦ Ἐλέους
(Προσευχὴ πρὸς τὴν Θεομήτορα)
Παναγία Μητέρα καὶ Παρθένε,
ἐλπὶς τῆς ψυχῆς μου
σὺ εἶσαι ἡ μεσίτριά μου
στὸν ἐλεήμονα Θεό.
Ἐὰν δὲν εἶχε στοὺς οὐρανοὺς ὁ κόσμος
συγγένεια ἀπὸ τὴν γῆ
τότε ἤθελε ἐρημωθῆ ἡ ζωή,
ὅπως ἀκριβῶς ἕνα μνῆμα.
Ἐὰν δὲν ἤσουν ἐσὺ ἡ ἄνοιξις
τοῦ νοητοῦ αἰῶνος
θὰ ἦταν πάντοτε χειμώνας
κι ὁ ἥλιος δὲν θὰ χαμογελοῦσε.
Ἐὰν δὲν ἀνέτειλες ἐσὺ τὴν χαραυγὴ
στὸν κοιμισμένο κόσμο,
τότε ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου
θὰ ἦταν παντοτεινή.
Καὶ σήμερα, Πανάχραντε,
ποὺ ὅλοι ἀκολουθοῦμε τὸ κακό,
ἐὰν Σὺ δὲν προσευχηθῆς θερμὰ
μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Υἱός Σου.
Στεῖλε σημεῖα μετανοίας
στὸν ταραγμένο λαὸ
καὶ δυνάμωσέ μας τὴν πίστι
στὴν πλανεμένη μας ψυχή.
Λῦσε, Πανάμωμε Μητέρα,
τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας
καὶ δώρισε ὑπομονὴ
στοὺς βασανισμένους Χριστιανούς!
Βλ. Ὁ Βίος καὶ τὰ Ποιήματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, 1913-1960, Ρουμάνου ἡσυχαστοῦ στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, ἄ.χ. (1984), σελ. 68, 154-155.