Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Οἱ Ἅγιοι Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ Θαυματουργός, Γεννάδιος καὶ Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (17 Νοεμβρίου)

 



Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε περίπου το 210 με 215 μ.Χ. Αρχικά ονομαζόταν Θεόδωρος και οι γονείς του ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (γνωστή στην αρχαιότητα και ως Καβηρία, Διάσπολις και Σεβαστή, το σημερινό Νικσάρ) .

Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση του, ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο ή (σύμφωνα με μερικές αγιολογικές πηγές) Αθηνόδωρο, (βλέπε και για τους δύο στις 7 Νοεμβρίου) πήγαν στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια για το Γρηγόριο. Όταν περνούσε από την Καισαρεία, άκουσε το δεινό ερμηνευτή των Γραφών, Ωριγένη. Ο Γρηγόριος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μαζί του, ώστε άφησε τα νομικά και διετέλεσε επί χρόνια μαθητής του. Ονομαστός είναι ο αποχαιρετιστήριος λόγος του μετά το πέρας των σπουδών του. Εκεί φαίνεται η μεγάλη αξία του Ωριγένη, σαν διδασκάλου και η βαθειά ευγνωμοσύνη του Γρηγορίου, σαν μαθητού. «Άπασαν προσήγε την παρ' αυτού τέχνην και επιμέλειαν και κατειργάσατο ημάς», γράφει για το διδάσκαλό του.

Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια με πλήρη θεολογική μόρφωση και άγιο ζήλο. Τότε ο Μητροπολίτης Αμασείας Φαίδημος διέκρινε τα χαρίσματα του και τον έκανε επίσκοπο Νεοκαισαρείας η οποία είχε μόνο 17 χριστιανούς! Ο Γρηγόριος, όμως, δεν το θεώρησε υποτιμητικό. Βασιζόταν πολύ στη δύναμη της θείας χάριτος και πάντα είχε στο μυαλό του τα ενθαρρυντικά λόγια του θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β' πρός Τιμόθεον, β' 1), δηλαδή να ενδυναμώνεσαι με τη χάρη που μας δίνεται από τη σχέση και την ένωση μας με τον Ιησού Χριστό. Πράγματι, με τη χάρη του Θεού, ο Γρηγόριος έκανε καταπληκτικό αγώνα και εκχριστιάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Και ενώ είχε παραλάβει 17 χριστιανούς, όταν πέθανε ειρηνικά στα τέλη του 270 μ.Χ. είχαν απομείνει στην επισκοπική του περιφέρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες! Υπήρξε δε τόσο εγκρατής στη γλώσσα του, ώστε δεν βγήκε απ' αυτή κανένας κακός, περιττός ή αργός λόγος. Γι' αυτό και ο Θεός τον κόσμησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας.

Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, των διδασκαλιών σχετικά με τους αγίους και η τήρηση εορτών για τους αγίους, που αποτέλεσε επίσης μέσο για να προσελκύσει ειδωλολάτρες στην εκκλησία.

Τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού συνέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αποτελεί την πιο αξιόπιστη βιογραφική πηγή εν μέσω ασαφειών και θρύλων. Στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο άτομο που είναι γνωστό ότι έλαβε όραμα της Παναγίας (μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή), βάσει του οποίου κατέγραψε μια ομολογία σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης αναφέρει ότι ο ίδιος μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα η οποία ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.

Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος σ' ένα του λόγο λέει για τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ότι για τα πνευματικά του χαρίσματα και την χάρη των θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς παρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».

Τα έργα του Γρηγόριου έχουν διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι η Επιστολή Κανονική Περί των εν τη Καταδρομή των Βαρβάρων Ειδωλόθυτα Φαγόντων ή και Έτερα τινά Πλημμελησάντων, Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.

Ἅγιος Γεννάδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 «Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δὲ δόξαν οὐδείς» λένε κι ἐπαναλαμβάνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι, σὰν θέλουν νὰ τονίσουν τὴν τεράστια δύναμη ποὺ τὰ κοσμικὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ ἀγάπη τῆς δόξας ἔχουν πάνω στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Γεννάδιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν ψυχή του, ξεπέρασε τὸ μεγάλο καὶ ἀχόρταστο τοῦτο πάθος καὶ νίκησε.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στοὺς πιὸ σημαντικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ ἀποδείξει. Ἀλλὰ καὶ μία προσεκτικὴ μελέτη τούτων θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐκτιμήσουμε περισσότερο τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο του.


Ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε οὔτε καὶ ποιὰ ἡ καταγωγή του. Ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς αὐτὸς ἤκμασε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Α’ τοῦ γνωστοῦ
καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο τοῦ Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.).
Ἐπίσης ὅτι ἦταν σύγχρονος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτη, ποὺ ἔζησε τριάντα τρία χρόνια πάνω σ’ ἕναν στυλό, καὶ τοῦ Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ.
 Ὁ σεμνὸς ἐγκωμιαστής του, ὁ γλυκύτατος τῆς Κύπρου Ἅγιος, ὁ μακάριος Νεόφυτος ἀναφέρει πὼς ὁ «γενναῖος Γεννάδιος ἣν πρεσβύτερος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας».
Καὶ ἀκόμη πὼς στὴν ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν ξακουστὴ Πόλη ὅπου ζοῦσε ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ βίου του,μὰ καὶ τὴ μεγάλη το ἐξυπνάδα καὶ ἀρετή.
Τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁσίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ παρακολουθοῦσε καὶ μὲ προσοχὴ μελετοῦσε, πολὺ τὸν συγκινοῦσε καὶ μὲ πόθο
βαθὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ μιμηθεῖ. Ἡ ψυχή του φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ αὐτὸς στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα.
Τὸ εὐαγγελικὸ «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε’ 48), δηλαδὴ ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι κι ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, κυκλοφοροῦσε διαρκῶς καὶ ἔντονα στὴν σκέψη του. Καὶ τὸν συγκινοῦσε. Καὶ τὸν γοήτευε. Καὶ τὸν παρορμοῦσε νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρά, γιὰ νὰ προχωρεῖ κάθε μέρα καὶ πιὸ πετυχημένα στὴν
καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειῶν του παρουσιαζόταν κάθε τόσο καὶ πιὸ πλούσιο σ’ εὐλογίες.
Ἡ προκοπή του στὴν ἄσκηση μεγάλωνε σταθερὰ καὶ ἡ ἀρετή του σὰν πολύεδρο διαμάντι σκορποῦσε γύρω καὶ παντοῦ τὴν λάμψη καὶ τὴν μαρτυρία μίας λαμπρῆς καὶ ζηλευτῆς πολιτείας. Μίας πολιτείας τόσο ὑπέροχης, ὥστε ὁ χρονογράφος Εὐφραίμιος νὰ τὸν χαρακτηρίζει «τύπον εὐσέβειας καὶ παντὸς
κάλου».
Αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸν ὑπέροχο χαρακτήρα του καὶ τὴν ἐξαίρετη ἀνθρωπιά του, ἔγινε αἰτία, (ὥστε Βασιλιὰς καὶ Σύγκλητος καὶ κλῆρος καὶ λαὸς σ’ αὐτὸν νὰ στραφοῦν μόλις πέθανε ὁ τότε Πατριάρχης Ἀνατολίας, καὶ αὐτὸν νὰ ὑποδείξουν καὶ νὰ καλέσουν ὡς τὸν μόνο κατάλληλο, γιὰ ν’ ἀναλάβει στὰ στιβαρὰ χέρια του τὸ πηδάλιο τῆς χειμαζόμενης Ἐκκλησίας. Καὶ δικαιώθηκαν.
Στὴν ἅγια μορφὴ τοῦ ἱεροῦ Γενναδίου ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Βασιλεύουσας βρῆκε τὸν ἄξιο καὶ στοργικὸ ποιμένα του. Γιὰ δέκα τρία χρόνια καὶ δυὸ μῆνες (458 – 471) ὁ συνετὸς καὶ φλογερὸς Ἱεράρχης ἀνέλαβε καὶ διεξήγαγε ἕνα σταθερὸ καὶ ἀσταμάτητο ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ ποιμνίου του, τὴν φύλαξή του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθὴ πίστη
τῶν Πατέρων.
Στὸ πρόσωπό του εἶδαν καὶ βρῆκαν ὅλοι τὸν ἀκούραστο καὶ 
ἄγρυπνο πατέρα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀναλίσκεται σὰν λαμπάδα γιὰ νὰ φωτίζει μὲ τὸ παράδειγμά του, νὰ θερμαίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γλυκαίνει μὲ τὰ
λόγια καὶ τὶς περιποιήσεις του τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του.
Τὸ χριστιανικὸ καὶ βιβλικὸ κήρυγμά του ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλους. Καὶ ἦταν ἄλλοτε εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο κι ἄλλοτε ἐλεγκτικό: Εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο πρὸς τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο λαό, ποὺ μὲ δίψα ἔτρεχε ν’ ἀκούσει καὶ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια οἰκοδομῆς καὶ παρηγοριᾶς, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ φιλόστοργος πατέρας.
Ἐλεγκτικὸ καὶ αὐστηρὸ σ’ ἐκείνους ποὺ παρανομοῦσαν,

ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν ἦταν αὐτοί, καὶ ζητοῦσαν νὰ κατασκανδαλίσουν τὸν ἀθῶο καὶ πονεμένο λαό.
Ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν συνεῖχε μέρα καὶ νύχτα.
Ἡ διακήρυξη τοῦ θείου Παύλου «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς 
σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι» (Β’ Κοριν. ια’ 29), ἦταν καὶ δική του.
Πολλὲς φορὲς ὁ ὕπνος ἀρνιόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κλείσει τὰ 
βλέφαρά του, σὰν θυμόταν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν εἶχαν τὸ ἀνάλογο φόρεμα τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδος καὶ
ἀγάπης.
Ἢ σὰν ἄκουε πὼς κάποιος αἱρετικὸς εἶχε γλιστρήσει ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς του καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τοὺς παρασύρει καὶ τοὺς ἀποκόψει ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνώριζε ὁ ἄγρυπνος καὶ πολύπειρος ἱεράρχης, πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε σκορπίσει πολλὰ ξένα σώματα στὸ καθαρὸ καὶ ἄδολο χρυσάφι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ αἱρετικοὶ μὲ πεῖσμα καὶ φανατισμό, μὰ καὶ ἔντεχνα εἶχαν κατορθώσει ἀπὸ καιρὸ νὰ σπείρουν τὰ ζιζάνια τῆς πλάνης τους στὸν ἀγρὸ τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Ὅμως ὁ φρόνιμος καὶ φιλόπονος οἰκονόμος τῶν 
Μυστηρίων τοῦ θεοῦ, ποὺ εἶχε βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς καὶ τῶν ὑποχρεώσεών του ἔναντι τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του, ἀκούραστος πάντα καὶ μὲ ζῆλο ἀποστολικὸ δίδασκε κάθε μέρα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό του στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ὡς δόκιμος καὶ καλὸς γεωργὸς φρόντιζε νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ 
κρατᾶ τὸ «γεώργιόν» του μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν κακῶν γεωργῶν, ποὺ σὰν λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου ἐρχόντουσαν νὰ σκορπίσουν τὰ ζιζάνια τῶν αἱρέσεών τους στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἀγρό.
Τέτοιοι κακοὶ γεωργοὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὑπῆρξαν μαζὶ μὲ ἄλλους οἱ ὀπαδοὶ τῆς παλαιᾶς αἱρέσεως τοῦ μονοφυσιτισμοῦ καὶ οἱ σιμωνιακοί.
Ἡ λέξη 
προῆλθε ἀπὸ κάποιο Σίμωνα μάγο. Αὐτός, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν αἱ Πράξεις (η’ 14 – 24), σὰν εἶδε ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια ὅπου ζοῦσε τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο
καὶ Ἰωάννη νὰ μεταδίδουν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τους ἐπάνω στοὺς νεοβαπτισθέντας χριστιανοὺς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλησίασε καὶ πρόσφερε χρήματα πολλὰ στοὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτὸν τοῦτο τὸ χάρισμα.
Στὴν πρότασή του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε μὲ καυστικὴ δριμύτητα καὶ τὸν ἔδιωξε. Ἀπὸ τότε ὅσοι ζητοῦν μὲ χρήματα ν’ ἀγοράσουν τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καλοῦνται «σιμωνιακοί» καὶ ἡ πράξη τους «σιμωνία».
Οἱ πρῶτοι μὲ τρόπο ὕπουλο ἀγωνίζονταν νὰ νοθεύσουν τὸ ὀρθὸ δόγμα.
Οἱ δεύτεροι, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ ἀχόρταγο πάθος τῆς 
φιλαργυρίας τους, πωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν τὸ ἀτίμητο ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης μὲ χρήματα.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ὁ καλὸς ποιμένας ἀνέλαβε συνεχὲς κήρυγμά των, γιὰ νὰ διαφωτίσει τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν αἵρεση αὐτή. Γιὰ τοὺς δεύτερους κυκλοφόρησε τὴν γνωστὴ
θεόσοφο Συνοδικὴ ἐγκύκλιο ἐπιστολή του μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν πράξη καὶ ἀπαγορεύει στοὺς ἐπισκόπους νὰ χειροτονοῦν κατόπιν πληρωμὴς ἀναξίους ἐργάτες γιὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ὑπέροχη, μὰ καὶ πολὺ αὐστηρή. Σ’ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται καὶ τοῦτα. «Ἡμεῖς ἐν τούτῃ τῇ νέᾳ Ρώμῃ καὶ βασιλίδι μετὰ τῆς ἐνδημούσης ἡμῖν ἁγίας συνόδου ὁρίζομεν…, ὥστε δίχα πάσης ἐπινοίας καὶ προφάσεως καὶ σοφίσματος τὴν ἀσεβῆ ταύτην νόσον καὶ βδελυρὰν (ἐννοεῖ τὴν σιμωνία), παντελῶς ἐκκοπῆναι τῶν ἁγιωτάτων ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκαπηλεύτου καὶ καθαρὸς τῆς τοῦ χειροτονοῦντος χειρὸς γινομένης, ἄνωθεν καὶ ἡ καθαρά του Ἁγίου Πνεύματος Χάρις ἐπιφοιτώσα ἐκπληροὶ τὸν χειροτονούμενον, καὶ μὴ συστέλλεσθαι μᾶλλον ὡς
ἤδη διὰ χρημάτων τῆς χειρὸς μολυνθείσης δεῖ γὰρ τοὺς χειροτονοῦντας ὑπηρέτας εἶναι τοῦ Πνεύματος καὶ μὴ πράτας τοῦ Πνεύματος καὶ χάριν εἶναι τὴν χάριν καὶ μηδαμῶς μεσιτεύειν ἀργύριον.
Διὸ ἔστω τοὶ νῦν καὶ ἔστω 
ἀποκήρυκτος (ἀφορισμένος) καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας ἀλλότριος καὶ τὴν κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὁ τεκτώμενος καὶ ὁ διδοὺς αὐτὴν (τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία) διὰ χρημάτων»… Λόγια φοβερά. Ἀλλὰ καὶ λόγια ἀξιοπρόσεκτα.
Ὑπηρέτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τελοῦν 
τὶς χειροτονίες.Ὑπηρέτες καὶ ὄχι ἔμποροι…
Μεγάλη ὑπόθεση τὸ μυστήριό της ἱεροσύνης. Πολὺ μεγάλη.
Ὅπως λέγει καὶ 
κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστὸς δάσκαλος τοῦ θείου λόγου καὶ
δόκιμος χειριστὴς τοῦ καλάμου. «Ἡ ἱεροσύνη δὲν εἶναι ἀξίωμα, ποὺ προμηθεύει ματαίαν δόξαν δὲν εἶναι θέσις ποὺ ἐξασφαλίζει προσόδους δὲν εἶναι ἐπάγγελμα βιοτικόν, ἀλλὰ κλῆσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ
τοὺς ἀγαπώντας Αὐτόν. Εἶναι παρακαταθήκη ἱερά, τὴν ὁποίαν ἐμπιστεύεται εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸ βαρὺ καὶ κοπιῶδες αὐτὸ ἔργον εἰς ἔνδειξιν τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης».


Καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «εἶναι οἱ δοῦλοι οἱ διωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ καθιερωμένοι, διὰ νὰ κυβερνοῦν τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν κυβερνοῦν ὄχι ὡς ἀπόλυτοι δεσπόται, ἀλλὰ ὡς οἰκονόμοι, ὡς ὑπερούσιοι καὶ ἐξηρτημένοι ἐκ τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς κύριοι, ἀλλὰ ὡς ὁδηγοὶ ὄχι διὰ νὰ χαράξουν νέους δρόμους εἴτε εἰς τὴν διδασκαλίαν, εἴτε εἰς τὴν διαγωγὴν καὶ ζωὴν τῶν πιστῶν, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς καθοδηγήσουν εἰς τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸν δρόμον
ποὺ ἐχάραξεν ὁ Χριστός». Τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία.
Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι τὴν εἶδε καὶ ὁ εὐλαβὴς ἱεράρχης. Κλήση Χριστοῦ. Διακονία χάριν τοῦ λαοῦ. Διακονία μέχρι Θυσίας.
Θυσίας ὄχι μόνον κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ θυσίας καὶ αὐτῆς 
τῆς ζωῆς τους γιὰ τὸ καλὸ τῶν χριστιανῶν.


Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἐφοδιασμὸ τῶν χριστιανῶν ὁ ἀφοσιωμένος στὸ καθῆκον ἱεράρχης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη συγγραφική του παραγωγὴ φρόντισε καὶ
ἱδρύθηκε τοῦτο τὸν καιρὸ (463) στὴν Πόλη ἡ ξακουστὴ ἀργότερα Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ὁ πάνσεπτος ναὸς τῆς Θεοτόκου, ὁ γνωστός μας μὲ τ’ ὄνομα Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Γιὰ τοῦτο τὸν ναὸ οἱ δύο πατρίκιοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐναπέθεσαν σ’ αὐτὸν τὴν ἱερὴ ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἔτσι ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸν ζῆλο τοῦ στοργικοῦ ποιμένα του ἐξασφάλιζε δύο ἀκόμη πολύτιμα μέσα πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως καὶ οἰκοδομῆς.


Ἡ ὑποχρεωτικὴ ὅμως ἀπὸ τὴ γόνιμη ἀρχιερατεῖα του προβολή, ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία του καὶ τὸν αὐστηρὸ τρόπο ἀσκήσεως μὲ τὸν ὁποῖο
ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ καλὸς ποιμήν, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ ἀνταλλάξει κάποτε τὴν αἴγλη καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ προκαθημένου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐπισκόπου τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Οἰκουμένης μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ ἀθόρυβη ζωὴ τοῦ μονάχου.

Ἔτσι, ἀφοῦ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει καὶ ν’ ἀφήσει γιὰ διάδοχό του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ἄνθρωπο ἀναγνωρισμένης ἱκανότητος καὶ ἀρετῆς καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ.
Φόρεσε τὸν δερμάτινο σάκο τοῦ ἀσκητῆ, ἔβαλε κατάσαρκα στὸ κορμί του σίδερα καὶ ἀναχώρησε νύχτα ἀπ’ τὴν Πόλη.
Μὲ συνοδὸ ἕναν εὐλαβὴ μοναχό, τὸν Νεῖλο, 
τράβηξε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἀφοῦ εἶδε καὶ προσκύνησε τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο.
Ἔφτασε στὴν Πάφο 
καὶ χωρὶς καμιὰ χρονοτριβὴ ἀφῆκε ἐκεῖ τὸν συνοδό του Νεῖλο καὶ αὐτὸς μόνος ξεκίνησε γιὰ τὸ ὄρος, ὅπου παλιὰ εἶχε στήσει τὴν ἀσκητική του
παλαίστρα ὁ γίγας τῆς μοναστικῆς ζωῆς, Ἰλαρίων ὁ Μέγας.

Ἡ ἀπόσταση ἀπ’ τὴν πόλη ἦταν μεγάλη. Κουρασμένος ὁ σεβάσμιος γέροντας ἀπ’ τὰ χρόνια περπατοῦσε σιγά. Ἔτσι πρὶν νὰ φτάσει, ἄρχισε νὰ νυκτώνει καὶ νὰ πέφτει χιονόνερο. Γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἀπ’ τὴν θύελλα, τάχυνε τὸ βῆμά του πρὸς τὸ χωριὸ Κισσόπτερα, ποὺ εἶναι κοντὰ καὶ ζήτησε καταφύγιο σ’ ἕνα σπίτι στὸ ὁποῖο κατοικοῦσε μία χήρα μὲ τὰ δυὸ παιδιά της. Κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ πολλὲς φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἄνοιξε. Ἀλήθεια! Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ συμπεράνουμε.
Ἀπὸ τὸ δυνατὸ κρύο ὁ Ἅγιος πάγωσε καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν οἱ χωριανοὶ νεκρό. Τὴν ἄπονη δὲ 
χήρα καὶ τὰ παιδιά της μισοπεθαμένους καὶ ξεπαγιασμένους.
Ἕνας ἀπὸ τὸ χωριὸ μετέφερε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Πάφου τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ὑπερόριος ἔστειλε ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν λαϊκὸ μαζί, γιὰ νὰ κανονίσουν τὰ τῆς ταφῆς τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ἔδινε ὁ νεκρὸς
ἱεράρχης.
Ὁ λαϊκὸς ποὺ ἔφτασε πρῶτος ἀνήγγειλε στοὺς ἐκεῖ παρευρισκομένους, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἱερέα τὸν ὁποῖο καὶ περίμεναν. Ὁ ἱερέας ὅμως, ὅταν ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπου βρισκόταν ἡ βρύση τοῦ νεροῦ, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει καὶ φοβισμένος νὰ γυρίσει πίσω, γιατί ἀντὶ τῆς βρύσης ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μεγάλο καὶ ἀπέραντο ποταμό.

Σὲ λίγο ἄλλος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔτρεξε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοῦ ἀνέφερε, πὼς ὁ ἱερέας δὲν εἶχε πάει καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν κηδεία τοῦ
μοναχοῦ. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη προσῆλθε καὶ ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε σταλεῖ καὶ ἐξήγησε πὼς ὁ λόγος ποὺ δὲν πῆγε στὸ χωριὸ ἦταν ἡ ὕπαρξη ἐνὸς πολὺ μεγάλου ποταμοῦ, ποὺ βρισκόταν μπροστὰ στὸ χωριό. Τὰ λόγια αὐτὰ κίνησαν
τὴν περιέργεια τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ κάλεσε ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς πόλεως ξεκίνησε μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ πλήθη λαοῦ πρὸς τὸ χωριό.

Πραγματικά, ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὴ βρύση τοῦ νεροῦ, εἶδαν μὲ μεγάλη ἔκπληξή τους ἀντὶ τῆς βρύσης ὄχι μόνο τὸν τεράστιο ποταμό, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι πάνω ἀπ’
τὸ νερό. Ὁ Ἐπίσκοπος κατάλαβε, πὼς ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ μίλησαν δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας κοινὸς μοναχός, ἀλλὰ κάποιος μεγάλος Ἅγιος καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀπὸ ἀναξιότητα δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν.
Ὕστερα ἀπὸ 
ἐκτενὴ καὶ κατανυκτικὴ παράκληση ὁ ποταμὸς ἐξαφανίστηκε, τὸ σκοτάδι διαλύθηκε καὶ φάνηκε ἡ βρύση τοῦ νεροῦ. Αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος ὀνόμασε Ὅμορον Ὕδωρ (δηλ. κοντινὸ νερό) τὸ γνωστὸ σήμερα μὲ τ’ ὄνομα Μωρὸν Νερόν.

Μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ποταμοῦ ὁ ἐπίσκοπος μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ προχώρησε πρὸς τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ὁ νεκρός. Σὰν ἔφτασε προσκύνησε μὲ
εὐλάβεια τὸ δερμοφόρο καὶ σιδηροφόρο σκήνωμα καὶ διέταξε νὰ φέρουν καὶ νὰ βάλουν κοντὰ σ’ αὐτὸ τὴν ἀκίνητη καὶ μισοπαγωμένη χήρα μὲ τὰ παιδιά της. Τότε ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος Ὑπερόριος γονάτισε μπροστὰ στὸ λείψανο καὶ προσευχήθηκε. Ἀπὸ μέρους τῆς γυναίκας ζήτησε ἀπ’ τὸν ξένο μοναχὸ νὰ τὴν συγχωρήσει καὶ νὰ τῆς χαρίσει πάλι τὴν ὑγεία της.

Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ μισοπεθαμένη γυναίκα καὶ τὰ παιδιά της ζωντάνεψαν στὴ στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι ξέσπασαν σὲ
φωνὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς δόξασαν τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν ἄγνωστο Ἅγιό του. Σὲ λίγο πλήθη λαοῦ ἀπ’ τὴν πόλη καὶ τὰ γειτονικὰ μέρη ποὺ ἄκουσαν
τὰ γενόμενα, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ μικρὸ χωριό, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν θαυματουργὸ μοναχό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἦταν καὶ ὁ συνοδὸς τοῦ Ἁγίου, ὁ Νεῖλος.
Σκηνὴ πολὺ συγκινητικὴ διαδραματίστηκε τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀντίκρισε τὸν νεκρὸ ἱεράρχη. Ἔπεσε πάνω στὸ ἅγιο λείψανο καὶ μὲ κλάματα καὶ φωνὲς θρηνοῦσε τὸν κύριό του. Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τὸν νεκρό.

 Ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος κάλεσε ἰδιαίτερα τὸν Νεῖλο καὶ ζήτησε ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ νεκροῦ. Ὁ μοναχὸς Νεῖλος ἀρνιόταν στὴν ἀρχή. Ὕστερα ὅμως τοῦ φανέρωσε τὸ μυστήριο:
– Δέσποτά μου, τοῦ εἶπε, ὁ μοναχὸς αὐτός, ὁ ξένος καὶ ταπεινός, εἶναι ὁ Γεννάδιος, ὁ ἄλλοτε ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος σηκώθηκε καὶ βαθιὰ συγκινημένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν νεκρὸ τὸ ἀνάλογο φέρετρο. Ὕστερα, ἀφοῦ τοποθέτησαν ἐκεῖ τὸ ἅγιο λείψανο, μὲ ὕμνους καὶ θυμιάματα, τὸ σήκωσαν καὶ μὲ λαμπάδες καὶ ἄλλην ἱερὴ δορυφορία τὸ μετέφεραν γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴν ἐπισκοπή.

Μόλις οἱ ἄνθρωποι ποὺ κρατοῦσαν τὸ φέρετρο προχώρησαν καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ ποὺ κτίσθηκε ἀργότερα ὁ ὁμώνυμος ναός, ἔνοιωσαν μεγάλη κούραση καὶ ἀπέθεσαν τὸ φέρετρο γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο. Ὅταν ὕστερα δοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν πάλι καὶ νὰ προχωρήσουν, στάθηκε ἀδύνατο. Τὸ φέρετρο δὲν μετακινεῖτο. Νόμιζε κανεὶς πὼς εἶχε ριζώσει στὴ γῆ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς ἔκαμε νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ
Ἅγιος ἤθελε στὸν τόπο ἐκεῖνο νὰ ταφεῖ. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν καὶ ἐκεῖ ἀργότερα ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν ἔκτισε ἕνα ναὸ στὴ μνήμη του.
Στὴν κηδεία τοῦ Ὁσίου πολλοὶ ἄρρωστοι ἔγιναν καλά. Καὶ γιὰ πολλοὺς 
ἄλλους ὁ τάφος του στάθηκε πηγὴ ἰαμάτων. Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύει ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ κρυολογήματα καὶ ἀπὸ τὸν βήχα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο ἀπέθανε.

Ἂν καὶ ὁ Βηχιανὸς ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν τοπικῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας, μερικοὶ φρονοῦν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι μᾶλλον ἐπίθετο τοῦ Ἁγίου Γενναδίου καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ ὁ Ἅγιος Γεννάδιος εἶναι ἕνα καὶ
τὸ αὐτὸ πρόσωπο.
Ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ Βησσιανὸς ἔχει ὡς κέντρο σεβασμοῦ 
τὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγια, ποὺ βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ τῆς Λευκωσίας καὶ τὴν Κισσοῦσα τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ. Τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου βρίσκουμε
σὲ ἐκκλησίες τῆς Γαλάτας, τοῦ Ἰδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητὲς εἰκόνες στὰ Ἀνάγια, σὲ ναοὺς τῆς Λευκωσίας (Ἁγ. Σάββα, Τρυπιώτη), τῆς Λάρνακος καὶ ἀλλαχοῦ.

Αὐτὴ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς ὑπῆρξε ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ μεγάλου τούτου τέκνου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζωὴ ἀγωνιστική. Μὰ καὶ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ θυσίας.

Ταῖς τοῦ Ἁγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τώρα ὡς πρὸς τὸν Πατριάρχη Μάξιμο, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς καθορισμένο ποιὸς ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινὂυπόλεως, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶναι ὁ Ἅγιος. Κατὰ πάσα πιθανότητα ὅμως, πρόκειται γιὰ τὸν Μάξιμο Γ’ (1476 – 1482). Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἐργάστηκε μὲ πολλοὺς τρόπους γιὰ τὴν βελτίωση τῶν ἠθῶν. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ἀκούραστα κάθε Κυριακὴ δίδασκε στὸ λαὸ τὸν θεῖο λόγο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται σ’ ὁρισμένους Συναξαριστὲς καὶ τὴν 20η Νοεμβρίου).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν, ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, μὴ ποτὲ ὑπνώσωμεν, ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον.


Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας τῶν ἀνθρώπων, πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλῇ θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον καὶ τῶν θαυμάτων ποταμόν σε ἀνεξάντλητον μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.

Μεγαλυνάριον

Τῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἷα κλίμακι νοητῇ, πρὸς θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.


Ὁ Οἶκος

Πόθεν ἀπάρξομαι τοὺς ἐπαίνους ἐξυφαίνειν ὁ τάλας, καθορῶν τὰ πολλὰ καὶ ὑπερθαύμαστα πράγματα; Ἐὰν ἀπὸ τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου ἐγχειρήσω, τὸ σύνολον οὐκ ἰσχύω· πάντα γὰρ νοῦν ὑπερβαίνει ὁ ἔνθεος βίος αὐτοῦ. Ἐὰν ἀπὸ τῶν θαυμάτων, καὶ ἐν τούτῳ λοιπὸν αἰσχυνθήσομαι, ὑπὲρ τὴν ψάμμον γὰρ ὑπάρχουσι· διὰ τοῦτο ἀκούει θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Νέος γέγονας Μωσῆς τοῖς ἔργοις, πλάκας πίστεως ἐπὶ τοῦ ὄρους, τῆς μυστικῆς θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοῖς τὴν εὐσέβειαν, τοῦ τῆς Τριάδος μυστηρίου Γρηγόριε· ὅθεν ἅπαντες, τιμῶμεν πιστοὶ τὴν μνήμην σου, αἰτοῦντες διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον.


Ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις κατακοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας ἐδείχθης Ἀρχιεράρχης
σοφός, καὶ ποιμὴν ἀληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, καὶ
ὁσίων κοινωνός, ἐν πάσῃ δικαιοσύνη. Καὶ νῦν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Μνήμη τῶν Ὀγδόης (Η’) καὶ Ἐνάτης (Θ’) Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων

 Μνήμης τῶν Ὀγδόης (Η’) καὶ Ἐνάτης (Θ’) Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων 
ἀμφοτέρων ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκληθεισῶν, κατὰ τὰ ἔτη ἀπὸ Χριστοῦ 879/880 –ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ 1351 –ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Ὧν ἡ ἀπὸ κοινοῦ Ἱερὰ Μνήμη ἐν Κυριακῇ, ἀπὸ ΙΔ’ ἕως Κ’ τοῦ Μηνὸς Νοεμβρίου



Ἡ Η΄ καὶ Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῆς προκλήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (Μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμώνος κ. Κλήμεντος)

Εἰσήγησις στὴν Ἱερατικὴ Σύναξι Κληρικῶν Νοτίου Ἑλλάδος


Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πειραιῶς, 
Τρίτη, 18.11/1.12.2015

Ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

Μακαριώτατε, 
γιοι Ἀρχιερεῖς,
γαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
1. Εἰσαγωγικὰ

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ καὶ ἡ σημασία τοῦ θέματος περὶ τῶν θεωρουμένων ὡς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς προκλήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
9hoikoum1

Καὶ ἡ μὲν Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879, ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque καὶ περιέστειλε τὴν παπικὴ ἐπεκτατικότητα, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὴν Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως σὺν τοῖς ἄλλοις ἀπέδειξε καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, καὶ παλαιότερα1 καὶ διὰ τῆς προηγηθείσης Εἰσηγήσεώς του.
ς ὀργανικὴ δὲ συνέχεια τούτου, εἶναι ἀναγκαία ἡ συμπερίληψις καὶ τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ ΙΔ’ αἰῶνος, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Συνόδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

κόμη καὶ ἐντὸς τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος, ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν φωνὲς γιὰ τὴν ἐπίσημη διακήρυξι τῆς Οἰκουμενικότητος τῶν Συνόδων αὐτῶν, ἀλλὰ δὲν συναντοῦν τὴν ἀπαιτούμενη συνοδικὴ ἀνταπόκρισι στὸν χῶρο τους. Καὶ τοῦτο, διότι ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, οἱ διακηρύξεις αὐτὲς θὰ ἀποτρέψουν δραστικὰ τὴν ἐνδοτικὴ οἰκουμενιστικὴ πορεία, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν, καὶ θὰ θέσουν τὰ πράγματα σὲ μία διαφορετικὴ προοπτική. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ ἤ καὶ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ψυχρανθεῖσες στὴν Πίστι Καινοτόμες ἱεραρχίες, στὶς ὁποῖες ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος ἐσβέσθη πρὸ πολλοῦ, ἐπικρατεῖ δὲ ἡ συμβατικὴ κοσμικὴ διπλωματία καὶ διαπλοκή, γιὰ ἐξυπηρέτησι κυρίως ἐγκοσμίων ἐπιδιώξεων καὶ ὠφελημάτων.

μεῖς, οἱ ἐλέῳ Θεοῦ διακρατοῦντες τὴν Πίστιν ἀκαινοτόμητον καὶ ἐκπροσωποῦντες τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καθαρὰ καὶ ἀλύμαντο, ἔχουμε χρέος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπιτακτικὴ αὐτὴ ἐκκρεμότητα, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ καθήκοντός μας ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Ἱστορίας. Ἤδη μάλιστα στὴν ἀπὸ Δεκεμβρίου τοῦ 2014 ἐγκριθεῖσα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας «Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ», βεβαιώνουμε σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅτι οἱ δύο ὡς ἄνω Σύνοδοι ἔχουν οἰκουμενικὴ καὶ καθολικὴ ἰσχὺ καὶ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία2.
2. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ΠΡΙΝ νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὶς Ἡσυχαστικὲς Συνόδους τοῦ ΙΔ’ αἰ., εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε λίγα στοιχεῖα περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καθοριστικοῦ παράγοντος στὶς Συνόδους αὐτές. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1296 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια εὐλαβῶν γονέων. Διαποτίσθηκε μὲ τὴν εὐσέβεια ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ ἀνέπτυξε στὸ ἔπακρο τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἐπρόκειτο νὰ διαπρέψη κατὰ κόσμον σὲ θέσεις ὑψηλὲς τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας. Ὅμως, ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν κατέτρωγε, ὡδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μοναχικὴ ἀποταγή. Ἀσκήθηκε μὲ αὐταπάρνησι καὶ βαθειὰ ἐπίγνωσι στὸ Παπίκιον ὄρος τῆς Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος κυρίως καὶ στὴν Σκήτη τῆς Βεροίας. Ἔζησε μὲ ὑπακοή, ταπείνωσι, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, μελέτη καὶ διακονία. Καθάρθηκε καὶ ἐλλάμφθηκε ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς, τὸν Ὁποῖον ἐκζητοῦσε ἀπὸ νεότητος μὲ ἀληθινὴ δῖψα πνεύματος («φώτισόν μου τὸ σκότος»!). Ἔδωσε αἷμα καὶ ἔλαβε πνεῦμα3.

λαβε τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας ἄνωθεν, ἔγινε Θεολόγος ἀπλανὴς τῆς Παραδόσεως καὶ κατεστάθη ὄντως Στόμα Θεοῦ, Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ Μάστιγα τῶν αἱρέσεων. Ἀνεδείχθη Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, φυλακίσθηκε τὸ 1343, ἀφωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς φιλαιρετικοὺς τὸ 1344, κατόπιν ὅμως δικαιώθηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιερεὺς τὸ 1347, καὶ ἐν τέλει ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1359. Τὸ δὲ 1368 διεκηρύχθη ἡ Ἁγιότητά του μὲ ἐπίκλησι τῶν πολλῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν Θαυμάτων του.
3. Ἡσυχασμὸς
Ο ΑΓΙΟΣ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Ἡσυχαστὴς Θεολόγος καὶ ὡς ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ.

 Ἡσυχασμὸς δυνάμεθα νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐνυπάρχει στὴν οὐσία καὶ στὸν πυρῆνα τῆς Εὐαγγελικῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ μέθοδος ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπανόδου του στὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἄσκησι καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν μὲ μετάνοια καὶ ἀρετή. Εἶναι ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη ἀποδίωξις τῶν ἐμπαθῶν καὶ ἐφαμάρτων λογισμῶν ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ ἡ περιφρούρησίς της, ὥστε νὰ ἀποτελέση κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Εἶναι ἡ νῆψις, δηλαδὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, κυρίως μὲ τὴν μονολόγιστη Εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! Εἶναι τὸ πένθος, ἡ κατάγνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία, ὁ πόνος, τὸ σωματικὸ ἄλγος, ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ γιὰ ὀρθὴ πορεία καὶ ἐπιλογὴ στὴν ζωή, ὥστε νὰ ἑλκυσθῆ τὸ θεῖον Ἔλεος. Εἶναι ἡ διάνοιξις τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς. Εἶναι μετοχὴ στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς θείας Λατρείας, εἶναι Εὐχαριστιακὴ λειτουργικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ καὶ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Χάριτι. Εἶναι ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς.

πὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τους, οἱ Ἡσυχαστὲς Ἅγιοι καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός, ὅπως ὁ Ἴδιος ὑποσχέθηκε4, γίνεται προσιτὸς καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται μαζί του καὶ τοῦ μεταδίδει τὴν θεία Ζωή Του, τὸν καθιστᾶ Θεὸν κατὰ χάριν, τὸν θεώνει.

 Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἡ Ἐνέργειά Του, ἡ Ὁποία προέρχεται φυσικῶς ἐκ τῆς Οὐσίας Του, εἶναι Θεία καὶ Ἄκτιστη, γίνεται δὲ μεθεκτὴ ὡς Φῶς· τὸ Φῶς αὐτὸ εἶναι τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Ὁποῖο ἔλαμψε διὰ τοῦ Χριστοῦ στὸ Ὄρος Θαβὼρ καὶ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι καὶ κατάληψι.

κ τούτου ἐξάγεται, ὅτι στὸν Θεὸ ἔχουμε διάκρισι Οὐσίας, ἡ Ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὰ δημιουργήματα, καὶ Ἐνεργείας, ἡ Ὁποία εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτή, ἁγιάζουσα τὸν ἄνθρωπο.
4. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ Λατινόφρονος Βαρλαὰμ Καλαβροῦ
ΑΥΤΟΣ ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, ὄχι μόνον ἀμφισβητήθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐτελίσθηκε καὶ ὑβρίσθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό, σχολαστικὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν Δύσι γιὰ νὰ διδάξη στὴν Ἀνατολή, χρησιμοποιώντας τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμὸ σὲ βάρος τῆς θεοπτίας5.

 ἐπίθεσίς του κατὰ τῶν Μοναχῶν, κατὰ τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ τῆς διακρίσεως στὸν Θεὸ «Οὐσίας» καὶ «Ἐνεργείας», δὲν ἄργησε νὰ ἐκδηλωθῆ. Περιέπαιξε τὴν Νοερὰ Προσευχή, ἀρνήθηκε τὴν διάκρισι Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ ὅτι ἡ Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστη, ἀποκαλοῦσε πλανεμένους ὅσους δέχονταν τὸ θεῖον Φῶς, τὸ δὲ Θαβώριον Φῶς τὸ θεωροῦσε κατώτερο τῆς νοήσεώς μας, ἐνῶ τὰ θεωρήματα τοῦ νοῦ μας ἀσυγκρίτως καλύτερα ἐκείνου, δίδοντας ἔτσι «λυτρωτικὴ» σημασία στὴν φιλοσοφία6.

ν ὅμως δὲν ὑπάρχει διάκρισις Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ἄν ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Παπικοί, τότε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας.

ν ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχει μέν, ἀλλὰ δὲν καταυγάζει μὲ τὶς θεῖες Ἀκτῖνες Του τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ζωογονήση καὶ νὰ μᾶς ἀνασύρη ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πτώσεών μας στὸ Φῶς τῆς ἁγιότητος, τότε δὲν σχετίζεται μὲ μᾶς, δὲν μᾶς ἐπηρεάζει ἄμεσα, καὶ ἔτσι παραμένουμε ἀλύτρωτοι στὰ θλιβερὰ δεσμά μας καὶ στὸν ἀπέλπιδα ἀγνωστικισμό μας7.

 ἔλλειψις αὐτῆς τῆς διακρίσεως, ὡδήγησε τὸν Παπισμὸ στὸ Filioque, στὸν νομικισμό, στὸν ἠθικισμό, στὴν θεώρησι τοῦ Πάπα ὡς ἐνδιαμέσου γῆς καὶ οὐρανοῦ, στὴν διπλῆ ἐξουσία του ὡς «ὑπερεπισκόπου» καὶ «βασιλέως-αὐτοκράτορος» κοσμικοῦ κράτους, στὴν ὑποτίμησι τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, στὴν γενικὴ-ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, στὸν ραντισμὸ κατὰ τὴν Βάπτισι, στὴν διαφορετικὴ θεολογικὴ θεώρησι τῆς Ἐνανθρωπήσεως («ἐξιλέωσις») καὶ τοῦ Σταυροῦ («δικανικὴ ἱκανοποίησις»), στὴν ποικιλόμορφη ἐκκοσμίκευσι κλπ.8.

 ἐκ Δυσμῶν αὐτὴ ἐπιδρομή, ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὰ ἕνα κτύπημα στὴν καρδιὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸν Ἡσυχασμό.

λλὰ ὁ Ἡσυχασμός, Προνοίᾳ Θεοῦ, εἶχε ὑπερασπιστὴ τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης ἀνάγκης τὸν πλέον ἔξοχο ἐκπρόσωπό του, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος ἀνέλαβε τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ πρωτοστάτησε στὴν διὰ ἐκκλησιαστικοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου ἐπίλυσι τῆς διαφορᾶς. Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν προσωπικὸς ἤ καιρικός. Ἡ Πίστις ἔπρεπε νὰ ὁριοθετηθῆ καὶ νὰ διασφαλισθῆ ἀπὸ κάθε παρόμοια μελλοντικὴ ἐπίθεσι, καὶ ὁ τρόπος ἦταν ὁ γνωστὸς καὶ καθιερωμένος στὴν Ἐκκλησία: διὰ Συνόδου Ἐκκλησιαστικῆς.
5. Ἡ ἀναγκαιότης Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὡς ἀνώτερο κριτήριο ἐκκλησιαστικότητος τὴν Μεγάλη Σύνοδο καὶ μάλιστα τὴν Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ σοβαρὰ προβλήματα Πίστεως καὶ Τάξεως στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ὅταν ἡ σωτηρία διακυβεύεται. Ἀσχολεῖται δηλαδὴ μὲ ζωτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἄμεσα στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων9.

Στὴν προκειμένη περίπτωσι, ἐφ’ ὅσον μέσῳ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐν συνεχείᾳ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ συνεχιστῶν του Ἀκινδύνου καὶ Γρηγορᾶ εἴχαμε σύγκρουσι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως10, μὲ τὴν ἀπόπειρα μεταφορᾶς τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς ἀλλοτριώσεως στὴν Ἀνατολή, τὸ καίριο τοῦτο πρόβλημα ἔχρηζε Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως καὶ μάλιστα διευρυμένης.

Τὸ κύριο θέμα ἦταν δογματικὸ καὶ ἀφοροῦσε ἄμεσα στὴν σωτηρία. Ὅπως οἱ παλαιοὶ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μία χιλιετία νωρίτερα πρέσβευαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἔτσι καὶ ὁ Βαρλαὰμ δίδασκε ὅτι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή11. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς περί Θελήσεων καὶ Ἐνεργειῶν στὸν Χριστὸ διδασκαλίας τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη Φύσι στὸν Χριστὸ εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια κτιστή, ἔτσι καὶ ἡ θεία Φύσι Του εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια Ἄκτιστη.

9hoikoum3

6. Ἡ πρώτη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1341
Η ΠΡΩΤΗ Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος12 συνῆλθε τὴν 10η Ἰουνίου τοῦ 1341 στὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι. Συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ’ τὸν Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος ὡς Πρόεδρος, καὶ συμμετεῖχαν ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖται, Ἡγούμενοι, Συγκλητικοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ὡς καὶ πλῆθος λαοῦ. Οἱ Συνεδριάσεις ἦσαν δημόσιες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης ἔντονο.

Οἱ κατηγορίες τοῦ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν Ἡσυχαστῶν ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ τῆς Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἡσυχαστῶν, ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθὴ δόξα ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων. Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὑπεστήριξε ἐκ τῆς ἁγιασμένης πείρας του, δὲν ἦταν ὑλικὸ καὶ πεπερασμένο, δὲν ἦταν ἐξωτερικὴ δόξα τοῦ σώματος, ἀλλὰ Δόξα καὶ Λαμπρότητα τῆς ὑποστατικὰ ἑνωμένης μὲ τὸ σῶμα Θεότητος. Ἐπίσης, δὲν ἦταν Οὐσία Θεοῦ, ἀλλὰ Ἐνέργεια καὶ Χάρις, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στοὺς ἀξίους. Ἔτσι ἀναγνωρίσθηκε πανηγυρικὰ ἡ «ἀπόρρητος διάκρισις» καὶ «ὑπερφυὴς ἕνωσις» Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ καταρρίφθηκε ἡ κατηγορία γιὰ δῆθεν διθεΐα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.

 δὲ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔλαβε τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ θεμελίωσί της καὶ ἀπορρίφθηκε κάθε κατηγορία ἐναντίον της.

 Βαρλαὰμ εὑρισκόμενος σὲ δυσχερῆ θέσι, ζήτησε συγγνώμην καὶ ἐπικαλέσθηκε ἄγνοια, ἀλλὰ ὅπως φάνηκε ἐν συνεχείᾳ, ἐφ’ ὅσον ἐξήμεσε καὶ πάλι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεώς του καὶ κατέφυγε στὴν Ἰταλία, ὅπου ὁ Πάπας τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο, ἡ μεταμέλειά του ἦταν ὑποκριτικὴ καὶ ἐπίπλαστη.

 Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Βαρλαάμ, τὸν ἀντι-ησυχαστικὸ ἀγῶνα συνέχισε ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε ὅτι εἶχε λυθῆ τὸ δογματικὸ ζήτημα διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, χρειάσθηκε νὰ συγκληθῆ νέα Σύνοδος13, ὡς συνέχεια τῆς προηγουμένης, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341, στὸν Ναὸ καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μεγάλου Δομεστίκου Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, προσωρινοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Ε’ τοῦ Παλαιολόγου, ἐφ’ ὅσον στὸ μεταξὺ ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Γ’ εἶχε ἀποβιώσει αἰφνιδίως λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν προηγουμένη Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου. Ἔλαβαν μέρος ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας καὶ ὅσοι συμμετεῖχαν στὴν προηγουμένη Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Ἀκίνδυνο καὶ τοὺς ὁμόφρονάς του ὡς ὁμοδόξους τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ.

Κατόπιν αὐτοῦ, συντάχθηκε Τόμος τῆς κοινῆς θεωρουμένης Συνόδου τοῦ Ἰουνίου καὶ τοῦ Αὐγούστου τοῦ 134114, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο στὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ ἐκφράζει τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.

 Ἐνωρίτερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1340, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γιὰ νὰ ἐνισχύση τὸν ἐπικείμενο ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Βαρλαάμ, μετέβη ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συνέταξε τὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ἕνα κείμενο δογματικό, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασιστικὴ σημασία στὴν ἐξέλιξι τῆς διαμάχης, ὡς πρὸς τὴν ἐπικράτησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἐντὸς αὐτοῦ συνοψίζεται ἔξοχα ἡ Ἡσυχαστικὴ Θεολογία15. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεκήρυσσε ἐκ τῶν ὑστέρων, «ὅ τε γὰρ Ἁγιορειτικὸς καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος, ἡ ἡμετέρα ὁμολογία ἐστίν»16.

Μετὰ δὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἅπαντες οἱ ἐκ τῶν προυχόντων, ἀποκαλοῦσαν τὸν θεῖο Γρηγόριο «διδάσκαλον εὐσεβείας καὶ κανόνα δογμάτων ἱερῶν καὶ στύλον τῆς ὀρθῆς δόξης καὶ πρόμαχον τῆς Ἐκκλησίας»17.
7. Ἡ δευτέρα Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1347
ΤΗΝ ἑπομένη περίοδο, εἴχαμε ἔκρηξι θλιβεροῦ ἐμφυλίου πολέμου στὴν Πολιτεία, μὲ ἀνάμιξι τοῦ πολιτικῶς φιλοδόξου Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα καὶ μία ἀνανέωσι τῆς λεγομένης «ἡσυχαστικῆς ἔριδος». Ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διεφώνησαν ὡς πρὸς τὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις, καὶ ὁ Ἀκίνδυνος ἐπανῆλθε στὸ προσκήνιο καὶ ἄρχισε καὶ πάλι ἀντι-ησυχαστικὴ δρᾶσι μὲ τὴν κάλυψι τοῦ ἐκπεσόντος πλέον πατριάρχου18. Ὁ δὲ Ἅγιος διακόψας τὴν κοινωνία μετὰ τοῦ πατριάρχου, εὑρέθη στὴν φυλακὴ (1343) μὲ τὴν καταγγελία μάλιστα καὶ τῆς αἱρέσεως19 (!) καὶ ὑπέστη δῆθεν ἀφορισμὸ (1344) ἀπὸ τὸν ἀκινδυνιστὴ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστῆ πλέον ἄκρως ἐπικίνδυνος καὶ πολυκίνδυνος, τὸν ὁποῖον (ἀφορισμὸν) ὁ Ἅγιος βεβαίως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὸν θεώρησε, ὅπως καὶ ἦταν, ἄκυρο κατὰ πάντα.

μως, ἡ συνεχὴς ἄνοδος τοῦ γοήτρου τοῦ Ἁγίου -ὁ ὁποῖος συνέχισε τὸν ἀντι-αιρετικὸ ἀγῶνα κυρίως μὲ συγγραφές, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνταξι ἐξόχων πνευματικῶν ἔργων-, οἱ λανθασμένες καὶ ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου καὶ ἡ τροπὴ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ὡδήγησαν στὴν σύγκλησι νέας Συνόδου στὰ Ἀνάκτορα, στὴν Κωνσταντινούπολι, στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 134720.

Σὲ αὐτὴν προήδρευσε ἡ Βασίλισσα Ἄννα Παλαιολογίνα μὲ τὸν ἀνήλικο υἱό της Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Ὁ ὑπόδικος πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας δὲν ἔλαβε μέρος, ἀλλὰ συμμετεῖχαν Ἀρχιερεῖς, Συγκλητικοί, ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Μοναχοὶ καὶ ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Ὁ Τόμος τοῦ 1341 ἐπικυρώθηκε, τὰ γραπτὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα ἐξετάσθηκαν καὶ ἀπεδείχθησαν κακόδοξα καὶ ἔτσι καταδικάσθηκε ὁριστικῶς ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐφημίσθηκε, ὁ δὲ πατριάρχης κηρύχθηκε ἔκπτωτος καὶ καθαιρέθηκε, γιὰ ἀπόκλισι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία «πρὸς τὰ κακόδοξα δόγματα τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀναγνώρισις τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα»21, ἐπίσης γιὰ τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὡς καὶ γιὰ τὸ ὅτι χειροτόνησε κληρικὸ τὸν αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο22. Ἡ Σύνοδος εἶχε καὶ ἄλλες Συνεδριάσεις καὶ ἐξέδωσε Τόμο23, τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν συνολικὰ τριάντα Ἐπίσκοποι. Πατριάρχης χειροτονήθηκε ὁ Ἡσυχαστὴς Ἰσίδωρος Βουχερᾶς, ὁ δὲ ἱερὸς Γρηγόριος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
8. Ἡ τρίτη Μεγάλη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1351
ΜΕΤΑ τὸν θάνατο τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πρώην πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, τὴν σκυτάλη τοῦ ἀντι-ησυχαστικοῦ ἀγῶνος παρέλαβε ὁ πολυμερὴς λόγιος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τοῦ 1346 ἄρχισε νὰ γράφη ἀντιρρητικοὺς λόγους κατὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μετὰ μάλιστα τὴν Κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τὴν ἀνάρρησι στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τοῦ ἐπίσης Ἡσυχαστοῦ Ἁγιορείτου Καλλίστου (1350), ὁ ὁποῖος εἶχε προστριβὲς μὲ τοὺς Ἀκινδυνιστές, κρίθηκε ὅτι χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἀπαιτεῖτο νέα Σύνοδος, γιὰ ὁριστικὴ κατάπαυσι τῆς διαμάχης.

 τρίτη Ἡσυχαστικὴ «θεία καὶ ἱερὰ Σύνοδος»24 συνεκλήθη στὶς 28 Μαΐου τοῦ 1351 στὰ Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Κάλλιστο. Αὐτὴ ὑπερέβαινε τὶς προηγούμενες δύο σὲ ἀριθμὸ συμμετεχόντων Ἀρχιερέων, ὡς καὶ λογίων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν. Συμμετεῖχαν 32 Ἐπίσκοποι, βεβαίως καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ἐπιφανῆ μέλη τῆς Αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας, μέλη τῆς Συγκλήτου, Ἄρχοντες, Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἡ ἀντίπαλη παράταξις τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ περιελάμβανε τοὺς καθαιρεθέντας ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1347 μητροπολίτας Ἐφέσου Ματθαῖο καὶ Γάνου Ἰωσὴφ καὶ ἄλλους κληρικούς, στοὺς ὁποίους προσετέθη καὶ ὁ μητροπολίτης Τύρου Ἀρσένιος, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας.

Οἱ ἀντι-ησυχαστὲς ἀρχικῶς ἐξέφρασαν τὴν ἀντίδρασί τους γιὰ τὴν προσθήκη ἡσυχαστικῶν ἐκφράσεων στὴν ὁμολογία Πίστεως τῶν νεοχειροτονουμένων Ἀρχιερέων καὶ γιὰ ὡρισμένες ἐκφράσεις στὰ Ἀντιρρητικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἀντιμετωπίσθησαν καταλλήλως. Στὴν δεύτερη Συνεδρίασι, ὁ ἱερὸς Παλαμᾶς ἐπὶ κατηγοριῶν ἐναντίον του κατέθεσε Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἀκριβοῦς δογματικῆς τοποθετήσεώς του, ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάσθηκε. Στὶς ἑπόμενες ἐπίσης δύο Συνεδριάσεις, ἡ Ἀλήθεια διέλαμψε, οἱ Τόμοι τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 ἀπέδειξαν τὴν κακοδοξία καὶ καταδίκη τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καὶ σὲ μία τελευταία πέμπτη Συνεδρίασι, συνεζητήθησαν καὶ ἀπαντήθησαν ἐπιγραμματικῶς καὶ ὀρθοδόξως σὲ ἕξι δογματικὰ «Κεφάλαια» τὰ ἐρωτήματα τῶν ἀντιπάλων, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:

«1. Ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας. Διαφέρουν μεταξύ τους σὲ αὐτό, ὅτι ἡ μὲν θεία ἐνέργεια μετέχεται καὶ διαμερίζεται ἀμερίστως καὶ ὀνομάζεται καὶ κάπως κατανοεῖται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της, ἄν καὶ ἀμυδρῶς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ἀμέριστος καὶ ἀνώνυμος, δηλαδὴ ἐντελῶς ὑπερώνυμος καὶ ἀκατάληπτος.
2. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος.
3. Αὐτὸ δὲν προκαλεῖ στὸν Θεὸ καμμία σύνθεσι.
4. Ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Θεότης.
5. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία φυσικὴ ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστες. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἐνέργεια χωριστὰ ἀπὸ τὴν οὐσία στὴν ὁποίαν ἀνήκει.
6. Τὸ φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἄκτιστο»25.


 Σύνοδος ἐπεκύρωσε τοὺς Τόμους τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347, ἀναθεμάτισε τοὺς Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο καὶ ἀπέκοψε τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁμό
φρονάς των, ἐπιβάλλουσα στοὺς κοινωνοῦντας ἐν γνώσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπίσης τὸ ἀνάθεμα καὶ θεωροῦσα τοὺς κληρικοὺς ἐξ αὐτῶν ἐστερημένους «πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας»26. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, συντάχθηκε Τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφθηκε ἐν τέλει ἀπὸ τρεῖς Αὐτοκράτορες, τρεῖς Πατριάρχες, καὶ ἀπὸ 50 καὶ πλέον Ἀρχιερεῖς27.

  δὲ Ἡσυχαστικὴ διδασκαλία περιελήφθη στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἑκάστου ἔτους, ὡς σύμφωνη κατὰ πάντα «μὲ τὴν θεόπνευστη θεολογία τῶν ἁγίων καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας»28.

9hoikoum4


9. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 εἶναι Σύνοδος Οἰκουμενικὴ

ΣΕ σχετικὰ πρόσφατο κείμενο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς θεωρήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ὡς Θ’ Οἰκουμενικῆς29:
 συμπεριελήφθησαν σὲ Αὐτὴν καὶ οἱ Τόμοι τῶν προηγουμένων Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ ἔτσι δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ κοινοῦ ὡς μία Σύνοδος, καταδικάσασα τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλαάμ, Ἀκίνδυνο καὶ Γρηγορᾶ, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς·
 θεωροῦσε ἑαυτὴν συνέχεια τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μάλιστα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς·
 κατέγραψε τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνωτέρω αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὴν ἄκτιστη Ἐνέργεια καὶ τὴν μέθεξι Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπέδειξε τὸν αἱρετικὸ χαρακτῆρα τους, ἀνακηρύσσουσα τὸν Ἡσυχασμὸ ὡς προϋπόθεσι μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ γνήσιας λειτουργικῆς θείας ἐμπειρίας·
− τεκμηρίωσε τὴν Ἡσυχαστικὴ Θεολογία στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τέλος
− ἐπικύρωσε τὰ δίκαια ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον δὲν μετενόησαν, τοὺς δὲ ὁμόφρονάς τους θεώρησε ὡς «ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».

χει δὲ ἐκφρασθῆ καὶ ἄλλοτε ἡ σοβαρὰ ἄποψις, ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 «ἀξίζει νὰ συναριθμῆται εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων δὲν ὑστερεῖ εἰς τίποτε ὡς πρὸς τὴν σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς θεολογίας της. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξιν τῆς συνεχείας τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζώσης ἐμπειρίας καὶ θεολογίας περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας»30.

 ὑποστήριξις περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξεφράσθη ἤδη ἀπὸ τοῦ ΙΔ’-ΙΕ’ αἰῶνος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Νείλου (εἰδικῶς περὶ τῆς Συνόδου τοῦ 1341)31, στὰ δὲ νεώτερα χρόνια ὑπεστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψι αὐτὴ γνωστοὶ Θεολόγοι (Ἰωάννης Ρωμανίδης, Γεώργιος Μεταλληνός, Θεόδωρος Ζήσης, Ἱερόθεος Βλάχος, Ἀθανάσιος Γιέβτιτς κ.ἄ.).

φ’ ὅσον οἱ Σύνοδοι αὐτὲς συνεκλήθησαν μὲ διαταγή, παρουσία καὶ συμμετοχὴ Αὐτοκρατόρων, ἀσχολήθηκαν μὲ θέματα δογματικὰ καὶ ὄχι κανονιστικά, ἀφορῶντα ἄμεσα στὴν σωτηρία καὶ ὄχι θεωρητικά, προσετέθησαν μάλιστα τὰ συμπεράσματά τους στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διεκήρυξαν κατὰ τρόπον δεσμευτικὸν τὶς ἀποφάσεις τους γιὰ τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπεδοκίμασε αὐτές, ἐμπεριέχουν σαφέστατα τὸν χαρακτῆρα τῆς οἰκουμενικότητος32.
10. Ἡ ἀνάγκη ἐπισήμου διακηρύξεως τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ο ΑΙΩΝΑΣ ποὺ παρῆλθε, ἦταν ὁ αἰώνας τῆς οἰκουμενιστικῆς αἰχμαλωσίας τοῦ πλείστου μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὰ οἰκουμενιστικὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα ἐχαλκεύθησαν μετὰ μάλιστα τὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν λεγομένη Ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων πρὸ 50ετίας, ὡς καὶ τὸν ἔκδηλο φιλοπαπισμὸ τῶν ἡγητόρων τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἔγιναν ἰδιαιτέρως συνθλιπτικά. Ὁ λόγος γιὰ διακήρυξι τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι -ὅπως τονίσθηκε- ἄκρως ἐπίκαιρος, εἶναι σαφῶς Θέλημα Θεοῦ. Ἡ καταδίκη τῶν «λατινιζόντων» ἀντι-ησυχαστῶν τοῦ ΙΔ’ αἰ. στρέφεται ἐν γένει κατὰ τῶν Λατινοφρόνων καὶ κατὰ τῆς «Λατινικῆς Ἐκκλησίας»33, ἡ ὁποία διακρατεῖ μέχρι σήμερα τὶς Βαρλααμιτικὲς καὶ λοιπὲς ἀντι-ησυχαστικὲς διδασκαλίες, ὡς καὶ ὅλες τὶς πλάνες καὶ αἱρέσεις ποὺ σχετίζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα πρὸς αὐτές.

 νίκη κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν νίκη κατὰ τῆς Δύσεως, τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦσε ἐκεῖνος, καὶ κατὰ τοῦ Λατινισμοῦ, ἡ δὲ καταδίκη τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν καταδίκη «κατ’ αὐτῆς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία ἀναθεματίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας34.

μως, ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγικότητα τῆς σήμερον:
Οἱ Οἰκουμενισταὶ καὶ Λατινόφρονες πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἀκόλουθοι αὐτῶν, προσπαθοῦν διὰ συνόδου, τῆς ἀπὸ 50ετίας προετοιμαζομένης καὶ ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης» ὑπ’ αὐτῶν χαρακτηριζομένης, νὰ ἐπιβάλλουν καὶ ἐπευλογήσουν/καθιερώσουν τὰ θανατηφόρα ἐκκλησιολογικῶς οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ «ἐπιτεύγματά» τους· καὶ ὄχι μόνον δὲν διανοοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τους τῆς αἱρετικῆς Δύσεως, ἀλλ’ ὅλως ἀντιθέτως ἐπιθυμοῦν τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισι καὶ ἀμνήστευσί τους, καὶ τὴν παραδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ γενικὰ τοῦ ἀλλοτριωμένου καὶ αἱρετικοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς αὐθεντικοῦ! Τοῦτο ἀναμένεται νὰ συμβῆ, ἀνοικτῶς ἤ συγκεκαλυμμένως, τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κωνσταντινούπολι.

ξ αὐτοῦ, εἶναι σαφὲς ὅτι ἀπωλέσθησαν ἀπὸ τοὺς ἡγήτορας τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια τῆς Ἀληθείας, δηλαδὴ τὰ Ἡσυχαστικά, καὶ ἔτσι συναπωλέσθηκε ἡ αἴσθησις ἀναγνωρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἁγιότητος καὶ σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς γνησίας Χάριτος, ἀπὸ τὴν νόθα τοιαύτη, τὴν πλανερὴ καὶ σφαλερή! Εἶναι βέβαιον ὅτι γιὰ τὸν σκοτασμὸ αὐτὸ τῶν ψυχῶν τῶν συγχρόνων «πατέρων», εὐθύνεται ἡ ἔλλειψις ταυτότητος βιώματος πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ συγχρωτισμό τους μὲ τοὺς πολυποικίλους αἱρετικούς, ὡς καὶ ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄκρως ἀντι-ησυχαστικός. Ὁπότε, οἱ σύγχρονοι ταγοὶ τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδοξίας ἀντὶ νὰ ἀντλήσουν «ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» καὶ νὰ διέλθουν τὴν καθαρτικὴν ὁδὸν τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, ὡς ἀπαραιτήτων προϋποθέσεων γιὰ ὄντως εὐχαριστιακὴ μετοχὴ καὶ ἐμπειρία, ὥστε νὰ λάβουν Φῶς ἐκ Φωτός, καὶ νὰ μεταδώσουν αὐτὸ στοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθημένους, ἐτράπησαν ἀλλοῦ γιὰ ψευδο-φωτισμό· ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐκπέμπεται τὸ θεῖον καὶ ἱλαρὸν Φῶς τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ τὸ σκότος τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης τῆς αὐταρεσκείας, τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, δηλαδὴ τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ κυρίου αὐτοῦ ἰδιώματος τοῦ Λατινισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐξ αὐτοῦ πλανῶν, ὧν τὸ ὄνομα «λεγεών»...

νώπιον αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς διαπιστώσεως, ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁποιαδήποτε Σύνοδος -ἡ ὁποία θὰ ἤθελε νὰ χαρακτηρίζεται καὶ νὰ εἶναι ὄντως Πανορθόδοξος-, δὲν διακηρύξη πρωτίστως τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Η’ καὶ Θ’, θὰ εἶναι καὶ θὰ χαρακτηρίζεται κατὰ τοῦτο ὡς Ψευδοσύνοδος35! Διότι, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἀποτρέπουν τὸν σχετικισμό, τὴν πλάνη, τὴν ἐκκοσμίκευσι καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, προτείνουν δὲ καὶ διδάσκουν τὴν Ἀληθινὴ Ἑνότητα, Κοινωνία καὶ Σωτηρία στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

πάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυσις καὶ ἐκτροπὴ στὶς διαχριστιανικὲς καὶ διαθρησκειακὲς σχέσεις τοῦ πανθομολογουμένως συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ παναιρετικὸς Παπισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀμετανόητο Πάπα, διεκδικεῖ νὰ ἀποτελῆ τὸ ἑνοποιητικὸ κέντρο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης θρησκείας ἑνὸς παγκοσμιοποιουμένου κόσμου.
9hoikoum2


 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐν προκειμένῳ, ἐμπνέει διάθεσι ὁμολογίας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίου. Καλεῖ σὲ μετάνοια, ὄχι σὲ ἐπανάπαυσι. Βεβαίως καὶ δὲν μᾶς προτείνει ἕνα αὐτάρεσκο κλείσιμο στὸ ἐγώ μας, προσωπικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς. Ἀλλά, μᾶς παραδίδει τὴν μέθοδο γιὰ τὴν ἀπόθεσι τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς κρυμμένης Χάριτος ἐντὸς ἡμῶν, πρὸς ἐπίτευξιν ἀληθοῦς κοινωνίας, ἐκκλησιαστικῶς δὲ μᾶς προτρέπει σὲ παραδοσιακὴ καὶ δημιουργικὴ διατύπωσι τῆς Πίστεως, ἀναλόγως τῶν προκλήσεων καὶ τῶν ἀναγκῶν τοῦ σήμερα, ὄχι ὅμως σὲ ἐπανερμηνεία ἤ νοθεία Αὐτῆς. 
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος μᾶς ὑποδεικνύει τὴν Συνοδικὴ ὁδό, ὡς τὴν ἁρμοδία πρὸς τελεσίδικον ἐπίλυσιν τῶν ἀντιλεγομένων ζητημάτων καὶ μάλιστα τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν στὴν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁριοθετεῖται ἡ Ἀλήθεια, βάσει τοῦ κριτηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καὶ στηλιτεύεται καὶ καταδικάζεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεσις· περὶ δὲ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν διακηρύσσεται ἡ ὑφισταμένη ἔκπτωσίς τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Εἴθε τὰ ὑγιῆ ἡσυχαστικὰ κριτήρια νὰ μὴ ἀπωλεσθοῦν ἀπὸ ὅσους τουλάχιστον ἐκπροσωποῦν τὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας στὴν μεγάλη σύγχρονη ἀποστασία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάσι γιὰ τὴν μαρτυρία τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐλπίδος καὶ τὴν καταδίκη κάθε κακοδοξίας.

Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ κινεῖται ἡ ἑνωμένη μάλιστα -στὸ μεγαλύτερο μέρος της- ἀπὸ τοῦ Μαρτίου τοῦ παρελθόντος ἔτους Γνησία Ὀρθοδοξία, διὰ τοῦ γνωστοῦ Ὁμολογιακοῦ Ἑνωτικοῦ Κειμένου Αὐτῆς: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά»36, μὲ τὴν πρόβλεψι ὅπως ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ Αὐτῆς διακηρύξη πανηγυρικῶς τὴν Οἰκουμενικότητα τῶν Συνόδων Η’ καὶ Θ’ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ὀργανικὴ συνέχεια Αὐτῶν διὰ τῆς διαπιστώσεως τῆς πλήρους καὶ ὁριστικῆς ἀντιθέσεως Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἀλληλο-αποκλειομένων, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς, Ἀποστολικαῖς καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις. Ἀμήν!
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης
Φυλὴ Ἀττικῆς, Νοέμβριος 2015




Παραπομπές:
1. Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Κυπριανοῦ, «Ὁ Μέγος Φώτιος καὶ ἡ Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος – Πατερικὴ Συνοδικότης καὶ Παπισμός», στὸ περιοδ. «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περ. Γ’, Ἀριθ. 5/Δεκέμβριος 2011, σσ. 40-48.
2. Βλ. www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/800-omologia-pistews . 
3. Περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐγράφησαν πολλὰ ἔργα· ἐνδεικτικῶς, βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων Θεσσαλονίκης, 1984, σσ. 146, καὶ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔκδ. β’, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 290. Σὲ αὐτὰ παρουσιάζεται καὶ ὁ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενος Ἡσυχασμός, περὶ τοῦ ὁποίου βλ. ἐνδεικτικὰ καὶ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: www.paterikiorthodoxia.com/2012/05/663. html 
4. Βλ. Ἰωάν. ιδ’ 23: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
5. Βλ. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», στὸ Ἐκκλησία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια 1990, σελ. 270.
6. Γενικά, οἱ ἀντι-ησυχαστὲς «ἐπίστευον ὅτι μόνον ἡ φυσικὴ γνῶσις τῶν ὄντων ὁδηγεῖ εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὕτη λειτουργεῖ ὡς ὄργανον ἀπαραίτητον εἰς τὴν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, «Οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοὶ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Συνόδων πολέμιοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ», στὸν Τόμο Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ τὸ Παρόν, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 575). 
7. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὴν Ἐποχήν μας» (Μάϊος 2010), βλ. www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallinos.el.aspx
8. Αὐτόθι.
9. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, 2009, σελ. 13-14· ἐπίσης, Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Παράδοσις καὶ Ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», στὸ Χριστὸς Ἀρχὴ καὶ Τέλος, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σσ. 149-199. 
10. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 18. Ἐπίσης, Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1996, σελ. 79.
11. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 258.
12. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οἱ Ἡσυχαστικὲς Ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα, ἐκδ. «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 49-56.
13. Αὐτόθι, σελ. 56-60.
14. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 354-366.
15. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 43· ἀνάλυσι αὐτοῦ βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 152-162.
16. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 63 («Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα», 45, Συγγράμματα, Β’, σελ. 621).
17. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 66 (PG 151, στλ. 600Α).
18. Ὡς γνωστόν, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καὶ ἐξ αἰτίας ἀκόμη καὶ πολιτικῶν φιλοδοξιῶν, ἔλαβε ὡς σύμμαχό του τὸν Ἀκίνδυνο (βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72)· τότε ὅμως ὁ Ἅγιος Γργόριος διέκοψε τὴν κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον κατέστη πλέον ἀκοινώνητος-πεπτωκώς, χωρὶς ἀκόμη ὁ πατριάρχης νὰ ἔχη κριθῆ καὶ κατακριθῆ ἀπὸ Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἐγράφη μὲ σαφήνεια νωρίτερα, περὶ τέλη τοῦ 1340, στὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον»: «τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς Ἁγίοις καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ μικρῷ πρὸ ἡμῶν Πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα». Ἐκ τούτου συνάγεται τὸ προφανὲς καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς σήμερα, ὅτι δὲν τίθεται θέμα προηγουμένης Συνοδικῆς καταδίκης γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ ἐκτρεπομένους στὴν Πίστι. Γιὰ νὰ συμβῆ τοῦτο, ἀρκεῖ ἡ διακηρυγμένη καὶ μάλιστα ἐπίμονη καὶ ἀνυποχώρητη, λόγοις καὶ ἔργοις, μὴ συμφωνία τῶν ἐκτρεπομένων πρὸς τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι. Αὐτὴ εἶναι ἡ «χρυσὴ μεσότητα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας», καὶ ὄχι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὰς τῆς σήμερον, οἱ ὁποῖοι –εἴτε λόγοις εἴτε κυρίως ἔργοις- διαφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι. 
19. Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινὴ Θεοκρατία, ἐκδ. Δόμος, δεύτερη ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 2005, σελ. 152. 
20. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 75-79.
21. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 229).
22. Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 589· βλ. ἐπίσης, Ἀριστείδη Παπαδάκη-John Meyendorff, Ἡ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἄνοδος τοῦ Παπισμοῦ - Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὥς τὸ 1453, Κεφ. Ζ’: «Ἡ Ἡσυχαστικὴ Ἔριδα», σελ. 437, ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2003. Σημειωτέον, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶχε ἀποκηρυχθῆ ἀπὸ Σύνοδο στὴν Ἀδριανούπολι τὸν Μάϊο τοῦ 1346, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία τοῦ Ἀκινδύνου (Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία – Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις, τ. Β’, Ἀθῆναι 1972, σελ. 509).
23. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 366-374.
24. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 85-99.
25. Παν. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 126-127.
26. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 98-99· Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», βλ. www.romfea.gr (Τετάρτη, 13 Ἰουλίου 2011).
27. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100· τὸν Τόμο, βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 374-410. 
28. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 101.
29. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση...», ἔνθ’ ἀνωτ.
30. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 195.
31. Βλ. Γ. Ῥάλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων..., τ. Α’, Ἀθήνησιν 1852, σελ. 394-395· ἐπίσης, Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 351, καὶ Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α’, ἔκδ. γ’, «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 136.
32. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 259. ● Εἶναι σημαντικὰ καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα ἔχουν καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἡσυχαστικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε κι αὐτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη (1351 μ.Χ.). Σ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο ὑπεράσπισαν τὴ θεϊκὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· αὐτὸ σημαίνει περὶ τῶν ἀϊδίων Θείων Ἐνεργειῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Τριαδικὸς Θεὸς πραγματικὰ εἶναι Παρὼν στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Προφυλάσσοντας τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλααμίτες καὶ μαρτυροῦντες τὴν ἀλήθεια τῆς διαφορᾶς μεταξὺ θείας Οὐσίας καὶ θείας Ἐνέργειας, οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Συνόδου, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὑπερασπίστηκαν ὅλη τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὸν αἰώνιο θησαυρὸ ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτὰ ὑπερασπίστηκαν τὴν μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν δυνατότητα τῆς δικῆς του ἀσύνορης ἀνάπτυξης μὲ τὴν αἰώνιο καὶ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι σὰν ἡ κορυφὴ καὶ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν Κανόνων, ὅλων τῶν μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Αὐτὲς οἱ Σύνοδοι φανερὰ ἀποκαλύπτουν τὰ αἰώνια θεμέλια στὸν ὅλο κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα στὴν Ἐκκλησία, σὰν Θεανθρώπινο καὶ Πνευματοφόρο Ἐργαστήρι Σωτηρίας, Θεώσεως καὶ Θαβωρικῆς Μεταμορφώσεως» (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου-Ἐπισκόπου Βουδαπέστης [Βουδιμίου] Δανιήλ, Ὀρθόδοξη Παιδαγωγία, μτφρ.-ἐπιμ. Ἀλεξίου Παναγοπούλου, ἔκδ. Διψῶ, Πάτρα 1995, σελ. 86-87). ● Πραγματικά, ἐὰν δὲν κατωχυρώνετο τὸ Δόγμα περὶ τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, ἡ μὲν σωτηριολογικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐσχετικοποιεῖτο, «ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὡς πλάσμα Θεοῦ, θὰ ἐχάνετο εἰς τὸ κενόν, ἐφ’ ὅσον ὁ συνδετικὸς ἱστὸς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αἱ θεῖαι ἐνέργειαι, δὲν θὰ ὑπῆρχον» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 591). 
33. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 348.
34. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 353).
35. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 29· Τοῦ αὐτοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας...», ἔνθ’ ἀνωτ.
36. Βλ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.φ. 979 / Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2014, σελ. 9-17.


Ἱερὰ Ἀκολουθία τῶν Ὀγδόης (Η’) καὶ Ἐνάτης (Θ’) Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων: ΕΔΩ