Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.» ( Α' Κορινθίους. 13:13).
Η Αγία Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες χριστιανές. Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν.
Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες. Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό και θα της χορηγούσε τα πάντα, για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.
Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε.
Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ»(Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και αυτή.
Περήφανη για τα παιδιά της η Σοφία, ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας το Θεό να την πάρει κοντά του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Ο Άγιος Νικήτας κατάγοταν από το έθνος των Γότθων, που είχαν εγκατασταθεί πέραν του Ίστρου ποταμού (Ίστρος, κατά τον Γεωγράφο Mελέτιο, καλείται ο ποταμός Δούναβις από το σημείο που ενώνετε με τον ποταμό Σαύο μέχρι την Μαύρη Θάλασσα ή κατ' άλλους από την Aξιούπολη και κάτω, μέχρι τις εκβολές του.), στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Από παιδί ο Νικήτας διδάχθηκε την αγία πίστη από το Γότθο επίσκοπο Θεόφιλο, ο όποιος συχνά υπενθύμιζε στο Νικήτα τα λόγια του Απ. Παύλου: «ένε ἐν οἲς ἔμαθες... ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδᾳς, τὰ δυνάμενα σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β'πρόςΤιμόθεον, γ' 14-15). Δηλαδή, μένε ακλόνητος σ' εκείνα που έμαθες. Από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές, που μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία δια μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Και έτσι έγινε.
Όταν ο ηγεμόνας Αθανάριχος συνέλαβε το Νικήτα και τον απείλησε για να αρνηθεί το Χριστό, αυτός έμεινε αμετακίνητος σ' αυτά που έμαθε από παιδί. Ομολόγησε με θάρρος το Χριστό μπροστά στον ηγεμόνα, ο όποιος όταν τον άκουσε εξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε αμέσως και του έσπασαν τα κόκαλα με τον πιο φρικτό τρόπο. Άλλα το μίσος των Βαρβάρων ήταν τόσο, ώστε μετά τον έριξαν στη φωτιά, όπου βρήκε το θάνατο. Η φωτιά, όμως, με τη θεία θέληση σεβάστηκε το λείψανο του. Το πήρε
κάποιος ευσεβής χριστιανός και το διαφύλαξε σε θήκη.
Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει το Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Θείος ζήλος όμως, έκανε την Άγια Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές. Σε κάποιο σημείο, βρέθηκαν τρεις σταυροί. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς Ιερείς, αφού έκανε δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβέστατης κυρίας που είχε πεθάνει. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν πραγματικά του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.
Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το τίμιο ξύλο. Επειδή, όμως, συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.
Αυτή, λοιπόν, την ύψωση καθιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες, να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, για να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας, που αποτελείτο κατ' εξοχήν "όπλον κατά του διαβόλου".
Ορισμένοι Συναξαριστές, αυτή την ημέρα, αναφέρουν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη το 628 μ.Χ. από τον βασιλιά Ηράκλειο, πού είχε νικήσει και ξαναπήρε τον Τίμιο Σταυρό από τους Αβάρους, οι οποίοι τον είχαν αρπάξει από τους Αγίους Τόπους.