|
π. Νικηφόρος Νάσσος
Τήν παραμονή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἀκοῦμε στούς Ναούς νά ψάλλεται μεταξύ ἄλλων, ἕνας θαυμάσιος ὕμνος, ἕνα ἰδιόμελο τῶν Μεγάλων Ὡρῶν (Α΄ Ὥρας), τό ἑξῆς: «Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου· εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη· τὸ Σπήλαιον δεχέσθω, ἡ ἀλήθεια ἦλθεν· ἡ σκιὰ παρέδραμε· καὶ Θεὸς ἀνθρώποις, ἐκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς τὸ καθ᾿ ἡμᾶς, καὶ θεώσας τὸ πρόσλημμα. Διὸ Ἀδὰμ ἀνανεοῦται σὺν τῇ Εὔᾳ, κράζοντες· Ἐπὶ γῆς εὐδοκία ἐπεφάνη, σῶσαι τὸ γένος ἡμῶν».
Πρόκειται περί ποιήματος, Σωφρονίου, Πατριάρχου τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων καί ψάλλεται σέ ἦχο πλ. τοῦ Δ΄.
Ὁ ὕμνος αὐτός εἶναι θεολογικώτατος καί ἐμπερικλείει ὅλο τό νόημα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ!
Στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας γιά τήν Μεγίστη ἑορτή, ἄς δοῦμε δι᾿ ὀλίγων ἑρμηνευτικῶν σχολίων τό ἱερό αὐτό ὑμνολόγημα.
«Βηθλεέμ ἑτοιμάζου»…
Ὁ ἱερός ὑμνωδός, προτρέπει τήν μικρή Βηθλεέμ, τήν πολίχνη, νά ἑτοιμαστεῖ πρός ὑποδοχήν Ἐκείνου πού ἔρχεται, μᾶλλον κατέρχεται ἀπό τά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ οὐρανίου κόσμου, γιά νά κατοικήσει ὡς ἄνθρωπος στόν μικρό πλανήτη μας… «Βηθλεέμ ἑτοιμάζου», διότι ἦρθε ἡ προκαθορισμένη ἀπό τήν ἀΐδιο βουλή ὥρα καί στιγμή, κατά τήν ὁποία ἑνώνεται ἡ γῆ μέ τό οὐρανό, ἀφοῦ «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει καί ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».1
Ὁ πνευματέμφορος ποιητής, κατόπιν, συνιστᾶ νά εὐτρεπισθεῖ ἡ φάτνη τῶν ἀλόγων, προκειμένου νά ἀναπαυθεῖ τό Θεῖον Βρέφος, ὁ Παντέλειος Θεός. «Εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη», διότι ἔρχεται νά ἀνακλιθεῖ Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος - ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες - ἐγεννήθη στήν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἀλογία τῶν παθῶν…
Προτρέπει ἀκόμη ὁ μελωδός τό Σπήλαιο νά εἶναι καί αὐτό ἕτοιμο, γιά νά δεχθεῖ καί νά οἰκήσει τόν οἰκήτορα καί οἰκοφύλακα τοῦ σύμπαντος, τόν «μηδαμοῦ χωρούμενον Θεόν»…
Καί στή συνέχεια, ὁ θεολογικός κάλαμος τοῦ Σωφρονίου, ἀφήνει τά ὑλικά, ἀφοῦ τά χρησιμοποίησε ὡς προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στήν θεία Ἐνανθρώπηση καί ἐπικεντρώνεται στό ὑπέρ πᾶν πνευματικόν γεγονός, τό Μέγα μυστήριον, ὑπογραμμίζοντας τόν σκοπό τῆς φανερώσεως τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, διά τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν· ἡ σκιά παρέδραμε»! Ἡ Ἀλήθεια τοῦ φωτίζοντος τόν κόσμο Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦλθε, προκειμένου νά φωτίσει καί νά λάμψει τόν κόσμο. Πραγματοποιήθηκε ἡ λυτρωτική εἰσβολή τοῦ Ἀκτίστου μέσα στόν κτιστό κόσμο, ἡ εἴσοδος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκί μέσα στόν χώρο καί τόν χρόνο τῆς δημιουργίας, μέ σκοπό τήν ἐπανάκτηση τοῦ ἀνθρώπου «εἰς τό ἀρχαῖον ἀξίωμα διά τῆς συγκράσεως»2, τήν παλιγγενεσία καί τήν ἀπελευθέρωση συμπᾶσης τῆς δημιουργίας ἀπό το φθοροποιό καί διαβρωτικό ἔργο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Σαφέστατα καί ρεαλιστικά εἶναι τά ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐπί τούτου: «ὁ τῆς κενώσεως σκοπός, εἰς τό διασώσαι τούς ἐπί γῆς».3 Ὁ ἀσάρκως ἐνεργών στήν Παλαιά Διαθήκη Θεός Λόγος, ἔρχεται«ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»4 καί γίνεται ἔνσαρκος· «καί γέγονεν ὁ Ὤν, ὅ οὐκ ἦν δι᾿ ἡμᾶς».5 Ἔρχεται φιλανθρώπως καί ὑπερφυῶς6, γιά νά φανερωθεῖ ὡς Ἔνσαρκη Ἀλήθεια ἡ ὁποία σώζει καί ἐλευθερώνει τόν ὑπόδουλο στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Ἔρχεται ὁ Προαιώνιος καί «μορφήν δούλου λαμβάνει ἐξ Ἀπειρογάμου Μητρός προελθών, οὐ τροπήν ὑπομείνας»7…
Διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, «εὕρομεν τήν ἀλήθειαν». Ἀναζητεῖ ὁ κόσμος τήν ἀλήθεια, διαχρονικῶς, ἀλλά, βεβαίως, ἡ ἀλήθεια εἶναι Πρόσωπο, εἶναι ἡ ἔνσαρκη Παναλήθεια, ὁ Ἴδιος ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτει στό Πρόσωπό Του τόν Πατέρα καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πρός Αὐτόν. Δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια κάποια ἰδέα, νόημα, ἤ ἰδεολόγημα, ἀλλά εἶναι Πρόσωπο. Δέν ἔχει νά κάνει μέ αὐτό, τό ὁποῖο λανθασμένα ρώτησε τόν Ἰησοῦ ὁ Πιλάτος, τό «τί» («τί ἐστίν ἀλήθεια»), ἀλλά εἶναι τό «τίς», ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀλήθεια ὑποστασιάζεται στο Πρόσωπο τοῦ Θεναθρώπου Λυτρωτοῦ. Καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως ψάλλουμε στόν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, «εὕρομεν τήν ἀλήθειαν»8, στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Ἀλήθεια ἦλθε· ἡ σκιά παρέδραμε». Ἡ σκιάζουσα τό σπήλαιο τῶν ἀλόγων ὁμίχλη παρέρχεται ἤδη καί διαλύεται, φωτιζομένη ἀπό τό Θεῖο Φῶς, δηλαδή ἀπό τή Σοφία καί Χάρη, τήν ἐκπορευομένη ἀπό τό Θεῖο βρέφος, τόν τεχθέντα Χριστό, ὁ Ὁποίος, ἐγχωρεῖται,ἐγχρονίζεται καί ἐνανθρωπίζει, «ἄγων ἅπαντας πρός σέλας ζωηφόρον».
Ἔκτοτε, ἡ πρώην ἐσκοτισμένη Οἰκουμένη, ὁδηγεῖται ἀπό τό Θεῖο Φῶς τοῦ ταπεινοῦ σπηλαίου τῆς Βηθλεέμ. Καί ὅσοι πιστεύουν στόν ἐνανθρωπήσαντα Θεάνθρωπο Χριστό καί προσπαθοῦν νά ζοῦν κατά τόν θεῖο Νόμο Του, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις γίνονται θεαταί αὐτοῦ τοῦ ἐνυποστάτου Φωτός, θεαταί τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἀξία καί τό πνευματικό «δοχεῖο» πού διαθέτουν9. Αὐτοί ἑορτάζουν πραγματικά Χριστούγεννα! Αὐτοί γεύονται «ἐν πᾶσῃ αἰσθήσει» τούς καρπούς τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως καί βλέπουν, μᾶλλον ἐντάσσονται στήν «καινή κτίση» πού ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο μέ τή Σάρκωσή Του. Καί προπάντων, αὐτοί μετέχουν τοῦ Φωτός! Αὐτοί μποροῦν νά διαβεβαιώσουν, μαζί μέ ὅλους τούς Ἁγίους τούς θεασαμένους τό Φῶς, ὅπως λ. χ. εἶναι ὁ φωτοφόρος καί θεόπτης Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος, ὅτι «ὁ Θεός φῶς ἐστι καί οἱ αὐτόν καταξιωθέντες ἰδεῖν πάντες ὡς φῶς ἐθεάσαντο καί οἱ λαβόντες αὐτόν, ὡς φῶς αὐτόν ἔλαβον, ὅτι προπορεύεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ τό φῶς τῆς δόξης αὐτοῦ καί δίχα φωτός ἀμήχανον ἐστι φανῆναι αὐτόν. Καί οἱ μή ἰδόντες τό φῶς αὐτοῦ, οὐδέ ἐκεῖνον εἶδον, ὅτι ἐκεῖνος τό φῶς ἐστι».10
Ἄς εὐχηθοῦμε, τό ἀνατείλαν Φῶς τῆς Βηθλεέμ, τό «φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», νά διαυγάζει τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποίοι, προσπαθοῦν νά προευτρεπίσουν τήν μυστική Βηθλεέμ τῆς καρδίας τους, ὥστε νά ἀναπαυθεῖ ὁ Σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, γεννηθείς «ἐν τῷ σπηλαίῳ» ἅπαξ ὡς ἄνθρωπος, «ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσιν», ὅπως γράφει ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος11, στή μυστική Βηθλεέμ τῆς ὑπάρξεώς μας, μορφοποιώντας τόν ἑαυτό Του ἐντός μας μέ τίς θεοειδεῖς ἀρετές. Και μή λησμονοῦμε ὅτι διά τῶν ἀρετῶν (σέ συνδιασμό μέ τή μυστηριακή καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική –πνευματική ζωή), ἀποκτοῦμε ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ, στά ὅρια ἀκόμη τῆς παρούσης ζωῆς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκπληρώνεται ἡ σωτηριώδης στοχοθεσία τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως διατυπώνεται στή γνωστή περιεκτική ρῆση τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».12
--------------------------------------
1 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΜΕ΄, ΕΠΕ, 5, 170
2 Βλ. Προσόμοια ἐσπερινοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «Βουλήν προαιώνιον».
3 Γλαφυρά, Εἰς τήν Γέννεσιν, MPG. 69, 368Α
4 Γαλ. 4, 4. Τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου», πού ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, συνδέεται α) μέ τήν ἐξάπλωση καὶ τὴν παγκόσμια κυριαρχία τῆς ρωμαΐκῆς αὐτοκρατορίας, β) μέ τήν καθολική ἐπικράτηση τῆς «κοινῆς» ἑλληνιστικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ὄντως τὴν περίοδο ἐκείνη πρυτάνευε σὲ ὅλο σχεδόν τόν γνωστό τότε κόσμο ὡς μία οἰκουμενική γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς Φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς ἐμπορικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν καί γ) μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐκείνης ἡ ὁποία ἔγινε «ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ὁ θρόνος τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως», ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. (Βλ. ὑμέτερον πόνημα, «Τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», Βόλος 2011, Κεφ. Β΄, «Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ»).
5 Βλ. Καθίσματα τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς.
6 Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά σημειώσει ὅτι «παράδοξος δέ καί ὑπέρ νοῦν καί λόγον τῆς μετά σαρκός οἰκονομίας ὁ τρόπος. Καί τό μέγα τοῦτο καί σεπτόν ὡς ἀληθῶς μυστήριον, οὐκ ἀρτιφανές οὐ νέον οὔτε μήν ἐκ φιλονείκου γνώμης ἐξευρημένον, ἀρχαιότατον δέ καί πρό τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς, ἐν Θεῷ κατά πρόγνωσιν». MPG. 76,
7 Βλ. Ἐσπέρια τῶν Χριστουγέννων, Α΄, «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τό παρόν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι».
8 Βλ. Ἐξαποστειλάριον Χριστουγέννων, «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς».
9 «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί τό μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων». Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «Ὀμιλία εἰς τήν Μεταμόρφωσιν», MPG. 151, 448 Β.
10 Βλ. Συγγράμματα ἁγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατήχησις ΚΗ΄.
11 Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα, MPG. 1181A.
12 MPG. 26, 192Β