Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ: Εὐαγγέλιο - Ἡ Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδος καί οἱ αἰρετικοί Μονοφυσίτες

 


Εὐαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. (Ε´14 – 19)

Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. Αμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. Ος ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.


Ἀπόδοση 

Σεις με το φωτεινόν σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είσθε το πνευματικόν φως της ανθρωπότητος. Οπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθή, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη, είτε το θέλετε είτε όχι, εις την αντίληψιν των ανθρώπων. Και όταν ανάπτουν λύχνον οι άνθρωποι, δεν τον θέτουν κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε να φωτίζη όλους εκείνους που ευρίσκονται μέσα στο σπίτι. Το φως λοιπόν (που επήρατε από εμέ και είναι τώρα ιδικόν σας) έτσι ας λάμψη εμπρός στους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιον, που έχει τέτοια ενάρετα τέκνα. Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταλύσω τον νόμον του Μωϋσέως η την διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα τηρήσω, να τα εκπληρώσω και να τα ολοκληρώσω εις ένα τέλειον νόμον. Διότι σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα, ότι έως ότου υπάρχη ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα η ένα κόμμα, δεν θα παραπέση από τον νόμον, μέχρι την στιγμήν που όλα θα επαληθεύσουν και θα πραγματοποιηθούν εις την ζωήν και το έργον μου. Εκείνος λοιπόν, που θα παραβή μίαν από τας εντολάς αυτάς, που φαίνονται μικραί και ασήμαντοι, και διδάξη έτσι τους ανθρώπους, θα ονμασθή ελάχιστος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως που θα αγωνισθή να τηρήση όλας τας εντολάς και διδάξη την τήρησιν αυτών και στους ανθρώπους, αυτός θα ανακηρυχθή μέγας εις την βασιλείαν των ουρανών.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα



Η Εκκλησία διαχρονικά προκαλείτο από διάφορους αιρετικούς. Τα προβλήματα που αυτοί προκαλούσαν, ως προβατόσχημοι λύκοι, καθώς και τα ζητήματα που προέκυπταν τα αντιμετώπιζε Συνοδικά. Διά των Συνόδων η Εκκλησία εξήγησε ό,τι ήταν ήδη παραδεδομένο από το Θεό -αλλά αμφισβητήθηκε από την αίρεση- και μάλιστα, κατα τρόπο που να μην επιδέχεται πλέον παρερμηνεία, ώστε οι πιστοί να γνωρίζουν επακριβώς την πίστη τους και έτσι, έχοντας ορθά θεολογικά κριτήρια, να μην παρασύρονται από τους κακοπροαίρετους αιρεσιάρχες. Το έτος 451 μ.Χ., λοιπόν, επί Αυτοκρατορίας του Αγίου Μαρκιανού και της Αγίας Πουλχερίας, συγκλήθηκε Σύνοδος από 630 Πατέρες στην Χαλκηδόνα (πόλη που βρίσκεται στις ακτές του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη), η οποία εκαλείτο να αντιμετωπίσει την αίρεση του μονοφυσιτισμού, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι απέβησαν οι αιρετικοί Ευτυχής και Διόσκορος. Η Σύνοδος του 451 αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία ως η Δ’ Οικουμενική.

Ο Ευτυχής

Ο Ευτυχής ήταν αρχιμανδρίτης και ηγείτο ενός μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη θεωρία του, στο ένα πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν υπάρχουν δύο φύσεις, αλλά μόνο μία, η Θεία, διότι δεν δεχόταν πως ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ως άνθρωπος, είχε ομοούσια φύση με την μητέρα του, την Κυρία Θεοτόκο. Το καίριο και κύριο αυτό δογματικό ολίσθημα ο Ευτυχής επιχειρούσε να δικαιολογήσει λέγοντας ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη Θεία του φύση. Έτσι ο Ευτυχής ακύρωνε το έργο της Θείας Οικονομίας.

Ως εκ τούτου, λοιπόν, ο Ευτυχής καθαιρέθηκε, από Ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκλήθηκε με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο τον Άγιο Φλαβιανό. Ο αιρεσιάρχης Ευτυχής, όμως, συνεργούντος του Χρυσαφίου, κατάφερε να πετύχει αποκατάστασή του με σύγκλιση μεγάλης συνόδου στήν Έφεσο, όπου αυτή τη φορά προήδρευε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος. Η σύνοδος αυτή έγινε το 449 και ονομάστηκε Ληστρική, λόγω των θλιβερών και αντιεκκλησιαστικών γεγονότων που σημειώθηκαν κατά την διάρκειά της.

Ο Διόσκορος

Ο Διόσκορος, σύμφωνα με τις πηγές, συντάχθηκε με τον αιρετικό Ευτυχή και μάλιστα προέβηκε σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να επικρατήσει η θεωρία του μονοφυσιτισμού. Η φράση που εκφώνησε «συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες», θα μείνει στην ιστορία. Ο Διόσκορος αποκατέστησε τον Ευτυχή και διακήρυξε τη θεολογική του συμφωνία με τον εν λόγω αιρεσιάρχη, εξάσκησε ψυχολογική βία και απείλησε με σωματική εξόντωση όσους θα τολμούσαν να διαφωνήσουν μαζί του, καθαίρεσε και φόνευσε τον Άγιο Φλαβιανό.

Η Σύνοδος του 451 μ. Χ.


Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός συγκάλεσε το 451 την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα με σκοπό την αντιμετώπιση της αίρεσης του μονοφυσιτισμού και των πρωταγωνιστών της λεγόμενης Ληστρικής συνόδου.
Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, λοιπόν, καθαιρέθηκε ο Ευτυχής και ο Διόσκορος και παράλληλα διατυπώθηκε ο περίφημος, πλέον, Όρος:
«Επόμενοι τοίνυν τοις Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την Θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εν δύ,ο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παρέδωκε Σύμβολον».

Τέλος οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμενική Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Άγιοι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η Πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Μετά δε την υπογραφή του Όρου, οι Θεοφόροι Πατέρες αναφώνησαν προς τον Αυτοκράτορα:
«Διά σου βεβαία η πίστις. Τους αιρετικούς συ εδίωξας. Νεστορίω καί Ευτυχεί ανάθεμα. Ανάθεμα και Διοσκόρω … Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα … τους αιρετικούς υμείς εξεβάλετε· Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα. Η Τριάς τους τρεις καθείλε· η Τριάς τους τρεις εξέβαλε».
Σημ: αρκετά χρόνια αργότερα, το 787, η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος αποκάλεσε τον Διόσκορο επίσης αιρετικό.

Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος.
 



Περισσότερες λεπτομέρειες για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο
Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου

Η Σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορεςΜαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας , στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας»,  με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.
Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχήΟικουμενική Σύνοδο αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι,  αν και έχει εκφραστεί η άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από 350.
 Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο Ανατόλιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο Πάπας Λεόντιος δεν παρευρέθη στη σύνοδο επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του Αττίλα.  Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν ο Μάξιμος Αντιοχείας, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, οι Πασχασίνος,Λουκίνσιος,  Βονιφάτιος  και Ιουλιανός, αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο Δορυλαίου Ευσέβιος και ο Θεοδώρητος Κύρου .

Οι διεργασίες και το έργο της Συνόδου

Η Σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το Διόσκορο για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου. Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε τους αναθεματισμένους επισκόπους της «Ληστρικής» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον ΑυτοκράτοραΘεοδόσιο Β΄. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «Όρος των Διαλλαγών» καθώς και «η χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν». Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων.

Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας οριστικά απέρριψε πως ο Ιησούς  Χριστός είναι «ψιλός» άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός). Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία υπόσταση. «Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων». Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε διοικητικά ζητήματα.

Ἡ Ὁσία Μακρίνα (19 Ἰουλίου)


 Ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας δέ γαλούχησε μόνο ἐξέχουσες φυσιογνωμίες, οἱ ὁποῖες προσέφεραν ὑπηρεσίες στήν Ἐκκλησία καί στά γράμματα. Γαλούχησε καί μία μεγάλη ὁσιακή μορφή, ἡ ὁποία μάλιστα ὑπῆρξε ἡ πρωτοπόρος τοῦ γυναικείου κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Εἶναι ἡ ὁσία Μακρίνα ἡ ἀδελφή τριῶν ἁγίων ἱεραρχῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου Νύσσης καί Πέτρου Σεβαστείας καί ἑνός ἁγίου ἀσκητοῦ, τοῦ Ναυκρατίου.

Ἡ ὁσία Μακρίνα γεννήθηκε τό 327 μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό ἀρχοντική γενεά. Ἦταν δέ ἡ πρωτότοκη κόρη τῆς πολυμελοῦς ἁγίας οἰκογένειας τοῦ ὀνομαστοῦ ρήτορα ἁγίου Βασιλείου τοῦ  Γέροντα καί τῆς εὐσεβέστατης καί φιλάνθρωπης Ἐμμέλειας. Οἱ εὐλογημένοι γονεῖς της ἀπέκτησαν δέκα παιδιά, ἀπό τά ὁποῖα ἐπέζησαν τά ἐννέα, τέσσερις γυιοί καί πέντε θυγατέρες. Ὁλόκληρη δέ ἡ οἰκογένεια καί ἡ ρίζα καί ὁ κορμός καί οἱ κλάδοι, εἶναι οἰκογένεια καί ἡ ρίζα καί ὁ κόρμος καί οἱ κλάδοι, εἶναι οἰκογένεια ἁγίων καί ἀποτελεῖ μοναδικό φαινόμενο στήν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἡ ἁγία μητέρα της, ἡ ὁποία ἦταν κόρη μάρτυρος, ἔδωσε στή Μακρίνα σπάνια χριστιανική διαπαιδαγώγηση. Ἐκείνη ὅμως που στάλαξε στήν ἁπαλή παιδική ψυχή της τά νάματα τῆς πίστεως, ἦταν ἡ γιαγιά της Μακρίνα (+340 μ.Χ.), ἡ μητέρα τοῦ πατέρα της. Ἐκείνη ἔγινε γιά τήν ἐγγονή Μακρίνα ἡ "πρεσβυτέρα" γιά τήν ἀρετή της. Αὐτή καί ὁ σύζυγός της ὑπέμειναν καρτερικά τό διωγμό τοῦ Μαξιμίνου (305-313 μ.Χ.) ζώντας μέ κακουχίες στά βουνά τοῦ Πόντου γιά μιά ἑπταετία καί τρεφόμενοι θαυματουργικά μέ ἐλάφια. Ἡ σοφή γιαγιά, ἀσφαλῶς, θά διέβλεπε πώς ἡ μικρή Μακρίνα ἔμελλε ν’ ἀποβεῖ «σκεῦος ἐκλογῆς».
Πράγματι. Ἡ Μακρίνα, μέσα στό ἅγιο αὐτό οἰκογενειακό περιβάλλον, ὡς καλή καί εὐλογημένη γῆ καρποφόρησε πλούσια καί ἀναδείχθηκε ἀντάξιος βλαστός τῶν ὁμολογητῶν προγόνων της καί τῶν ἁγίων γονέων της. Προόδευσε μάλιστα γρήγορα στήν ἐκμάθηση τῶν πρώτων γραμμάτων. Κατόπιν διδάχθηκε ἀπό τή λόγια μητέρα της, τίς Ἅγιες Γραφές, ἔχοντας ὡς καθημερινό ἐντρύφημά της, τή Σοφία Σολομῶντος καί τούς ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ.
Προικισμένη ἀπό τόν Θεό μέ τά μεγαλύτερα πνευματικά καί σωματικά χαρίσματα, ἰσχυρή διάνοια, ὀξυδέρκεια καί κυρίως σπάνιο καί ἐξαίσιο κάλλος, ἀκτινοβολοῦσε σάν ἕνα θαυμάσιο καλλιτέχνημα. Γιά τό λόγο αὐτό ἕνα μεγάλο πλῆθος εὐγενών νέων πολιορκοῦσε συνεχῶς τούς γονεῖς της, γιά νά τή νυμφευθοῦν. Ὁ πατέρας της συνετά σκεπτόμενος, τήν ἀρραβώνιασε, μόλις δωδεκάχρονη, μέ κάποιον νέον σώφρονα, πλούσιο καί ἐλεήμονα.
Οἱ βουλές ὅμως καί τά σχέδια τοῦ Θεοῦ ἀπέχουν πολύ ἀπό ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῶ ὅλοι ἀνέμεναν τήν ἐνηλικίωσή της γιά τήν τέλεση τῶν γάμων, ὁ μελλοντικός σύζυγός της προσβλήθηκε ξαφνικά ἀπό πυρετό καί ἀπεβίωσε. Ἡ νεαρή Μακρίνα «τετρωμένῃ τῷ θείῳ ἔρωτι» ἀπεφάσισε τότε ν’ ἀφιερώσει τή ζωή της στό Νυμφίο Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἡ ἀπόφασή της ἦταν τόσο σταθερή, πού ξεπέρασε τήν ἡλικία της. Ὅταν δέ οἱ γονεῖς της ἐπέμεναν νά νυμφευθεῖ ἄλλον νέο ἐκείνη ἀπαντοῦσε ὅτι, ὁ μνηστήρας της ἦταν ζωντανός γιά τόν Θεό καί ὅτι ὁ θάνατός του, μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, ἦταν προσωρινή ἀποδημία.
Στο ἑξῆς ἡ Μακρίνα προσκολλήθηκε κυριολεκτικά στή μητέρα της μή θέλοντας νά χωρισθεῖ ποτέ, οὔτε γιά μιά στιγμή, ἀπό κοντά της. Μοιράσθηκε μαζί της τίς πολλές οἰκιακές φροντίδες, προσπαθώντας νά τήν ἀνακουφίζει μέ τις ὑπηρεσίες της. Καί ἦταν πράγματι μία ἀλληλοπροσφορά ὡραία, πού γινόταν ἀπό τή μιά πρός τήν ἄλλη. Καθώς δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἰς τόν "βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης" γράφει: «ἡ μητέρα φρουροῦσε τήν ψυχή τῆς νέας, ἡ δέ κόρη φρόντιζε τό σῶμα τῆς μητέρας».
Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα της ἀπέμεινε χήρα, ἡ Μακρίνα στάθηκε κοντά της ἄγγελος παρηγορίας. Ἐπιφορτίσθηκε ἐπίσης τή διαχείρηση τῆς μεγάλης κτηματικῆς περιουσίας, τήν ὁποία κατεῖχαν στόν Πόντο, στήν Καππαδοκία καί στή Μικρή Ἀρμενία. Ἀνέλαβε ἀκόμη τήν ἀνατροφή τῶν ἀδελφῶν της καί κυρίως τοῦ μικροτέρου Πέτρου (349-392 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος γεννήθηκε, ὅταν ὁ πατέρας του ἄφησε γιά πάντα αὐτή τή ζωή. Ἡ Μακρίνα, τόσο μέ τό λόγο της ὅσο καί μέ τό παράδειγμά της, σμίλευσε τίς προσωπικότητες τῶν ἁγίων ἀδελφῶν της καί μετέπειτα Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκείνη ἐνέπευσε στίς ψυχές τους τήν ἀγάπη πρός τή μοναχική πολιτεία, ὑποδεικνύοντας τήν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς καί τό κενό τῆς ἀνθρώπινης δόξας. Αὐτή συνετέλεσε καθοριστικά στήν πνευματική πορεία τοῦ ἀδελφοῦ της Βασιλείου (329-379 μ.Χ.), μέ ἀποτέλεσμα ἡ Ἐκκλησία νά κερδίσει τόν Οὐρανοφάντορα Μέγα Βασίλειο.
Ὅλα τά ἀδέλφια της, ἀναμφισβήτητα, ἔτρεφαν ἀπεριόριστο σεβασμό καί ἀπέραντη ἀγάπη πρός τή "Μεγάλη". Ἔβλεπαν δέ στό πρόσωπό της «τή Διδάσκαλο» καί «τή μητέρα μετά τή μητέρα».
Ὅταν πλέον οἱ ἀδελφές της ἀποκαταστάθηκαν, οἱ ὁποῖες κατά τήν φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἦταν «ὁμόζυγες ἀζυγέες τε», ἡ Μακρίνα ἀποσύρθηκε ἀπό τήν τύρβη τοῦ κόσμου. Ἐγκαταστάθηκε μαζί μέ τούς οἰκείους της σ’ ἕνα οἰκογενειακό κτῆμα τοῦ Πόντου, ὀνομαζόμενο «Ἄννησοι» κοντά στόν Ἴρη ποταμό.
Ἡ εὐγενής κόρη ἵδρυσε ἐκεῖ Μοναστήρι, στό ὁποῖο καθιέρωσε Κοινοβιακό τρόπο ζωῆς, δηλαδή ἀπόλυτη ἰσότητα καί τάξη. Στό "Φροντιστήριο" αὐτό τῆς θείας φιλοσοφίας ἡ ὁσία Μακρίνα, ἀφοῦ ἀποδεσμεύθηκε ἀπό κάθε μέριμνα αὐτῆς τῆς ζωῆς καί ἐλευθερώθηκε ἀπ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα πάθη, πολιτευόταν σάν ἄγγελος ἐπάνω στή γῆ. Καί τόσο ὑψώθηκε στόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ξεπέρασε τήν ἀδυναμία τῆς γυναικείας φύσεως καί ἡ ζωή της ἔγινε «μεθόριος τῆς τε ἀνθρωπίνης καί τῆς ἀσωμάτου φύσεως». Ἔφθασε δέ στό ἀκρότατο ὅριο τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς καί ἐπέτυχε ἀπ’ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο τήν προσέγγισή της μέ τόν Θεό.
Ἐπιδόθηκε μάλιστα στήν ἀδιαλειπτη προσευχή καθώς καί στή βαθύτερη μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς μέχρι τῆς ἐποχῆς της θεολογικῆς γραμματείας.
Ὑπῆρξε δέ γιά ὅλη τήν ἀδελφότητα, ἡ ὁποία συνεχῶς αὐξανόταν, τό πρότυπο τῆς ὑψηλῆς φιλοσοφίας τῶν Θείων καί ἀνθρωπίνων ἰδανικῶν. Ἡ ὁσία Μακρίνα, σάν ἄριστη χειραγωγός, ὁδήγησε μέ σύνεση καί σοφία τό λογικό της ποίμνιο στά μονοπάτια τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί σάν φιλόστοργη μητέρα τό ἔθρεψε μέ τά ψυχοσωτήρια λόγια της.
Ὑπῆρξε ἀκόμη φωτεινό παράδειγμα ἔμπρακτης χριστιανικῆς ἀγάπης. Δαπάνησε ὁλόκληρη τήν περιουσία της σέ ἔργα εὐποιῒας. Δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό της τίποτε, παρά μόνο τό φθαρμένο ἔνδυμά της καί τά λειωμένα παπούτσια της. Ἀπόθεσε τά πάντα στό θησαυροφυλάκιο τοῦ Οὐρανοῦ.
Ἵδρυσε καί δεύτερο μοναστήρι, ὅπου διακονοῦσε πρόθυμα τούς ἀσθενεῖς καί τά ὀρφανά, παρεῖχε ἄσυλο στούς πτωχούς καί φρόντιζε γιά τή χριστιανική ἀνατροφή τῶν ἀνηλίκων. Ἔτσι, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀνέδειξε τίς Μονές της σέ σπουδαῖα πνευματικά κέντρα καί πρότυπα τῶν γυναικείων Μοναστηριῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐπάξια λοιπόν ἡ ὁσία Μακρίνα θεωρεῖται ὡς πρόδρομος τῆς ἐρήμου καί γεννεσιουργός τοῦ Ἀνατολικοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ.
Ἡ ὁσία Μακρίνα, ἐφ’ ὅσον ἔφερε μυστικά- μετά ἀπό θεϊκή ὑπόδειξη- τό ὄνομα τῆς πρωτομάρτυρος ἁγίας Θέκλας, ἐμπρόκειτο ὅπως ἐκείνη νά δοκιμασθεῖ στήν κάμινο τῶν θλίψεων. Ἀλλά καθώς εἶχε ὑπερβεῖ μέ τούς μοναχικούς ἀγῶνες της τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀντιμετώπισε μέ ἀξιοθαύμαστη γενναιότητα, ἀρχικά τόν αἰφνίδιο καί τραγικό θάνατο τοῦ 27 χρονου ἀδελφοῦ της Ναυκρατίου, ὁ ὁποῖος πνίγηκε ἐνῶ ψάρευε. Ἔπειτα ὑπέμεινε τόν ἀποχωρισμό τῆς μητέρας της, ἡ ὁποία πρίν ἀφήσει τήν τελευταία της πνοή, τήν εὐλόγησε ὡς τόν πρῶτο καρπό τῆς κοιλίας της. Δέχθηκε ἐπίσης μέ ἐγκαρτέρηση τήν πρόωρη κοίμηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (1 Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ.).
Τό Φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισκέφθηκε τήν ἀδελφή του ὁσία Μακρίνα. Εἶχε νά τήν ἰδεῖ περίπου δέκα χρόνια ἀλλά, πρός μεγάλη του λύπη τήν βρῆκε κατάκοιτη καί ὅμοια μέ λείψανο ἁγίου Μάρτυρα. Ἦταν ξαπλωμένη ὄχι ἐπάνω σέ κρεββάτι ἀλλά κατά γῆς ἐπάνω σέ μία σανίδα καί εἶχε ὡς προσκέφαλο της μία ἄλλη σανίδα πλάγια τοποθετημένη. Τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμήνευσε τό ὅραμα πού εἶχε ἰδεῖ κατά τή διαδρομή. Εἶχε ἱδεῖ, ὅτι κρατοῦσε λείψανα ἁγίων Μαρτύρων πού ἀκτινοβολοῦσαν καί εὐωδίαζαν.
Ἄν καί ὁ ὑψηλός πυρετός εἶχε καταμαράνει τό σῶμα της καί τό ὁδηγοῦσε στό θάνατο, τό πρόσωπό τῆς ὁσίας ἔλαμπε ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν πρόσωπο ἀγγέλου. Ὁ πόθος της γιά τήν ἔξοδο ἀπό αὐτην τή ζωή γινόταν διαρκῶς θερμότερος, διότι ἐγνώριζε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπρόκειτο νά συναντήσει τόν ποθητόν της Νυμφίο Χριστό. Κατόπιν, ἀνύψωσε τό ἐξαγνισμένο πνεῦμα της στόν οὐρανό καί ἄνοιξε ἕνα βαθύ φιλοσοφικό καί θεολογικό διάλογο, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέσωσε μέ τόν τίτλο «Μακρίνια». Μιλοῦσε σάν θεοφόρος γιά τήν ψυχή, τό θάνατο, τήν ἀνάσταση καί τήν αἰωνιότητα.
Μετά, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καί ἀφοῦ σχημάτισε τόν ἑαυτό της νεωροπρεπῶς, σφραγίζοντας μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τά μάτια της, τό στόμα της καί τήν καρδιά της, παρέδωσε τήν ἁγνή ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ, σέ ἡλικία 52 ἐτῶν. Οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί προπάντων οἱ κοπέλες, τίς ὁποῖες ἡ ὁσία εἶχε περιμαζέψει ἀπό τούς δρόμους στήν περίοδο τῆς πείνας, ἔκλαιγαν μέ λυγμούς, μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τό χωρισμό της.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἐπιχὠριος ἐπίσκοπος Ἀράξιος μέ ὅλο τό ἱερατεῖο του, ἀναρίθμητοι μοναχοί καί ἄπειρο πλῆθος ἀπό κοσμικούς πού κατέφθασαν, ὅλοι κρατώντας ἀναμμένες λαμπάδες, κήδεψαν μέ τιμές τό ἱερό σκήνωμα τῆς ὁσίας Μακρίνας στόν τάφο τῶν γονέων της, στά Ἄννησα. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τῆς ὁσίας Μακρίνας τήν 19η Ἰουλίου.


Βιβλιογραφία:
(Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης)
- Γρηγορίου Νύσσης Ἔργα, ΕΠΕ, ἔκδοση "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς"
Τόμος 9, Θεσσαλονίκη 1990, σελ.335-391. "Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης"
Τόμος 1, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.211-385. "Διάλογος περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λεγόμενος ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΙΑ"
- Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης
                  Ἐκδόσεις Ἰεράς Μονής Ἁγίων Πάντων Σπέτσαι 1986, Ἔκδοσις Β΄
- Μεγάλου Βασιλείου Ἅπαντα, Ἑλληνικός Ἐκδοτικός Ὀργανισμός,
                  Τόμος 1ος, Εἰσαγωγή
- Ἀρχιμ. Γεωργίου Ι. Δημοπούλου, Ἱεροκήρυκος
                  Ὁ Φωστήρ τῆς Καισαρείας "Ὁ Μέγας Βασίλειος"
                  Ἔκδοσις Ἕκτη, Ἀδελφ. Θεολ. "ὁ Σωτήρ". Ἀθῆναι-Αὔγουστος
                  1980
- Περιοδικόν ὁ «Χρυσόστομος», Ἔτος 1ον, περίοδος Β΄
                  Τεῦχος 10-11 τῆς 1-15 Σεπτεμβρίου 1935
                  "Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ". Μιχ. Ι. Γαλανοῦ, σελ.297-302
- π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α.: Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς
                  Ἐκκλησίας, Ἰούλιος, Ἐν Ἀθήναις, Καθολική Ἔκδοσις 1940, σελ.
                  158-161
- Α. Μαρτίνου: Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία
Τόμος 8ος, Ἀθῆναι 1966, σελ. 525-526, λῆμμα "Μακρίνα ὁσία"
- Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΥ"
                  Τόμος ΙΒ΄, Ἀθῆναι, σελ.865
- ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ "ΠΥΡΣΟΣ" Α.Ε.
                  Τόμος 16ος, σελ.548



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Σοφίας ἔρωτι, τὸν νοῦν πτερώσασα, κόσμου εὐπάθειαν, ἔμφρονως ἔλιπες, καὶ ἐνδιαίτημα τερπνὸν ἔγενου θείας ἀγάπης· σὺ γὰρ δι' ἀσκήσεως, καὶ ἠθῶν τελειότητας, νύμφη ἔχρηματισας, τοῦ Σωτῆρος περίδοξος· ὦ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων χαίροις Μακρίνα θεοφόρε.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ’.

Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μακρίνα τὸ πνεῦμά σου. 

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Η ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΛΥΓΙΖΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

 



Αυτός ο λόγος μου απευθύνεται και στους άνδρες και στις γυναίκες. Κάμψε τα γόνατά σου, στέναξε, παρακάλεσε τον Κύριο να σου δείξη ευσπλαχνία˙ περισσότερο συγκινείται κατά την διάρκεια των νυκτερινών προσευχών, όταν τον καιρό της αναπαύσεως εσύ τον κάνεις καιρό θρήνων. Θυμήσου ποια λόγια έλεγε ο βασιλιάς: “ Εκοπίασα με τους στεναγμούς μου. Θα λούσω κάθε νύκτα το κρεβάτι μου με δάκρυα και το στρώμα μου θα το πλημμυρίσω με τα δάκρυα μου” (Ψαλμ.6,7). Όση απολαυστική ζωή και αν κάνης, δεν είναι τόσο απολαυστική όσο η ζωή εκείνου. Όσο πλούσιος και αν είσαι, δεν είσαι πιο πλούσιος από τον Δαυίδ.
Και πάλι ο ίδιος λέγει: “Μέσα στα μεσάνυχτα σηκωνόμουν για να εξομολογηθώ μπροστά στην δικαιοσύνη σου τα κρίματά μου” (Ψαλμ. 118,62). Την ώρα εκείνη δεν ενοχλεί η κενοδοξία˙ διότι πώς μπορεί να γίνη αυτό την ώρα που όλοι κοιμούνται και δεν βλέπουν; την ώρα εκείνη δεν μας επιτίθεται η αδιαφορία και το χασμουρητό˙ διότι πώς μπορεί να γίνη αυτό τη στιγμή που η ψυχή διεγείρεται από τόσα πολλά; Μετά από τις παννυχίδες αυτού του είδους και ο ύπνος είναι γλυκύς και αποκαλύψεις γίνονται θαυμάσιες


ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ (18 Ίουλίου)




Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361), περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον άγιο Κωνσταντίνο τον Μέγα καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους πιστούς στην υπόθεση του σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν το λαό να συμμορφωθεί. Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για το σκοπό αυτό στο Δορόστολο (σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας), πρωτεύουσα της Σκυθίας. Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους χριστιανούς, άλλα και σε εκείνους που θα απέφευγαν να τους καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι τρομοκρατημένοι φώναξαν ότι δεν υπήρχαν χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος πήρε τότε μέρος σε μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.

Ενώ όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μη υποφέροντας άλλο την προσβολή απέναντι στον αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στο ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα τα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς πάνω στους οποίους είχαν αποτεθεί οι προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις σπονδές και έφυγε απαρατήρητος. Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν ένα χωρικό που γύριζε από το χωράφι και τον έσυραν στο πραιτώριο κτυπώντας τον με βέργες. Μπροστά στο θέαμα αυτό και μη υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνως ότι εκείνος ήταν ο δράστης. Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή, οι στρατιώτες τον οδήγησαν στον Καπιτωλίνο. Μο όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής του ζήτησε να πει ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Ο Αιμιλιανός αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτοχρόνως ελεύθερος και δούλος -δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα-, προσέθεσε: «Είναι η αγάπη του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξοάνων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να λατρεύουμε τα άλογα οντά και να προσκυνούμε τα έργα των χεριών μας, απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στο μόνο Θεό και Δημιουργό μας». «Άσε τις ρητορείες! Έσυ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;» ρώτησε ο δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη αυτή, την όποια θεωρούσε την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στην γη· και καθώς ο άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από την άλλη και τον κτύπησαν στο στήθος. Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του επάρχου της πόλεως, Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος δήλωσε ότι η ευγενική καταγωγή του δεν αποτελούσε καμμία δικαιολογία και δεν θα τον γλύτωνε από την τιμωρία. Ο άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπιση του οποιοδήποτε ελαφρυντικό· ζήτησε απεναντίας να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο στέφανο. Ο Καπιτωλίνος εξοργισμένος τον καταδίκασε τότε να θανατωθεί στην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο σε χρυσό.

Οι στρατιώτες πήραν αμέσως τον άγιο και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες απομακρύνθηκαν από το σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που απανθρακώθηκαν, ενώ ο άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως οι άγιοι Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνας. Έκανε το σημείο του σταυρού και, αφού εναπόθεσε τη ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στη χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσέβειας (18 Ιουλίου 362).

Η σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να πάρει το σκήνωμα του αγίου μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για να το κηδεύσουν στην Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο.
(ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΙΟΥΛΙΟΣ), Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ σ. 189-191).

Πηγή: www.diakonima.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς προσφορὰ καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον, διὰ πυρὸς προσενέχθεις τῷ Δεσπότῃ, τοὶς ὄμβροις τῶν χαρίτων σου εὐφραίνεις νῦν ἠμᾶς, πῦρ γὰρ τὸ οὐράνιον, τὴ ψυχὴ περιφερών, ὥσπερ αὔραν ἔφερες, τὴν κατάφλεξιν Μάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πάντοτε φρουρείν, τοὺς σὲ τιμώντας, Αἰμιλιανὲ ἔνδοξε.



 

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ (17 Ἰουλίου)


Γέννηση και ανατροφή

Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της άνηκαν στην ανώτερη
τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν δε Αιδέσιος.
Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα.


Ασπάζεται την χριστιανική πίστη

Φαίνεται ότι η γυναίκα στην οποία ο Αιδέσιος είχε εμπιστευτεί την ανατροφή της κόρης του ήταν χριστιανή. Έτσι και η μικρή Μαρίνα γαλουχήθηκε νωρίς στη νέα πίστη του Χριστού. Και σε ηλικία 12 ετών
έλαβε το Βάπτισμα και συγκαταριθμήθηκε ως μέλος στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου. Με αμείωτο ενδιαφέρον ποθούσε να μάθει καθετί πού είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Κι όλα αυτά δημιούργησαν
μέσα της την ιερή επιθυμία να μαρτυρήσει, για το Σωτήρα και Λυτρωτή της, αν Εκείνος τη θεωρούσε ποτέ άξια για κάτι τέτοιο.
O πατέρας της Αιδέσιος όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή, τυφλωμένος από το φανατισμό της ειδωλολατρικής θρησκείας του, μίσησε το ίδιο το σπλάχνο του και αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του.

Το άνομο σχέδιο του επάρχου

Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό. Ο έπαρχος όμως Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την
πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρύζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς
καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του.
Η νεαρή χριστιανή παρέμεινε σιωπηλή, ενώ μέσα της προσευχόταν θερμά, ζητώντας από τον Θεό να τη στηρίξει και να τη φωτίσει ώστε να φερθεί καθώς αρμόζει στις αφιερωμένες σ’ Εκείνον ψυχές.
Στην επιμονή του Ολυβρίου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πώς είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο,
έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού.

Αρχίζουν τα μαρτύρια της Αγίας

Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί τον γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυόμενη
από τον Κύριο, στον όποιο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική
της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα!
Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο
το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις.

Ο έπαρχος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι στρατιώτες τη μαστίγωση και να την οδηγήσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι ίσως μετά απ’ αυτό να συνετισθεί η Μαρίνα και ν’ αλλάξει στάση.
Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, καταξέσχισαν
τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή
και φροντίδα.

Πειράζεται από το μισόκαλο διάβολο

Ο φθονερός διάβολος θέλησε να δοκιμάσει να κάμψει ο ίδιος την Αγία. Έτσι λοιπόν πήρε ο ίδιος τη μορφή μεγάλου και φοβερού δράκοντος (φιδιού) και πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στη Μαρίνα.
Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, σύρριξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση,
επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της.
Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν
η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε
Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους και νικητήρια στον Θεό.

Ο διάβολος μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο κατάμαυρο, με τρομερή και κακάσχημη εμφάνιση, σαν μαύρου σκυλιού. Η Μαρίνα όμως, στερεωμένη όσο ποτέ στην πίστη, τον άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ ένα
σφυρί πού ήταν κάπου εκεί ξεχασμένο, τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και στη ράχη και τον ταπείνωσε εντελώς. Και ενώ η μεγαλομάρτυς άρχισε και πάλι να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, ο διάβολος,
σκοτεινός και άσχημος όρμησε εναντίον της και κραυγάζοντας την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν σταματούσε να προσεύχεται.
Και η αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε.

Βλέπει ουράνιες οπτασίες

Μετά από αυτό δυνατό φως καταύγασε το σκοτεινό χώρο της φυλακής της, πού έβγαινε από ένα Σταυρό, του οποίου η κορυφή υψωνόταν στον ουρανό. Πάνω από το Σταυρό πετούσε κυκλικά ένα περιστέρι
καθαρό και άμωμο. Ο συναξαριστής της αγίας Μαρίνας δίνει και την εξήγηση των συμβολισμών του οράματος: Όλα αυτά σήμαιναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το φώς, τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός,
τον εσταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα.

Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό.
Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης
και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου».
Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι.

Σκληρότερα μαρτύρια και το μακάριο τέλος

Ο έπαρχος Ολύβριος βλέποντας την υγιής προσπάθησε με κολακείες να την μεταπείσει όμως μάταια. Το μένος του επάρχου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γεμάτος λοιπόν θυμό δίνει εντολή να
γυμνώσουν τη μάρτυρα, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να καίνε με λαμπάδες το σώμα της.
Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει
από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας ἐγένετο καί ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη περιστερά ἐπάνω του ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τό στόμα
στέφανον. Αὐτήν τήν ὥρα ἐφάνη καί ὁ πύρινος στύλος, ἐπάνω δέ τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα τον
Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Εἰρήνη σέ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καί λάβε ἀπό τή δεξιά τοῦ Ὑψίστου αὐτό τό
οὐράνιο στεφάνι».

Λέγοντας αυτά η θεϊκή περιστερά, πέταξε και κάθισε πάνω σ’ εκείνο το Σταυρό και απευθυνόμενη προς τη μεγαλομάρτυρα είπε δυνατά, έτσι πού ν’ ακούνε όλοι: «Έλα, Μαρίνα, στις άνω μονές του
Παραδείσου, για ν’ απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου, να χαίρεσαι μαζί με τους αγίους και να αναπαύεσαι αιώνια».
Η φωνή αυτή πού ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό.
Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό.

Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. Στην ουσία όμως,
έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία
φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «ἐκκόψαν τήν κεφαλήν της, περιέβαλεν αὐτήν μέ τόν ἀδαμάντινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου».

Τα ιερά λείψανά της

Μετά τον διά του ξίφους θάνατο της οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές πού αρμόζουν στους μάρτυρες της πίστεως.
Άγνωστο πότε ακριβώς μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, εφόσον είναι αληθινή η πληροφορία ότι το έτος 1230 σταυροφόροι της Δύσεως μετέφεραν τα λείψανα αυτά από την πρωτεύουσα του
Βυζαντίου στη Βενετία, γεγονός πού οι Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν στις 17 Ιουλίου .
Η καλλιπάρθενος αγία Μαρίνα θεωρείται προστάτης των παιδιών και μάλιστα ειδική για τη θεραπεία όσων απ’ αυτά είναι άρρωστα και καχεκτικά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τόν συνάναρχον Λόγον.

Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος, τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.




Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (15 Ἰουλίου)

 


Η εκκλησία μας τιμά την ήμερα αυτή ένα νήπιο τριών χρονών! 

Ναι, έναν άγιο, που αγίασε στην νηπιακή ηλικία του («Νηπιάζοντι σώματι και τελειοτάτω Μάρτυς φρονήματι, τον άρχέκακον κατέβαλες…», ψάλλει στον «Ορθρον ή Εκκλησία).

Πρόκειται για τον «Αγιο Μάρτυρα Κήρυκο, που συνεορτάζεται με την επίσης Αγία Μητέρα του Ίουλίττα. Κι όταν γιορτάζει η Εκκλησία έναν «Αγιο, δεν είναι μόνον για να τιμήσει την μνήμη του, οΰτε μόνο για να παρακαλέσει όπως μεσιτεύσει στην ‘Αγία Τριάδα υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ νεκρών και ζώντων. Ή εορτή έχει επίσης σκοπόν να προβάλει στους πιστούς ένα υπόδειγμα βίου, ένα πρότυπο ζωής. Γι’αυτό μας υπενθυμίζει τον Βίο και την Πολιτεία του και μας παρακινεί στην μίμησή του, αφού πρότυπο όλων των Αγίων είναι και ήταν πάντοτε ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.


«Δεύτε και θεάσασθε άπαντες ξένον θέαμα και παράδοξον. Τις έώρακε νήπιον, τριετή όντα, τύραννον αίσχύναντα;».
Αυτή είναι η αρχή από το Δοξαστικόν (του Εσπερινού) για τον «Αγιο Κήρυκο και σε σύγχρονη γλώσσα θέλει να πει:
«Ελάτε να δήτε ένα παράδοξο καί ασυνήθιστο θέαμα. Ποιος είδε ένα νήπιο τριών χρονών να ντροπιάζη τύραννο;».
Και είναι αλήθεια ότι το μικρό νήπιο μπόρεσε να ντροπιάση τον Ρωμαίο Τύραννο της Ταρσού με την πίστη του στον Χριστό. Καλύτερα όμως να δοϋμε τι γράφει το Συναξάρι του αγιασμένου αύτοΰ ζευγαριού — μητέρας και παιδιού — που αρχίζει με τους στίχους:
«Ίουλίττα σύναθλος υίώ Κηρύκω η λαιμότμητος τω κάραν τεθλασμένω…».
Σέ σημερινή άπόδοσι σημαίνει:
«Ή Ίουλίττα υπήρξε συναθλήτρια με τον γιο της Κήρυκο, εκείνη, πού της έκοψαν τον λαιμό, με εκείνον, πού του έσπασαν το κρανίο του…».
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι (βιογραφία) ότι ή Αγία Ίουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς «Ασίας και έζησε στην εποχή του αυτοκράτορας Διοκλητιανου, πού ήταν μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, γύρω στο τέλος του τρίτου αιώνος. Επειδή όμως γίνονταν φοβεροί διωγμοί εναντίον εκείνων, πού πίστευαν στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πήρε το γιο της Κήρυκο, πού ήταν τότε τριών χρονών και πήγε για περισσότερη ασφάλεια στην πόλι Σελεύκεια. «Αλλά κι’ έκεί τα ίδια και χειρότερα γίνονταν είς βάρος των πιστών. Φυλακίσεις, βασανιστήρια, θανατώσεις τρομερές, κατασχέσεις και άλλα φρικτά και απαίσια. Οι Χριστιανοί αναγκάζονταν να κρύβωνται και να συναντιούνται μυστικά, για να τελέσουν την θεία Λειτουργία (ενώ σήμερα, πού γίνεται ελεύθερα παντού, πολλοί Χριστιανοί αδιαφορούν και δεν πηγαίνουν να προσευχηθούν μαζί και να κοινωνήσουν τα θεια και άχραντα Μυστήρια…). «Ετσι αναγκάστηκε να φύγη κι από κεί και να πάη στην Ταρσό της Κιλικίας, πού βρίσκεται και αυτή στην Μ. Ασία.
Την πόλι εκείνη την διοικούσε τότε ένας πολύ σκληρός και άγριος ηγεμόνας, πού τον έλεγαν Αλέξανδρο. Και ήταν φοβερός και μαυρόψυχος για τους Χριστιανούς, πού τους κυνηγούσε μέρα και νύχτα και τους δίκαζε ό ίδιος με αυστηρότητα και μεγάλη εχθρότητα. Τους βασάνιζε με μύριους τρόπους και προσπαθούσε να τους άναγκάση να αρνηθούν τον Χριστό.
Μια μέρα οί στρατιώτες του συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς και την Ιουλίττα με τον μικρό γιο στην αγκαλιά και τους παρουσίασαν στον Αλέξανδρο. Εκείνος διέταξε αμέσως να τους ρίξουν όλους στα υπόγεια των φυλακών και να τους βασανίσουν, μέχρι πού ν’ αρνηθούν τον Κύριο και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Καθώς κοίταγε όμως τους αλυσοδεμένους Χριστιανούς, του έκανε έντύπωσι ή νεαρή Ιουλίττα, με τον Κήρυκο στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και την άλλη μέρα, πού κάθισε στον δικαστικό θρόνο για να κρίνη τους συλληφθέντες, θέλησε να έκμεταλλευθή την μητρική άγάπη της Ίουλίττας.
— Φέρτε μου αυτήν με το παιδί, διέταξε.
Αμέσως έτρεξαν οι φρουροί και ώδήγησαν μπροστά του την πιστή Ίουλίττα, πού κρατούσε πάντα τον Κήρυκο στην αγκαλιά της. Ηταν άγρυπνη, ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη καϊ αίματωμένη από τους ξυλοδαρμούς και τα αλλά βασανιστήρια. Το θάρρος της όμως παρέμενε άκμαίο και ή πίστη της φλογερή και αδάμαστη.
Ό τύραννος της μίλησε φιλικά και ήρεμα, για νά τήν καλοπιάση και να της άλλάξη την γνώμη. Να την συγκίνηση και να την κάνη να λυπηθή το παιδί της και να θυσιάση στα είδωλα.
— Είναι κρίμα να χαθήτε και οι δυο σας, είπε. Γιατί, αν δεν προσκυνήσετε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα, σας περιμένουν πολλά βασανιστήρια και φοβερός θάνατος.
— Δεν είναι κρίμα, καθώς λες Αρχοντα της Ταρσου, να ύποφέρη κανείς και να θανατώνεται για την αγάπη, του αληθινού Θεού, που είναι ό Χριστός και όχι τα άψυχα είδωλα σας. Αντίθετα είναι τιμή μεγάλη και ευτυχία αιώνια. Μη προσπαθής να μου άλλάξης την γνώμη. Ή πίστις μου αξίζει πιο πολύ απ όλα και από την ίδια την ζωή.
Ό  Αλέξανδρος θαύμασε το θάρρος της βασανισμένης Ίουλίττας, αλλά και θύμωσε ταυτόχρονα για την άρνησή της. ΄Εμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος και ύστερα πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του τον μικρό Κήρυκο, με σκοπό να τον προσελκύση με το μέρος του και με τον τρόπο αυτό να λυγίση την αποφασιστικότητα της μητέρας του.
— Και καλά εσύ, είπε πάλι με συγκρατημένη οργή ό Αλέξανδρος, μπορεί να θέλης να βασανισθής και να πεθάνης. Το αθώο αυτό παιδί, ό γιος σου ό μονάκριβος, γιατί να χαθή άδικα; «Ε; Τί λες κι’ εσύ μικρέ μου; θέλεις να πεθάνης για τον Χριστό;
Ό Κήρυκος όλη αυτήν την ώρα, πού τον κρατούσε στα χέρια του ό ηγεμόνας, του είχε γυρίσει το πρόσωπο και κοίταζε συνεχώς την μητέρα του, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα το όνομα του Χρίστου.
— Χριστέ μου, έλέησον! Χριστέ μου, έλέησον!
Γιατί ή πιστή μητέρα του, σαν όλες τις αληθινές Χριστιανές, είχε συμβουλέψει τον μικρό Κήρυκο ν’ αγαπά με όλη του την καρδιά τον Κύριο και ποτέ, μα ποτέ, να μη τον άρνηθή. Ακόμα τον είχε διδάξει σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του να προσεύχεται θερμά καϊ να επικαλείται το όνομα του Κυρίου Ίησου Χρίστου. (Αύτη είναι ή παντοδύναμη έπίκλησι «Κύριε Ίησου Χριστέ, Υιέ του θεού, έλέησον με», ή γνωστή με το όνομα «νοερά η καρδιακή προσευχή», πού γίνεται με την καρδιά κι όχι με το στόμα και είναι από τα πιο ισχυρά πνευματικά όπλα του Χριστιανού).
— Λοιπόν; Δεν μιλάς, μικρέ; ξαναρώτησε ό Αλέξανδρος.
Και τότε, ό τρίχρονος Κήρυκος, πού καταλάβαινε ολην αυτήν την δραματική σύγκρουση για την πίστη, ανάμεσα στα δαιμόνια των ειδώλων και την χάρη του Κυρίου, έσφιξε τις μικρές γροθιές του και με όλη του την δύναμι κλώτσησε στην κοιλιά τον ηγεμόνα, για να του δείξη ποιά ήταν ή άπάντηση του. Εκείνος όργίσθηκε φοβερά, εξαγριώθηκε κι’ όπως κρατούσε τον μικρό Κήρυκο στα χέρια τον πέταξε με μανία πάνω στα μαρμαρένια σκαλιά του θρόνου του. Τόσο ισχυρή ήταν ή πτώση, πού το κρανίο του παιδιού τσακίστηκε κι έβαψε με το αίμα του τα σκαλιά του τυράννου, ενώ την ίδια στιγμή οί άγγελοι επήραν την άγια ψυχή του και την οδήγησαν στον Κύριο των Δυνάμεων, από τον όποιον έλαβε και τον δοξασμένο στέφανο του Αγίου Μάρτυρος της Πίστεως.
— Δόξα σε Σένα, Κύριε, φώναξε με άγαλλίαση ή Ίουλίττα. Σ’ ευχαριστώ πού πήρες το παιδί μου κοντά Σου!
Αξίωσε με να ‘ρθώ κι’ εγώ στην αιώνια βασιλεία Σου!
Ή καλή μητέρα δεν κλονίστηκε από την τραγική αύτη σκηνή, πού είδε με τα μάτια της και ήταν ευχαριστημένη και υπερήφανη, πού το παιδί της δεν αρνήθηκε τον Χριστό, άλλα κέρδισε την αιώνια ευτυχία. Αντίθετα ό  Αλέξανδρος ταράχτηκε πολύ και ένοιωσε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος, πού ένα νήπιο τριών χρονών τον περιφρόνησε τόσο και αυτόν και την εξουσία του. Διέταξε λοιπόν να πάρουν την Ίουλίττα στις φυλακές και να την βασανίσουν και πάλι, χωρίς κανένα έλεος.
— Πάρτε την! Βασανίστε την! ούρλιαξε ό ηγεμόνας.
Κι όπως την έσερναν οι φρουροί, εκείνη φώναζε δυνατά:
— Χριστιανή είμαι! Χριστιανή ! Και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ τον Κύριο μου Ίησού Χριστό, τον αληθινό Θεό!
Της έκαναν πολλά βασανιστήρια και μαρτύρια οι δήμιοι των φυλακών. Εκείνη όμως έμεινε πιστή «άχρι θανάτου» και ούτε μια φορά δεν λύγισε. Στό τέλος, με διαταγή του Αλεξάνδρου, την αποκεφάλισαν και ή μαρτυρική και Άγια μητέρα του Αγίου Κηρύκου παρέδωσε την ψυχή της στον ΘΕΟ, που την στεφάνωσε κι’ εκείνη με το αμάραντο στεφάνι της Άγιας Μάρτυρος. Ηταν το έτος 269, μήνας Ιούλιος, ακριβώς ή δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.

Πηγή το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου »ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ»
Εκδόσεις »Ορθοδόξου Τύπου»


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χρίστου Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῶ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστοὺ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες. τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλᾶς τῶν τυρράνων καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοίς, ἀγαλλιώνται. Χριστῷ παριστάμενοι.


Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Ὁ Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (14 Ἰουνίου)


Για τον Άγιο Νικόδημο τρέφουμε οι ορθόδοξοι Έλληνες μεγάλο θαυμασμό και βαθειά ευγνωμοσύνη. Η απόπειρα απόδοσης Βίου, «Συναξαρίου», του συγγραφέα του «Μεγάλου Συναξαριστού», ξεπερνάει τη συνηθισμένη μας τόλμη, αλλά όχι και το χρέος να εκφράσουμε σε λίγες έστω γραμμές απέραντη τιμή γι’ αυτόν τον νέο Άγιο, που φώτισε το πιο βαθύ σκοτάδι των τελευταίων χρόνων της σκλαβιάς του γένους μας.

Γεννήθηκε στη Νάξο στα 1749, από γονείς καλλιεργημένους και πλούσιους. Πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ικανότητα στα γράμματα και σπάνια φιλομάθεια. Στα 1765, σε ηλικία 16 ετών, ο Νικόλαος Καλλιβούρτσης, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Αγίου, αποστέλλεται από τον Επίσκοπο του νησιού τουστην περίφημη Σχολή της Σμύρνης να σπουδάσει. Μένει στη Σχολή πέντε χρόνια, όπου φανερώνει ασυνήθιστα πνευματικά χαρίσματα και υπέροχο ήθος.

Από αυτά τα εφηβικά του χρόνια μεταφέρουμε λίγα, απ’ όσα διέσωσαν οι βιογράφοι του, όσο για να γνωρίσουμε την αξιοθαύμαστη βιοτή ενός γεννημένου στη σκλαβιά Έλληνα σπουδαστή, που αναδείχτηκε φάρος παιδείας και αγιότητας και πλούτισε τη νεότερη Ελλαδική Εκκλησία με έργα Ορθοδόξου πίστεως και πνευματικής οικοδομής ανεκτίμητα.

Στη Σχολή, γράφουν, προκάλεσε την έκπληξη και το θαυμασμό δασκάλων και συμμαθητών για τηνεξαιρετική μνήμη, τη φωτεινή κρίση και το λαμπρό ήθος, τον ονομάζουν «εξαίσιον θαύμα της εποχής». Είχε συσπουδαστές τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ’ και Γρηγόριο τον Ε’ και άλλους άνδρες επισημότατους, οι οποίοι αναδείχτηκαν Ιεράρχες και Λογάδες, Δάσκαλοι του Γένους στα χρόνια του Ελληνικού Διαφωτισμού. Γνώριζε απ’ έξω όχι μόνον τις φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και στρατιωτικές ακόμη πραγματείες, αλλά και όλους τους ποιητές, τους ιστορικούς, παλαιούς και νέους, Έλληνες και Λατίνους, καθώς και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων. Έφτανε να διαβάσει ένα βιβλίο μία φορά και να το θυμάται σ’ όλη τη ζωή του.
Συνδύαζε όμως με τη διπλή του σοφία, την εσωτερική και την εξωτερική, την «θύραθεν», τόση ταπείνωση, μετριοφροσύνη, προσήνεια και αγάπη προς τους συμμαθητές του, μαζί με σεβασμό προς τους δασκάλους του, ώστε να είναι ιδιαίτερα αξιαγάπητος και ν’ αποκαλείται «παμπόθητος». Κι αυτές ακόμη τις υπερήφανες ψυχές, γράφουν, η ταπείνωσή του τις μετέτρεπε σε μετριόφρονες. Δεν προκαλούσε το φθόνο, παρόλο που αρκεί κανείς να είναι σοφός για να γίνει μισητός, γιατί δεν είχε καμία έπαρση για την πνευματική του υπεροχή. Δεν πλήγωνε τη φιλοτιμία των κατωτέρων του. Πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, να διασαφηνίσει τα δυσνόητα, με αδελφική αγάπη και εγκάρδια απλότητα.

Σπουδαστής και γίνεται δάσκαλος περιζήτητος στα αρχοντικά της Σμύρνης. Στο οικοτροφείο της Σχολής οι συσπουδαστές επιδιώκουν να τον αναπληρώνουν από τις «αναλογούσες υπηρεσίες» του για να έχει χρόνο να τους βοηθεί στα μαθήματα.

Στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πέρα από τα εγκύκλια μαθήματα «θεολογικής στοιχειώσεως» και «σπανίας αρχαιομάθειας», μαθαίνει στην εντέλεια τη Λατινική, την Ιταλική και τη Γαλλική. Ο Διευθυντής της Σχολής, μεγάλης αρετής, Ιερόθεος Βουλισμάς, λίγο αργότερα, του γράφει: «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω άλλον ωσάν σε εις την προκοπήν».

Άλλος όμως είναι ο βαθύτερος πόθος της τόσο προικισμένης αυτής διάνοιας και ο δρόμος που ετοίμαζε ο Θεός για τον νεαρό Νικόλαο.

Στα 1775 έρχεται στο Άγιο Όρος, κείρεται μοναχός με το όνομα Νικόδημος και ψηφίζεται αναγνώστης και γραμματικός της Ι. Μονής Διονυσίου. Από το Όρος αλληλογραφεί με τον Γρηγόριο τον Ε΄ και τον μεγάλο Διδάσκαλο του Γένους Αθανάσιο τον Πάριο.

Ακολουθούν χρόνια μεγάλων ασκητικών αγώνων, περιπετειών, μόχθων, αλλά και εξαιρετικά σημαντικού, ανεκτίμητου ακόμη και σήμερα, συγγραφικού και εκδοτικού έργου. Χαρακτηριστικό της καταπληκτικής μνήμης του και γνώσεως των εκκλησιαστικών κειμένων είναι το περιστατικό που διέσωσε ο Μωραϊτίδης στο βιβλίο του «Με του βορηά τα κύματα»:

Μέγα Σάββατο και πήγε ο διδάσκαλος (έτσι τον αποκαλούσαν οι συμμοναστές του) στον περιώνυμο Ναό του Πρωτάτου να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Τότε συνεννοήθηκαν ο τυπικάρης και ο αναγνώστης να κρύψουν τα Μηναία και προσποιούμενοι ότι δεν τα βρίσκουν ν’ αναγκάσουν τον Όσιο να πει από στήθους τις Προφητείες. Πράγματι, την ώρα των Αναγνωσμάτων δημιουργήθηκε θόρυβος στους χορούς από την έλλειψη των βιβλίων και ήρθαν οι διακονητές και τον παρακάλεσαν ν’ αρχίσει τις προφητείες για να μην υπάρχει χασμωδία. Απήγγειλε επί μία ώρα 15 Προφητείες του Μ. Σαββάτου και οι διακονητές παρακολουθούσαν κρυφά από μέσα την ακρίβεια των απαγγελλομένων. Όλοι θαύμαζαν, ενώ ο ίδιος ούτε κατάλαβε, ούτε θεώρησε ότι έκανε κάτι σπουδαίο…

Συνέγραψε πάνω από 100 έργα, μοναδικό πνευματικό θησαύρισμα ορθοδόξου παραδόσεως, απαύγασμα της εξαιρετικής μορφώσεως και πνευματικής καλλιεργείας του, μέσα σε πειρασμούς, κατηγορίες και ακαταπόνητες προσπάθειες, στα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Γνωστότερα έργα:«Φιλοκαλία», το πρώτο που εκδόθηκε (Βενετία 1782), «Περί της συνεχούς θείας μεταλήψεως», «Ευεργετινός», «Αόρατος Πόλεμος», «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Νέον εκλόγιον», «Πηδάλιον», «Νέον Θεοτοκάριον», «Χρηστοήθεια», «Κήπος Χαρίτων», «Νέος Συναξαριστής», «Εορτοδρόμιον», «Νέα Κλίμαξ», και πολλά άλλα. Αριστούργημα, και μάλιστα της νεανικής του ηλικίας, θεωρείται το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον». Έργο εντελώς πρωτότυπο, το έγραψε χωρίς κανένα βοήθημα στην Σκυροπούλα, κυριολεκτικά από στήθους, με πλήθος αγιογραφικές και φιλοσοφικές παραπομπές, όπου αναπτύσσει την υπέροχη ηθική ανθρωπολογία του.
Από την «τελευταία σημείωση» στο συμπέρασμα αυτού του βιβλίου ενδεικτικά αντιγράφουμε: «Πολλά εκοπίασαν τα Λύκεια του Αριστοτέλους και αι Ακαδημίαι του Πλάτωνος και αι Στοαί του Χρυσίππου και οι κήποι του Επικούρου και Μητροδώρου, τα σχολεία του Σωκράτους και Μουρατόρου και απλώς όλα τα μουσεία των ηθικών φιλοσόφων, τόσον των παλαιών, όσον και των νεωτέρων, διά να εύρωσιν εις ποία πράγματα υφίσταται η ευδαιμονία, αλλά δεν ηδυνήθησαν… αλλά το Συμβουλευτικόν τούτο δι’ ων διδάσκει, εισάγει και νομοθετεί ευδαιμονίαν αληθινήν, λογικήν, ευαγγελικήν και παντοτινήν… Διότι έχων (ο άνθρωπος) πάντοτε το άκρον και μακάριον αγαθόν, όστις είναι ο Θεός, εντός της καρδίας του, διά της πίστεως και αγάπης όλα τα βάσανα τα νομίζει ως τρυφάς και ευωχίας…».

Στις ποικίλες κακοπάθειές του εξαντλεί τις δυνάμεις του και αφήνει την τελευταία του πνοή και πάμπολλα ανέκδοτα έργα του στις 14 Ιουλίου 1809 σε ηλικία 60 ετών.

Στα 1955 ανακηρύσσεται Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως «τύπος του κατά Χριστόν Πολιτεύματος», «εικόνα αρετής ζώσα», και λαμπρός «της Εκκλησίας διδάσκαλος».



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.

Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητας, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι' ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.