Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΙΣ,ΕΛΠΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ (17 Σεπτεμβρίου)


 Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.» ( Α' Κορινθίους. 13:13).


Η Αγία Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες χριστιανές. Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν.

Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες. Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό και θα της χορηγούσε τα πάντα, για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.

Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε.

Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και αυτή.

Περήφανη για τα παιδιά της η Σοφία, ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας το Θεό να την πάρει κοντά του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

 “ορθοδοξος συναξαριστης”

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

᾿Εν ταῖς μάρτυσι λάμπεις Σοφία ἔνδοξε, καὶ στεφάνοις τῆς νίκης περι­κοσμεῖσαι λαμπροῖς· δι᾿ ὃ ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς εὐφημοῦμέν σε, ὅτι θυγάτρια σεμνὰ τῷ μαρτυρίῳ ὁδηγεῖς, ᾿Αγάπην Πίστιν ᾿Ελπίδα· μεθ᾿ ὧν μὴ παύσῃ πρεσβεύειν, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.


 Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου, Σοφία μάρτυς σεμνὴ, καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι' ἀγώνων εὐαγῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα σὺν τῇ θεόφρονι Πίστει, μεθ' ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Μνήμη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας (16 Σεπτεμβρίου)


 Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ ἤθλησε τὸ ἔτος 303. Κατήγετο ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα. Ἦτο θυγάτηρ τοῦ περιφανοῦς καὶ πλουσίου Συγκλητικοῦ Φιλόφρονος καὶ τῆς εὐσεβοῦς καὶ φιλοπτώχου Θεοδοσιανῆς. Ἡ Ἁγία ἐπαιδαγωγήθη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» διὸ ἠγάπησε τὸν Χριστό, τὴν παρθενίαν καὶ τὴν μετὰ ζήλου ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἀνθύπατος της Ἀνατολῆς Πρίσκος ἔχων συγκάθεδρον τὸν φιλόσοφον καὶ ἱερέα τοῦ Ἄρεως Ἀπελλιανόν, ἐκήρυξε, κατὰ τὴν ἀπόφασιν καὶ ἐντολὴν τοῦ Διοκλητιανοῦ, διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὴν Ἀνατολήν. Κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ψευδωνύμου θεοῦ Ἄρεως ἐζήτησε ἅπαντες οἱ κάτοικοι νὰ προσέλθουν εἰς τὴν ἑορτήν. Ὄσoι δὲν θὰ προσήρχοντο θὰ ἐτιμωροῦντο μὲ φοβερὰ κολαστήρια. Οἱ χριστιανοὶ καθ᾿ ὀμάδας ἐκρύπτοντο ἄλλοι εἰς οἰκίας καὶ ἄλλοι εἰς ἐρημικὰς περιοχάς. Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἠγεῖτο μιᾶς τοιαύτης ὁμάδος στηρίζουσα τοὺς πιστοὺς διὰ τοῦ φλογεροῦ λόγου της.

Συνελήφθη ἡ Ἁγία μετὰ τῶν τεσσαράκοντα ἐννέα μελῶν τῆς ὁμάδος της. Εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Πρίσκου νὰ θυσιάσουν εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Ἄρεως ἡ Ἁγία καὶ ἡ ὁμάδα της ἠρνήθησαν μὲ τόλμην καὶ παρρησίαν, ἀπὸ τὴν ἀπάντησίν των ἐθυμώθη ὁ Πρίσκος καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ δέρουν ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρας τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν. Μετὰ τὰς εἴκοσι ἡμέρας ἐδοκίμασε καὶ πάλιν νὰ πείσει τοὺς μάρτυρας νὰ θυσιάσουν. Μετὰ τὴν ἀρνησίν των, τοὺς ἔδειραν τόσον, ὥστε κατεπονήθησαν οἱ δέροντες στρατιῶται. Τότε τοὺς λοιποὺς μάρτυρας ὁ Πρίσκος ἔκλεισεν εἰς τὴν φυλακήν, τὴν δὲ Ἁγίαν προσεπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει. Μετὰ τὴν ἄρνησίν της καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς της εἰς τὸν Χριστὸν τὴν ἔβαλον εἰς τὸν τροχὸν καὶ ἔτσι κατεκόπτετο ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας. Κατὰ τὸ μαρτύριόν της ἡ Ἁγία προσηύχετο διαρκῶς. Μετὰ τὸ πέρας τῆς προσευχῆς τῆς θαυματουργικῶς ἐλύθη ἀπὸ τὸν τροχὸν καὶ ἀποκατεστάθη τέλειον καὶ ὑγιὲς τὸ σῶμα της. Ἐν συνεχείᾳ ἐρρίφθη ἡ Ἁγία εἰς πυρακτωμένην κάμινον. Οἱ προεστῶτες τῶν ὑπηρετῶν Σωσθένης καὶ Βίκτωρ ἠρνήθησαν νὰ ρίψουν τὴν Ἁγίαν εἰς τὴν κάμινον, διότι ἔβλεπον νὰ ἵστανται παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Ἁγίας δυὸ φοβεροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν ὄτι θὰ διασκορπίσουν τὸ πῦρ. Ὁ Σωσθένης καὶ ὁ Βίκτωρ ὡμολόγησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐμαρτύρησαν. Προσευχηθεῖσα ἡ Ἁγία ἐρρίφθη εἰς τὴν κάμινον. Ἡ φλὸξ δὲν ἤγγισε τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ διεσκορπίσθη ἔξω τῆς καμίνου καὶ ἔκαυσε πολλούς.

Ὁ Πρίσκος ὑπέβαλε την Ἁγίαν εἰς νέον μαρτύριον. Ἐκτύπων τὴν Μάρτυρα μὲ ὀξεῖς λίθους καὶ σίδηρα αἰχμηρὰ καὶ ἔτσι κατεκόπη καὶ κατεξεσχίσθη τὸ σωμά της. Καὶ πάλιν θαυματουργικῶς ἀποκατεστάθη ὑγιής. Ἀκολούθως ἐρρίφθη ἡ Ἁγία εἰς μεγάλην δεξαμενήν, ὅπου ὑπῆρχον σαρκοβόρα θηρία τῆς θαλάσσης. Τὰ θηρία ὄχι μόνον δὲν ἔβλαψαν τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐβάσταζον ἐπάνω των. Ἔπειτα ἔβαλον τὴν Μάρτυρα εἰς λάκκον μὲ σουβλιά. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξῆλθεν ἀβλαβής. Ἐπεχείρησεν ὁ Πρίσκος νὰ πριονίσει καὶ νὰ καύσει τὴν Ἁγίαν. Οἱ ὀδόντες ἐστράβωσαν καὶ τὸ πῦρ ἐσβέσθη καὶ οὐδὲν αὕτη ἔπαθεν. Τέλος ἐρρίφθη ἡ Μάρτυς εἰς θηρία, τὰ ὁποῖα ἦλθον πλησίον της προσκυνοῦντα αὐτήν. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία πρὸ τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ ἱκέτευσε τὸν Χριστὸν νὰ τὴν ἀναπαύσῃ πλησίον Του, μία ἄρκτος τὴν ἐδάγκωσε καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ἁγίαν της ψυχὴν εἰς χεῖρας τοῦ Νυμφίου της.

Χαίροντες οἱ γονεῖς της ἔθαψαν μετὰ πάσης τιμῆς τὸ πάνσεπτόν της λείψανον εἰς τὴν Χαλκηδόνα καὶ ἐδόξαζαν τὸν Κύριον, διότι ἠξιώθησαν τῆς τιμῆς νὰ ἔχουν τὴν θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρέσβειράν των πλησίον Του.

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.

Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας, 
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.


Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα
οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ἃγιος Νικήτας ὁ Γότθος ὁ μεγαλομάρτυρας (15 Σεπτεμβρίου)


 Ο Άγιος Νικήτας κατάγοταν από το έθνος των Γότθων, που είχαν εγκατασταθεί πέραν του Ίστρου ποταμού (Ίστρος, κατά τον Γεωγράφο Mελέτιο, καλείται ο ποταμός Δούναβις από το σημείο που ενώνετε με τον ποταμό Σαύο μέχρι την Μαύρη Θάλασσα ή κατ' άλλους από την Aξιούπολη και κάτω, μέχρι τις εκβολές του.), στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Από παιδί ο Νικήτας διδάχθηκε την αγία πίστη από το Γότθο επίσκοπο Θεόφιλο, ο όποιος συχνά υπενθύμιζε στο Νικήτα τα λόγια του Απ. Παύλου: «ένε ἐν οἲς ἔμαθες... ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδᾳς, τὰ δυνάμενα σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β'πρόςΤιμόθεον, γ' 14-15). Δηλαδή, μένε ακλόνητος σ' εκείνα που έμαθες. Από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές, που μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία δια μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Και έτσι έγινε.

Όταν ο ηγεμόνας Αθανάριχος συνέλαβε το Νικήτα και τον απείλησε για να αρνηθεί το Χριστό, αυτός έμεινε αμετακίνητος σ' αυτά που έμαθε από παιδί. Ομολόγησε με θάρρος το Χριστό μπροστά στον ηγεμόνα, ο όποιος όταν τον άκουσε εξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε αμέσως και του έσπασαν τα κόκαλα με τον πιο φρικτό τρόπο. Άλλα το μίσος των Βαρβάρων ήταν τόσο, ώστε μετά τον έριξαν στη φωτιά, όπου βρήκε το θάνατο. Η φωτιά, όμως, με τη θεία θέληση σεβάστηκε το λείψανο του. Το πήρε
κάποιος ευσεβής χριστιανός και το διαφύλαξε σε θήκη.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Νίκην ἔστησαςκατὰ τῆς πλάνηςνίκης εἴληφαςἄφθαρτον γέραςἐπαξίως Νικήτα φερώνυμεσὺ γὰρ νικήσας ἐχθρῶν τὴν παράταξινδιὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσαςΜάρτυς ἔνδοξεΧριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευεδωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τῆς πλάνης τεμώντὸ κράτος τῇ ἐνστάσει σουκαὶ νίκης λαβώντὸ στέφος τῇ ἀθλήσει σουτοῖς Ἀγγέλοις ἔνδοξεσυναγάλλῃ Νικήτα φερώνυμεσὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷπρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 Οἶκος

Γνῶσιν ἐνθεὶς τὴ ψυχή μου, κάθαρόν μου τὴν φρένα καὶ τῶν σῶν ἐντολῶν ἐργάτην Σῶτερ ἀνάδειξον, ἵνα ἰσχύσω καταπαλαῖσαι τὰς ποικίλας τῶν παθῶν μου ἐπαναστάσεις, νικητικὸν ἀφθαρσίας βραβεῖόν τε δέξασθαι, πρεσβείαις τοῦ σοῦ γενναίου ἀθλοφόρου Νικήτα, φιλάνθρωπε καὶ γὰρ αὐτὸς ἡμᾶς ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ συνεκαλέσατο, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)


Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. 

Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος• «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1). Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).

Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα.

Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.
Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό• ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.

Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.



Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (14 Σεπτεμβρίου)


Τό Εὐαγγέλιο Κατά Ἰωάννην
(ιθ΄ 6-11, 13-20, 25-28, 30-35)


Τῷ καιρῷ εκείνῳ, συμβούλιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερείς εἰς το σταυρώσαι τον Ιησούν.
Ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν τῷ Πιλάτῳ λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν.
Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; Οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.
Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.
Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν.
Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί.
Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.
Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· διψῶ. Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.
Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.

Ἀπόδοση:
  
Τον καιρό εκείνον, πραγματοποίησαν συμβούλιον οἱ ἀρχιερείς γιά νά σταυρώσουν τον Ιησούν.
Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται ἐκραύγασαν στόν Πιλᾶτον, «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Ὁ Πιλᾶτος τοὺς λέγει, «Πάρτε τον σεῖς καὶ σταυρῶστέ τον διότι ἐγὼ δὲν τοῦ βρίσκω καμμίαν βάσιν διὰ κατηγορίαν». Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐμεῖς ἔχομεν νόμον καὶ κατὰ τὸν νόμον μας ὀφείλει νὰ πεθάνῃ, διότι ἔκανε τὸν ἑαυτόν του Υἱὸν τοῦ Θεοῦ».
Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἄκουσε τὸν λόγον αὐτόν, ἐφοβήθηκε περισσότερον καὶ ἐμπῆκε πάλις εἰς τὸ κυβερνεῖον καὶ λέγει εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἐσύ;». Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς δὲν τοῦ ἔδωκε ἀπάντησιν. Ὁ Πιλᾶτος τοῦ λέγει, «Σ’ ἐμὲ δὲν μιλεῖς; Δὲν ξέρεις ὅτι ἔχω ἐξουσίαν νὰ σὲ ἀφήσω ἐλεύθερον;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν θὰ ἔχεις καμμίαν ἐξουσίαν ἐναντίον μου, ἐὰν δὲν σοῦ εἶχε δοθῆ ἄνωθεν. Διὰ τοῦτο ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρέδωκε σ’ ἐσὲ ἔχει μεγαλύτερην ἁμαρτίαν».
Ὅταν ἄκουσε ὁ Πιλᾶτος, ἔφερε ἔξω τὸν Ἰησοῦν, αὐτὸς δὲ ἐκάθησε εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, εἰς τόπον ποὺ λέγεται Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ. Ἦτο ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς τοῦ Πάσχα, ὥρα δὲ περίπου ἕκτη, καὶ λέγει εἰς τοὺς Ἰουδαίους, «Νά, ὁ βασιλεύς σας». Ἐκεῖνοι ἐκραύγασαν, «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσέ τον». Ὁ Πιλᾶτος τοὺς λέγει, «Τὸν βασιλέα σας νὰ σταυρώσω;». Ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς, «Δὲν ἔχομεν βασιλέα παρὰ τὸν Καίσαρα». Τότε τοὺς τὸν παρέδωκε διὰ νὰ σταυρωθῇ.
Ἐκεῖνοι ἐπῆραν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔφυγαν, αὐτὸς δὲ βαστάζων τὸν σταυρόν του ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὁ ὁποῖος Ἑβραϊστὶ λέγεται Γολγοθᾶ, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν καὶ μαζί του ἄλλους δύο, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ μέσον.
Ἔγραψε δὲ ὁ Πιλᾶτος ἐπιγραφὴν καὶ τὴν ἔβαλε ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν· ἡ ἐπιγραφὴ ἦτο: Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὴν ἐπιγραφὴν αὐτὴν ἀνέγνωσαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, διότι ἦτο πλησίον τῆς πόλεως ὅπου ἐσταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἦτο δὲ γραμμένη εἰςἙβραϊκήν, εἰς Ἑλληνικὴν καὶ εἰς Λατινικὴν γλῶσσαν.
Κοντὰ εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἐστέκοντο ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ Μαρία ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν μητέρα του καὶ τὸν μαθητὴν ποὺ ἀγαποῦσε, νὰ στέκεται κοντά της, εἶπε εἰς τὴν μητέρα του «Γυναῖκα, νά ὁ υἱός σου». Ἔπειτα εἶπε εἰς τὸν μαθητήν, «Νά ἡ μητέρα σου». Καὶ ἀπ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τὴν ἐπῆρε ὁ μαθητὴς στὸ σπίτι του.
Ὕστερα, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὅλα ἔχουν ἤδη ἐκτελεσθῆ, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ σὲ ὅλα ἡ γραφή, λέγει, «Διψῶ». Ἐκεῖ εὑρίσκετο δοχεῖον γεμάτο ξύδι. Οἱ στρατιῶται ἐγέμισαν ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι, τὸ ἔβαλαν εἰς ἕνα κοντάρι καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὸ στόμα του. Ὄταν ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸ ξύδι, εἶπε, «Τετέλεσται», καὶ ἀφοῦ ἔγυρε τὸ κεφάλι, παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
Ἐπειδὴ ἦτο ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς καὶ διὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ σώματα εἰς τὸν σταυρὸν κατὰ τὸ Σάββατον – διότι ἦτο μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου – οἱ Ἰουδαῖοι παρεκάλεσαν τὸν Πιλᾶτον νὰ συντριβοῦν τὰ σκέλη των καὶ νὰ κατεβάσουν τὰ σώματα. Ἦλθαν λοιπὸν οἱ στρατιῶται καὶ τοῦ μὲν πρώτου συνέτριψαν τὰ σκέλη ὡς καὶ τοῦ ἄλλου ποὺ εἶχε σταυρωθῆ μαζί του. Ἀλλ’ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ δὲν συνέτριψαν τὰ σκέλη του, ἀλλ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ἐκέντησε μὲ τὴν λόγχην τὴν πλευράν του καὶ ἀμέσως ἐβγῆκε αἷμα καὶ νερό.
Ἐκεῖνος ποὺ τὸ εἶδε ἔχει δώσει μαρτυρίαν γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία του, καὶ ξέρει ὅτι λέγει τὴν ἀλήθεια διὰ νὰ πιστέψετε καὶ σεῖς.


Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει το Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Θείος ζήλος όμως, έκανε την Άγια Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.


Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο 
γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές. Σε κάποιο σημείο, βρέθηκαν τρεις σταυροί. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς Ιερείς, αφού έκανε δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβέστατης κυρίας που είχε πεθάνει. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν πραγματικά του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.


Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το τίμιο ξύλο. Επειδή, όμως, συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.

Αυτή, λοιπόν, την ύψωση καθιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες, να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, για να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας, που αποτελείτο κατ' εξοχήν "όπλον κατά του διαβόλου".

Ορισμένοι Συναξαριστές, αυτή την ημέρα, αναφέρουν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη το 628 μ.Χ. από τον βασιλιά Ηράκλειο, πού είχε νικήσει και ξαναπήρε τον Τίμιο Σταυρό από τους Αβάρους, οι οποίοι τον είχαν αρπάξει από τους Αγίους Τόπους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.

Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.

Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινὴ πολιτεία, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστὲ ὁ Θεός, Εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου, τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς, κατὰ τῶν πολεμίων, τὴν συμμαχίαν ἔχοιεν τὴν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τοῦ Σταυροῦ σου τὸ ξύλον προσκυνοῦμεν Φιλάνθρωπε, ὅτι ἐν αὐτῷ προσηλώθης ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων· Παράδεισον ἠνέῳξας Σωτήρ, τῷ πίστει προσελθόντι σοι Ληστῇ· καὶ τρυφῆς κατηξιώθη, ὁμολογῶν σοι, Μνήσθητί μου Κύριε. Δέξαι ὥσπερ ἐκεῖνον καὶ ἡμᾶς, κραυγάζοντας· Ἡμάρτομεν, πάντες τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, μὴ ὑπερίδῃς ἡμᾶς. (Δίς)

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. β’.

Μόνον ἐπάγη τὸ ξύλον Χριστὲ τοῦ Σταυροῦ σου, τὰ θεμέλια ἐσαλεύθη τοῦ θανάτου Κύριε· ὃν γὰρ κατέπιε πόθῳ ᾍδης, ἀπήμεσε τρόμῳ· ἔδειξας ἡμῖν τὸ σωτήριόν σου Ἅγιε, καὶ δοξολογοῦμέν σε, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς. (Δίς)

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.

Προδιετύπου μυστικῶς πάλαι τῷ χρόνῳ, ὁ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Σταυροῦ τὸν τύπον, ὡς τὰς χεῖρας ἐξέτεινε σταυροφανῶς Σωτήρ μου· καὶ ἔστη ὁ ἥλιος ἕως ἐχθρούς, ἀνεῖλεν, ἀνθισταμένους σοι τῷ Θεῷ· νῦν δὲ οὗτος ἐσκότισται, ἐπὶ Σταυροῦ σε ὁρῶν, θανάτου κράτος λύοντα, καὶ τὸν ᾍδην σκυλεύοντα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.

Ἐν Παραδείσῳ με τὸ πρίν, ξύλον ἐγύμνωσεν, οὗπερ τῇ γεύσει, ὁ ἐχθρὸς εἰσφέρει νέκρωσιν, τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ξύλον, τῆς ζωῆς τὸ ἔνδυμα, ἀνθρώποις φέρον, ἐπάγη ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς· ὃν ὁρῶντες ὑψούμενον, Θεῷ ἐν πίστει λαοί, συμφώνως ἀνακράξωμεν· Πλήρης δόξης ὁ οἶκός σου. (Δίς)

Ὁ Οἶκος

Ὁ μετὰ τρίτον οὐρανὸν ἀρθεὶς ἐν Παραδείσῳ, καὶ ῥήματα τὰ ἄρρητα καὶ θεῖα, ἃ οὐκ ἐξὸν γλώσσαις λαλεῖν, τὶ τοῖς Γαλάταις γράφει, ὡς ἐρασταὶ τῶν Γραφῶν, ἀνέγνωτε καὶ ἔγνωτε. Ἐμοί, φησί, καυχᾶσθαι μὴ γένοιτο, πλὴν εἰ μὴ ἐν μόνῳ τῷ Σταυρῷ τῷ τοῦ Κυρίου, ἐν ᾧ παθών, ἔκτεινε τὰ πάθη. Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμεῖς βεβαίως κρατῶμεν τοῦ Κυρίου τὸν Σταυρὸν καύχημα πάντες· ἔστι γὰρ σωτήριον ἡμῖν τοῦτο τὸ ξύλον, ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (Δύναμη, Σημασία καὶ Θαύματά του)

«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης.
Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα.
Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα.
Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα
καὶ τῶν δαιμόνων
τὸ τραῦμα»
(Ἐξαποστειλάριον) 



Εἰσαγωγικά

Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες ὁ σταυρὸς ἦταν ὄργανο ἀτιμωτικῆς τιμωρίας καὶ φρικτοῦ θανάτου. Οἱ Ρωμαῖοι καταδίκαζαν στὴν ποινὴ τῆς σταυρώσεως τοὺς πιὸ μεγάλους ἐγκληματίες.
Σήμερα ὁ σταυρὸς κυριαρχεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν, σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ὄργανο θυσίας, σωτηρίας, χαρᾶς, ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος. Ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «αὐτὸ τὸ καταραμένο καὶ ἀποτρόπαιο σύμβολο τῆς χειρότερης τιμωρίας τώρα ἔχει γίνει ποθητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Παντοῦ τὸ βλέπεις. «Στὴν ἁγία Τράπεζα, στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, στὴ θεία λειτουργία, στὰ σπίτια, στὶς ἀγορές, στὶς ἐρημιὲς καὶ στοὺς δρόμους, στὶς θάλασσες, στὰ πλοῖα καὶ στὰ νησιά, στὰ κρεββάτια καὶ στὰ ἐνδύματα, στοὺς γάμους, στὰ συμπόσια, στὰ χρυσὰ καὶ τ᾿ ἀσημένια σκεύη, στὰ κοσμήματα καὶ στὶς τοιχογραφίες... Τόσο περιπόθητο σ᾿ ὅλους ἔγινε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτὴ χάρη.»
Πράγματι, ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σὰν ὁρατό, σχηματικὸ σύμβολο, ἀλλὰ καὶ σὰν ἱερὴ χειρονομία. Τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ δεσπόζει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί ὅμως;
Γιατὶ ἀπὸ τότε, ποὺ πάνω στὸν σταυρὸ καρφώθηκε καὶ πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς τιμωρίας ἔγινε ὄργανο σωτηρίας. «... Οὐ γὰρ ἔτι καταδίκης ἐστι τιμωρία, ἀλλὰ τρόπαιον ἐδείχθη ἡμῖν σωτηρίας», λέει ἕνα τροπάριο. Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰσχύνης ἔγινε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς κατάρας τὸ σύμβολο, ἔγινε «ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον». Τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θανάτου τὸ ξύλο, ἔγινε «χαρᾶς σημεῖον» καὶ «ζωῆς ταμεῖον». Καὶ ὅλ᾿ αὐτά, ἐπειδὴ πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, μαζὶ μὲ τὸ πανάχραντο σῶμα Του, ὁ Κύριος κάρφωσε καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς χάρισε «πάντα τα παραπτώματα, ἑξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον... προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῶ.»
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο μᾶς εἶχε χωρίσει ὁ διάβολος, ἐξαπατώντας τοὺς προπάτορες. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἄνοιξε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ μέχρι τὴ σταύρωση Ἐκείνου ὁ ἅδης κατάπινε ἀχόρταγα ἀκόμη καὶ τοὺς δικαίους. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει τόση δύναμη καὶ χάρη, τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού, ὅταν σταυρώθηκε, τὴ μεταβίβασε μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο στὸν τίμιο σταυρό Του, ὅπως σοφὰ μᾶς λέει καὶ ἡ ὑμνολογία: «Ὁ σταυρός σου, Χριστέ, εἰ καὶ ξύλον ὁρᾶται τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ θείαν περιβέβληται δυναστείαν, καὶ αἰσθητῶς τῷ κόσμω φαινόμενος, νοητῶς τὴν ἡμῶν θαυματουργεῖ σωτηρίαν...».
Ὁ σταυρὸς λοιπὸν ἔγινε τὸ σύμβολο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Σύμβολο, ποὺ τρέμουν τὰ δαιμόνια.

Ἡ ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἂν εἶναι ὅμως πράγματι ἔτσι, γιατί τότε ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀρνοῦνται, ἀποστρέφονται καὶ ἀτιμάζουν τὸν σταυρό; «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμίν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια...».
Πράγματι, ὁρισμένοι αἱρετικοὶ εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ». Ὁ σταυρός, λένε, εἶναι ὄργανο ἐγκλήματος, καὶ ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία ἡ ἀπόδοση σ᾿ αὐτὸν τιμῆς. Ὑποστηρίζουν μάλιστα πὼς ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι πλανεμένη. Πρῶτον, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρό, σὰν ἕνα τυχαῖο γεωμετρικὸ σχῆμα. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ τιμὴ πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους. Τρίτον, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανέρωσε μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ ἐποχές, ὅτι ὁ σταυρὸς ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του. Καὶ τέταρτον, ἐπειδὴ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔγιναν καὶ γίνονται ἐξαίσια θαύματα.
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά.

Α´. Ἡ τιμὴ στὸν σταυρὸ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη 
μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρὸ αὐτὸ καθεαυτό, ὡς ἁπλὸ σχῆμα, ἀποδεσμευμένο ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Αὐτὸ θὰ ἦταν πράγματι εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ τὸν τιμᾶ, ὡς τὸ σύμβολο τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει ἡ χάρη, ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀσπάζεται καὶ τὸν προσκυνεῖ ὡς τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 24, 30), ποὺ ἔχει προσλάβει μυστικὰ καὶ ἀκατάληπτα, ὅπως εἴπαμε, τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του.
Βλέποντας ὁ πιστὸς τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσκυνώντας τὸν «τύπον» καὶ τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. «Δὲν ἀσπαζόμαστε τὸν σταυρὸ ὡς Θεό, ἀλλὰ δείχνουμε ἔτσι τὴ γνήσια διάθεση τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο», γράφει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τίμιο Ξύλο, «προσκυνοῦμε καὶ τὸν τύπο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἂν καὶ εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ὕλη κατασκευασμένος, ὄχι βέβαια τιμώντας τὴν ὕλη, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τὸν τύπο, ὡς σύμβολο τοῦ Χριστοῦ».
Πόσο δίκαιο ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, θὰ διαπιστώσουμε παρακάτω, ἐξετάζοντας τὴν ἁγιαστικὴ καὶ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.

Β´. Ἡ τιμὴ στὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ 
ὑπῆρχε πάντοτε καὶ ἐξαρχῆς στὴν Ἐκκλησία

Ἡ ἀρχὴ τῆς τιμῆς πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ χάνεται στὰ βάθη τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, μιὰ καὶ μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ».
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος καταδικάστηκε σὲ θάνατο σταυρικό, ὅπως ὁ Κύριος. Τόσο τιμοῦσε ὅμως τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὥστε ἱκέτευε τοὺς δημίους του: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μὲ σταυρώσετε ὄρθιο, ὅπως τὸν Χριστό μου. Ἐκεῖνος σταυρώθηκε ἔτσι γιὰ νὰ βλέπει στὴ γῆ, ἐπειδὴ θὰ πήγαινε στὸν ἅδη νὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχές, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἐμένα ὅμως νὰ μὲ σταυρώσετε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, γιὰ νὰ βλέπω τὸν οὐρανό, ὅπου πρόκειται νὰ πάω.»
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ (σχήματος Χ), ἀναφώνησε μὲ δέος καὶ συγκίνηση: «Χαῖρε, σταυρέ, ποὺ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάστηκες καὶ μὲ τὰ μέλη του, σὰν μὲ μαργαριτάρια, στολίστηκες! Πρὶν καρφωθεῖ ἐπάνω σου ὁ Κύριός μου, ἤσουν φοβερὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τώρα ὅμως ὅλοι οἱ πιστοὶ γνωρίζουν πόση χάρη εἶναι κρυμμένη μέσα σου. Ἄφοβα καὶ χαρούμενα σὲ πλησιάζω. Πρόθυμα δέξου με κι ἐσύ, τὸν μαθητὴ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ... Ὦ μακάριε καὶ παμπόθητε σταυρέ, πάρε με ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παράδωσέ με στὸν Δάσκαλό μου!».
Τὴν ἀρχαιότητα τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀπολογητές, ὁ Τερτυλλιανός (περίπου 160-220 μ.Χ.), ποὺ γράφει: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε καὶ ὅταν ξεκινοῦμε, ὅταν βάζουμε τὰ παπούτσια μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ σκαμνί, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ» (De corona 3,11).

Γ´. Ὁ Θεὸς φανερώνει μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα 
τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις, μὲ τρόπο κραυγαλέο, πὼς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε σ᾿ ἐλάχιστα παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ ἀναρίθμητα ποὺ διασώζουν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τὰ Συναξάρια.
1. Ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (†340), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, περιγράφει ἐναργέστατα καὶ ἀδιάψευστα τὸ πασίγνωστο περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτεινοῦ σταυροῦ στὸν Μ. Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
2. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραπάνω ὑπερφυσικὴ φανέρωση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ἔγινε καὶ μία ἄλλη, πάλι μπροστά σε ἀναρίθμητους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Κωνστάντιος, γιὸς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Κύριλλος. Τὸ θαῦμα διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κύριλλος στὸν βασιλιὰ μὲ μία ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη (7 Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς), γύρω στὴν τρίτη ὥρα (9 π.μ.), φάνηκε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τεράστιο, ὁλοφώτεινο, ἐκτεινόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Γολγοθᾶ μέχρι τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δὲν τὸ εἶδαν ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ δὲν φάνηκε γιὰ μία στιγμὴ μόνο, ἀλλὰ γιὰ ὧρες πολλὲς κρεμόταν στὸ στερέωμα. Καὶ ἦταν τόσο λαμπρό, ὥστε ξεπερνοῦσε στὴ λάμψη τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν φανερὰ μέρα μεσημέρι. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔτρεξε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλοι ἔσπευσαν νὰ δοξάσουν μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔχοντας τώρα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι τὸ πανευσεβὲς δόγμα τῶν χριστιανῶν δὲν στηρίζεται σὲ ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ πείθει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ στὶς ἀποδείξεις, ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θαυματουργικὲς δυνάμεις. Καὶ τὸ δόγμα δὲν κηρύσσεται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὴν ἀνάμνηση «τοῦ ἐν οὐρανῶ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς του.
3. Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος (20 Σεπτεμβρίου) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μεταστράφηκε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνετός, ἐγκρατής, φιλάνθρωπος καὶ φιλοδίκαιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (ποὺ λεγόταν τότε Πλακίδας) εἵλκυσε πάνω του τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ παράδοξο τρόπο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ μιὰ μέρα κυνηγοῦσε στὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακριὰ ἕνα ὡραιότατο καὶ μεγαλόσωμο ἐλάφι, πού, ἐνῶ ἔφευγε, ἔστρεφε κάθε τόσο τo κεφάλι καὶ τὸν παρατηροῦσε κατάμματα. Ὁ ἅγιος σπιρούνισε τὸ ἄλογό του γιὰ νὰ τὸ φτάσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Ἔτρεξαν πίσω του καὶ οἱ σύντροφοί του, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια, γιατὶ τὰ ἄλογά τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Μόνο ὁ ἅγιος ἐπέμεινε νὰ καλπάζει πίσω ἀπὸ τὸ ἀκούραστο ἐλάφι. Τελικά, καταϊδρωμένοι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογό του, ἔφτασαν μπροστὰ σ᾿ ἕνα μεγάλο χάσμα. Τὸ ἐλάφι εὔκολα πήδηξε ἀπέναντι, ὅπου στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν ἅγιο. Τὸ ἄλογο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει. Τότε, μὲ ἀπερίγραπτη ἔκπληξη, βλέπει ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕναν ὑπέρλαμπρο φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔφερε τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, καὶ ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μ᾿ εὐαρεστεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μ᾿ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, πρὶν τὸν στείλει στὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐστάθιος.
Τρία ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα θεϊκῶν ἀποκαλύψεων, σχετικὰ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶναι ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ὁποῖα διδασκόμαστε ὅτι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.

Δ´. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θαυματουργεῖ

Γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ μὲ περισσότερα στοιχεῖα ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδει στὸν σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ παραστατικὰ ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ὡς σημείου τοῦ Χριστοῦ, θὰ διηγηθοῦμε παρακάτω μερικὰ σποραδικὰ θαύματα -τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων- ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς μ᾿ αὐτὸ τὸ πανίερο σύμβολο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (26 Σεπτεμβρίου) θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου), θέλοντας νὰ καταισχύνει κάποιους εἰδωλολάτρες σοφούς, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν, ἔφερε μπροστά τους μερικοὺς δαιμονισμένους καὶ εἶπε: «Ἢ καθαρίστε τους ἐσεῖς μὲ τοὺς συλλογισμούς σας καὶ μ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἤ, ἂν δὲν μπορεῖτε, παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον μας, καὶ θὰ δεῖτε τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, σφραγίζοντας τοὺς δαιμονισμένους τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀμέσως ἐκεῖνοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ σηκώθηκαν θεραπευμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸν μηρὸ καὶ τὸν ἔριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας (1 Ἰανουαρίου), ὅταν ὁ ἀρειανὸς βασιλιὰς Οὐάλης διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Νίκαιας στοὺς ἀρειανούς, ζήτησε ν᾿ ἀφήσουν τὸν Θεὸ ν᾿ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα. Πρότεινε νὰ κλείσουν τὸν ναό, κι ἔπειτα νὰ προσευχηθοῦν, τόσο οἱ ἀρειανοί, ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι. Κι ἂν ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ὀρθοδόξων, νὰ παραμείνει σ᾿ αὐτούς. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἀρειανῶν ἢ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀνοίξει καθόλου, νὰ τὸν πάρουν οἱ ἀρειανοί. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν αἱρετικῶν δὲν καρποφόρησαν. Ἀντίθετα, μόλις ὁ ἅγιος Βασίλειος σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὴν κλειστὴ πύλη τοῦ ναοῦ, λέγοντας, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἀμέσως ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ κι ἀνοίχτηκαν τὰ θυρόφυλλα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία παρέμεινε στοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ ἁγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχτηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά.
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τους ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους, ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (28 Μαΐου) καὶ ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ὁ σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν τέλος τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ!
Ἕνα διαρκές, ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἀληθείας, ἔχει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ προνόμιο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει ἁγιασμό. Μὲ τὴ σταυροειδὴ εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τριπλῆ σταυροειδὴ βύθιση τοῦ σταυροῦ στὸ νερό, αὐτὸ ἁγιάζεται καὶ γίνεται «ἰαματικὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, καὶ πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν», ἐνῶ, ἐπιπλέον, παραμένει ἀκέραιο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸν χρόνο!
Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὅταν γράφει: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀκόμα μόνη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σκέπη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾿ αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸν σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια.»

Ἡ ἀξία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 
καὶ ἡ ἀνάγκη συχνότατης χρήσης του ἀπὸ τοὺς πιστούς

Μὲ ὅλα ὅσα πολὺ συνοπτικὰ ἐκθέσαμε ὡς ἐδῶ αἰτιολογεῖται καὶ κατανοεῖται ἀπόλυτα ἡ μεγάλη τιμή, μὲ τὴν ὁποία περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς καὶ ἡ συχνότατη χρήση του, τόσο στὴ θεία λατρεία, ὅσο καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν:
Σ᾿ ὅλες τὶς κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ, κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», κυριαρχεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Σ᾿ ὅλες τὶς λατρευτικὲς πράξεις καὶ τελετές, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ εὐλογία, κατὰ τὴν ἄγραφη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ σχηματίζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα «σταυροῦ τύπος».
Ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτυπωμένο: στὴ ναοδομία, στὴν εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ διακοσμητική, στὰ λειτουργικὰ βιβλία, στὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη...
Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὅλοι οἱ πιστοὶ διαφυλάσσουμε, ὡς πολύτιμη πνευματικὴ καὶ ἁγιαστικὴ παρακαταθήκη, τὴν ἱερὴ συνήθεια τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.
Οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ κάνουν πολὺ συχνὰ τὸν σταυρό τους: Τὸ πρωί, ποὺ σηκώνονται ἀπὸ τὸν ὕπνο. στὴ διάρκεια ὅλων των προσευχῶν τους. ὅταν φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. ὅταν περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἱεροὺς ναούς. ὅταν ἀρχίζουν κάποια ἐργασία, ὅταν τελειώνουν τὴν ἐργασία, πρὶν πιοῦν νερὸ ἢ ἄλλο ποτό, πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητό, μετὰ τὸ φαγητό, πρὶν κατακλιθοῦν γιὰ ὕπνο, ὅταν ἀκούσουν, εἴτε εὐχάριστη, εἴτε δυσάρεστη εἴδηση... Σὲ κάθε περίσταση, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ!... Ἡ ἡμέρα τοῦ πιστοῦ ἀρχίζει -καὶ πρέπει ν᾿ ἀρχίζει- μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τελειώνει μὲ τὸν σταυρό! Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, ἡ νύχτα του ἀρχίζει καὶ τελειώνει πάλι μὲ τὸν σταυρό!
Πολλὲς φορὲς ἐπίσης οἱ χριστιανοὶ καταφεύγουν στὸν ναό, ἀναζητώντας τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ τοὺς «σταυρώσει», δηλαδὴ νὰ τοὺς εὐλογήσει σταυροειδῶς (εἴτε μὲ σταυρό, εἴτε μὲ ἄλλο ἱερὸ σκεῦος ἢ ἄμφιο), προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν ἢ ν᾿ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ κάποια ἀσθένεια.
Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, σημείου τοῦ παντοδυνάμου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τόσο μεγάλη ἡ χάρη, ποὺ περικλείει μυστικὰ μέσα του! Ὅπως συνοπτικὰ καὶ παραστατικὰ διατυπώνει ὁ ἅγιος Μακάριος Μόσχας (†1563), «πολλὲς φορὲς ἕνα καὶ μόνο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ποὺ γίνεται μὲ πίστη καὶ ἔντονα βιώματα, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ πολλὰ λόγια προσευχῆς μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου. Σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει τὸ φῶς, ποὺ καταυγάζει τὴν ψυχή, ἡ ἰαματικὴ δύναμη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενήματα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἡ μυστικὴ δύναμη, ποὺ ἀντιδρᾶ σὲ κάθε βλάβη. Ταράζουν τὴν ψυχή σου ἀκάθαρτοι λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίες; Περιτειχίσου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διπλασίασε καὶ τριπλασίασε αὐτὸ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ θὰ δαμαστοῦν. Κατατυραννιέται ἡ καρδία σου ἀπὸ τὴ μελαγχολία καὶ τὴ θλίψη; Σὲ κυριεύει ὁ φόβος ἢ σὲ περιστοιχίζουν οἱ πειρασμοί; Αἰσθάνεσαι τὶς πονηρίες τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν; Καταφύγε σ᾿ αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ, καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς θὰ ξαναγυρίσει, οἱ πειρασμοὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἡ παρηγορία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη θὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδία σου.»

Γιατί δὲν ἀπολαμβάνουμε πάντοτε 
τὴν εὐλογία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ;

Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως, εὔλογα μᾶς γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ἂν ἔχει τόση χάρη καὶ τόση δύναμη τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί δὲν μποροῦμε κι ἐμεῖς ὅλοι ν᾿ ἀπολαύσουμε πάντοτε τὶς εὐλογίες καὶ τὶς δωρεές του;
Δὲν εἶναι δύσκολη ἡ ἀπάντηση: Ἐπειδὴ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὅπως πρέπει, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε ἐνδεικτικὰ μόνο σὲ τέσσερις αἰτίες:
α) Ἴσως ἐπειδὴ εἴμαστε ὀλιγόπιστοι καὶ χλιαροί. Δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ ζωντανὴ πίστη στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο καὶ στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ σταυροῦ Του.
β) Ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι, ἂν ὁ Κύριος ἐνεργοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ Του, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσουμε σὲ ὑπερηφάνεια, θεωρώντας τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς θείας δυνάμεως ὡς δικά μας κατορθώματα.
γ) Ἴσως γιὰ τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀμετανοησία μας. Ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πρέπει, «νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ ἀμόλυντο, καὶ τότε, ὡσὰν κάνωμεν τὸν σταυρόν, κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Εἰδὲ καὶ εἴμεσθεν μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίες, δὲν πιάνεται ὁ σταυρός, ὅπου κάνωμεν... [καὶ τότε] οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται.»
δ) Τέλος, ἴσως ἐπειδὴ δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σωστά, μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, προσβάλλοντας ἔτσι τὴν ἱερότητά του καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πολύ. Πάρα πολύ. Ὅλοι μας -κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ- εἴμαστε ἔνοχοι, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, γιὰ ἀπρόσεκτη ἢ μηχανικὴ ἢ καὶ ἀσεβῆ ἐκτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ σῶμα μας.
Ὁρισμένοι κινοῦν βιαστικὰ τὸ χέρι πάνω στὸ στῆθος ἢ καὶ στὸν ἀέρα, χωρὶς ν᾿ ἀκουμποῦν καθόλου τὸ σῶμα τους, ἄλλοτε σχηματίζοντας τρίγωνο ἢ Χ, καὶ ἄλλοτε παίζοντας, θαρρεῖς, κιθάρα. Πῶς νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μιὰ τέτοια ἄσκοπη καὶ ἀκατανόητη κίνηση, ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τῆς βλασφημίας; Βαρύς, μὰ ἀληθινός, εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ γράφει κάπου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος κινεῖ τὸ χέρι τῶν ἀπρόσεκτων αὐτῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ χλευάσει τὸ πανίερο σύμβολο τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ γιὰ νὰ κολάσει τοὺς ἰδίους!
Κάποιοι χριστιανοὶ πάλι πέφτουν σὲ ἄλλο σφάλμα. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, στέκονται συνήθως σὲ ἐμφανῆ σημεῖα, καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ σὲ ὅλους, μὲ κούφια ἐπιδεικτικότητα, λυγίζουν τὴ μέση σὲ βαθιὲς μετάνοιες, ἁπλώνουν ἀνεξέλεγκτά τα χέρια πέρα-δῶθε καὶ σταυροκοπιοῦνται μὲ κινήσεις πληθωρικές, ἀδιάκριτες, κάποτε μάλιστα καὶ γελοῖες...
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία χριστιανῶν, ποὺ ἀποφεύγουν ἐντελῶς νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μάλιστα δημόσια. Εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ντρέπονται νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ στὸν σταυρό Του. Φοβοῦνται τὴν εἰρωνεία, τὴν περιφρόνηση, τὴ χλεύη τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Ἀγαποῦν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἂν ἀνήκουμε σ᾿ αὐτούς, ἂς θυμηθοῦμε τὴν παραγγελία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτω», καθὼς καὶ τὴ σοβαρὴ προειδοποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Καί, πέρα ἀπ᾿ αὐτά, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι στεροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ ἕνα πανίσχυρο ὅπλο κατὰ τῶν πειρασμῶν, τῶν παθῶν, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν δαιμόνων. Ἂς προσέξουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Μὴ ντρεπόμαστε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἄλλος ντρέπεται καὶ τὸν κρύβει, ἐσὺ κάνε φανερὰ τὸν σταυρό σου, γιὰ νὰ δοῦν οἱ δαίμονες τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ, καὶ νὰ φύγουν μακριά, τρέμοντας. Κάνε μάλιστα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ συχνά, εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε κάθεσαι, εἴτε ξαπλώνεις, εἴτε σηκώνεσαι, εἴτε μιλᾶς, εἴτε περπατᾶς, δηλαδὴ σὲ κάθε περίσταση. Γιατὶ ὅποιος σταυρώνεται ἐδῶ στὴ γῆ, βρίσκεται νοερὰ πάνω στὸν οὐρανό... Εἶναι μεγάλο τὸ φυλακτήριο. Δωρεὰν τὸ παίρνουν οἱ φτωχοὶ καὶ ἄκοπα οἱ ἄρρωστοι, ἐπειδὴ ἡ χάρη τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Σημάδι εἶναι τῶν πιστῶν καὶ φόβος τῶν δαιμόνων.»

Πῶς κάνουμε σωστὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ;

Πῶς ὅμως θὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς φυλακτήριο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Πῶς θὰ γίνει στὰ χέρια μᾶς φόβητρο τῶν δαιμόνων; Ἂν τὸ κάνουμε σωστά! Ἂν τὸ κάνουμε, ὅπως μᾶς παραδίδει καὶ μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ μὲ πίστη, εὐλάβεια, συναίσθηση, ἱεροπρέπεια, ταπείνωση καὶ διάκριση.
Πῶς δηλαδή;
Ἀρχικὰ ἑνώνουμε τὰ τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ὀμολογώντας ἔτσι τὴν πίστη μας σ᾿ ἕνα Θεό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα -ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα-, ὁμοούσια, ἑνωμένα μεταξύ τους «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως». Τὰ ἄλλα δύο δάκτυλα, ποὺ ἀκουμποῦν στὴν παλάμη, συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις, δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κάνουμε μιὰ συμβολικὴ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ποὺ βάσεις καὶ θεμέλιά της ἀποτελοῦν τὸ τριαδολογικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα.
Μετὰ φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, τὴ σωματικὴ περιοχὴ τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ μ᾿ ὅλη τὴ διάνοιά μας, καὶ ὅτι ἀφιερώνουμε σ᾿ Αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μας.
Τὸ χέρι ἔρχεται κατόπιν στὴν κοιλιά. Ἔτσι δηλώνουμε συμβολικὰ ὅτι προσφέρουμε στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ ὅλα τα συναισθήματά μας.
Τέλος, φέρνουμε τὸ χέρι στοὺς ὤμους, πρῶτα στὸν δεξιὸ καὶ μετὰ στὸν ἀριστερό, ὀμολογώντας ἔτσι ὅτι καὶ κάθε σωματική μας δραστηριότητα ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον.
Μιὰ ἄλλη συμπληρωματικὴ ἑρμηνεία, θεολογικώτατη μέσα στὴν ἁπλότητά της, μᾶς δίνει στὴν πέμπτη διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὃ Αἰτωλός:
«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον πὼς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιὸν τὸ χέρι σου καί, μὴν ἠμπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανόν, καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν ἁγίαν Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα εἶναι τρία -εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ- ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καὶ ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιὰ μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλῃς εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν, καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός.»

Συμπέρασμα

Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κλείνει μέσα του ὅλα τα σωτηριώδη γεγονότα, ποὺ οἰκονόμησε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν «πεπτωκότα» ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι σημεῖο σωτήριο, σημεῖο ζωοποιό, σημεῖο ἁγιαστικό, «νικοποιὸν ὅπλον» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων), «τῶν κακῶν ἀλεξιτήριον» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης), «κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἂς τὸ χρησιμοποιοῦμε λοιπόν, ὅσο μποροῦμε πιὸ συχνά, ἀγιάζοντας μ᾿ αὐτὸ κάθε πτυχὴ τῆς καθημερινῆς καὶ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
2011

 Κορυφαῖο θαῦμα εἶναι ἡ ἐμφάνιση τό 1925 τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν Οὐρανό, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας ἐπί τῆ ἑορτῆ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν Ὑμηττό. 
Τόν φωτεινό Σταυρό εἶδαν πάνω ἀπό 2.000 πιστοί πού συμμετεῖχαν στήν ἀγρυπνία, ἐνῶ ἦτο ὁρατός στά περίχωρα καί στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν πλέον τῆς ἡμίσειας ὥρας. Τό γεγονός δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα ΣΚΡΙΠ.

Δείτε σχετικά: