Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ Περὶ ἡσυχίας

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

Περὶ ἡσυχίας

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
(Διὰ τὴν ἱερὰν «ἡσυχίαν», τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν)

ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΕΘΑ σὰν δοῦλοι ποὺ μᾶς ἀγόρασαν τὰ ἀνόσια πάθη καὶ μᾶς ὑπέταξαν. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο γνωρίζομε κάπως τοὺς δόλους καὶ τὰ τεχνάσματα καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὶς πανουργίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ ἐκυριάρχησαν στὴν ἀθλία ψυχή μας. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ποὺ ἐγνώρισαν τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἀπὸ τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους. Διαφορετικὸ πράγμα εἶναι νὰ φαντάζεται κάποιος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ἰδική του κατάστασι τὴν εὐχάριστη κατάτασι τῆς ὑγείας, καὶ διαφορετικὸ νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ συμπεραίνη κάποιος ποὺ χαίρει ἄκρας ὑγείας, ἀπὸ τὴν ἰδική του κατάστασι τὴν δυσάρεστη κατάστασι τῆς ἀσθενείας.

μεῖς σὰν ἀσθενεῖς ποὺ εἴμαστε φοβούμεθα νὰ φιλοσοφήσωμε στὸν παρόντα λόγο γιὰ τὸ λιμάνι τῆς ἡσυχίας, διότι γνωρίζομε κάποιον κύνα ποὺ παρευρίσκεται πάντοτε στὴν τράπεζα τοῦ καλοῦ κοινοβίου καὶ προσπαθεῖ νὰ ἁρπάξη ἕνα τεμάχιο ἄρτου, μία ψυχὴ δηλαδή, καὶ κρατώντας την στὸ στόμα του νὰ τρέξη ἔπειτα στὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν φάγη μὲ τὴν ἡσυχία του.

Γιὰ νὰ μὴ δώσωμε λοιπὸν μὲ τὸν λόγο μας τόπο σ᾿ αὐτὸν τὸν κύνα καὶ ἀφορμὴ σὲ ὅσους ζητοῦν ἀφορμή, ἐθεωρήσαμε ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἀνοίξωμε τώρα συζήτησι περὶ εἰρήνης μὲ τοὺς γενναίους στρατιῶτες τοῦ Βασιλέως ποὺ μάχονται στὸν πόλεμο. Τοῦτο μόνο λέγομε, ὅτι οἱ στέφανοι τῆς εἰρήνης καὶ τῆς γαλήνης ἔχουν πλεχθῆ γιὰ ὅσους πολεμοῦν μὲ ἀνδρεία. Ἂς εἰποῦμε ὅμως ὀλίγα -ἂν νομίζετε- περὶ ἡσυχίας «ὡς ἐν τύπῳ διακρίσεως», γιὰ νὰ μὴ λυπήσωμε μερικοὺς ποὺ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ ἀφήσωμε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λόγους ἀνεξέταστο τοῦτο τὸ θέμα.

2. Ἡσυχία τοῦ σώματος σημαίνει ἐπιστήμη καὶ εὐτρεπισμένη κατάστασις τῶν ἠθῶν καὶ τῶν αἰσθήσεων. Ἡσυχία τῆς ψυχῆς σημαίνει ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν καὶ «ἀσύλητος ἔννοια» (1). Φίλος καὶ βοηθὸς τῆς ἡσυχίας εἶναι ἕνας ἀνδρεῖος καὶ αὐστηρὸς λογισμὸς ποὺ ἵσταται ἄγρυπνος στὴν θύρα τῆς καρδίας καὶ φονεύει ἢ ἀποδιώκει τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ πλησιάζουν. Ὅποιος ζῆ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ «ἐν αἰσθήσει καρδίας», ἀντιλαμβάνεται αὐτὸ ποὺ εἶπα. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἀκόμη νήπιος καὶ ἀρχάριος, οὔτε τὸ ἐγεύθηκε οὔτε τὸ ἐγνώρισε. Ὁ γνωστικὸς ἡσυχαστὴς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγους διδασκαλικούς, διότι αὐτοὺς τοὺς ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὰ γεγονότα.

3. Ἀρχὴ τῆς ἡσυχίας εἶναι τὸ νὰ ἀποκρούη κανεὶς τοὺς κτύπους (τῶν δαιμόνων), διότι τοῦ ταράζουν τὸν βυθὸ (τῆς καρδίας). Τέλος της εἶναι τὸ νὰ μὴ φοβῆται τοὺς θορύβους, ἀλλὰ νὰ ἀναισθητῆ ἀπέναντί τους.

4. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ κελλί του ὁ ἡσυχαστὴς λόγῳ κάποιας ἀνάγκης, εἶναι σὰν νὰ μὴ ἐξέρχεται. Παρουσιάζεται δὲ ἤπιος, πραγματικὸς οἶκος τῆς ἀγάπης, δυσκίνητος πρὸς τὴν ὁμιλία καὶ ἀκίνητος πρὸς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ. Τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι φανερό, (ὁ τρόπος δηλαδὴ τῆς ἐξόδου ἑνός, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος).

5. Ἡσυχαστὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ περιορίση τὸ ἀσώματον μέσα σὲ σωματικὸ οἶκο – πράγμα παραδοξότατο!

6. Παρακολουθεῖ προσεκτικὰ τὸν ποντικὸ ἡ θηρεύτριά του, (ἡ γάτα δηλαδή). Ὁμοίως κάποιο νοητὸ ποντικὸ παρακολουθεῖ ἡ σκέψις τοῦ ἡσυχαστοῦ. Μὴ περιφρονήσης αὐτὸ τὸ παράδειγμα. Ἂν τὸ περιφρονήσης, σημαίνει ὅτι δὲν ἐγεύθηκες ἀκόμη τὴν ἡσυχία.

7. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται κατὰ μόνας καὶ μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται μαζὶ μὲ ἄλλον μοναχό. Διότι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται κατὰ μόνας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ νήψι καὶ ἀρρέμβαστο νοῦ (ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν πειρασμῶν τῶν πονηρῶν πνευμάτων). Τὸν προηγούμενο, (ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι μόνος του), πολλὲς φορὲς τὸν ἐβοήθησε ὁ ἄλλος συνασκητής του, ἐνῷ στὸν δεύτερο χρειάσθηκε νὰ σταλῆ Ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθῇ.

8. Οἱ νοερὲς Δυνάμεις συλλειτουργοῦν καὶ ζοῦν μαζὶ μὲ τὸν ἡσυχαστὴ ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸ ἀντίθετο ὅμως προτιμῶ νὰ σιωπήσω.

9. Ὁ βυθὸς τῶν δογμάτων εἶναι βαθύς, καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἡσυχαστοῦ πηδᾶ καὶ βυθίζεται σ᾿ αὐτὰ ὄχι χωρὶς κίνδυνο. Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κολυμβᾶ κανεὶς μὲ τὰ ροῦχα του· ὁμοίως καὶ τὸ νὰ ἐγγίζη τὴν θεολογία, ἐνῷ ἔχει πάθη.

10. Κελλὶ τοῦ ἡσυχαστοῦ σημαίνει περιορισμὸς τοῦ σώματος. Καὶ κρύπτει μέσα του (τὸ κελλί) τὸν οἶκο τῆς θείας γνώσεως.

11. Ὅποιος νοσεῖ ψυχικὰ ἀπὸ κάποιο πάθος καὶ ἐπιχειρεῖ τὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ πήδησε στὸ πέλαγος ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ κρατώντας ἕνα σανίδι νομίζει ὅτι θὰ φθάση χωρὶς κίνδυνο στὴν ξηρά.

12. Σὲ ὅσους μάχονται πρὸς τὸ πήλινο σῶμα τους, ἡ ἡσυχία ἀποβαίνει ὠφέλιμη στὸν κατάλληλο καιρό, ἐὰν βεβαίως ἔχουν πνευματικὸ ὁδηγό. Διότι γιὰ νὰ ἀσκῆ κανεὶς μόνος του τὴν ἡσυχία χρειάζεται νὰ ἔχῃ ἀγγελικὴ δύναμι καὶ ἱκανότητα. Ἐγὼ βέβαια ὁμιλῶ γιὰ τοὺς πραγματικοὺς ἡσυχαστὰς καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχή.

13. Ὁ ἡσυχαστὴς ποὺ βαρέθηκε τὴν ζωή του, ἀρχίζει νὰ ψεύδεται καὶ μὲ πλαγίους λόγους παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν ἡσυχία. Ἐγκαταλείποντας τὸ κελλί του κατηγορεῖ τοὺς δαίμονας, ξεχνώντας ὅτι ἔγινε ὁ ἴδιος δαίμων τοῦ ἑαυτοῦ του.

14. Εἶδα ἡσυχαστάς, οἱ ὁποῖοι τὴν φλογερή τους ἐπιθυμία πρὸς τὸν Θεὸν τὴν ἱκανοποίησαν ἀχόρταγα μέσῳ τῆς ἡσυχίας, καὶ ἀπὸ τὸ πῦρ ἔκαναν νὰ προκύψῃ πῦρ καὶ ἀπὸ τὸν ἔρωτα ἔρωτας καὶ ἀπὸ τὸν πόθο πόθος.

15. Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἐπίγειος τύπος Ἀγγέλου, ποὺ μὲ τὸ χαρτὶ τοῦ πόθου του καὶ τὰ γράμματα τοῦ ζήλου του (σὰν μὲ ἔγγραφο ἀποφυλακίσεως) ἐλευθέρωσε τὴν προσευχή του ἀπὸ κάθε ῥᾳθυμία καὶ ὀκνηρία.

16. Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐβόησε δυνατὰ καὶ καθαρά: «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός» (Ψαλμ. ρζ´ 2). Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα ε´ 2).

17. Νὰ κλείνης τὴν θύρα τοῦ κελλιοῦ σου γιὰ νὰ μὴν ἐξέρχεται τὸ σῶμα σου, τὴν θύρα τῆς γλώσσης σου γιὰ νὰ μὴν ἐξέρχωνται λόγια, καὶ τὴν ἐσωτερικὴ πύλη τῆς ψυχῆς σου γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχωνται τὰ πονηρὰ πνεύματα.

18. Ἡ γαλήνη τῆς θαλάσσης καὶ ὁ μεσημβρινὸς ἥλιος ἐδοκίμασαν τὴν ὑπομονὴ τοῦ ναυτικού (2), καὶ ἡ ἔλλειψις τῶν ἀναγκαίων ἔδειξε τὴν καρτερία τοῦ ἡσυχαστοῦ. Ὁ ἕνας, ὁ ναυτικός, ἀπὸ τὴν στενοχώρια του ρίχνεται καὶ κολυμβᾶ στὰ νερά. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἡσυχαστής, ἀπὸ τὴν ἀκηδία του βγαίνει καὶ συμφύρεται μὲ τὰ πλήθη, γιὰ νὰ ἐξοικονομήση τὰ ἀναγκαῖα.

19. Νὰ μὴ φοβῆσαι τὰ παιγνίδια ποὺ κάνουν οἱ δαίμονες μὲ τοὺς διαφόρους κτύπους, διότι τὸ πένθος δὲν γνωρίζει τὴν δειλία καὶ δὲν πτοεῖται.

20. Ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ἔμαθε ἀληθινὰ νὰ προσεύχεται, ὁμιλοῦν στὸν Κύριον «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», ὅπως αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν ἰδιαιτέρως στὸ αὐτὶ τοῦ βασιλέως. Ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχονται μὲ τὸ στόμα, ὁμοιάζουν μὲ αὐτοὺς ποὺ γονατίζουν καὶ παρακαλοῦν τὸν βασιλέα ἐμπρὸς σὲ ὅλη τὴν σύγκλητο. Καὶ ὅσοι ζοῦν στὸν κόσμο, ὅταν προσεύχωνται, εἶναι σὰν νὰ ἱκετεύουν τὸν βασιλέα μέσα ἀπὸ τοὺς θορύβους ὅλου τοῦ ὄχλου. Ἐὰν ἔμαθες ἐπιστημονικὰ τὴν τέχνη τῆς προσευχῆς, δὲν θὰ ἀγνοῆς αὐτὸ ποὺ λέγω.

21. Καθισμένος σὲ μία ὑψηλὴ σκοπιά, παρατήρει τὸν ἑαυτό σου, ἐὰν βέβαια καὶ ἔχῃς τὴν ἀπαραίτητη γνῶσι, καὶ τότε θὰ ἰδῆς πῶς καὶ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ πόσοι καὶ ποιοὶ κλέπτες ἔρχονται νὰ κλέψουν τὰ σταφύλια. Ὅταν ἀποκάμη ὁ σκοπὸς (μὲ αὐτὴ τὴν ἔρευνα), ἂς σηκωθῇ νὰ προσευχηθῇ. Καὶ πάλι, ἀφοῦ καθήσῃ, ἂς συνεχίσῃ μὲ ἀποφασιστικότητα τὴν προηγουμένη ἐργασία του.

22. Ἤθελε κάποιος ποὺ τὰ ἐδοκίμασε νὰ ὁμιλήσῃ περὶ αὐτῶν ἀναλυτικὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια, ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως καὶ στοὺς ἐργαζομένους αὐτὰ φέρη ἀπροθυμία καὶ στοὺς ἐπιθυμοῦντας αὐτὰ δημιουργήσῃ φόβο μὲ τὸν κτύπο τῶν λόγων του. Ὅποιος ἐξηγεῖ τὰ τῆς ἡσυχίας ἀναλυτικὰ καὶ ἐπιστημονικά, ἐξήγειρε ἐναντίον του τοὺς δαίμονας, διότι κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ξεσκεπάσῃ ὅπως αὐτὸς τὶς ἀθλιότητες τῶν δαιμόνων.

23. Ὅποιος ἔφθασε στὴν τελεία ἡσυχία, ἐγνώρισε τὸν βυθὸ τῶν θείων μυστηρίων. Δὲν κατέβηκε ὅμως σ᾿ αὐτόν, παρὰ ἀφοῦ προηγουμένως εἶδε καὶ ἄκουσε τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων καὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἴσως δὲ καὶ ἐβράχηκε ἀπὸ αὐτά. Τὸ ἐπικυρώνει αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος, ἐὰν δὲν ἁρπαζόταν ὡσὰν σὲ ἡσυχία στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσῃ τὰ «ἄρρητα ρήματα» (Β´ Κορ. ιβ´ 4).

24. Τὸ αὐτὶ τῆς ἡσυχίας θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξαίσια πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ πάνσοφη αὐτὴ ἔλεγε καὶ στὸν Ἰώβ: «Πότερον, οὗ δέξεταί μου τὸ οὖς ἐξαίσια παρ᾿ αὐτοῦ;» (δ´ 12).

25. Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς νὰ τοὺς μισῆ, τοὺς ἀποφεύγη ὅλους τόσο, ὅσο ἕνας ἀμελὴς μοναχὸς τρέχει κοντά τους μὲ προθυμία. Καὶ τοῦτο, διότι δὲν θέλει νὰ διακοπῆ ἡ γεῦσις τῆς γλυκύτητος τοῦ Θεοῦ.

26. Πήγαινε καὶ σκόρπισε γρήγορα τὰ ὑπάρχοντά σου -ὄχι πώλησε, διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ χρόνο- καὶ δός τα σὲ πτωχοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσουν μὲ τὴν προσευχή τους στὴν ἡσυχία. Καὶ σήκωσε τὸν σταυρό σου μὲ τὴν ὑπακοή, καὶ ὑπόμεινε γενναῖα τὸ βάρος τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός σου. Καὶ ἐν συνεχείᾳ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὴν τρισμακάριστη ἡσυχία, καὶ θὰ σὲ διδάξω φανερὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν πολιτεία τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων.

Δὲν θὰ χορτάσουν αὐτὲς νὰ δοξολογοῦν εἰς αἰώνας αἰώνων τὸν Δημιουργό. Ὁμοίως καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ τῆς ἡσυχίας νὰ ἀνυμνῆ τὸν Κτίστη. Δὲν φροντίζουν γιὰ τὰ ὑλικὰ οἱ ἄυλοι. Ὁμοίως γιὰ τὴν τροφὴ οἱ «ὑλικοὶ ἄυλοι». Δὲν θὰ γευθοῦν οἱ πρῶτοι φαγητά. Ὁμοίως καὶ οἱ δεύτεροι δὲν θὰ στηριχθοῦν σὲ ὑποσχέσεις ἀνθρώπων γιὰ τὴν συντήρησί τους. Δὲν θὰ φροντίσουν ἐκεῖνοι γιὰ χρήματα καὶ κτήματα. Ὁμοίως καὶ αὐτοὶ γιὰ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς κακοπάθειες ποὺ τοὺς προκαλοῦν τὰ πονηρὰ πνεύματα.

Δὲν ἐπιθυμοῦν οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι κάποιο ὁρατὸ κτίσμα. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐπίγειοι Ἄγγελοι τὴν θέα κάποιου προσώπου. Δὲν θὰ παύσουν ποτὲ ἐκεῖνοι νὰ προοδεύουν στὴν ἀγάπη. Ὁμοίως καὶ αὐτοὶ νὰ τοὺς συναγωνίζονται κάθε ἡμέρα. Δὲν εἶναι ἄγνωστος σ᾿ ἐκείνους ὁ πλοῦτος τῆς προκοπῆς τους. Ὁμοίως καὶ σ᾿ αὐτοὺς ὁ ἔρωτας τῆς πνευματικῆς τους ἀναβάσεως. Καὶ δὲν θὰ σταματήσουν, μέχρις ὅτου φθάσουν τὰ Σεραφείμ· οὔτε θὰ ὑπολογίσουν κόπους, μέχρις ὅτου γίνουν Ἄγγελοι.

Μακάριος, ὅποιος ἐλπίζη νὰ φθάση σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος. Τρισμακάριος, ὅποιος πλησιάζει. Ἄγγελος, ὅποιος ἔφθασε.

----------

1. Δηλαδή: Ἡ σκέψις τοῦ ἡσυχαστοῦ εἶναι χῶρος κλειστός, ἀφιερωμένος ἀποκλειστικὰ στὸν Θεόν, ὅπου κανεὶς νοητὸς ἐχθρὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ γιὰ κλοπὴ καὶ ληστεία. Παρεμφερὴς διατύπωσις εἶναι: «ἀναιχμαλώτιστος ἔννοια».

2. Αὐτὸ φυσικὰ ἴσχυε γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁπότε τὰ πλοῖα ἦταν ἰστιοφόρα.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 5ο)

 ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ (+1985)

5. Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης

Η αιτιοκρατία[1] και η ανάλυσή της. Η ψευδής και η αληθινή έννοια
της αναιτιοκρατίας. Η επιρροή στα κίνητρά μας και η ελευθερία επιλογής.
 Η συνείδηση της ελευθερίας μας και το γεγονός της μετάνοιας.

Γνωρίζουμε ήδη ότι ένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του μόνο όταν είναι ελεύθερος να τις διαπράξει. Έχει όμως αυτή την πνευματική ελευθερία, την ελεύθερη βούληση, που υποτίθεται εδώ; Πρόσφατα, ένα δόγμα που ονομάζεται αιτιοκρατία (ντετερμινισμός) έχει εξαπλωθεί πολύ στην ανθρωπότητα. Οι οπαδοί αυτού του δόγματος – οι αιτιοκράτες (ντετερμινιστές) – δεν αναγνωρίζουν την ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο. Υποστηρίζουν ότι σε κάθε πράξη ένα άτομο ενεργεί μόνο για εξωτερικούς λόγους. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τους, ένα άτομο ενεργεί πάντα μόνο υπό την επίδραση κινήτρων και παρορμήσεων που δεν εξαρτώνται από αυτόν και συνήθως υπακούει στα ισχυρότερα από αυτά τα κίνητρα. Αυτοί οι μελετητές λένε: «Μας φαίνεται μόνο ότι ενεργούμε ελεύθερα, αυτό είναι αυταπάτη». Ο πασίγνωστος φιλόσοφος του 17ου αιώνα Σπινόζα[2] υπερασπίστηκε αυτή την άποψη. Για παράδειγμα, είπε για μια πεταμένη πέτρα ότι αν αυτή η πέτρα μπορούσε να σκεφτεί και να μιλήσει, θα έλεγε επίσης ότι πετάει και πέφτει στον τόπο που θέλει. Αλλά στην πραγματικότητα, πετάει μόνο επειδή κάποιος την πέταξε και πέφτει υπό την επίδραση της βαρύτητας.

Θα επιστρέψουμε σε αυτό το παράδειγμα παρακάτω. Προς το παρόν, ας σημειώσουμε το εξής. Το δόγμα που αντιτίθεται στην αιτιοκρατία και αναγνωρίζει την ελεύθερη βούληση σε ένα πρόσωπο, ονομάζεται αναιτιοκρατία (ιντετερμινισμός). Αυτή η διδασκαλία είναι αποδεκτή από τον Χριστιανισμό. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι υπάρχουν ακραίοι αναιτιοκράτες (ιντετερμινιστές) των οποίων η διδασκαλία παίρνει έναν μονόπλευρο ψευδή χαρακτήρα. Λένε ότι η ελευθερία ενός ανθρώπου είναι η πλήρης δύναμή του να κάνει ό,τι ακριβώς θέλει. Έτσι, κατά την κατανόησή τους, η ελευθερία ενός ατόμου είναι η πλήρης αυθαιρεσία του, η πλήρης του εξουσία να ενεργεί σύμφωνα με οποιαδήποτε επιθυμία ή ιδιοτροπία. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές παρέσυραν και αιχμαλώτισαν ολόκληρο τον δύστυχο εξαπατημένο ρωσικό λαό με το ψεύτικο δόλωμα μιας τέτοιας «ελευθερίας»  (ο Άγιος Απόστολος Πέτρος μιλάει για μια τέτοια «ελευθερία» στο Α΄ Πέτρ. β΄, 16[3] και στο Β΄ Πέτρ. β΄, 18-19[4]). Φυσικά, αυτό δεν είναι ελευθερία. Αυτό είναι κατάχρηση της ελευθερίας, μια διαστροφή της. Ο άνθρωπος δεν έχει απόλυτη, άνευ όρων ελευθερία· μια τέτοια υπέρτατη δημιουργική ελευθερία κατέχεται μόνο από τον Παντοδύναμο Θεό.

Σε αντίθεση με μια τέτοια ψευδή αναιτιοκρατία, η αληθής αναιτιοκρατία διδάσκει διαφορετικά. Η διδασκαλία της λέει ότι ένα πρόσωπο είναι αναμφίβολα υπό την επίδραση εξωτερικών κινήτρων και παρορμήσεων διαφόρων ειδών. Έτσι, για παράδειγμα, τον επηρεάζουν το περιβάλλον, οι συνθήκες διαβίωσης, η πολιτική κατάσταση, η εκπαίδευσή του, η πολιτιστική του ανάπτυξη κ.λπ. – όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στα χαρακτηριστικά του ηθικού του χαρακτήρα. Σε αυτή την αναγνώριση ότι ένα πρόσωπο επηρεάζεται – και μερικές φορές πολύ έντονα – από διάφορα εξωτερικά κίνητρα και επιρροές, οι αναιτιοκράτες συμφωνούν με τους αιτιοκράτες. Αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ενώ οι αιτιοκράτες λένε ότι ένα πρόσωπο ενεργεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μόνο υπό την επίδραση των ισχυρότερων κινήτρων και δεν έχει ελευθερία, οι αναιτιοκράτες λένε ότι είναι πάντα ελεύθερο να επιλέξει οποιοδήποτε από αυτά τα κίνητρα. Αυτό το κίνητρο μπορεί να μην είναι καθόλου το ισχυρότερο, επιπλέον δε, ένας άνθρωπος μπορεί ακόμη και να προτιμά ένα κίνητρο που οι άλλοι άνθρωποι θα βρουν σαφώς ασύμφορο. Ένα παράδειγμα αυτού είναι το κατόρθωμα των Μαρτύρων, οι οποίοι φαίνονταν στους ειδωλολάτρες βασανιστές τους ως τρελοί που σκόπιμα κατέστρεψαν τον εαυτό τους. Έτσι, κατά την άποψη της αναιτιοκρατίας, η ανθρώπινη ελευθερία δεν είναι άνευ όρων δημιουργική ελευθερία, αλλά ελευθερία επιλογής, η ελευθερία της θέλησής μας να αποφασίζουμε αν θα ενεργούμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Ο Χριστιανισμός δέχεται ακριβώς μια τέτοια κατανόηση της ανθρώπινης ελευθερίας, συμφωνώντας με την αναιτιοκρατία. Εφαρμόζοντάς την στο ηθικό πεδίο, στο ζήτημα της πάλης μεταξύ αγαθού και πονηρού, μεταξύ αρετής και κακίας, ο Χριστιανισμός λέει ότι αυτή η ελευθερία του ανθρώπου είναι η ελευθερία της επιλογής μεταξύ του καλού και του κακού. Σύμφωνα με τον επιστημονικό και θεολογικό ορισμό «η ελευθερία της βούλησης είναι η ικανότητά μας να αυτοπροσδιοριζόμαστε σε σχέση με το καλό και το κακό, χωρίς εξάρτηση από κανέναν και από τίποτε».

Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως το παράδειγμα του Σπινόζα για την πτώση της πέτρας. Είδαμε ότι ένας άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση με την έννοια ότι επιλέγει να ενεργήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο Σπινόζα θεωρεί ότι το πέταγμα μιας πέτρας είναι ανάλογο με τις ανθρώπινες πράξεις. Αλλά αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν η πέτρα είχε την ελευθερία επιλογής – να πετάξει ή να μην πετάξει, να πέσει ή να μην πέσει. Αλλά η πέτρα προφανώς δεν έχει τέτοια ελευθερία, και επομένως αυτό το παράδειγμα δεν είναι καθόλου πειστικό…

Από αυτό φαίνεται και η ασυνέπεια της αιτιοκρατίας, που αρνείται την ελεύθερη βούληση. Πρώτον, ούτε ένας αιτιοκράτης στην πρακτική ζωή δεν εφαρμόζει τη διδασκαλία του. Και είναι ξεκάθαρο γιατί. Αν εξετάσεις τη ζωή από μια αυστηρά αιτιοκρατική σκοπιά, τότε κανείς δεν πρέπει να τιμωρηθεί – ούτε ένας τεμπέλης μαθητής για οκνηρία, ούτε ένας κλέφτης για κλοπή, ούτε ένας δολοφόνος κ.λπ., επειδή τάχα δεν έδρασαν ελεύθερα, αλλά ήταν μόνο σκλάβοι με αδύναμη θέληση, δεσμευμένοι στα εξωτερικά κίνητρα που τους πρόσταζαν και τους επηρέαζαν. Ένα παράλογο αλλά αρκετά συνεπές συμπέρασμα με την θεωρία της αιτιοκρατίας… Δεύτερον, η απόδειξη της ελεύθερης βούλησης είναι το γεγονός της γνωστής εμπειρίας της ψυχής, που λέγεται μετάνοια και είναι οικεία στον καθένα από προσωπική εμπειρία… Πού βασίζεται αυτό το αίσθημα της μετάνοιας; Ναι, είναι προφανές, ότι ένας μετανοημένος επιστρέφει νοερά στη στιγμή που διαπράττει την κακή του πράξη και θρηνεί την αμαρτία του, συνειδητοποιώντας ξεκάθαρα ότι θα μπορούσε να είχε ενεργήσει διαφορετικά, θα μπορούσε να έχει κάνει όχι κακό αλλά καλό. Προφανώς, μια τέτοια μετάνοια δεν θα μπορούσε να γίνει αν κάποιος δεν είχε ελεύθερη βούληση, αλλά ήταν αδύναμος σκλάβος εξωτερικών επιρροών. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα ήταν υπεύθυνος για την πράξη του …

Εμείς, οι Χριστιανοί, αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο ως ηθικά ελεύθερο, που ελέγχει τη δική του θέληση και τις πράξεις του και, ως εκ τούτου, υπεύθυνο για αυτά ενώπιον της Αλήθειας του Θεού. Και αυτή η ελευθερία είναι το μεγαλύτερο δώρο που έδωσε στον άνθρωπο ο Θεός, ο Οποίος ζητά από αυτόν όχι μηχανική υπακοή, αλλά ελεύθερη υιική υπακοή της αγάπης. Και ο ίδιος ο Κύριος επιβεβαίωσε αυτή την ελευθερία λέγοντας: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»[5], ενώ και στην Παλαιά Διαθήκη είπε μέσω του Προφήτη [Μωϋσή]: «Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. …ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου»[6].


[1] Αιτιοκρατία ή ντετερμινισμός είναι η θεωρία που παραδέχεται ότι όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με κάποια αιτία, που την ακολουθεί αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Το αντίθετο της θεωρίας αυτής είναι η αναιτιοκρατία ή ιντετερμινισμός, θεωρία κατά την οποία η βούληση είναι ανεξάρτητη από αίτια ή ελατήρια.

[2] Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677). Διάσημος Ολλανδός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος για τις ουσιαστικά αθεϊστικές του απόψεις αφορίστηκε από την Συναγωγή από τους ομοθρήσκους του.

[3] «Ὡς ἐλεύθεροι, καὶ μὴ ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλοι Θεοῦ».

[4] «Ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις τοὺς ὄντως ἀποφυγόντας τοὺς ἐν πλάνῃ ἀναστρεφομένους, ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται».

[5] Ματθ. ιϛ΄ 24.

[6] Δευτ. λ΄ 15, 19.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

ΠΕΡΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ


Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου

47. Η εγκατάλειψη των αγωνιστών από το Θεό συνήθως γίνεται εξαιτίας κενοδοξίας ή κατακρίσεως του πλησίον ή επάρσεως για τις αρετές τους. Όποιο απ' αυτά τα τρία πλησιάσει και κυριαρχήσει στις ψυχές των αγωνιζομένων, προξενεί την εγκατάλειψη του Θεού. Και δε θα διαφύγουν τη δίκαιη καταδίκη για τις πτώσεις αυτές, μέχρις ότου διώξουν την αιτία της εγκαταλείψεως και καταφύγουν στο ύψος της ταπεινοφροσύνης. 48. Ακαθαρσία της καρδιάς και σπίλωση της ψυχής δεν είναι μόνο η παρουσία εμπαθών νοημάτων, αλλά και το να υπερηφανεύεται κανείς για το πλήθος των κατορθωμάτων του και να φουσκώνει για τις αρετές του και να έχει μεγάλη ιδέα πως απέκτησε σοφία και γνώση Θεού και να μέμφεται όσους αδελφούς είναι ράθυμοι και αμελείς. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. 49. Μη νομίζεις ότι θα απαλλαγείς από τα πάθη και ότι θα ξεφύγεις τον μολυσμό των εμπαθών νοημάτων που γεννιούνται από αυτά, εφόσον έχεις φρόνημα αγέρωχο και φουσκωμένο για τις αρετές σου. Δεν πρόκειται να αποκτήσεις αγαθούς λογισμούς ώστε να δεις την αυλή της ειρήνης, ούτε χρηστότητα και γαλήνη στην καρδιά ώστε να μπεις με χαρά στο ναό της αγάπης, έως ότου έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου και στα έργα σου.

 Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)

 

και προσκαλούν πάλι τη ψυχή σε φιλία και οικειότητα μαζί τους

Πάρα πολύ βοηθά το μίσος κατά των δαιμόνων στη σωτηρία μας και είναι κατάλληλο για την εργασία της αρετής. Κι όμως αυτό το μίσος, δεν μπορούμε να το ανατρέφομε και να το αυξάνομε μέσα μας σαν ένα καλό γέννημα, επειδή τα φιλήδονα πονηρά πνεύματα το διασκορπίζουν και προσκαλούν πάλι τη ψυχή σε φιλία και οικειότητα μαζί τους. Αλλά αυτή τη φιλία ή μάλλον τη δυσκολοθεράπευτη γάγγραινα, ο Γιατρός των ψυχών τη θεραπεύει με την εγκατάλειψη. επιτρέπει να πάθομε κάτι φοβερό από αυτούς νύχτα και ημέρα. Και έπειτα η ψυχή ξαναγυρίζει στο αρχικό μίσος κατά των δαιμόνων, μαθαίνοντας να λέει προς τον Κύριο όπως ο Δαβίδ: «Τους μισούσα με μίσος τέλειο, έγιναν εχθροί μου»(22). Γιατί μισεί με τέλειο μίσος τους δαίμονες, εκείνος ο οποίος μήτε με πράξη μήτε με τη διάνοια αμαρτάνει, και αυτό είναι αλάνθαστο γνώρισμα της μέγιστης και πρώτου βαθμού απάθειας.

 Ευάγριος ο Ποντικός

 

μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο

53. Αν έπεσες από εγκατάλειψη του Θεού σε πτώση σαρκική ή της γλώσσας ή του λογισμού, παρόλο που περνούσες ζωή επίπονη και τραχύτατη, μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο. Γιατί η πτώση είναι δική σου και οφείλεται σε σένα. Αν δηλαδή εσύ πρώτα δε σχημάτιζες —όπως δεν έπρεπε— κάποια κούφια και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, ή δεν υπερηφανευόσουν από αλαζονικό φρόνημα σε βάρος άλλου, ή δεν έκρινες κάποιον για την ανθρώπινη αδυναμία του, δεν θα σε εγκατέλειπε με δίκαιη απόφαση ο Θεός, και δε θα μάθαινες έτσι την αδυναμία σου. Την έμαθες λοιπόν, για να μάθεις έτσι να μην κρίνεις, να μην έχεις φρόνημα υψηλότερο απ' ό,τι πρέπει να έχεις και να μην υπερηφανεύεσαι κατά των άλλων.

 Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)

 

Νήψη είναι μια μόνιμη σταθεροποίηση του λογισμού και στάση του στην πύλη της καρδιάς

Νήψη είναι μια μόνιμη σταθεροποίηση του λογισμού και στάση του στην πύλη της καρδιάς. βλέπει και ακούει τους κλέφτες λογισμούς να έρχονται, δηλαδή τι λένε και τι κάνουν οι ανθρωποκτόνοι δαίμονες. Και ποια είναι η μορφή που χάραξαν και όρθωσαν οι δαίμονες και η οποία προσπαθεί με τη φαντασία να εξαπατήσει το νου. Αυτά λοιπόν αν μας απασχολούν φιλόπονα, μας φανερώνουν, αν θέλομε, με εξαιρετική πληρότητα την πείρα του νοητού πολέμου. 7. Τη νήψη τη γεννά ο διπλός φόβος: τόσο οι εγκαταλείψεις από το Θεό, όσο και οι πειρασμοί που έρχονται για παιδαγωγία. Και είναι αυτή μια συνεχής παρουσία της προσοχής μέσα στην ηγεμονική δύναμη (το νου) του ανθρώπου που προσπαθεί να φράξει την πηγή των κακών λογισμών και έργων. Γι’ αυτό έρχονται και οι εγκαταλείψεις και οι αναπάντεχοι εκ μέρους του Θεού πειρασμοί προς διόρθωση του βίου μας. Και μάλιστα σ’ εκείνους που γεύθηκαν την ανάπαυση που δίνει το αγαθό της νήψεως και κατόπιν πέφτουν στην αμέλεια. Η νήψη που τηρείται συνεχώς γεννά τη συνήθεια. Η συνήθεια προκαλεί κάποια φυσική πυκνότητα στη νήψη. Κι αυτή γεννά ήρεμη θεωρία του νοητού πολέμου με τα χαρακτηριστικά του. τη διαδέχεται επίμονη ευχή του Ιησού και έπειτα γλυκιά ηρεμία του νου χωρίς φαντασίες και μια κατάσταση ενώσεως με τον Ιησού.

 Ησύχιος ο Πρεσβύτερος (Άγιος)

 

Στο νου που υψηλοφρονεί, δίκαια επέρχεται οργή

16. Στο νου που υψηλοφρονεί, δίκαια επέρχεται οργή, δηλαδή εγκατάλειψη, όπως ειπώθηκε· παραχώρηση δηλαδή να ενοχλείται από τους δαίμονες κατά τη θεωρία, για να συναισθανθεί την φυσική ασθένειά του και να γνωρίσει καλά τη θεία δύναμη και χάρη που τον σκεπάζει και κατορθώνει κάθε αγαθό, και τέλος να ταπεινωθεί και να απομακρύνει εντελώς το αλλόκοτο και παρά φύση υπερήφανο φρόνημα, ώστε να μην επέλθει σ' αυτόν η άλλη οργή, η αφαίρεση δηλαδή των χαρισμάτων που του δόθηκαν, αφού θα έχει ταπεινωθεί και θα έχει έρθει σε συναίσθηση Εκείνου που χορηγεί τα καλά. 17. Εκείνος που με το πρώτο είδος της οργής, δηλαδή της εγκαταλείψεως, δε σωφρονίστηκε, ώστε να έρθει σε ταπείνωση, θεωρώντας την δάσκαλο της θεογνωσίας, αυτός δέχεται το δεύτερο είδος της οργής, η οποία του αφαιρεί την ενέργεια των χαρισμάτων και τον αφήνει έρημο από τη δύναμη που τον φρουρούσε πρωτύτερα. Γιατί λέει ο Θεός για τον αχάριστο Ισραήλ: «Θα αφαιρέσω το περίφραγμά του και θα παραδοθεί στη διαρπαγή, θα χαλάσω τον τοίχο του και θα καταπατηθεί· θα εγκαταλείψω το αμπέλι μου και δε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί· θα μείνει χέρσο και θα γεμίσει αγκάθια και θα δώσω διαταγή στα σύννεφα να μη βρέξουν πάνω του»(Ησ. 5, 5-6).

Μάξιμος ο Ομολογητής

 

ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του

81. Εκείνος που έδωσε θεληματικά τον εαυτό του στους κόπους των αρετών και βαδίζει με θέρμη το δρόμο της ασκήσεως, αξιώνεται να λάβει μεγάλες δωρεές από το Θεό. Προχωρώντας προς το μέσο της τελειότητας, έρχεται σε θεϊκές αποκαλύψεις και οπτασίες και γίνεται όλος τόσο φωτοειδής και σοφός, όσο επιτείνεται ο κάματος των αγώνων του. Όσο πάλι ανεβαίνει προς το ύψος της θεωρίας, τόσο σηκώνει εναντίον του πιο πολύ το φθόνο των ολεθρίων δαιμόνων γιατί αυτοί δεν υποφέρουν να βλέπουν άνθρωπο να μεταβάλλεται σε αγγελική φύση, γι' αυτό και ακονίζουν στα κρυφά εναντίον του το οξύ βέλος της οιήσεως. Αν λοιπόν καταλάβει την πανουργία και καταφύγει στο οχυρό της ταπεινώσεως, κατηγορώντας τον εαυτό του, ξεφεύγει τον όλεθρο της υπερηφάνειας και εισάγεται στα λιμάνια της σωτηρίας. Διαφορετικά, εγκαταλείπεται από το Θεό και παραδίνεται σε πνεύματα που τον ζητούν για να παιδευθεί ακούσια, αφού δεν προτίμησε τη θεληματική παίδευση. Αυτά τα πνεύματα είναι φιλήδονα και φιλόσαρκα, πονηρά και θυμώδη, και τον ταπεινώνουν με τις σφοδρές επιθέσεις τους, ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του· και αφού θρηνήσει και απαλλαγεί από την παίδευση, θα λέει όπως ο Δαβίδ: «Μου έκανε πολύ καλό που με ταπείνωσες, για να μάθω το θέλημά Σου»(Ψαλμ. 118, 71). 

Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, στολισμένη καὶ ἀγαλλομένη, τιμᾶ τὴν σύναξη πάντων τῶν ἀληθινῶν της τέκνων, ὅλων ὅσοι τίμησαν καὶ λάτρευσαν τὸν Θεὸ εἰλικρινά, ἐπωνύμων, ἀνωνύμων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Δικαίων. Μία ἑβδομάδα μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τιμοῦμε ὅλους ἐκείνους ποὺ συγκροτοῦν τὴν οὐράνια Ἐκκλησία, τοὺς Ἁγίους μας.

   Οἱ Ἅγιοι Πάντες ἀποτελοῦν τὰ καθημερινά μας στηρίγματα. Μὲ τὴν πρεσβεία τους κρατιόμαστε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, παρὰ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας. Ἀποτελοῦν τοὺς ἀληθινούς μας φίλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντα πρόθυμοι νὰ μᾶς συμπαρασταθοῦν στὶς δυσκολίες, πάντοτε θὰ μᾶς συμβουλεύσουν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ ποτὲ δὲν θὰ μᾶς προδώσουν. Τέλος, ἀποτελοῦν τοὺς λαμπροὺς ὁδοδεῖκτες μας. Αὐτοὺς τιμοῦμε σήμερα. 

   Βεβαίως, ἡ ἀληθινὴ τιμὴ τῶν Ἁγίων δὲν περιορίζεται στὸ σήμερα, στὶς ψαλμωδίες καὶ στὶς γιορτινὲς τράπεζες. «Τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις Μάρτυρος» καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ κάθε Ἁγίου, μᾶς διδάσκει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε τοὺς Ἁγίους, τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε γιὰ νὰ γίνουμε Ἅγιοι, πρέπει νὰ τὸ θεωροῦμε μεγάλη εὐλογία, διότι ἄν εἴχαμε μόνο τὸν Δεσπότη Χριστὸ νὰ μιμηθοῦμε, πολλοὶ θὰ προφασίζονταν ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι Θεός, ἐνῶ ἑμεῖς χοϊκοὶ ἄνθρωποι, ἀδύναμοι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στοὺς νόμους ποὺ χάραξε. Τώρα, ὅμως, δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πρόφαση, διότι καὶ οἱ Ἅγιοι χοϊκοὶ ἄνθρωποι ἦταν καὶ ὅμως κατάφεραν μὲ τὸ χοϊκό τους σῶμα νὰ κατακτήσουν τὸν Οὐρανό. Πώς κατάφεραν αὐτὸ τὸν ὑψηλὸ στόχο καὶ πώς διακρίθηκαν ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους κερδίζοντας τὸν χαρακτηρισμὸ «Ἅγιοι»;

   ρχικά, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι Ἅγιοι γίναμε ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ Ὅνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ὑιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δυστυχῶς, ὅμως, τὴν Ἁγιότητα τὴν χάνουμε στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ κατάφεραν οἱ Ἅγιοι εἶναι νὰ διατηρήσουν τὴν Ἁγιότητα καὶ ἄν ποτὲ συνέβη νὰ μολυνθοῦν ὡς ἄνθρωποι, προσέτρεχαν στὸ δεύτερο Βάπτισμα, στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.

   Μετὰ τὸ Βάπτισμα -ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς Ἁγιότητας- τὴν θέση παίρνει ἡ ὁμολογία, γιὰ τὴν ὁποία ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα. Μᾶς λέει ὁ Κύριος: ἐκεῖνον ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, θὰ τὸν ὁμολογήσω κὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἀρνηθεῖ, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κὶ ἐγώ. Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις. Ὅταν κάνει λόγο γιὰ ὁμολογία δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴν ὁμολογία ἐνώπιον τῶν τυράννων. Μποροῦμε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας μέσα ἀπὸ καθημερινές, ἀπλὲς πράξεις: συμμετέχοντας στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, προσευχόμενοι στὸ σπίτι μας, διατηρώντας ἄσβεστο τὸ καντήλι στὰ εἰκονίσματα, θυμιάζοντας, κάνοντας τὸν Σταυρό μας ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, ἀρνούμενοι νὰ συμμετάσχουμε σὲ ὅ,τι παραβαίνει τὶς ἀρχές μας. Ὅλα αὐτά, ὅμως, ὄχι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη κρύβεται μέσα στὴν ἀληθινὴ ὁμολογία τὴν ὁποία, δυστυχῶς, πολλοὶ ἔχουν παρερμηνεύσει. Οἱ Ἅγιοι ὁδηγήθηκαν στὴν ὁμολογία ὡς ἀληθινοὶ ἐκφραστὲς τοῦ Εὐαγγελικοῦ Λόγου. Δὲν ἔκαναν ὁμολογία γιὰ νὰ φανοῦν καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους. Ἡ ὁμολογία εἶναι κάτι τὸ ἱερὸ καὶ δὲν σχετίζεται μὲ τοὺς μωρολογητὲς τῶν ἡμερῶν μας. Αὐτοί, γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς τους, πρέπει νὰ ἀνατρέξουν στὸν ὅντως ὁμολογητή, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος λέει: πρῶτα πρέπει νὰ καθαρισθοῦμε πνευματικὰ καὶ ἔπειτα νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἄλλους. Ἡ μεγαλύτερη ὁμολογία δὲν εἶναι νὰ μάθουν οἱ πάντες ὅτι εἴμαστε Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ; Πώς θὰ τὸ μάθουν αὐτό; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: ὅταν ἔχουμε ἀγάπη ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο («ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»). 

   Στὴ συνέχεια τοῦ Εὐαγγελικοῦ Ἀναγνώσματος ὁ Χριστὸς ἀναφέρει ἄλλο ἕνα χαρακτηριστικὸ τὸ ὁποῖο εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ καλούμαστε νὰ ἀποκτήσουμε κὶ ἑμεῖς∙ αὐτὸ εἶναι ἡ προθυμία νὰ θυσιάσουμε τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, γιὰ τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος λέει: ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀγαπήσει τὸν πατέρα ἤ τὴν μητέρα του, ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀγαπᾶ ἑμένα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Νομίζουμε αὐστηρὰ αὐτὰ τὰ λόγια; Ὅταν, ὅμως, κοιμηθεῖ ὁ πατέρας μας ἤ ἡ μητέρα μας, ἤ χάσουμε τὴν περιουσία μας, στὸν Χριστὸ δὲν προσφεύγουμε γιὰ παρηγοριά; Καὶ αὐτὸ γιατί; Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος Πατέρας μας, ὁ Φίλος μας, ὁ Ἀδελφός μας. Κάθε τι τὸ ὁποῖο θέλουμε εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ ἑμᾶς. Δὲν εἶναι, ἐπομένως, δίκαιο νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο; Ἄν, ἀντιθέτως, προσφέρουμε περισσότερη ἀγάπη στὰ οἰκεῖα πρόσωπα, στὴν ἐργασία μας, στὸ σπίτι μας, ἀπὸ ὅτι στὸν Κύριο, δὲν Τοῦ εἴμαστε ἄξιοι καὶ χάνουμε τὴν εὐλογία Του. Ἄν στὴν πραγματικότητα ἀγαποῦμε καὶ θέλουμε τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων μας, πρέπει νὰ ἐκφράσουμε μεγαλύτερη ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος θὰ τὰ φέρει ὅλα κατ’ εὐχήν.  

γαπητοὶ ἀδελφοί,

   Οἱ Ἅγιοι Πάντες ἀπέδειξαν ὅτι ὁ δρόμος γιὰ τὴν Ἁγιότητα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτος γιὰ ἑμᾶς, τοὺς φθαρτοὺς ἀνθρώπους. Μὲ μεθοδικότητα μποροῦμε νὰ τὸν διαβοῦμε καὶ να φτάσουμε στὸν ὑψηλὸ προορισμό. Βάπτισμα, ὀρθόδοξη ὁμολογία, μὲ θεμέλιο τὴν ἀγάπη, καὶ θυσιαστικὸ πνεῦμα∙ μὲ αὐτὰ θὰ ἐπιτύχουμε τὴν σωτηρία μας.

   λη τὴν περασμένη ἑβδομάδα ψέλναμε ὅτι ὁ Θεός, διὰ τῆς διανομῆς τῶν πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Ἀποστόλους, «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν». Οἱ Ἅγιοι ἀπολαμβάνουν τὴν ἑνότητα στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καθῆκον ὅλων μας νὰ ἑνωθοῦμε μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ἐν Χριστῷ.

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Ἕνας διάλογος γιὰ τὸ Ἡμερολογιακὸ Ζήτημα

 Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν
ὑπὸ τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο.

Κατὰ τὴν πενταετία 1947-1952 διεξήχθη ἐντύπως ἀνεπίσημος διάλογος περὶ τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου Κοτταρᾶ (μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, +1957)[1], ὡς ἐκπροσώπου τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, καὶ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ἀρχιερέων Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Ἁγίου Χρυσοστόμου Καβουρίδου (+1955)[2] καὶ Ἐπισκόπου Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση (+1996, μετέπειτα Μητροπολίτου Σισανίου & Σιατίστης)[3].

Ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴν δημοσίευση ἄρθρου τοῦ Λαρίσης Δωροθέου μὲ τίτλο «Ἡ νομοκανονικὴ θέσις τοῦ ἑλληνικοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος», σὲ ἔγκριτο ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς[4]. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα, ὅτι οἱ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν καθαιρέσεις εἶναι ἔγκυροι καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ λειτουργοῦν ὑπόκεινται σὲ ποινικὲς διώξεις γιὰ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοὶ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπάγονται στὴν δικαιοδοσία τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας τὴν ὁποίαν ὀφείλουν νὰ ὑπακοῦν, ὅτι δὲν δικαιοῦνται νὰ ἀποτελέσουν ξεχωριστὴ θρησκευτικὴ κοινότητα γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες στὴν ἴδια χώρα καί, τέλος, ὅτι τὸ 1924 δὲν υἱοθετήθηκε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ ἁπλῶς προστέθηκαν 13 ἡμέρες πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Ἄμεση ἀπάντηση πρὸς τὸν Λαρίσης Δωρόθεο συνέταξε ὁ Ἡγέτης τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐπίσης ὑψηλῆς θεολογικῆς μορφώσεως[5], μὲ τὸ ἔργο του «Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ τῆς δημοσιευθείσης εἰς τὸ μηνιαῖον περιοδικὸν “Ἀρχεῖον τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου”»[6].

Ἀνταπαντῶντας ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ἀρχικὰ πὼς ὄντως τὸ ἡμερολόγιο θὰ ἦταν ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα μόνο ἂν ἐξεταζόταν ἀπὸ ἀστρονομικὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιά. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως στὸ παρελθὸν ἀπέκρουσε πολλάκις τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐξέταζε τὸ ζήτημα ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιὰ καὶ θεώρησε ὅτι θὰ ἐξυπηρετοῦσε σκοποὺς ἀλλότριους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὴν διατάραξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τὸν προσηλυτισμὸ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν, τὴν σύγχυση στὸ τυπικό καὶ τὴν ὁμοιομορφία τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν. Ἐν συνεχείᾳ ἀποδεικνύει πὼς ἡ καθαίρεση Παλαιοημερολογίτου κληρικοῦ δὲν ἔχει Κανονικὸ ἔρεισμα, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποτεθεῖ πὼς ἔχει κάποιο κῦρος, παρόλα αὐτὰ δὲν εἶναι τελεσίδικος, διότι μία τέτοια ἀπόφαση πρέπει νὰ διέλθει ὅλα τὰ ἔνδικα στάδια, ἐφεσιβαλλομένη σὲ Μεγάλη Τοπικὴ ἢ καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς φύσεως τοῦ θέματος, ποὺ δὲν ἀφορᾶ σὲ προσωπικὴ ἢ ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ σὲ ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Παράλληλα, ἀποδεικνύει καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους ἡ ἄρνηση τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν νὰ δεχθοῦν τὴν «καθαίρεσή» τους δὲν συνιστᾶ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», ἐνῶ παρατηρεῖ πὼς οἱ πραγματικὰ ἄξιοι καθαιρέσεως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ «προβαίνουσιν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει εἰς μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν πανορθοδόξου κύρους καὶ σημασίας, ἄνευ πανορθοδόξου Συνόδου, εἰς οὐδὲν λογιζόμενοι τὴν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὸν σκανδαλισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν»[7]. Συνεχίζοντας εὐχαριστεῖ τὸν Λαρίσης Δωρόθεο ποὺ διαβεβαιώνει πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἐξηγεῖ πὼς οἱ τελευταῖοι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας γιὰ νὰ μὴ καταστοῦν μετ᾿ αὐτῆς συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία! Συμφωνεῖ ἐπίσης μαζί του στὸ ζήτημα τοῦ ἀνεξάλειπτου τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὑπερασπίζεται τὸ κῦρος τῶν ὑπὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τελουμένων Μυστηρίων. Δὲν λησμονεῖ νὰ θίξει καὶ τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, στηλιτεύοντας τοὺς μακρόχρονους διωγμοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐνῶ καταρρίπτοντας τὸ ἐπιχείρημα περὶ δύο Ἐκκλησιῶν στὴν ἴδια χώρα προβαίνει σὲ κρυστάλλινη διακήρυξη ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας γράφοντας ὅτι «μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας»[8]. Ἀναφερόμενος τέλος στὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Ἱεραρχία δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, ἐπισημαίνει πὼς ὑπάρχει παραδοχὴ ἀπὸ ἐπίσημα χείλη γιὰ τὸ ἀντίθετο (παραπέμπει σὲ δήλωση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ζ΄). Κλείνοντας διαβεβαιώνει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἀδελφικὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως πρὸς τὸ πρόσωπό του παραδίδοντας μαθήματα ἤθους καὶ πρότυπο συμπεριφορᾶς γιὰ κάθε διαλεγόμενο.

Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἄτυπου αὐτοῦ διαλόγου συνεχίστηκε καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος (1948), μέσα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων «Ἐμπρὸς» καὶ «Καθημερινή».

Ἡ ἐφημερίδα «Ἐμπρὸς»[9] σὲ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδίδει τελεσίγραφον» φιλοξένησε γιὰ τὸ Ἡμερολογικὸ Ζήτημα Συνεντεύξεις Ἀρχιερέων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Λαρίσης Δωρόθεος καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος. Ὁ πρῶτος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανό, ὅτι τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι δογματικὸ ζήτημα, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί (καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλουν νὰ πειθαρχοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας) καὶ ὅτι ὁ Παλαιοημερολογιτισμὸς εἶναι «αὐτὴ αὕτη ἡ Ὀρθόδοξος Θρησκεία» (!) καὶ ἑπομένως δὲν προστατεύεται συνταγματικὰ ὡς ξεχωριστὴ θρησκεία καὶ ἄρα ἡ Πολιτεία πρέπει νὰ καταστείλει τὴν ἀνταρσία τῶν ἐπαναστατούντων Παλαιοημερολογιτῶν!

Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης ἀπὸ τὴν ἄλλη τόνισε πὼς ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου γιὰ μὲν τὴν Πολιτεία καὶ Κοινωνία ἀποτελεῖ ἀδιάφορο ζήτημα χρόνου, γιὰ δὲ τὴν Ἐκκλησία ὅμως ζήτημα συμφωνίας καὶ ἑνώσεως τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν Θεία Λατρεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποκρούσει τὸν παπικὸ προσηλυτισμό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουε ἐπὶ αἰῶνες τὸ νέο ἡμερολόγιο. Ἐπιπροσθέτως, ἐπισημαίνει πὼς ἡ ἐξαιτίας τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας διάσπαση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων προσκρούει στὸ 9ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Πρὸς τοῦτο ἐπικαλεῖται καὶ γνώμη εἰδικῶν Καθηγητῶν (Νομικῶν καὶ Θεολόγων, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, ὁ ὁποῖος λίγα χρόνια μετὰ εἰσήγαγε τὸ νέο ἡμερολόγιο γνωσιμαχήσας) ἀναφερόμενη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος ἀποκρούει τὴν κατηγορία ὅτι ἡ ἀριθμοῦσα περὶ τὸ 1.000.000 τότε μερίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ἐπαναστάτες, ἀλλὰ μᾶλλον στυλοβάτες τῆς Ὀρθοδοξίας.  

Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος συνέταξε κείμενο τὸ ὁποῖο ὑπογράφεται ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων (Παλαιοημερολογιτῶν), ἀποτελούμενη τότε ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς Πρόεδρο, τὸν Μεγαρίδος Χριστοφόρο Χατζῆ (+1973, μετέπειτα Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης) καὶ τὸν Διαυλείας Πολύκαρπο, ὑπὸ τὸν τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῶν Συνεντεύξεων τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ἐγκρίτων Μητροπολιτῶν Ἰωαννίνων καὶ Λαρίσσης ἀναφορικῶς πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμόν», τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή»[10]. Σὲ αὐτὸ ἀρχικὰ (καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν παραδοχὴ τῶν νεοημερολογιτῶν Ἱεραρχῶν ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο εἰσήχθη ὑπὸ τὴν πίεση τῆς τότε Κυβερνήσεως) οἱ Παλαιοημερολογῖτες Ἀρχιερεῖς παρατηροῦν πὼς ἡ Ἱεραρχία δὲν ἀπαλλάσσεται τῶν εὐθυνῶν της ἐφόσον ὀφείλει νὰ εἶναι φρουρὸς καὶ θεματοφύλακας τῶν παραδόσεων καὶ νὰ μὴν ὑποκύπτει σὲ καμία κυβερνητικὴ πίεση, γιὰ νὰ μὴ προκαλεῖ μὲ αὐτὴ τὴν στάση σκανδαλισμὸ τοῦ ποιμνίου τῆς Ὀρθοδοξίας[11]. Ἐν συνεχείᾳ ἀπορρίπτουν τὴν σοβαρότητα τοῦ γνωστοῦ ἐπιχειρήματος πὼς ἐφόσον τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι Δόγμα ἐπιτρέπεται ἡ ἀλλαγή του καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἀταξία στὴν Ἐκκλησία. Προχωρῶντας ἐπαινοῦν τοὺς Μητροπολῖτες γιὰ τὴν φιλαλήθεια τῆς ὁμολογίας τους ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Καινοτόμους «ἵνα μὴ μετέχωσι καὶ οὗτοι τῆς εὐθύνης ἐνώπιον τῆς ὅλης Ἐκκλησίας διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην»· ἑπομένως, δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἐπαναστάτες… Τὸ κείμενο ὁλοκληρώνεται μὲ παρατηρήσεις καὶ θερμὴ ἔκκληση γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ καὶ ἐθνικοὺς λόγους. Δυστυχῶς, ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν εἰσακούστηκε γιὰ ἀκόμη μία φορά, ἐνῶ μία διετία μετὰ ξεκίνησαν φοβεροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν τότε Κυβέρνηση τῶν …Φιλελευθέρων.

Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανῆλθε στὸ ζήτημα ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια μὲ τὸ ἄρθρο του «Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[12]. Ἀφορμὴ δόθηκε ἀπὸ τὴν Γνωμάτευση ποὺ δημοσίευσαν οἱ Καθηγητὲς τῆς Νομικῆς Γεώργιος Ράμμος, Χρῆστος Σγουρίτσας καὶ Κωνσταντῖνος Τσάτσος, κατ᾿ ἀνάθεση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ παραδοχὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἐκφραζόταν καὶ ἡ θέση ὅτι ἡ καθαίρεση ἐξαλείφει τὴν Ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως οἱ Παλαιοημερολογῖτες Κληρικοὶ γιὰ νὰ γίνουν δεκτοὶ στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀναχειροτονηθοῦν. Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐπειδὴ δὲν ἔθιξε τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἁπλῶς διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ μὲ τὴν ἀπάλειψη δέκα τριῶν ἡμερῶν. Γιὰ τὸ θέμα δὲ τῆς ἀναχειροτονίας μετὰ ἀπὸ καθαίρεση κατακρίνει τὴν ἀθεολόγητη ἄποψη τῶν ὡς ἄνω νομικῶν καὶ ἀποδεικνύει, μὲ ἐπιχειρήματα ἐρειδόμενα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ στὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ παράνομο τῆς ἀναχειροτονίας[13].

Μὲ ἀφορμὴ τὸ νέο κείμενο τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, οἱ Ἀρχιερεῖς Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξαν εἰδικὲς ἀποκρίσεις. Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, εὑρισκόμενος τότε στὴν ἐξορία λόγῳ τοῦ ἀγώνα του ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, συνέγραψε καὶ ἀπέστειλε ἀπαντητικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἀπάντησις εἰς μίαν διατριβὴν περὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου», καὶ τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ταυτοχρόνως σὲ Ἀθήνα καὶ Λάρισα[14]. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης, ἀπὸ τὴν μία ἀναιρεῖ, γιὰ ἀκόμη μία φορά, τὰ περὶ δῆθεν ἀσυμφωνίας μεταξὺ Γρηγοριανοῦ καὶ «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ»[15], ἀφετέρου ἐγκωμιάζει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἐπιστημονικά του προσόντα καὶ δηλώνει ἀπολύτως σύμφωνος μὲ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὴν Κανονικότητα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Κληρικῶν.

Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης παρατηρεῖ πὼς ἡ λέξη «διόρθωση» δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, διότι καὶ τὰ δύο ἡμερολόγια εἶναι ἐσφαλμένα ἀπὸ ἀστρονομικὴ ἄποψη· ἑπομένως, μὲ τὴν προσθήκη 13 ἡμερῶν δὲν ὑπῆρξε «διόρθωση», ἀλλὰ ἀφομοίωση τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, ἐφόσον πλέον οἱ ἡμερομηνίες του μὲ ἐκεῖνες τοῦ τάχα «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ» ταυτίζονται ἀπόλυτα! Ἐπιπροσθέτως, ἡ χρήση δύο ἡμερολογίων (τοῦ Γρηγοριανοῦ γιὰ τὶς ἀκίνητες, καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ γιὰ τὶς κινητὲς ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ Πασχάλιο) δημιουργεῖ σοβαρὰ προβλήματα στὸ Τυπικό. Αὐτὸ θὰ ἐξαναγκάσει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἢ νὰ προσαρμόσει καὶ τὸ Πασχάλιο πρὸς τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο (προσκρούοντας ἔτσι στοὺς περὶ τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα Ἱεροὺς Κανόνες) ἢ νὰ ἐπανέλθει στὸ Ἰουλιανό. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι τὸ λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 προβλέπει καὶ ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, μὲ σαφὴ σκοπὸ τῆς Καινοτομίας ὄχι τὴν διόρθωση τάχα, ἀλλὰ τὴν προσέγγιση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ πρωτεργάτης αὐτῆς (καὶ Πρόεδρος τοῦ δῆθεν «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου τοῦ 1923) διαβόητος Μελέτιος Μεταξάκης. Ἄλλωστε, συνεχίζει ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐὰν ληφθοῦν ὑπόψιν καὶ οἱ γνῶμες πολλῶν ἐπιστημόνων ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἔχει τελικὰ λιγότερα σφάλματα ἀπὸ τὸ Γρηγοριανό, τότε μᾶλλον ἡ λέξη «διόρθωση» θὰ πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν λέξη «χειροτέρευση»[16]… Σχετικὰ μὲ τὸ δεύτερο μέρος, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει θερμότατα τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γράφοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Πολλὰς ὀφείλομεν χάριτας εἰς τὸν Σεβασμιώτατον Συντάκτην, δόντα, δι᾿ ὅσων λίαν ὀρθῶς καὶ πειστικῶς ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει τῆς διατριβῆς Του ἀνέπτυξε, πλῆρες δίκαιον εἰς τοὺς δῆθεν καθῃρημένους Παλαιοημερολογίτας κληρικούς διϊσχυριζομένους ὅτι αἱ χειροτονίαι αὐτῶν καὶ αἱ Μυστηριακαὶ πράξεις κέκτηνται ἀκέραιον τὸ κῦρος αὐτῶν· διότι πηγάζουσιν ὡς ὀρθῶς γράφει ὁ Σεβασμιώτατος, ἐκ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ὅπερ φέρουσιν οὗτοι ἀκέραιον»[17]. Σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ παραπάνω πόνημα ὅ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης τὸ συνέταξε στὶς 10 Δεκεμβρίου 1951 στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, τὴν Μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης, στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε ἡ διωκτικὴ μανία τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος Βλάχου.

Τὴν ἴδια περίοδο καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξε ἀπάντηση μὲ τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῆς πρώτης παρατηρήσεως τῆς γενομένης ὑπὸ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. Γ. Ράμμου, Χ. Σγουρίτσα καὶ Κ. Τσάτσου ἐπὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[18]. Σὲ αὐτὴν προβαίνει σὲ διεξοδικότερη ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, ἂν καὶ διασαφίζει πὼς «δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ θέσωμεν ἐν ἀμφιβόλῳ τὸ ἐπιστημονικὸν κῦρος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Λαρίσης, ὅν, διά τε τὸν ἐξαίρετον αὑτοῦ ἐπιστημονικὸν καταρτισμὸν καὶ τὴν ψυχικὴν αὑτοῦ ἁπλότητα καὶ καλοκαγαθίαν, εἰλικρινέστατα ἐκτιμῶμεν»[19]. Ξεκινῶντας τὴν ἐργασία του ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. καταδίκασε ὄχι μόνο τὸ ἐκ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου συνταχθὲν Πασχάλιο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ καθ᾿ αὐτὸ τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο· πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς μέσο προσηλυτισμοῦ ἀπὸ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία. Σχετικὰ μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «διορθωμένο Ἰουλιανὸ» ἀφενὸς μὲν παρατηρεῖ πὼς τὰ δύο ἡμερολόγια ταυτίζονται, ἀφετέρου δὲ παραθέτει ἀποσπάσματα ἀπὸ ἐπίσημα ἔγγραφα ποὺ γράφουν ξεκάθαρα γιὰ συνταυτισμὸ πολιτικοῦ (δηλαδὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ) καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου. Καὶ ἔτσι καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς «τὸ ὑφ᾿ ὑμῶν ὑποστηριζόμενον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἰσήγαγεν ἐν τῇ Ἱερᾷ Λατρείᾳ αὐτῆς τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ ἐν χρήσει Ἰουλιανόν, ποιήσασα προσθήκην δεκατριῶν ἡμερῶν, τυγχάνει ὅμοιον μὲ τὴν αἰτιολογίαν ἐκείνων, οἵτινες διϊσχυρίζονται, ὅτι τὸ ὄνομα Γιάννης ἤ Γιαννάκις, εἶναι διάφορον τοῦ Ἰωάννου»[20]. Συνεχίζοντας παραθέτει σωρεία ἐκκλησιαστικῶν ἀποφάσεων ἀπὸ τὸ 1583 μέχρι καὶ τὸ 1923 μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουσε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁλοκληρώνοντας ἐπισημαίνει πὼς μπορεῖ μὲν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ μὴ μετέβαλε τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅμως ἀθέτησε τὸν Πασχάλιο Κανόνα δημιουργῶντας «ἀνωμαλίας εἰς τὸ ἑορτολόγιον αὐτῆς καὶ ἰδίᾳ εἰς ἑορτὰς καὶ νηστείας ἐχούσας σχέσιν μὲ τὸ Πασχάλιον, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἄλλην βάσιν τὸ ἑορτολόγιον καὶ ἄλλη τὸ Πασχάλιον»[21].

Καὶ οἱ δύο Παλαιοημερολογῖτες Ἱεράρχες κλείνουν τὰ κείμενά τους μὲ εὐχὲς καὶ προτροπὴ γιὰ μετάνοια. Λίγο καιρὸ μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μόνος ἐπὶ τῶν «ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος προσεχώρησε (γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καὶ χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὶς πεποιθήσεις του) στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία – χωρὶς μάλιστα νὰ ἀναχειροτονηθεῖ -, ἐνῷ ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἔγινε ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, διαδεχόμενος τὸν διώκτη Σπυρίδωνα Βλάχο καὶ ἐγκαινιάζοντας μία νέα περίοδο, πιὸ μετριοπαθῆ πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμό, ἡ ὁποία ὅμως ἔμελε νὰ εἶναι βραχύβια λόγῳ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του, μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του.


[1] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Κωνσταντίνου Μουρτζανοῦ (νῦν Ἀρχιμανδρίτου Ἰγνατίου), Δωρόθεος Κοτταρᾶς. Ὁ ἀπό Λαρίσης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν: http://ikee.lib.auth.gr/record/134329/files/GRI-2014-12354.pdf .

[2] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Ἠλία Ἀγγελόπουλου-Διονυσίου Μπατιστάτου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης-Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι, 1981. Σταύρου Καραμήτσου, Ὁ Σύγχρονος Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1990. Νικολάου Μάννη, Ὁ τελευταίος Ἕλληνας Μητροπολίτης τῆς Βόρειας Μακεδονίας: https://poimin.gr/o-telefteos-ellinas-mitropolitis-tis-vorias-makedonias

[3] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Διονυσίου Ν. Μ. (Ἀνατολικιώτου), Ὁ Ἀρχιερέας τῆς ἀγάπης, Πειραιάς, 2002.

[4] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος Β΄ [1947].

[5] Ὁ μὲν Δωρόθεος ὑπῆρξε ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ δὲ Χρυσόστομος ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης.

[6] Ἀθῆναι, Δεκέμβριος 1947.

[7] Αὐτόθι, σ. 15.

[8] Αὐτ., σ. 25-26.

[9] 19-6-1948.

[10] 27-6-1948.

[11] Πόσο ἐπίκαιρη παρατήρηση!

[12] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος ΣΤ΄ [1951].

[13] Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος μὲ τὴν κατάθεση τῶν ἀπόψεών του αὐτῶν δικαίωσε τὴν Σύνοδο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ποὺ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1948 ἐξέδωσε τὸ κείμενο «Μήνυσις κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη ἐπὶ ἀναχειροτονίᾳ Ἱερέων».

[14] Ὁ τίτλος τῆς ἐν Λαρίσῃ ἐκδόσεως εἶναι ἐλαφρῶς τροποποιημένος ὡς ἑξῆς: «Ἀπάντησις εἰς τὴν διατριβὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσσης κ.κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ περὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος».

[15] Ἄλλωστε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο αὐτὸ ἀκριβῶς ἰσχυρίστηκε ὁ εἰσηγητής του ὅτι εἶναι: τὸ Ἰουλιανὸ «διορθωμένο»!

[16] Γιὰ περισσότερες ἀποδείξεις ποὺ δικαιώνουν τὴν θέση τοῦ Ἁγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου βλ. Νικολάου Μάννη, Διορθωμένο Ἰουλιανὸ ἢ Λανθασμένο Γρηγοριανό;

http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2012/12/blog-post_9496.html

[17] Ἔκδ. Ἀθηνῶν, σ. 13, ἔκδ. Λαρίσης, σ. 12.

[18] Βόλος, 1952.

[19] Αὐτόθι, σ. 4. Καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, παραδίδει μαθήματα ἤθους καὶ εὐγένειας, πολύτιμα γιὰ τοὺς διαδόχους τους, ἀλλὰ καὶ ἐλεγκτικὰ γιὰ τοὺς διῶκτες.

[20] Αὐτ., σ. 8.

[21] Αὐτ., σ. 18.