Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία,... (Χερουβικός ὓμνος Μεγάλου Σαββάτου)



Κατά τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀντί τοῦ Χερουβικοῦ ὓμνου «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες ...» ψάλλεται ὁ ἑξῆς συγκλονιστικός ὓμνος:

«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου, καί μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω˙ ὁ γάρ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, καί Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καί δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς˙ Προηγοῦνται δέ τούτου, οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων, μετά πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τάς ὂψεις καλύπτοντα καί βοῶντα τόν ὓμνον˙ Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. »

Ἐξαίσια εἶναι ἡ μουσική σύνθεση σέ ἦχο πλάγιο τοῦ α 'τοῦ Ἰακώβου τοῦ Πελοποννησίου († 1800), Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ὁ ὑμνογράφος ξεκινᾶ μέ τήν προστακτική «σιγησάτω», μέ τήν ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὃλους τούς θνητούς («πᾶσα σάρξ βροτεία», βροτός = θνητός) καί ζητεῖ σιγή. Ἀκολουθοῦν δύο ἀκόμα προστακτικές:  «στήτω μετά φόβου καί τρόμου καί μηδέν γήινον ἑαυτῇ λογιζέσθω» . Μέ αὐτές προτρέπει τούς πιστούς νά σταθοῦν ὀρθοί μέ φόβο καί τρόμο γιά τό μέγα γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται καί νά κρατοῦν τόν νοῦ καθαρό ἀπό κάθε γήινη σκέψη καί μέριμνα.

            Ὁ ὑμνωδός «βλέπει» τό φοβερό μυστήριο νά συντελεῖται πρό τῶν ὀφθαλμῶν του: 

! «Ο Βασιλεύς Των βασιλευόντων ΚΑΙ Ο Κύριος Των κυριευόντων προσέρχεται οἰκειοθελῶς ΓΙΑ ΝΑ σφαγιασθεῖ ΚΑΙ ΝΑ δοθεῖ Ως τροφή στούς πιστούς
 Προπορεύονται ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙ χοροί Των αγγέλων ΜΕ ΤΗΝ ὁρισμένη Τάξη ΚΑΙ ἐξουσία: Τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ καλύπτοντας ἀπό δέος τά πρόσωπά τους καί ψάλλοντας μέ δυνατή φωνή τόν ὓμνο˙ Ἀλληλούϊα »

            Ὁ ὑμνογράφος προβάλλει μέ τόν τρόπο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καί δημιουργεῖ στήν ψυχή μας τήν εὐλαβεία καί τό δέος πού καί ὁ ἲδιος αἰσθάνεται κατά τήν ἱερή στιγμή πού ὁ ἱερέας ἑτοιμάζεται γιά τήν Μεγάλη Εἲσοδο.

            Ὁ ὓμνος αὐτός ἀπαντᾶται ὡς Χερουβικός ὓμνος στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.

            Ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τήν πολυμορφία, τήν πλαστικότητα καί τόν πλοῦτο της δίνει στόν δημιουργό τοῦ ὓμνου τήν δυνατότητα νά ἀποτυπώνει καί νά ἐκφράζει τόσο τήν δική ψυχή του ὃσο καί τῶν προσευχομένων πιστῶν.

--------------------------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Τριώδιον, Ἐκδόσεις «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 1983, σελ. 500.


Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)



Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο.Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.

Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.

Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό.

Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία.

Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν κατδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του.

Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.

Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς; Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό.

Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού.

Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».


Πηγή: enoriaka.gr

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ - Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος

 



     « Τῶ Αγίω καὶ Μεγάλω Σαββάτω, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς Ἄδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».

Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις Άδου Κάθοδόν Του.

        Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Η φρικτή ημέρα έβαινε προς το τέλος της. Το φυσικό σκοτάδι ερχόταν να διαδεχθεί το υπερφυσικό σκοτάδι της σταυρώσεως, που είχε καλύψει ολάκερη τη γη. Ο Κύριος είχε εκπνεύσει επί του σταυρού. Το άχραντο σώμα Του κρέμονταν άπνουν επί του ξύλου, ανάμεσα στους συσταυρωμένους ληστές, οι οποίοι σπάραζαν ακόμη από τους επιθανάτιους σπασμούς. Αλλά, όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής, τα σώματα των εσταυρωμένων έπρεπε να ταφούν και μάλιστα βιαστικά, πριν πέσει το σκοτάδι και μπει η επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τον ιουδαϊκό υπολογισμό του ημερονυκτίου. Έτσι  οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19,31).
Την επόμενη ημέρα οι Ιουδαίοι εόρταζαν τα Πάσχα τους. Δε μπορούσαν τη λαμπρή αυτή μέρα να ατενίζουν στο λόφο Γολγοθά σταυρωμένα πτώματα κακούργων, το αποκρουστικό θέαμα θα τους χαλούσε την εορταστική διάθεση. Διατάχθηκαν λοιπόν οι στρατιώτες και με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19,33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!
       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20,19).  Όμως ήταν αδύνατο σ’ αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο, προκειμένου να τους δοθεί η απαιτούμενη άδεια της ταφής.
        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15,43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό μνημείο. Μυστήριο μέγα!
          Η ψυχή του Κυρίου, όπως αναφέραμε στο σχόλιό μας της Μεγάλης Παρασκευής, κατέβηκε στον Άδη, σύμφωνα με την  σαφέστατη διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου: «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3,18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4,9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, ότι ο Άδης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ’ αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν.
        Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του Άδη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο Άδης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ’ αυτών. Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του Άδου εφωτίσθησαν» (Evang.NicodimiPars IIcap.V (XXI)3).
       Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση. Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραΐσας του παντός». Να αποσμίξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!     

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2,3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «… Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας…».
        «Σήμερα έγινε σωτηρία γι’ αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη, και για τους απ’ αιώνος δέσμιους κάτω από τη γη, τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου… Οι βαριές πύλες του Άδη άνοιξαν διάπλατα. Εσείς οι απ’ αιώνος κεκοιμημένοι σκιρτήστε από χαρά. Εσείς οι καθήμενοι στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου υποδεχτείτε το μέγα Φως. Ο Δεσπότης είναι μαζί με τους δούλους, ο Θεός είναι μαζί με τους νεκρούς, η ζωή ανταμώθηκε με τους θνητούς, ο ανεύθυνος κοινωνεί με τους υπεύθυνους, το ανέσπερο φως βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι, με τους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής, μετά των κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών…»
        Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον Άδη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το Άδη, ο Χριστός με το διάβολο. Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε, κουρελιάστηκε και καταργήθηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια στα υπέροχα τροπάρια της ημέρας: «Σήμερον ο άδης στένων βοά΄ Κετελήθη μου το κράτος΄ ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν΄ ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα΄ εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς΄ ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος…». «Σήμερον ο Άδης στένων βοά΄ … ελθών (ο Χριστός) το κράτος μου έλυσε, πύλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ας κατείχον το πριν, Θεός ων ανέστησε…», «…εδεξάμην θνητόν, ώσπερ ένα των θανόντων, τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω, αλλ’ απολώ μετά τούτου, ων εβασίλευον, εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει…»!
        Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια, ψάλλοντες «Τω Πάθει Σου Χριστέ ελευθερώθημεν, και τη αναστάσει Σου, εκ φθοράς ελυτρώθημεν»! Περισσότερο θέλουμε να Του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας, διότι Αυτός είναι ο υπέρτατος και μοναδικός Λυτρωτής μας, και κανένας άλλος! Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15,20,26).

Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια. Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό!

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού 

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ - Σέ Τόν Ἀναβαλλόμενον.... (Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινού τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς) ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΒΙΝΤΕΟ


Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ·
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο,
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο,
καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα·
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου,
σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.


Μετάφραση

Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: "Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πως θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι."



«Τὸν ἥλιον κρύψαντα…» (Ψάλλεται μετά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου) ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΒΙΝΤΕΟ

Σχετική εικόνα


Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος. 

Ἀπόδοση

Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος, ο Ιωσήφ όταν (τα) είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας:

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο.

 Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.

Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο, αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.





ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - Τά Ἅγια Πάθη

 




«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν»

Το ιερό συναξάρι της αγίας αυτής ημέρας αναφέρει με λεπτομέρεια τι τιμούμε και προσκυνάμε αυτή την αγία ημέρα.

       Η Μεγάλη Παρασκευή είναι για μας τους χριστιανούς η πλέον φρικτή, πένθιμη και λυπητερή ημέρα, αλλά και η πιο ιερή, η πιο αγία, η πολυσέβαστη και πλέον αγαπητή και προσκυνητή ημέρα της Εκκλησίας μας. Κι αυτό διότι ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού κρέμεται καρφωμένος, γυμνός, άπνους, επάνω στο ξύλο του σταυρού, ως χείριστος κακούργος. Ο Εσταυρωμένος Χριστός μας πήρε επάνω Του όλες τις αμαρτίες του κόσμου και ανέβηκε εκών στο φρικτό Γολγοθά για να εξαγοράσει, μυστήριο πως, με το τίμιο Αίμα Του τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Τέλεσε ως ιερεύς και ταυτόχρονα ως ιερείο τη μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη θυσία όλων των εποχών, η οποία αποτέλεσε την πραγματική καταλλαγή με το Θεό. Ο απόστολος Παύλος τονίζει πως «εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού» (Ρωμ.5,10). Στο εξής ο αναγεννημένος «εν τω αίματι του Χριστού» (Εφ.2,13) άνθρωπος «ουκέτι ει δούλος, αλλ' υιός' ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού»  (Γαλ.4,5). Και αυτό επειδή επάνω στο φρικτό Γολγοθά συνήφθη δια του τιμίου Αίματος του Χριστού η αιώνια διαθήκη Θεού και ανθρώπου (Εβρ.8,15).
       Ποια καρδιά δεν λυγίζει την ημέρα αυτή μπροστά στη φρικτή και ανείπωτη θεοκτονία;. Ποια μάτια δε βουρκώνουν στο αντίκρισμα του γλυκύτατου Εσταυρωμένου; Ποια ψυχή δε μαλακώνει μπροστά στα άδικα παθήματα; Ποια γόνατα δεν κλείνουν κάτω από το Σταυρό για να προσκυνήσουν τα Θεία Πάθη; Εκατομμύρια πιστοί χριστιανοί πενθούν για τον οδυνηρό θάνατο του Χριστού μας. Κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς με μπουκέτα άνθη στα χέρια για να τα εναποθέσουν στον ιερό Επιτάφιο. Να προσκυνήσουν το Λυτρωτή τους, Αυτόν, ο Οποίος «εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω Του αίματι».
        Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αφού συνελήφθη στον κήπο του Όρους των Ελαιών, ύστερα από την προδοσία του Ιούδα, σύρθηκε δέσμιος σε  μια δραματική νυκτερινή δίκη. Η μανία των αρχόντων του ισραηλιτικού λαού ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να περιμένει για να ξημερώσει η αυριανή ημέρα. Οι ιεροί Ευαγγελιστές αναφέρουν λεπτομέρειες για την δίκη – παρωδία. Η καταδίκη ήταν ήδη προαποφασισμένη και μόνο έπρεπε να τηρηθούν κάποια νομιμοφανή προσχήματα. Τη λύση έδωκαν πληρωμένοι ψευδομάρτυρες, οι οποίοι, διαστρέφοντας τα λόγια του Χριστού στήριξαν την επιθυμητή κατηγορία: Ένοχος θανάτου!
        Με το φως της ημέρας οδηγήθηκε στο Πραιτόριο, στην έδρα του Ρωμαίου διοικητή Πιλάτου. Η επίσημη καταδίκη έπρεπε να απαγγελθεί από τη «νόμιμη εξουσία». Επιστρατεύθηκε ο όχλος για να φωνασκεί και να απαιτεί την σταυρική Του καταδίκη. Είναι αυτός ο ίδιος ο όχλος που λίγες ημέρες πριν φώναζε «Ευλογημένος ο Ερχόμενος»! Ο διεφθαρμένος εκπρόσωπος της διεφθαρμένης ρωμαϊκής εξουσίας, ανταλλάσσει την καταδίκη του Μεγάλου Αθώου με την ελευθερία του μεγάλου κακούργου Βαραββά. Ο Κύριος υφίσταται ανείπωτες ταπεινώσεις, τέτοιες που δεν υπέστη ούτε ο χειρότερος των κακούργων θνητών. Τελικά  παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του ο Πιλάτος παραδίδει το Χριστό «ίνα σταυρωθή» (Λουκ.19,16).
        Φορτωμένος το βαρύ ξύλο του σταυρού πέρασε από τους δρόμους της αγίας πόλεως για διαπόμπευση, οδηγούμενος στον τόπο του μαρτυρίου, το λόφο του Γολγοθά. Το κουρασμένο, πληγωμένο και εξασθενισμένο άγιο σαρκίο Του δεν αντέχει το βάρος του ξύλου και πέφτει καταμεσής στο δρόμο. Αγγαρεύεται ο διερχόμενος Σίμων ο Κυρηναίος, ο οποίος τελικά ανεβάζει το φονικό όργανο στον
 τόπο της εκτελέσεως. Σκουριασμένα χοντρά καρφιά μπήγονται στα χέρια και τα πόδια Του. Το τίμιο Αίμα Του χύνεται άφθονο και βάφει τα άνομα χέρια των δημίων Του. Ως άνθρωπος πονά και υποφέρει, μα υπομένει το φοβερό μαρτύριο, το οποίο τον οδηγεί αργά και βασανιστικά στο θάνατο. Εκατέρωθέν Του σταυρώνονται δύο αδίστακτοι ληστές, από τους οποίους ο ένας μετανοεί και σώζεται (Λουκ.23,40). Είναι ο πρώτος άνθρωπος, που εισέρχεται στον άρτι ανοιχθέντα από τον Εσταυρωμένο Παράδεισο!
      Μέσα σους αφόρητους πόνους και το χειρότερο κάτω από το αίσθημα της άδικης καταδίκης Του, όχι μόνο δεν οργίζεται και δεν καταριέται τους άνομους δημίους Του, αλλά παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα να τους συγχωρήσει, διότι «Ουκ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ.23,34). «Ήν δεν ωσεί ώρα έκτη» (Λουκ.23,44), ο Κύριος φθάνοντας στα έσχατα της ανθρώπινης αντοχής, «κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ.27,50).

 Αμέσως συνέβησαν θαυμαστά και πρωτόγνωρα φαινόμενα: «σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου εκλείποντος» (Λουκ.23,44), «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, και εξήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθ.27,51-52). Αν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι έμειναν απαθείς μπροστά στην φρικτή θεοκτονία, η άψυχη φύση συγκλονίστηκε συθέμελα, διαμαρτυρόμενη για τη μεγαλύτερη κακουργηματική πράξη όλων των εποχών, για το άδικο πάθος και τον αναίτιο θάνατο του Θεού! Αιώνιοι φυσικοί νόμοι διαταράχτηκαν, ο κόσμος έφτασε στο χείλος της καταρρεύσεως. Ο εθνικός αρεοπαγίτης Διονύσιος, από την Αίγυπτο, αναφώνησε δραματικά πως «ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλυται».
       Ο επί κεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος «εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρτούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γινόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες΄ αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ.27,54). Το ίδιο «και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (Λουκ.23,48). Αντίθετα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν από τα συγκλονιστικά γεγονότα, αλλά πήγαν στον Πιλάτο ζητώντας του: «κέλευσον ασφαλισθήναι τον τάφον εως τρίτης  ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών΄ και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (Ματθ.27,64).
|
         Η Μεγάλη Παρασκευή είναι, όπως προαναφέραμε, ημέρα θλίψεως και συντριβής για μας του πιστούς. Όμως για τη θεολογία της Εκκλησίας μας η Μεγάλη Παρασκευή είναι ήδη Πάσχα. Η ψυχή του Κυρίου, ως ψυχή αληθινού ανθρώπου έπρεπε να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, να κατέβει στον παμφάγο Άδη, στον τόπο κατοικίας όλων των ψυχών, όλων των εποχών. Όμως η ψυχή του Κυρίου, ως αναπόσπαστο μέρος της θεανδρικής υποστάσεως του Θεού Λόγου, δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί στον τόπο της βασάνου, δεν ήταν δυνατόν η ψυχή της πηγής της ζωής, να γίνει βορρά του θανάτου και να παραμείνει δέσμια του Άδη. Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας μας η ψυχή του Κυρίου λειτούργησε ως δόλωμα στον Άδη. Ως παμφάγος κατάπιε το δόλωμα αυτό και πιάστηκε και αιχμαλωτίσθηκε από αυτό και νικήθηκε!
         Το Θείο Πάθος έχει και μια άλλη σημαντική παράμετρο για μας τους ορθοδόξους πιστούς. Χωρίς αγώνα και παθήματα, είναι αδύνατο να υπάρξει νίκη και θρίαμβος. Χωρίς θυσία είναι αδύνατον να υπάρξει λύτρωση. Χωρίς σταυρό δεν  μπορεί να υπάρξει ανάσταση. Το Θείο Πάθος δείχνει και σε μας την ανάγκη να ακολουθήσουμε πρόθυμα το δικό μας δρόμο του μαρτυρίου, να ανεβούμε στο δικό μας σταυρό, που είναι η σταύρωση και ο θάνατος του παλαιού πτωτικού εαυτού μας, προκειμένου να έχουμε την μακάρια ελπίδα και της δικής μας αναστάσεως. Σύμφωνα με την προτροπή του ιερού υμνογράφου! «Μη ως Ιουδαίοι εορτάσωμεν, και γαρ το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός ο Θεός. Αλλ’ εκκαθάρωμεν εαυτούς, από παντός μολυσμού, και ειλικρινώς δεηθώμεν αυτώ, Ανάστα Κύριε, σώσον ημάς ως φιλάνθρωπος»!


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού 

Πηγή: aktines.blogspot.gr 



Σέ Τόν Ἀναβαλλόμενον.... Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινού τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,

καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ·
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο,
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο,
καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα·
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου,
σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.

Μετάφραση

Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: "Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πως θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι."



Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΙΣΚΑΡΙΩΤΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΙΣΚΑΡΙΩΤΗ

Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.

Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.


Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας.

Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ.

Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν.

Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του.

Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 – 85.


Πηγή: www.agioritikovima.gr

ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

imagesCA21M8A3


1. – Πραγματικά δέν ἔχω τί νά πῶ γιά τή σημερινή πανήγυρη. Διότι ἡ μέν πανήγυρη παρακινεῖ τή γλώσσα μου στό νά κατηγορήσω τόν Ἰούδα, ἐνῶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτήρα μου τήν γυρίζει πίσω. Καί εἶμαι κυριευμένος ἀπό αὐτά τά δύο, ἀπό μίσος ἐναντίον τοῦ προδότη, καί ἀγάπη γιά τόν Κύριο. Τό μίσος ὅμως τό νικάει ἡ ἀγάπη, διότι εἶναι μεγαλύτερη καί δυνατότερη. Γι᾽ αὐτό, ἀφήνοντας κατά μέρος τόν προδότη, ἐξυμνῶ τόν εὐεργέτη, ὄχι ὅσο εἶναι ἄξιος, ἀλλ᾽ ὅσον ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μου νά Τόν ἐξυμνήσω.


Πῶς ἄφησε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στή γῆ; Πῶς Ἐκεῖνος πού γεμίζει ὁλόκληρη τήν κτίση, ἦρθε πρός ἐμένα, καί ἔγινε γιά χάρη μου ἄνθρωπος σάν καί μένα; Πῶς πῆρε μαθητή Του ἐκεῖνον πού γνώριζε ὅτι θά γίνει προδότης καί ἔδωσε ἐντολή στόν ἐχθρό Του νά Τόν ἀκολουθεῖ σάν φίλος; Πῶς δέν Τόν ἐνδιέφερε ἡ προδοσία, ἀλλά φρόντιζε γιά τή σωτηρία ἐκείνου πού θά Τόν πρόδιδε; Διότι, λέγει, «Ὅταν βράδυασε καθόταν ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές Του καί, ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει» (Ματθ. 26, 20-21). Προεῖπε τήν προδοσία γιά νά ἐμποδίσει τό παρανόμημα.

Τήν προεῖπε χωρίς ν᾽ ἀναφέρει τό πρόσωπο τοῦ προδότη, ἀλλά δέν μπόρεσε αὐτό ν᾽ ἀποτρέψει τήν παρανομία τοῦ μαθητῆ, αὐτή πού ἀγνοοῦσαν ἐκεῖνοι πού κάθονταν στό ἴδιο τραπέζι. Ποιός εἶδε τέτοια φιλανθρωπία κυρίου; Καί προδίνεται καί ἀγαπᾶ τόν προδότη. Ποιός περιφρονεῖται καί δείχνει εὐσπλαχνία; Ποιός πουλιέται καί κάθεται στό ἴδιο τραπέζι μέ τόν κακό ἔμπορο, δείχνοντας ὅλη τή φροντίδα του πρός ἐκεῖνον πού τόν ἐπιβουλεύεται;

«Καί ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει». Σάν ἄνθρωπος ἔτρωγε καί σάν Θεός μιλοῦσε γιά τό μέλλον. Γιά χάρη μου κάμνει ἐκεῖνα πού ταιριάζουν στήν φύση μου. Ἐπειδή ὅλοι οἱ μαθητές ταράχθηκαν μέ τά λόγια αὐτά καί δέχονταν τούς φοβερούς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς τους καί μετέτρεψαν τήν ὥρα τοῦ δείπνου σέ ὥρα λύπης, λέγοντας ὁ καθένας, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 22), θέλοντας μέ τά λόγια τῆς ἐρωτήσεως, νά βροῦν τήν ἡσυχία ἀπό τήν κακή ὑπόνοια.

Καθησυχάζοντας ὁ Σωτήρ τίς ψυχές ἐκείνων πού ἦταν ἄδικα ταραγμένοι, φανερώνει μέ τήν ἀπάντηση τόν ἀγνοούμενο: «ἐκεῖνος πού βούτηξε», λέγει, «μαζί μου τό χέρι του στό πιάτο, αὐτός θά μέ παραδώσει. Καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου βέβαια πηγαίνει ὅπως εἶναι γραμμένο γι᾽ αὐτόν, ἀλλοίμονο ὅμως στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ἀπό τόν ὁποῖο παραδίνεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου·θά ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐάν δέν εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26, 23-24).

Βοηθάει ἐκεῖνον πού δέν λυπήθηκε τήν ψυχή του. Ἐπέμενε νά δείχνει τό ἐνδιαφέρον γιά ἐκεῖνον πού ἀπό παλιά ἀδιαφόρησε γιά τόν ἑαυτό του, δίνοντας καί σ᾽ ἐκεῖνον τήν εὐκαιρία γιά μετάνοια, καί καθησυχάζοντας τήν ἀγωνία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν. Ὅμως καθόλου καλύτερος δέν ἔγινε μέ ὅλα αὐτά ὁ προδότης.

Ἔπρεπε δηλαδή αὐτός μετά ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα λόγια νά φύγει ἀμέσως ἀπό τό δεῖπνο. Ἔπρεπε νά ζητήσει τή μεσολάβηση τῶν Μαθητῶν. Ἔπρεπε νά γονατίσει καί ν᾽ ἀγκαλιάσει τά γόνατα τοῦ Σωτήρα καί νά Τόν παρακαλέσει μ᾽ αὐτά περίπου τά λόγια: «ἁμάρτησα, φιλάνθρωπε, ἁμάρτησα, παρανόμησα, πωλώντας γιά λίγο τίμημα τόν ἀτίμητο μαργαρίτη. Παρανόμησα παραδίνοντας γιά λίγα χρήματα τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο.

Συγχώρησε ἐμένα τόν ἔμπορο τῆς ζημίας καί τῆς ἀπώλειας. Συγχώρησέ με πού ὁ λογισμός μου κυριεύθηκε ἀπό τόν χρυσό. Συγχώρησέ με πού ἐξαπατήθηκα πολύ ἐλεεινά ἀπό τούς Φαρισαίους». Τίποτε ἀπό τά λόγια αὐτά δέν εἶπε οὔτε σκέφθηκε. Ἀντίθετα μέ σκληρή φωνή φανέρωνε τή θρασύτητα τῆς ψυχῆς του λέγοντας: «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 25).

Πώ, πώ ἀδιαντροπιά γλώσσας, πώ, πώ ψυχή σκληρή. Ρωτάει σάν νά μή γνωρίζει ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ἐμελέτησε, καί νόμιζε ὅτι διαφεύγουν τήν προσοχή τοῦ «ἀκοιμήτου ὀφθαλμοῦ». Στήν ψυχή του φύλαγε τή δολιότητα καί μέ τή γλώσσα πρόφερνε τά λόγια ἐκεῖνα πού ἔδειχναν ἄγνοια. Μέ τή σκέψη διέπραξε τήν προδοσία, καί μέ τό στόμα, ὅπως νόμισε, ἔκρυβε τήν ἁμαρτία. Χρησιμοποίησε τά ἴδια λόγια μέ τούς ἄλλους Μαθητές. Δέν χρησιμοποίησε ὅμως καί τήν ἴδια συμπεριφορά. Ἐνῶ ἦταν λύκος ὡς πρός τίς προθέσεις, ἀπάντησε μέ τή φωνή τῶν προβάτων.

2. – Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πρός αὐτόν ὁ Σωτήρας; «Σύ τό εἶπες». Μέ φωνή γεμάτη ἀπό μακροθυμία ἔλεγξε τή σκηνοθεσία τοῦ πονηροῦ. Μποροῦσε βέβαια νά πεῖ πρός αὐτόν: «Τί λές σιχαμερέ καί πονηρέ; τί λές, δοῦλε τῶν χρημάτων καί γνήσιε συνεργάτη τοῦ διαβόλου; Τολμᾶς νά ὑποκρίνεσαι ἄγνοια; Τολμᾶς νά κρύβεις ἐκεῖνα πού δέν μποροῦν νά κρυβοῦν; Μήπως δέν τό ἤξερα πού κατέστρωνες τά πανοῦργα σχέδιά σου ἐναντίον τῆς θεότητας; Μήπως δέν σέ εἶδα μέ τόν ὀφθαλμό τῆς θεότητας νά ἐπισκέπτεσαι τούς ἀρχιερεῖς; Μήπως δέν σέ ἄκουα, ἄν καί ἤμουν ἀπών, νά λές, “Τί θέλετε νά μοῦ δώσετε, γιά νά σᾶς παραδώσω αὐτόν;” (Ματθ. 26, 15). Μήπως δέν γνωρίζω καί πόσο μέ πούλησες; Γιατί λοιπόν μετά τόν ἔλεγχο ἐξακολουθεῖς νά δείχνεις τήν ἴδια ἀδιαντροπιά; Γιατί προσπαθεῖς νά καλύψεις ἐκεῖνα πού θέλεις νά κάνεις; Σ᾽ ἐμένα ὅλα εἶναι φανερά». Ἐνῶ μποροῦσε ἔτσι ν᾽ ἀπαντήσει ὁ Χριστός, ὅμως δέν μίλησε ἔτσι, ἀλλά μίλησε μέ ἁπλότητα, ἀνεξικακία καί καλωσύνη, «Σύ τό εἶπες», διδάσκοντάς μας ἔτσι πῶς νά συμπεριφερόμαστε πρός τούς ἐχθρούς μας.

Ὅμως μετά ἀπό τόση θεραπεία ἐξακολούθησε ὁ Ἰούδας νά ἀσθενεῖ, ὄχι ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τοῦ ἰατροῦ, ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τοῦ ἀσθενῆ. Διότι ὁ Κύριος τοῦ πρόσφερε ὅλα τά φάρμακα τῆς σωτηρίας, ὅμως αὐτός δέν θέλησε νά τή δεχθεῖ , ἀλλά, γνωρίζοντας μόνο τή φιλαργυρία, ἀγάπησε περισσότερο τόν χρυσό παρά τόν Χριστό, καί ἔγινε ἀγαπητός καί προσιτός σ᾽ ἐκείνους πού τοῦ πρόσφεραν τό μισθό.

«Καί, ἀφοῦ πλησίασε ὁ Ἰούδας, εἶπε στό Χριστό: “Χαῖρε, δάσκαλε”, καί φίλησε αὐτόν» (Ματθ. 26, 49). Παράξενος αὐτός ὁ τρόπος τῆς προδοσίας, πού συνοδεύεται ἀπό φίλημα καί προσφώνηση. «Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε σ᾽ αὐτόν· Φίλε, γιατί ἦρθες» (Ματθ. 26, 50). Γιατί μοῦ λές νά χαίρομαι, τή στιγμή πού προτίμησες νά μέ λυπήσεις; Γιατί μέ τά λόγια ἐνδιαφέρεσαι γιά μένα, ἐνῶ μέ πληγώνεις μέ τίς πράξεις σου; Μέ ὀνομάζεις δάσκαλο, ἐνῶ δέν εἶσαι μαθητής; Γιατί καταχρηστεύεις τούς κανόνες τῆς ἀγάπης; Γιατί κάμνεις σύμβολο προδοσίας τό σύμβολο τῆς εἰρήνης; Ποιόν μιμήθηκες καί ἔκανες αὐτό; Ἔτσι εἶδες προηγουμένως τήν πόρνη νά φιλᾶ τά πόδια μου; Ἔτσι εἶδες τούς δαίμονες νά ὑποτάσσονται; Γνωρίζω ποιός σοῦ ὑπέδειξε τήν ὁδό τοῦ δολεροῦ φιλήματος: Ὁ διάβολος σέ συμβούλεψε τόν τρόπο αὐτοῦ τοῦ ἐναγκαλισμοῦ, καί σύ πείσθηκες στά λόγια τοῦ κακοῦ συμβούλου καί πραγματοποιεῖς τό θέλημά του.

«Φίλε, γιατί ἦρθες;» Πραγματοποίησε τίς κακές συμφωνίες πού ἔχεις κάνει μέ τούς Φαρισαίους. Ἐκτέλεσε τό συμβόλαιο τῆς πωλήσεως. Ὑπόγραψε ἐκεῖνο πού ὑπαγόρευσες. Παράδωσε Ἐκεῖνον πού ἑκούσια παραδίδεται. Ἀπόκτησε πλέον μαζί μέ τό βαλάντιο τῶν χρημάτων καί τό βαλάντιο τῆς ἀδικίας. Παραχώρησε τή θέση σου στό ληστή πού πρόκειται νά τήν πάρει μέ τήν ὁμολογία του, ἐκείνη πού ἔχασες ἐσύ μέ τήν προδοσία.

«Τότε πλησίασαν τόν Ἰησοῦ καί τόν συνέλαβαν» (Ματθ. 26, 50). Καί ἔτσι πραγματοποιοῦνται τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια· «Μέ περικύκλωσαν ὅπως οἱ μέλισσες τήν κηρήθρα καί κατακάηκαν ὅπως καίγονται τά ἀγκάθια ἀπό τή φωτιά» (Ψαλμ. 117, 12), καί ἀλλοῦ πάλι·«Μέ περικύκλωσαν πολλοί σκύλοι, καί μέ ἀπέκλεισαν ὅπως οἱ καλοθρεμμένοι ταῦροι» (Ψαλμ. 21, 17). Ἀλλ᾽ ὅμως πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀνεξικακία, πού ταιριάζει μόνο σ᾽ Αὐτόν. Στόν οὐρανό τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ δέν τολμοῦν νά ἀντικρύσουν τήν ὑπερβολική δόξα Του καί γι᾽ αὐτό μέ τίς πτέρυγές τους, σάν ἀκριβῶς μέ χέρια, καλύπτουν τά πρόσωπά τους. Στή γῆ, ἀνεχόταν τό σῶμα Του νά συλληφθεῖ, ἀπό χέρια παράνομα.

Εἴδατε Ποιοῦ μακρόθυμου καί φιλάνθρωπου Κυρίου δοῦλοι γίνατε; Γίνεσθε λοιπόν τέτοιοι πρός τούς ἐχθρούς σας, τούς συνδούλους σας, ὅπως εἴδατε τόν Κύριο νά συμπεριφέρεται πρός τούς ἐχθρούς Του. Διότι πρόκειται καί σεῖς νά προσκληθεῖτε σέ πνευματικό δεῖπνο. Πρόκειται νά καθίσετε σ᾽ αὐτό μαζί μέ τόν Κύριο. Ἄς μή βρεθεῖ ἀνάμεσά σας κανένας Ἰούδας ὡς πρός τή συμπεριφορά. Ὅλοι πλησιάστε τήν Τράπεζα μέ γαλήνη καί εἰρήνη. Ὅλοι ἄς τρέξουμε κοντά στόν Σωτήρα μέ καθαρή συνείδηση. Διότι Αὐτός εἶναι ἡ νηστεία τῶν πιστῶν καί τό συμπόσιο. Αὐτός εἶναι ὁ χορηγός τῆς τροφῆς καί ἡ ἴδια ἡ τροφή. Αὐτός εἶναι ὁ Ποιμένας καί τό πρόβατο. Σ᾽ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ (Ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας)

 Ελκομενος

Γιὰ νὰ ἀκολουθήσει κάποιος τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἄρει τὸν σταυρό του. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ συνίσταται ἀπὸ τὰ παθήματά Του, τὶς ἀποδοκιμασίες καὶ τὸ θάνατο. Ἔχοντας ὑπομείνει μόνος τὰ πάντα γιὰ χάρη μας, ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν καθένα μας νὰ τὰ ὑπομείνει ὅλα αὐτὰ γιὰ Ἐκεῖνον. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴ συντριβοῦμε ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου Του, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ τὸν Ἴδιο τὸν εἶδαν τόσο ἀδύναμο, δέν ἄφησε ἐπάνω μας τὸν δικό Του μέγα Σταυρό, ἀλλὰ ἔδωσε ἐντολή στὸν καθένα μας νὰ ἀναλάβει τὸν δικό του σταυρό, νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνει τόσα παθήματα καὶ δοκιμασίες, ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές, ὅσα ἡ καθαρτήρια, ἐξαγνιστικὴ καὶ ταυτοχρόνως ἐλεήμων θέληση τῆς θείας Πρόνοιας, πού κυβερνᾶ τὰ πάντα, μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ.

Εἶναι λοιπὸν τοῦτο ἀναπόφευκτο; θὰ ἀναφωνήσουν μερικὲς ἐξασθενημένες ψυχές.

0[1]Εἰρηνεύετε. Ἐὰν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦταν ἀναμάρτητος καὶ παντοδύναμος, «ἔπρεπε νὰ πάθει», ὥστε νὰ μπορέσει «νὰ εἰσέλθει στὴν δόξα Του», τότε πῶς μποροῦμε ἐμεῖς, κηλιδωμένοι καὶ ἀδύναμοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ φτάσουμε σὲ αὐτὴ τὴν δόξα, χωρὶς νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ νὰ ἐνδυναμωθοῦμε ἀπὸ τὰ παθήματα; Διότι τί κατοικεῖ σὲ μᾶς τώρα; Ἐὰν τὴν ἐξομολόγησή μας τὴν ἐμποδίζει ἡ φιλαυτία, ἂς ἐπικαλεστοῦμε τὴν ἐνοχή μας μὲ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου: «Οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ’ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν». Σὲ μᾶς κατοικεῖ, ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ παλαιὸς Ἀδάμ, μὲ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἡδονές του. ΙΙῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ τὸν ἀπεκδυθοῦμε, καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν προσδοκιῶν μας; Ὄχι, λέγω, ὄχι χωρὶς παθήματα, κι ἀκόμη, ὄχι χωρὶς θάνατο.

Πρέπει νὰ ἀναλάβουμε τὸν σταυρό μας ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε τὸν καλὸν ἀγώνα, ἀλλά γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐντελῶς πιὰ στὸ τέλος νὰ σταυρώσουμε τὴν σάρκα  «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», νὰ νεκρώσουμε  «τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπί τῆς γῆς», νὰ πεθάνουμε, μυστικά, διότι «ἡ ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ».

Τέτοια εἶναι, ὢ Χριστιανοί, ἡ διδασκαλία τοῦ Σταυροῦ, διδασκαλία τόσο ἀναγκαία καὶ θεμελιώδης στὸν Χριστιανισμό, πού ἡ Ἐκκλησία, μὴ ὄντας εὐχαριστημένη μὲ τὸ νὰ τὴν διακηρύσσει συχνὰ μὲ λόγια, ἀκόμη πιὸ συχνά μᾶς τὴν παρουσιάζει μὲ σύμβολα καὶ σημεῖα. Μὲ τὸ ἴδιο τὸ βάπτισμά μας, βάζει ἐπάνω μας τὴν εἰκόνα τοῦ Σταυροῦ. Σὲ κάθε προσευχὴ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὅπως καὶ τώρα, τὸν παρουσιάζει ἐπίσημα πρὸς λατρεία καὶ ἱερὸ χαιρετισμό.

Ἂς εἴμαστε προσεκτικοί, ἂς ἀποδεχτοῦμε αὐτὴ τὴν ἐντολή, ὄχι σὰν ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη, ἀλλὰ σὰν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἴδιου τοῦ σταυρωθέντος Σωτήρα μας: «ἂς ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ αἴροντες τὸν σταυρό μας, ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε». Ἀμήν.

Ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας

Πηγή: www.imaik.gr




ΟΙ ΕΠΤΑ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ



Ἀπ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ λατρευτοῦ μας Χριστοῦ ξαπλώθηκε πάνω στὸ Σταυρό, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σταυρωμένη ἀγάπη παρέδωσε τὸ πνεῦμα, ἑπτὰ λόγοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ ἄκακο ἐκεῖνο στόμα του. Καὶ εἶναι δικό μας καθῆκον νὰ ἀκούσουμε καὶ σήμερα μὲ ἱερὸ δέος αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὄχι μόνο γιατί εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ πρέπει νὰ τὰ θυμόμαστε συχνά, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀποτελοῦν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὴν διαθήκη Του, τὴν ἔκφρασι τῆς μεγίστης Του δωρεᾶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσι ὅλης της διδασκαλίας Του. 

* **

Ο Πρώτος Λόγος  ἀκούσθηκε τὶς πρῶτες κιόλας Στιγμές Της σταυρώσεως. Κι ἐνῶ πάνω σὲ κεῖνον τὸν λόφο ἀποκορυφώνεται ἡ ἔσχατη κραιπάλη καὶ μανία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καρφώνουν, βρίζουν καὶ βλασφημοῦν τὸν Ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνος ἐκδηλώνει ἀνάμεσα ἀπ τοὺς φρικτοὺς πόνους τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς Τοῦ τὴν ὑπέρτατη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς παραστρατημένους. «ΠΑΤΕΡ, ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ, ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ » . Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησί Του στὴν ἀνθρώπινη κακία. Στὴν ἄβυσσο τῆς ψυχικῆς πυρώσεως, ἀντιπαρατάσσεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας συγγνώμης, ποὺ βρίσκει, στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες, λόγους ἀφέσεως καὶ μεσιτείας γιὰ κείνους πού, ἐκτροχιασμένοι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἔκδικησεως καὶ τοῦ φθόνου, εἶχαν αὐτοκαταδικασθῆ στὴν ἴδια τὴν ταλαίπωρη συνείδησί τους, τὴν βάναυσα κακοποιημένη. Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ καὶ ἐπικύρωσις τοῦ μοναδικοῦ στὸν κόσμον ὅλο κηρύγματος ποὺ ἀκούσθηκε ποτὲ στὸν πλανήτη μας. Τοῦ κηρύγματος τῆς ἀφειδώλευτης καὶ γνήσιας ἀγάπης πρὸς ὅλους, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς μας. Ἦταν μία δέησι καὶ ἱκεσία, μὲ ἐπίκλησι σὰν ἐλαφρυντικοῦ της ἀγνοίας, ὑπὲρ τῶν διωκτῶν καὶ δημίων Του, ἔτσι γιὰ νὰ ἀντηχεῖ ἔκτοτε σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὁ ἀπόηχός της, ἐμπνέοντος τὶς μυριάδες τῶν χριστιανῶν, ποὺ θὰ ἤθελαν, μιμούμενοι τὸν ἀρχηγό Τους, νὰ δείξουν πὼς μποροῦν νὰ νικοῦν τὸ κακὸ μὲ τὸ καλό, τὴ μοχθηρία μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ συμφέρον μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια.

***

Ο δεύτερος Λόγος  ΤΟΥ Σταυρού ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΜΙΑ Απάντησις Φωνή μετανοίας ΚΑΙ πίστεως. Στὴ φωνὴ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ μπροστὰ στὴν ὑπέρτατη κένωσι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πραγματικές της διαστάσεις τὴν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας Του. «ΑΜΗΝ, ΛΕΓΩ ΣΟΙ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ ΕΜΟΥ ΕΣΗ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩ». Ποιά, ἄραγε, πιὸ αὐθεντικὴ μαρτυρία περιμένουν ν ἀκούσουν ἢ νὰ βροῦν ποτέ, ὅσοι μὲ δυσπιστία στέκονται μπροστὰ στὴ μεταθανάτια ὀντολογικὴ πραγματικότητα? Καὶ πόσους, ἀλήθεια, θὰ καταδικάση καὶ ἡ μετάνοια ἡ ἔστω ὄψιμος καὶ ἡ πίστις τοῦ ληστοῦ αὐτοῦ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἰησοῦ μένουν ἀκόμη ἄπιστοι. Ὢ ναί. Ὅταν τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου διασκελίζει πρῶτος ἕνας μέγιστος ἁμαρτωλὸς ἀνανήψας ἐγκαίρως, ποιὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς της ζωῆς θὰ βρεῖ ποτὲ δικαίωσι γιὰ τὴν ἐμμονή του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως? Γιατί τὸ παράδειγμα τοῦ ληστοῦ ὄχι μόνο βεβαιώνει τὴν ὕπαρξι τῆς οὐράνιας Βασιλείας, ἀλλὰ καὶ πείθει πὼς ὅλοι, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, ἔχουν δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν αἰωνιότητα ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουν καὶ ἀνάλογα νὰ πράξουν ὅσο εἶναι καιρός.

***

Καθὼς ΤΩΡΑ ΓΙΑ  Τρίτη ΦΟΡΑ  ἀνοίγει τό στόμα Του Ο Ἐσταυρωμένος ἀφήνει ΝΑ ξεπηδήσουν λόγοι στοργής ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ προνοίας ΜΗΤΕΡΑ Του. «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ: . ΓΥΝΑΙ, ΙΔΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ΙΔΟΥ το η Μήτηρ ΣΟΥ ». Καμιὰ μητέρα στὸν κόσμο δὲν ἔδειξε τόση στοργὴ γιὰ τὸ παιδί της, καὶ καμιὰ μητέρα δὲν δέχθηκε τόση στοργὴ ἀπὸ τὸ παιδί της, ὅσο ἡ Παναγία. Κι ἔπρεπε στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες τῆς μεγάλης Του ὀδύνης νὰ μιλήσει τόσο εὔγλωττα ὁ Ἰησοῦς, γιὰ ν ἀφήση σὰν παρακαταθήκη σὲ ὅλους μας τὴν ἀνάγκη γιὰ ἰσόβιο σέβας καὶ φροντίδα γιὰ κείνους, ποὺ μᾶς χάρισαν τὴ ζωή. 

***

Ὁ τέταρτος λόγος  . τοῦ Χριστοῦ ἀπ τὸν Σταυρὸ ἔχει μίαν ἀνείπωτη τραγικότητα καὶ δυσθεώρητο βάθος καὶ πλάτος «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑ ΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ?». Αὐτὸς εἶναι ὁ δυσκολότερος λόγος, ποὺ κρύβει μέσα του ὠκεανὸ θεολογίας. Πολλοὶ τὸν ἐξήγησαν σὰν ξέσπασμα ἀπελπισμοῦ. Ἄλλοι σὰν γογγυσμὸ καὶ ἄλλοι σὰν ἀπογνώσεως φωνή. Ὄχι. Ὁ Κύριος δὲν ἐγόγγυσε ὅταν τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι, οὔτε ὅταν τὸν κατεδίκασαν ἀδίκως, οὔτε ὅταν τὸν ἐμαστίγωσαν. Παραπονεῖται τώρα γιὰ κάτι ποὺ τοῦ κοστίζει ἀκριβά. Κι αὐτὸ εἶναι ὁ χωρισμός Του, ἔστω καὶ πρόσκαιρος, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἕνας χωρισμὸς ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία, ποὺ θεληματικὰ σηκώνει στοὺς ὤμους Του ὁ ἀναμάρτητος. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει σὲ μία του ἐπιστολὴ πὼς ὁ Χριστὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας κατάρα. Καὶ ἡ ἔκφρασις αὐτῆς τῆς κατάρας φάνηκε στοὺς λόγους Του αὐτούς, ποὺ εἶναι ἕνα αὐθόρμητο .ξέσπασμα ψυχικοῦ πόνου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ Πατέρα, γιὰ τὸ ἀβυσσαλέο χάσμα ποὺ ἀνοίγει ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἁμαρτία. Καὶ νὰ σκεφθῆ κανεὶς μὲ πόση εὐκολία ἐμεῖς δουλεύουμε στὴν ἁμαρτία καὶ ἀψηφοῦμε αὐτή της τὴν συνέπεια.

***

ΜΙΑ ΚΑΙ μονή λέξις ΕΙΝΑΙ Ο κατὰ σειρὰν  πέμπτος Λόγος  ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Μικρὴ ἀλλὰ περιεκτική. «ΔΙΨΩ». Ἦταν μία δίψα βασανιστική, σωματικὴ δίψα, ἀπότοκός της αἱμορραγίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἄλλη ψυχικὴ δίψα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἡ δίψα νὰ ἰδῆ τὰ ἀποστατήσαντα παιδιά Του νὰ ἐπιστρέφουν κοντά Του. Ἡ δίψα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν σταυρωτῶν Του, γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἀξιοποίησι τῶν νέων, γιὰ τὴν ἀνάδειξι ἐκλεκτῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ τὴν παγίωσι τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο. Ἦταν δίψα γιὰ πνευματικὲς κατακτήσεις, γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀγάπης παντοῦ, γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πραγματικῆς δικαιοσύνης στὶς διανθρώπινες καὶ διεθνεῖς σχέσεις, γιὰ τὴ θεμελίωσι τοῦ πολιτισμοῦ πάνω στὴν κρηπίδα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, γιὰ τὴν ἀναχαίτισι τοῦ βαρβαρισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς ἀλήθειας. Ἦταν ἀκόμα δίψα γιὰ τὴ δικαίωσι τῶν ἀνθρώπινων προσδοκιῶν, γιὰ τὴν κατίσχυσι τῆς ἀρετῆς, γιὰ τὴ λάμψι τοῦ φωτὸς στὴν οἰκουμένη. Κι εἶναι ὥρα τώρα νὰ διερωτηθοῦμε ἂν ὕστερα ἀπὸ 2.000 χρόνια σήμερα μποροῦμε νὰ λέμε πὼς αὐτή Του ἡ δίψα ἔσβησε, ἢ ἂν ἀντίθετα τὰ γεγονότα μᾶς ἀναγκάζουν νὰ παραδεχθοῦμε πὼς ὁ Ἰησοῦς καὶ σήμερα ἀκόμα διψάει ...

***
«ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Εἶναι ὁ προτελευταῖος,  ακινήτου Εκτός Λόγος  Της ἀγωνίας ΤΟΥ Σταυρού. Ὅλα πιὰ ἐτελείωσαν. Τὸ φοβερὸ μαρτύριο, μὲ τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς εἰρωνεῖες, τὸ μαστίγωμα, τὴν προδοσία, τὴν ἐγκατάλειψι, τοὺς πόνους, τὴ χολή. Τὸ ποτήρι τῆς πίκρας τὸ ἤπιε μέχρι τέλους. Ὅλα πιὰ τέλειωσαν. Τὸ γιγάντιο ἔργο τῆς λυτρώσεως. Ὁ διάβολος νικήθηκε. Ὁ νόμος παρῆλθεν, ἡ χάρις ἐξέλαμψεν, ὅπως ψάλλει ἐπινίκια ἡ Ἐκκλησία. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἐξηγόρασε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅλα τώρα τέλειωσαν. Οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα, τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα ἔγινε, ὁ κόσμος ὅλος σώθηκε. Καὶ δὲν μένει πιὰ παρὰ ὁ τελευταῖος λόγος.

***


« ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ ». Αὐτὸς Ο Λόγος ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ Φωνή θριάμβου. Μὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς διακηρύσσει πὼς νίκησε τὴν ἁμαρτία. Ἀποθνήσκει ὄχι γιατί τὸ θέλουν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλὰ γιατί τὸ θέλησεν αὐτός. Καὶ τώρα παραδίδοντας τὸ σῶμα Του στὸν θάνατο, γίνεται ὁ ἴδιος κυρίαρχός του θανάτου. Γι αὐτὸ τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος γίνεται Ζωή, ποὺ διοχετεύεται στὶς ἀγωνιζόμενες ψυχὲς καὶ χαρίζει τὴ δυνατότητα τῆς νίκης στὴν κονίστρα τῆς ζωῆς.